Συνήθως τον πειράζουν για το επίθετό του. Ότι είναι «Χειμώνας» ενώ το άθλημά του είναι για Καλοκαίρι και ήρεμη θάλασσα που να βοηθάει τα σκάφη να προχωράνε πιο γρήγορα στους αγώνες, να κάνουν πιο εύκολα ελιγμούς. Ο Βαγγέλης στα 27 του, είναι μία από τις ελπίδες μας για διακρίσεις και μετάλλια στους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες.
Για αρκετή ώρα ο Βαγγέλης μου εξηγούσε νοήματα και όρους της ιστιοπλοΐας, για τα πανιά, τις ειδικές σημαδούρες στη θάλασσα- σήματα αγώνων- το room to pass (τον τρόπο δηλαδή που μπορεί να χωθεί το ένα σκάφος ανάμεσα στο άλλο και να το προσπεράσει στην κούρσα) το pumping και τα άκυρα τραβήγματα μέσα στο νερό που ίσως βγάλουν τον αθλητή εκτός αγώνων (αυτό έτυχε και στον ίδιο τον προηγούμενο μήνα που βρισκόταν στο Πεκίνο για την ολυμπιακή προετοιμασία), τις αντίστοιχες κίτρινες και κόκκινες κάρτες του ποδοσφαίρου που ισχύουν και στο δικό του άθλημα, το ιδιόμορφο «κλέψιμο» μεταξύ των σκαφών που θα προσθέσει βαθμούς και- μάλλον- μία καλή θέση (ή μία καλύτερη) στον πίνακα κατάταξης, από αυτή που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή στην «πάντα αυστηρή», όπως μου λέει, «βαθμολόγηση». Από τέτοιες καλές θέσεις ο Βαγγέλης είναι πλήρης: Επτά φορές πρωταθλητής Ελλάδος, ασημένιο στο παγκόσμιο νέων του 98, χάλκινο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 2002, σημαντικές διακρίσεις σε πανευρωπαϊκά και μεσογειακά τουρνουά, ενώ (από παλιές δημοσιεύσεις αθλητικών εφημερίδων στα site τους) διαβάζω ότι οι αθλητικογράφοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο ιστιοπλόο στην κατηγορία των lazer που υπάρχει αυτή τη στιγμή στο χώρο του αθλητισμού στην Ελλάδα, μία απ τις ελπίδα μας για ολυμπιακή διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ξαφνιάζεται όταν του λέω. Μπορεί και να τον ενοχλούν κάτι τέτοια πομπώδη. Παρόλο που- όλοι αυτοί οι ειδικοί συμφωνούν- αυτή είναι η αλήθεια. «Εγώ απλά προσπαθώ για το καλύτερο. Όλα αυτά ξεκινάνε από την αγάπη μου για τη θάλασσα, δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω μακριά της. Ακόμη και στις διακοπές μου, παρόλο που κανονικά θα έπρεπε να απομακρύνομαι από οτιδήποτε θα θυμίζει την καθημερινότητά μου εγώ επιδιώκω πάντοτε να κάνω διακοπές σε κάποιο νησί, αλλά όχι κάπου κοσμικά Απλά να υπάρχει η αίσθηση του νερού γύρω μου, ότι ανά πάσα στιγμή συμβεί κάτι εγώ θα μπορώ να πέσω στα κύματα και να τα ξεχάσω όλα, να ηρεμήσω». Δεν είναι τυχαίο που το σπίτι του στην Καστέλλα βλέπει πιάτο τη θάλασσα απέναντι, και αυτή, μου λέει, είναι η καλύτερη ώρα της μέρας του. Να ξυπνάει πολύ πρωί για την προπόνησή