Βρεθήκαμε στις πλατείες Αγίου Παντελεήμονα, Αττικής και Βικτωρίας. Εκεί όπου οι κάτοικοι μισούν, υποφέρουν, φοβούνται. Εκεί που όλοι λένε τη δική τους αλήθεια.
Αργά το απόγευμα της Πέμπτης 5 Μαΐου 2011, η Μαίρη Στελλάτου βρισκόταν στη γωνία των οδών Αγορακρίτου και Αλκιβιάδου, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, περιμένοντας έξω από το υποκατάστημα της Eurobank για να πάρει τη σύνταξη της μητέρας της, Κατερίνας, αφού η ίδια δεν μπορούσε, λόγω της υγείας της, να βγει από το διαμέρισμά της στην οδό Ρεμούνδου- 300 μέτρα απόσταση από την πλατεία. Τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που η Αγγελική χρειάστηκε να ανοίξει τη τσάντα της, να ψάξει για το κινητό της τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα και να μιλήσει στο σύζυγό της, ήταν αρκετά για να κάνουν τους τρεις Αφγανούς αλλοδαπούς που βρίσκονταν στην πλατεία, να την πλησιάσουν αστραπιαία, να την ακινητοποιήσουν, να της αρπάξουν την τσάντα, να της τραβήξουν το κινητό τηλέφωνο από το χέρι και να προσπαθήσουν να διαφύγουν. Οι φωνές της έκαναν το Σπύρο, μέλος της επιτροπής αγώνα πολιτών Αγίου Παντελεήμονα που βρισκόταν εκεί τυχαία, και το φίλο του Μάρκο, να τρέξουν πίσω από τους αλλοδαπούς, να τους κυνηγήσουν γύρω από τις οδούς Πρασίου και Αλκιβιάδου, να τους φτάσουν 500 μέτρα πιο κάτω, να τους αρπάξουν ενώ εκείνοι, για να αντισταθούν, χτύπησαν τελικά το Σπύρο στο κεφάλι με κάποια κλειδιά που κρατούσαν στα χέρια τους. Ο Σπύρος Γιαννάτος, το μεσημέρι της Δευτέρας 16 Μαΐου, μας δείχνει τις ραφές στο κεφάλι του, τα τρία ράμματα και περιγράφει το περιστατικό που συνέβη σαν «καθημερινότητα», ότι «δεν είναι τίποτα αυτά, μπροστά σε αυτό που πραγματικά ζούμε εδώ. Πάλι καλά που, από το φόβο τους, άφησαν τη τσάντα της γυναίκας κάτω και έτρεξαν να φύγουν». «Είμαστε απελπισμένοι, αγανακτισμένοι και φοβισμένοι», λέει καθισμένος στα σκαλιά της εκκλησίας, μπροστά από το σύνθημα «Έξω από την Ελλάδα οι ξένοι», γραμμένο με μπλε σπρέι και σχηματισμένη την ελληνική σημαία από κάτω. «Σήμερα, δεν κυκλοφορεί κανένας στην πλατεία αφού, μέχρι πριν από λίγο καιρό, υπήρχαν εδώ 500 λαθρομετανάστες, από το πρωί μέχρι το βράδυ, οι οποίοι είχαν μετατρέψει την πλατεία και την παιδική χαρά σε ουρητήρια και μέρος συναλλαγής για ναρκωτικά. Δεν τολμούσε να περάσει άνθρωπος από την περιοχή μας! Στην αρχή τους βοηθήσαμε, τους δώσαμε κουβέρτες, τους δώσαμε να φάνε, αλλά μετά πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν ανεξέλεγκτοι. Στο τέλος εκμεταλλεύτηκαν την φιλοξενία μας και αποθρασύνθηκαν! Τα πράγματα ξέφυγαν: Έκαναν ένα ιδιότυπο γκέτο και δεν μπορούσε να περάσει κανένας από την πλατεία ενώ, αν τολμούσες να καθίσεις στα παγκάκια θα έπρεπε να τους ζητήσεις προηγουμένως την άδεια. Οι ηλικιωμένοι που ζούσαν εδώ 70 χρόνια, μου έλεγαν ότι είχαν να κάτσουν σε παγάκι