Η γυναίκα που κατηγορήθηκε ως «σύγχρονη Μήδεια», ότι «δηλητηρίασε τον 9χρονο γιο της» και «κακοποιούσε σεξουαλικά τα δύο της παιδιά», απαλλαγμένη σήμερα από όλες τις κατηγορίες, δηλώνει ότι θα ήθελε να δουλέψει ξανά σαν babysitter.
Το σπίτι της 57χρονης Θεοδώρας, στην Άνω Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης, είναι πολύ μικρό (κάτι λιγότερο από 40 τετραγωνικά), με δύο δωμάτια, μια μικρή κουζίνα, ένα χολ γεμάτο μικρές και μεγάλες φωτογραφίες των δύο της παιδιών, του Νικολάκη και της Ιωάννας, κάποια βιβλία στο πάτωμα, εικόνες αγίων και ένα καντήλι αναμμένο μπροστά από την εικόνα του αγίου Νικολάου, «αυτού που φυλάει το πεθαμένο μου παιδί, που με κοιτάει από ψηλά» λέει και ανοίγει το ψυγείο της για να με κεράσει γλυκό του κουταλιού και χυμό πορτοκάλι. «Είναι μια γυναίκα που έχει περάσει πολλά. Σήμερα είναι πάμφτωχη, ζει με μια αναπηρική σύνταξη, ενώ τη βοηθάει και η εκκλησία με τα συσσίτιά της για απόρους» λέει στο people, στην είσοδο του στενού δρόμου που οδηγεί στο σπίτι της, η γειτόνισσά της, η 50χρονη Ολυμπία – «ο φύλακας άγγελός μου», όπως θα μου εξηγήσει αργότερα η Θεοδώρα.
Μέσα στο σπίτι ησυχία. Με το βλέμμα χαμένο στο κενό, η Θεοδώρα λέει πως «όλα ήταν μια σκευωρία», για να συμπληρώσει με παράπονο: «Είμαι μια ταλαίπωρη γυναίκα, κι εύχομαι την κατάρα που κουβαλάω να μην τη ζήσει ποτέ άνθρωπος στον κόσμο». Σε αυτό το σημείο την παίρνουν τα κλάματα. Κλαίει με λυγμούς. Παίρνει ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσει τα μάτια και τη μύτη της, πηγαίνει στο δωμάτιό της για να βρει παλιές φωτογραφίες με τα παιδιά της και επιστρέφει λέγοντας: «Μου κατέστρεψαν τη ζωή! Εγώ δεν έχω πια ζωή να ζήσω. Βρήκαν το εύκολο θύμα, μια αφελή γυναίκα, όπως ήμουν εγώ, και φόρτωσαν πάνω μου όλες τις βρομιές που έκαναν μέσα στα ιδρύματα και στα νοσοκομεία. Ο Νικολάκης ήταν η αδυναμία μου. Πώς θα μπορούσα εγώ να σκοτώσω το παιδί μου; Η ίδια του η μάνα; Το αγγελούδι μου; Κοίτα το! Κοίταξέ το στη φωτογραφία. Δεν είναι πολύ όμορφο;». Κλαίει ξανά. Ανοίγει τη βρύση, ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της, κάθεται και πάλι στο τραπέζι. «Θα έπρεπε να ντρέπονται όλοι αυτοί για το κακό που πήγαν να μου κάνουν, για αυτά που είπαν στο δικαστήριο, για όσα κατέθεσαν στην αστυνομία. Ο Θεός βλέπει και θα αποδώσει δικαιοσύνη. Εγώ τι να τους κάνω; Είμαι μια αδύναμη γυναίκα».