του, να κάνει βάρη σαν προθέρμανση στο δωμάτιό του, να διαβάζει για λίγο τα μαθήματά του (είναι στο τέταρτο έτος στις «διεθνείς και ευρωπαϊκές σπουδές» στο πανεπιστήμιο του Πειραιά), να κοιτάει τον κόσμο που πάει στις δουλειές του, τα σκάφη που πηγαινοέρχονται, και- βέβαια- να προσπαθεί να καταλάβει τις προθέσεις της θάλασσας («σαν ερασιτέχνης μετεωρολόγος», μου λέει), αν θα είναι ήρεμη σήμερα ή φουρτουνιασμένη, αν θα τον δυσκολέψει στην προπόνηση κρατώντας με μεγαλύτερη δύναμη τα πανιά ή αν θα του φερθεί με τον καλύτερό της τρόπο. Έτσι δηλαδή, όπως της φέρεται κι αυτός. «Η θάλασσα έχει τη συμπεριφορά γυναίκας. Πρέπει να την προσέξεις, να τη συγχωρέσεις, να της δείξεις κατανόηση, να την αγαπήσεις. Αν δεν πας με τα νερά της, δεν θα έρθει ούτε αυτή με τα δικά σου. Από παιδί το κατάλαβα αυτό, από τα 6 μου χρόνια που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον αθλητισμό. Μου το έλεγαν οι προπονητές μου αλλά το καταλάβαινα και ο ίδιος ότι ο πρωταθλητισμός -που ήταν ο δικός μου στόχος- χρειάζεται απόλυτη αφοσίωση. Ότι το νερό είναι σύμμαχος στις διακρίσεις που θέλεις να πετύχεις, όχι εχθρός». Τα ξανθά του μαλλιά, το ανοιχτόχρωμό του δέρμα, τα πράσινά του μάτια, μπορεί να οφείλονται στη Βόρεια Ευρώπη που γεννήθηκε και έζησε για λίγο καιρό λόγω σπουδών των γονιών του, παρόλο που και οι δύο είναι Έλληνες. Ενοχλείται όταν του λέω ότι- μάλλον- αρέσει πολύ, του φέρνω παράδειγμα τα δύο κορίτσια που μας σερβίρουν στο μικρό café της πλατείας Μαβίλη που όλο τον κοιτάνε, όλο κάτι ψιθυρίζουν μεταξύ τους, και όλο μας ρωτάνε «θέλετε κάτι άλλο να σας φέρω; Όλα καλά;». Ο Βαγγέλης μοιάζει να μην έχει την παραμικρή αίσθηση της πολύ καλής εξωτερικής του εμφάνισης («εμφάνιση μοντέλου» του λέω κάποια στιγμή και ενοχλείται), να μην γνωρίζει τα καλά του χαρακτηριστικά που δεν έχουν κατ ανάγκη όλοι οι αθλητές, να μην ξέρει ότι η διαδρομή από το μετρό του Μεγάρου Μουσικής απ όπου ήρθε ήταν γεμάτη με έντονα βλέμματα (αυτά που είδα εγώ απ την πλατεία). Ο Βαγγέλης αδιαφορεί για όλα αυτά, παρόλο που- εντάξει- κολακεύεται όταν του τα αναφέρω. Ίσως και να ξαφνιάζεται που έχουν συμβεί όλα αυτά τα τελευταία 45 λεπτά και αυτός χαμπάρι δεν πήρε από τίποτα. «Είμαι άνθρωπος των σχέσεων. Πάντα μου άρεσε να έχω σταθερή σχέση, μία μόνιμη σύντροφο δίπλα μου. Εδώ και δύο χρόνια έχω σχέση. Νομίζω πως αυτό μου φέρνει ηρεμία, με χαλαρώνει από αυτό το συνεχές στρες με τους αγώνες. Ξέρεις ότι θα γυρίσεις στο σπίτι και θα βρεις έναν άνθρωπο να πεις μαζί του δυο τρεις κουβέντες και να ηρεμήσεις. Στην αρχή κοιτάω όπως όλοι οι άντρες την εξωτερική εμφάνιση αλλά αργότερα