στην πλατεία για πάνω από 5 χρόνια. Δεν τους επιτρεπόταν!». Ο κύριος Νεκτάριος που κάθεται μαζί με τους συνταξιούχους φίλους του, στο μικρό καφενεδάκι της οδού Αγορακρίτου 1, συμφωνεί: «Όταν πέσει ο ήλιος, δεν κυκλοφορεί κανένας στην πλατεία. Για τις γυναίκες, ξεχάστε το. Αυτές ούτε τη μέρα δεν κυκλοφορούν με τσάντες ή φορώντας σκουλαρίκια. Πριν από λίγες μέρες, σταμάτησαν μία κοπέλα η οποία ερχόταν από τη στάση του μετρό Αττικής και της άρπαξαν το κινητό και τη τσάντα στην οποία είχε μέσα τα βιβλία της από το πανεπιστήμιο όπου σπούδαζε. Δεν έχουν έλεος πια αυτοί οι άνθρωποι! Τα μαχαιρώματα και οι συμπλοκές μεταξύ τους είναι πλέον σε καθημερινή βάση. Όλες οι πολυκατοικίες γύρω από τον Άγιο Παντελεήμονα, έχουν στο ιστορικό τους τουλάχιστον από μία ληστεία». «Στις 30 του μήνα που ερχόμαστε στην Eurobank ή στην Πειραιώς για να πάρουμε τη σύνταξή μας, δεν υπάρχει περίπτωση να είμαστε μόνοι, να περπατήσουμε 10 μέτρα και να μην μας επιτεθούν ξένοι για να μας αρπάξουν τα λεφτά. Δεν είναι ότι μόνο μας κλέβουν, μας χτυπάνε αλύπητα! Δεν τολμάμε να έρθουμε στις τράπεζες και να μην μας συνοδεύει κάποιος δικός μας άνθρωπος. Πάμε και κάνουμε καταγγελίες στην αστυνομία για σκισμένα κεφάλια και χτυπήματα, αλλά τι να κάνουν κι αυτοί; Πού να τους βρουν; Στο τέλος είπαμε ότι δεν υπάρχει λόγος πια να κάνουμε καταγγελίες. Χαμένος χρόνος», προσθέτει η κυρία Κατερίνα. Κάποιοι αλλοδαποί που κυκλοφορούν στην πλατεία, αρνούνται να μιλήσουν. Το ίδιο συμβαίνει και με μία παρέα που περνάει, λίγο πιο κάτω, από την πλατεία Αττικής, με κατεύθυνση την οδό Λιοσίων. Μόνο ο Αχμέντ, με καταγωγή από το Ιράκ, ο οποίος μένει πολλά χρόνια στην περιοχή, θέλει να μιλήσει. Αλλά όχι να δώσει τα στοιχεία του στη δημοσιότητα. «Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς που υπέγραψαν για να φύγουν οι λαθρομετανάστες από την περιοχή μας. Εμείς είμαστε νόμιμοι, προσφέρουμε εργασία και δεν πειράζουμε κανέναν!». Ο συνάδελφος του στο συνεργείο αυτοκινήτων όπου εργάζονται, Ηλίας, με καταγωγή από την Αλβανία, συμφωνεί. «Το ίδιο πρόβλημα που έχουν οι Έλληνες με όλους αυτούς, έχουμε κι εμείς. Ας μείνουν εδώ μόνο οι νόμιμοι». «Έχουμε μαζέψει 3,5 χιλιάδες υπογραφές και οι 584 από αυτές είναι από ξένους που δεν θέλουν να βιώνουν και αυτοί αυτή την άθλια κατάσταση. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τους νόμιμους ξένους που μένουν εδώ και έχουν τη δουλειά τους, το σπίτι τους, την οικογένειά τους. Το πρόβλημα μας είναι οι λαθρομετανάστες», λέει ο Σπύρος Γιαννάτος και συνεχίζει: «Η Χρυσή Αυγή υπάρχει εδώ, αλλά ούτε χτυπάει αστυνομικούς ούτε δέρνει Έλληνες ούτε μαχαιρώνει. Έχουν την ιδεολογία τους, αλλά εμένα με καλύπτει που αισθάνομαι προστατευμένος σε περίπτωση που συμβεί κάτι. Δεν είναι τυχαίο που, στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, πήραν 28% στην