Η Θεοδώρα Σουφχάρα ήταν η γυναίκα που χαρακτηρίστηκε από τις εφημερίδες της εποχής «σύγχρονη Μήδεια» και «ανθρωπόμορφο τέρας» όταν, το Σεπτέμβριο του 1994, κατηγορήθηκε πως δηλητηρίασε το γιο της, Νίκο, 9 χρονών τότε, καθώς και δύο ηλικιωμένους που φρόντιζε ως προσωπική νοσοκόμα (αργότερα, το ιατρικό πόρισμα ανέφερε ότι αυτοί πέθαναν από εγκεφαλικό επεισόδιο). Ακόμη, κατηγορήθηκε ότι κακοποιούσε σεξουαλικά τα παιδιά της, «διαπράττοντας αιμομιξία», κάτι που είχε καταθέσει γυναίκα που πήγαινε με τη Θεοδώρα σε συσσίτια και που αργότερα απέσυρε ενώπιον του Κακουργοδικείου. Σε ιατρικό πόρισμα μετά το θάνατο του 9χρονου γιου της στις 14 Σεπτεμβρίου του 1994, ο οποίος νοσηλευόταν σε παιδοψυχιατρική κλινική, τονιζόταν ότι «η αιτία του θανάτου του ήταν το υπογλυκαιμικό κώμα στο οποίο έπεσε το παιδί ύστερα από χορήγηση αντιδιαβητικής ουσίας». Ο μικρός είχε αποδράσει από την κλινική λίγες μέρες μετά την εισαγωγή του σε αυτή στις 10 Σεπτεμβρίου του 1994. Στις 14 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στο σπίτι του, όπου η μητέρα του τον βρήκε σε κωματώδη κατάσταση. Η Θεοδώρα είχε υποστηρίξει τότε στο δικαστήριο ότι δεν είχε δώσει καμία ουσία στο παιδί της, ενώ οι εμπειρογνώμονες γιατροί αποφάνθηκαν πως ο θάνατος προήλθε από ιογενή λοίμωξη. Όπως αποκάλυψε άλλωστε στη συνέχεια ο αρμόδιος ιατροδικαστής, η γνωμάτευσή του είχε στηριχτεί μόνο στα στοιχεία του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου, τα οποία, σύμφωνα με την υπεράσπιση της Θεοδώρας, «ήταν ελλιπή». Τελικά, με βάση τις μαρτυρίες που συγκεντρώθηκαν, η Θεοδώρα απαλλάχτηκε με βούλευμα για το θάνατο του παιδιού της το 1997, ενώ για τους θανάτους των δύο ηλικιωμένων αθωώθηκε από το δικαστήριο το 1999. Είχε όμως ήδη μείνει προφυλακισμένη για 17 μήνες. «Οι μήνες που πέρασα στη φυλακή ήταν από τους χειρότερους που έχω ζήσει» λέει σήμερα στο People. «Οι άλλες κρατούμενες με βασάνιζαν και με ξυλοκοπούσαν, πιστεύοντας κι εκείνες ότι εγώ είχα σκοτώσει το παιδί μου. Δεν τους κρατάω κακία. Κι εγώ, αν άκουγα ότι μια μάνα κακοποιούσε τα παιδιά της σεξουαλικά, ότι διέπραττε αιμομιξία και ότι είχε φτάσει μέχρι το σημείο να δολοφονήσει το ένα από αυτά, το πιο μικρό, μπορεί να έκανα τα ίδια».
Το βούλευμα που εκδόθηκε από το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης ανέτρεψε τελικά όλες τις κατηγορίες, κρίνοντας ότι η ανάκριση ήταν ελλιπής και ότι οι απόψεις του ιατροδικαστή «κινούνταν στη σφαίρα της φαντασίας»: «Με βάση την κοινή λογική και με οδηγό τα αποδεικτικά και μόνο στοιχεία, φρονούμε επιεικώς ότι οι σκέψεις του ιατροδικαστή αποτελούν παράδοξες, αλλά και αυθαίρετες πτήσεις επιστημονικής φαντασίωσης». Η δε Θεοδώρα περιγράφεται ως «τραγική περίπτωση ανθρώπου. Η οικονομική κατάσταση και η εν γένει διαβίωση της κατηγορούμενης κυμαίνεται από πολύ άσχημη έως τραγική».