αυτό που θα μετρήσει για να δεθώ με τον άνθρωπό μου είναι η προσωπικότητα και να είναι δυναμική. Επίσης να καταλαβαίνει ότι το άθλημα μου χρειάζεται αρκετό χρόνο από τις ώρες της μέρας μου και να μην γκρινιάζει γι αυτό». Όλα αυτά τα λόγια ίσως να δίνουν την εικόνα ενός πολύ καλού παιδιού, πειθαρχημένου, οργανωμένου, απολύτως αφοσιωμένου στη δουλειά, στη σύντροφο και στην οικογένειά του. Κι όμως. Ο Βαγγέλης των 12 χρόνων ήταν ένας μικρός αλητάκος, παράδειγμα προς αποφυγήν για όλα τα παιδιά του σχολείου. Αποβολές, μέτριοι βαθμοί, κακή συμπεριφορά στους καθηγητές και στους φίλους του που δεν ανήκαν στην ιδιότυπη μαθητική ομάδα, της οποίας- φυσικά- ήταν ο αρχηγός. Από εκεί το πάω, αλλού το πηγαίνω, αυτός επιστρέφει στη θάλασσα. «Ο αθλητισμός με ηρέμησε. Μέχρι τότε ήταν σαν να έβλεπα αλλού και γύρισα ξαφνικά το κεφάλι μου και αντίκρισα κάτι άλλο- εντελώς διαφορετικό- για τη ζωή μου. Μερικοί λένε πως γεννιούνται για κάτι συγκεκριμένο, ότι έχουν ένα προορισμό. Ο δικός μου ήταν το νερό. Ακόμη και τα hobby μου δεν έχουν κάτι άλλο, μόνο θάλασσα. Από τις απλές ρακέτες μέχρι surfing. Δεν θα μπορούσα να με φανταστώ να κάνω κάτι άλλο και ευτυχώς που είχα από πολύ νωρίς διακρίσεις και έτσι δεν χρειάστηκε να εργαστώ κάπου άλλου, είμαι ήδη- λόγω μεταλλίων- αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, όλα μου τα προσέφερε από την αρχή το άθλημα». Τα ταξίδια που έχει κάνει είναι ένα από αυτά. Στο Σίδνευ, στο Μαιάμι, στο Ντουμπάι, στο Κανκούν, στο Μεξικό, στη Μαγιόρκα, στη Μασαλία, στο Κέιπ Τάουν, στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Στο Ρίο θυμάται το μεγάλο καρναβάλι με τις Βραζιλιάνες και τους βραζιλιάνους να μην σταματάνε ποτέ το χορό και να τους παρακολουθεί με θαυμασμό (αν και ο ίδιος δεν χορεύει ποτέ), τα ατελείωτα parties, και- φυσικά- τις σκληρές πρωινές προπονήσεις. Επίσης θυμάται και έναν καρχαρία, έναν μεγάλο καρχαρία που ξαφνικά βρέθηκε μπροστά του στις ακτές του Κειπ Ταουν. Ακριβώς όπως στις ταινίες, σαν εκείνον με τα μεγάλα δόντια και τα μαύρα πτερύγια στα «Σαγόνια του καρχαρία» που έβλεπε στην τηλεόραση όταν ήταν μικρός κρυφά από τους γονείς του με την παρέα του. Μου καταρρίπτει όλους τους μύθους για το πώς μοιάζουν πραγματικά οι καρχαρίες, ότι ουσιαστικά κυνηγούν μικρά ψάρια, κολυμπάνε δίπλα από τους ανθρώπους και δεν πειράζουν κανένα, είναι ακίνδυνοι. Σαν κάτι συνηθισμένο και καθημερινό. Και δεν φοβήθηκες Βαγγέλη όταν είδες καρχαρία; Καθόλου; «Αφού βρισκόταν στο νερό. Γιατί να φοβηθώ;».
Δημοσίευση στο περιοδικό Down Town, τον Σεπτέμβριο του 2007 (οι φωτογραφίες είναι της Ιωάννας Τζετζούμη).