περιοχή μας. Στις επόμενες εκλογές, να είστε βέβαιοι ότι τα ποσοστά θα είναι ακόμη πιο αυξημένα. Ζητήσαμε αστυνομική προστασία για την περιοχή μας και δεν γίνεται τίποτα. Αντίθετα, στις οδούς Προύσης και Αριστομένους, υπάρχει ένα περιπολικό της ελληνικής αστυνομίας 24 ώρες το 24ωρο το οποίο φυλάει ένα υπόγειο τζαμί, εδώ και ένα χρόνο! Εδώ, όμως, καμία ουσιαστική φύλαξη», καταλήγει. «Φοβόμαστε για τη ζωή μας! Τους πιάνουν, τους κατηγορούν για αξιόποινες πράξεις, τους πάνε στο δικαστήριο, τους δίνουν τρίμηνη αναβολή και μετά δεν ξαναπαρουσιάζονται ενώπιον των δικαστών. Μας κοροϊδεύουν!», λέει ο Χρήστος Αργύρης, κάτοικος της οδού Αχαρνών. «Δεν υπάρχει ψυχή! Φοβάται ο κόσμος να κυκλοφορήσει! Είμαι εδώ από το 1977, είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζω κάτι τέτοιο», λέει στο People ο Δημήτρης Τσιώπος ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Τσιώπος»- ένα από τα πιο γνωστά της περιοχής, έκτασης 460 τετραγωνικών μέτρων, στην οδό Αγορακρίτου 3- και συνεχίζει: «Με τους ξένους που μένουν εδώ μόνιμα, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Πριν από λίγες μέρες γλεντούσαν εδώ κάποιοι Πολωνοί, όμορφα κι ωραία. Με τους άλλους, όμως, τους κακοποιούς, κυρίως Αλγερινούς και Μαροκινούς, υπάρχει πάρα πολύ σοβαρό θέμα το οποίο θα πρέπει να λυθεί άμεσα. Είναι επικίνδυνοι!». Μέσα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, ο πατήρ Παναγιώτης Πανουσόπουλος προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, να μιλήσει με το λόγο του Θεού και της αγάπης. Συγκινείται. «Είμαι περισσότερο από 40 χρόνια στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Οι αγκαλιές του κλήρου πρέπει να δέχονται όλους τους ανθρώπους- είτε είναι Έλληνες, είτε Βούλγαροι, είτε οτιδήποτε άλλο. Κάθε Κυριακή έρχονται στην εκκλησία όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Πολωνοί, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Ρώσοι και γενικά όσοι είναι ορθόδοξοι και πιστεύουν. Από εκεί και πέρα, η πολιτεία και η αστυνομία πρέπει να φροντίσουν και να μεριμνήσουν για τα υπόλοιπα. Αγάπη και μόνο αγάπη. Εγώ μόνο αυτό μπορώ να πω». «Να φανταστείς, φοράω πάνω από 50 χρόνια το βαφτιστικό μου σταυρό και, για να μη με σκοτώσουν, τον έβγαλα και τον κρέμασα στο λαιμό μου με πέτσινο κορδόνι μήπως με σφάξουν και μου τον κλέψούν», λέει αγανακτισμένη η κυρία Μαρία, κάτοικος της οδού Περγάμου που κάνει τη μεσημεριανή βόλτα της στην πλατεία και συνεχίζει: «Σε αυτή την εκκλησία παντρεύτηκα, εδώ βάφτισα τις δύο μου κόρες, Ελένη και Μερόπη και τις πάντρεψα πριν από λίγο καιρό. Ας φύγουν οι λαθρομετανάστες που μας έχουν κάνει μαύρη τη ζωή! Αλλά, μόλις πάει να ακουστεί η φωνή μας, μας λένε “φασίστες”. Εκεί φτάσαμε: Να θεωρούμαστε εμείς ξένοι στην ίδια μας τη χώρα. Το μόνο που αισθάνομαι είναι ντροπή για την πολιτεία, όχι φόβο».