Η Ιωάννα, η 23χρονη σήμερα κόρη της (η Θεοδώρα έχει άλλη μία, μεγαλύτερη σε ηλικία, κόρη, την Ελένη, η οποία μένει μόνιμα στην Τσεχία), εργάζεται σε ζαχαροπλαστείο. Ο εισαγγελέας Θεσσαλονίκης της είχε αφαιρέσει τότε την επιμέλεια της 7χρονης μικρής, με εντολή αυτή να μεταφερθεί στο ορφανοτροφείο Μέλισσα. Αν και πολλές φορές στο παρελθόν η Θεοδώρα είχε ζητήσει την επιμέλεια της κόρης της, οι αιτήσεις της πάντοτε απορρίπτονταν. «Θεωρούσαν ότι στο ίδρυμα θα περνούσε καλύτερα η κόρη μου απ’ ό,τι με τη μητέρα της» λέει με πίκρα η Θεοδώρα στο People. «Φοβάμαι τη στιγμή που θα με ρωτήσει: “Πού ήσουνα, μαμά, όταν σε χρειαζόμουνα, όταν αρρώσταινα, όταν ήθελα μια αγκαλιά;”. Τι θα της απαντήσω; Προς το παρόν είναι διακριτική και δεν μου λέει τίποτα για το παρελθόν. Το ξέρω όμως ότι δεν θα μπορέσω να καλύψω το κενό που έχει μέσα στην καρδιά της, ότι ποτέ δεν θα με συγχωρέσει για όσα πέρασε. Ωστόσο τουλάχιστον νιώθω πως εκείνη προχωράει, κοιτάζει μπροστά και κάνει όνειρα. Το μόνο που της έχω ζητήσει είναι να μην πει σε κανέναν τίποτα για το παρελθόν της, να λέει ότι ήταν “φιλοξενούμενη σε κολέγιο”, γιατί ο κόσμος είναι παράξενος και παρεξηγεί».
Σκύβει το κεφάλι της, κοιτάζει τη φωτογραφία του Νικολάκη της, κλαίει ξανά. «Μου αρέσει η μοναξιά μου, δεν θέλω παρέες –εκτός από τη φίλη μου την Ολυμπία και κάποιες άλλες κυρίες που με βοηθάνε–, ούτε, φυσικά, κάποιον άντρα δίπλα μου. Άλλωστε ο σύζυγός μου, με τον οποίο χωρίσαμε, ήταν αλκοολικός και με χτυπούσε μέρα νύχτα, δεν έχω εμπιστοσύνη πια σε κανέναν. Μετά το χωρισμό μου, το 1987, είχαμε έρθει με τα παιδιά μου από την Τσεχία εδώ για μια καλύτερη ζωή. Πού να ’ξερα τι με περίμενε; Ξεκίνησα να εργάζομαι ως νοσοκόμα, φρόντιζα ηλικιωμένους, ανήμπορους ανθρώπους. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, μάλιστα, αρκετό καιρό μετά την υπόθεση, συνέχιζα να εργάζομαι σε κάποια σπίτια ως babysitter, αλλά, όταν οι άνθρωποι μάθαιναν την ιστορία μου από “καλοθελητές”, έβρισκαν κάποια αφορμή και με έδιωχναν. Θέλω να δουλέψω ξανά σαν babysitter, γιατί αγαπάω πολύ τα παιδιά, τα λατρεύω, είναι η ελπίδα της ζωής. Είναι κάτι που θα με βγάλει από τη θλίψη μου. Τώρα ζω με τη σύνταξη των 583 ευρώ που παίρνω αλλά, αν σκεφτείς ότι δίνω 300 ευρώ στο ενοίκιό μου, μου μένουν πολύ λίγα χρήματα για να ζω. Αν μπορέσουν κάποιοι άνθρωποι και με βοηθήσουν οικονομικά, θα τους ήμουν ευγνώμων».
Χτυπάει το κινητό της. Είναι η Ιωάννα της. «Ναι, αγάπη μου! Σε πεθύμησα. Θέλω να σε δω! Να προσέχεις τώρα με τις δυνατές βροχές. Κυκλοφορεί και ίωση». Κλείνει το κινητό, δεν θέλει να πει άλλα για την κόρη της, «να μη στιγματιστεί από τους κακούς ανθρώπους», και βάζει σε μια σακούλα λίγα πορτοκάλια, από αυτά που της έδωσαν κάποιες κυρίες την Κυριακή στην εκκλησία: «Να ’χεις, παιδί μου, για το δρόμο σου μέχρι το αεροδρόμιο. Μην πεινάσεις…».
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό People, τον Φεβρουάριο του 2011. Αιωνία της η μνήμη...