Λίγο πιο κάτω, στο τέρμα της οδού Αγορακρίτου, στην πλατεία Αττικής, η ίδια εικόνα: Ελάχιστοι κάτοικοι της περιοχής, καθισμένοι στα παγκάκια, σε παρέες των δύο ή τριών ατόμων. Δεν θέλουν να φωτογραφήσουμε τα πρόσωπα τους, δεν θέλουν να αναφέρουν τα επώνυμα τους δημόσια. Από φόβο. «Για να έρθω στην πλατεία, να κάτσω λίγο εδώ στο παγκάκι και να πω δυο κουβέντες με τους γείτονες, πρέπει πρώτα να το έχουμε κανονίσει και να πάμε όλοι μαζί. Δεν είναι εποχή να βγαίνεις μόνος σου απ το σπίτι, γιατί δεν ξέρεις αν θα ξαναγυρίσεις και σε τι κατάσταση», αναφέρει η κυρία Άννα. «Τις προάλλες, μου πήραν το τσαντάκι απ το χέρι και ευτυχώς που ξαφνιάστηκα και δεν προέβαλα αντίσταση, γιατί αλλιώς μπορεί και να με έσερναν στο δρόμο». «Προχθές το μεσημέρι, καθόμουν εδώ στην πλατεία και, ενώ μία μητέρα έπαιζε μπάλα με το παιδάκι της, περνάει ένας και της βουτάει την τσάντα. Έτσι απλά!», συμπληρώνει ο κύριος Γιάννης. «Και το χειρότερο ήταν ότι κανένας δεν πήγε να τη βοηθήσει. Αν δεν κυκλοφορείς με συνοδεία ή με ένα σκύλο, είναι πολύ επίφοβα τα πράγματα. Δεν σέβονται τίποτα! Θυμάμαι, στα νιάτα μου, κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα και τώρα όταν κλειδώνω την πόρτα, βάζω και ένα τραπέζι από πίσω για ασφάλεια! Δεν ξέρω τι θα γίνει ή που θα πάει αυτή η κατάσταση, αλλά ο κόσμος έχει αγριέψει πολύ. Και να τολμήσεις να αγγίξεις κάποιον από αυτούς, σε δείχνουν με το δάχτυλο και σε φωνάζουν “ρατσιστή”. Εμείς δεν είμαστε πολιτικοποιημένοι, αλλά δεν υπάρχει κάποιος να μας προστατεύσει!». «Με αυτή την κατάσταση, κάποια στιγμή θα βγούμε κι εμείς με τις καραμπίνες για να σκοτώσουμε. Αυτοδικία!», προσθέτει ο κύριος Βασίλης αγανακτισμένος. «Να σηκωθούν και να φύγουν τώρα!».
Όσοι κινούνται μόνοι στην πλατεία Βικτωρίας είναι ελάχιστοι, αν και είναι μόλις 1 το μεσημέρι. Σχεδόν όλοι τους αλλοδαποί. Στη γωνία των οδών Γ Σεπτεμβρίου και Ηπείρου, εκεί όπου δολοφονήθηκε ο 44χρονος Μανώλης Καντάρης στις 12 Μαΐου, ο Βασίλης, μέλος οργάνωσης που ετοιμάζεται για να συμμετάσχει σε πορεία διαμαρτυρίας για την κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας, διαφωνεί με όσα του αναφέρουμε για την αγανάκτηση των κατοίκων- ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. «Όλοι είμαστε άνθρωποι και όλοι πρέπει να ζήσουμε σε αυτή τη χώρα. Και Έλληνες και ξένοι. Οι πλατείες έχουν γίνει το άντρο των φασιστοειδών που κυνηγούν όποιον σκουρόχρωμο κάνει το σφάλμα να περάσει. Τα προβλήματα δεν λύνονται με ξύλο, μίσος και βία», ενώ ο «σύντροφός» του, Γιάννης, προσθέτει: «Όλοι αυτοί οι φασίστες έχουν εγκληματήσει σε βάρος ξένων. Το ξέρετε ότι πρόσφατα φιλήσυχοι Πακιστανοί μετανάστες δολοφονήθηκαν από Έλληνες “πατριώτες”;». Η Χριστίνα, που ακούει τα λόγια τους, κουνάει το κεφάλι της απογοητευμένη. Θυμώνει. «Δεν ξέρω πώς έχουν αυτή την άποψη αυτά τα παιδιά, αλλά υπάρχει ένα γεφυράκι, κοντά στην πλατεία Αττικής που μένω, δίπλα από τον ΟΑΕΔ, στο οποίο έχουν βιάσει αρκετές κοπέλες. Μία φορά, κάποιοι Αφγανοί, πείραξαν ακόμη και την κόρη μου, 23 ετών. Κατέβηκα από το σπίτι και έγινε χαμός! Η εύκολη λύση είναι να φύγουμε από τα σπίτια μας και να πάμε να μείνουμε σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Αυτό θέλουν; Ας μας το πουν να τελειώνουμε! Εμείς, όμως, δεν θέλουμε να φύγουμε από τη γειτονιά μας, επειδή ήρθαν αυτοί εδώ με το έτσι θέλω. Θέλουμε να ζήσουμε εδώ. Εδώ που γεννηθήκαμε!».
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Μάιο του 2011.