31.10.09

ΝΙΚΟΣ ΧΩΜΑΤΙΑΝΟΣ: Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ ΒΡΑΝΑ.

Μέχρι τη μέρα της κηδείας της, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν ότι η Σπεράντζα Βρανά, είχε δικό της παιδί. Οι περισσότεροι ξέραμε ότι μόνος της συγγενής ήταν ο σύζυγος της Παύλος και πως, φεύγοντας εκείνος από τη ζωή- πριν από ενάμιση χρόνο-, η Σπεράντζα έμεινε ολομόναχη. Μόνο οι πολύ δικοί της άνθρωποι ήξεραν την ύπαρξη του Νίκου, του υιοθετημένου της γιου, που τον μεγάλωσε από ενός έτους και τον υιοθέτησε τελικά σε ηλικία 32 χρόνων. Αυτή είναι η δεύτερη συνέντευξη που δίνει ο Νίκος για τη μητέρα του και η πρώτη μετά το θάνατο της.
«Το κάνω μόνο για τη μνήμη της μητέρας μου, ακόμη δεν έχω συνέλθει, προσπαθώ να βρω τα πόδια μου», μου λέει ανοίγοντάς μου την πόρτα του σπιτιού της Σπεράντζας στην Κυψέλη, εκεί που την είχα συναντήσει κι εγώ πριν από κάποιους μήνες, όταν μου είχε δώσει την τελευταία της συνέντευξη. «Δεν θέλω να βγαίνω και να μιλάω γι αυτήν- ελάχιστες φορές το έχω κάνει-, αλλά νομίζω πως η σιωπή μου θα της έκανε κακό. Τώρα όμως που εκείνη δεν υπάρχει, θα αναγκαστώ να το κάνω. Αποφάσισα να σου μιλήσω σήμερα για να μην ξεχαστεί η σπουδαιότητά της. Άλλος συγγενής πλέον δεν υπάρχει, μόνο εγώ έχω απομείνει». Με κερνάει καφέ, κλείνει την πόρτα του δωματίου της- εκεί όπου η ίδια είχε φύγει πριν από δέκα μέρες- και μου ζητάει να μιλήσουμε μόνο για 20 λεπτά γιατί «δεν αντέχω πολύ να μιλάω για τη Σπεράντζα». Η εικόνα της παντού μέσα στο σαλόνι: Σε φωτογραφίες, σε μεγάλες αφίσες, μαζί με τον Παύλο, από παραστάσεις. Η βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία, μυθιστορήματα, ιστορικά, δικά της και κάποια αστρολογίας. Τελικά, καθίσαμε μαζί για μία ώρα ενώ, όταν τον ρώτησα αν θέλει να διακόψουμε, αν τον έχω κουράσει, με σταμάτησε: «Όχι, συνέχισε. Νιώθω ότι τώρα είναι κάπου εδώ και μας ακούει. Συνέχισε».
-Γιατί μου είπατε στο τηλέφωνο ότι θέλετε να κάνουμε τη συνέντευξή μας στο σπίτι της μητέρας σας; Δεν σας ενοχλεί να σκέφτεστε ότι μέχρι πριν από δέκα μέρες ζούσε εδώ η Σπεράντζα;
-Εδώ αισθάνομαι πιο άνετα. Εδώ την έβλεπα ζωντανή, εδώ τη χαιρόμουνα, εδώ την απολάμβανα. Εδώ είναι ο φυσικός χώρος να μιλάω για εκείνη.
-Τι σας έλεγε τον τελευταίο καιρό;
-Αυτό που μου έλεγε πάντα ήταν να είμαι θαρραλέος στη ζωή μου, όπως υπήρξε και εκείνη με τη δική της, να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις με τσαμπουκά και να κοιτάω τη ζωή στα μάτια, να μην κωλώνω. Εκείνη δεν κώλωσε ποτέ. Πάλευε καλύτερα από έναν άντρα, δεν υπάρχουν πολλοί άντρες σήμερα που να έχουν αυτό το προνόμιο. Η μητέρα μου ήταν γεννημένη να είναι άντρας, δεν ήταν λιπόψυχη. Τους τελευταίους μήνες ερχόμουνα κάθε μέρα εδώ στο σπίτι. Αν δεν ήμουνα παντρεμένος και αν δεν είχα τις δουλειές μου και τα παιδιά μου, θα ήμουνα όλη μέρα δίπλα της. Εκείνη μου έλεγε «σήκω και φύγε Νίκο, εγώ είμαι καλά». Δεν ήθελε ποτέ να νιώθει ότι είναι βάρος σε κανέναν, ούτε καν σ εμένα που ήμουνα ο γιος της. Την έβλεπα όμως που έπαιρνε χαρά όποτε βρισκόμασταν.
-Είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ήθελε να φύγει από τη ζωή και να πάει να συναντήσει τον Παύλο, το σύζυγό της που έχασε;
-Ναι, έτσι είναι περίπου τα πράγματα. Ορισμένες φορές ένιωθε πολύ πεσμένη ψυχολογικά και μου μιλούσε για τον Παύλο. Της έλειπε πολύ ο Παύλος. Εγώ δεν πιστεύω ότι η ίδια ήθελε να φύγει από τη ζωή, την αγαπούσε τη ζωή, απλώς σε ορισμένες στιγμές που υπέφερε ίσως εκφραζόταν με λόγια που ακούγονταν περίεργα, πικρά και στενάχωρα. Όσο και να πεις όμως, ο Παύλος έζησε μαζί της 45 σχεδόν χρόνια, μία ολόκληρη ζωή, από τον Ιούνιο του 1966.
-Πότε έγινε η τελευταία σας συνάντηση;
-Δύο ώρες πριν φύγει από τη ζωή. Είχα έρθει εδώ στο σπίτι, δεν είχε όμως το κουράγιο να σηκωθεί από το κρεβάτι, μου μίλαγε με κούραση. Ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε, προτού κλείσει τα μάτια της. Μου είπε ότι θέλει να είμαι καλά, μου έδινε όμως να καταλάβω ότι κάτι άσχημο αισθανόταν. Όταν έφυγα από δω, έφυγα με ένα βάρος στην καρδιά, πήγα στη γυναίκα μου και της είπα ότι «κάτι δεν πάει καλά με τη Σπεράντζα». Υπήρχαν φορές που μου έλεγε «θέλω να φύγω», αλλά εκείνη τη μέρα δεν μου είχε πει κάτι τέτοιο. Η ανημποριά της, την είχε κουράσει. Στενοχωριόταν γιατί δεν μπορούσε πια να δημιουργήσει, αλλά πάντοτε μου έλεγε ότι ήταν πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή της.
-Είχε παράπονα τον τελευταίο καιρό από κάποιους; Τι σας έλεγε;
-Είχε παράπονα από κάποιους ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου που δεν κάνει να πω τα ονόματά τους, οι οποίοι ολιγώρησαν στην προώθηση του συνολικού της έργου. Εγώ την ένιωθα.
-Σε τι της έχετε μοιάσει;
-Αν και δεν ήμουνα φυσικό παιδί της μητέρας μου, έχω αποκτήσει πολλά από τη Σπεράντζα που δύσκολα θα μπορούσε να τα δεχτεί μία οποιαδήποτε γυναίκα. Κάποιες φορές διαφωνούσαμε έντονα, γιατί και οι δύο ήμασταν λιοντάρια στη ζωή μας, πολύ δυναμικοί χαρακτήρες. Εγώ έχω έναν ιδιότροπο και ιδιόμορφο χαρακτήρα. Και μου έλεγε πάντα να μην στεναχωρώ τη γυναίκα μου γιατί με αγαπάει.
-Πότε σας υιοθέτησε; Είναι κάτι που δεν είναι γνωστό.
-Με ανάλαβε ενός έτους, η υιοθεσία μου έγινε όταν εγώ ήμουνα 32 χρόνων, είχαμε 26 χρόνια διαφορά. Εγώ ήμουνα ο γιος μίας γυναίκας- της φυσικής μου μητέρας, της Ασπασίας- την οποία έφερε με τέτοιο τρόπο η ζωή ώστε να τη βοηθήσει κάποια στιγμή η Σπεράντζα. Ήτανε φίλες. Η φυσική μου μητέρα, βοηθούσε τη Σπεράντζα στις δουλειές της, τη βοηθούσε στο σπίτι και η Σπεράντζα έδειχνε στη φυσική μου μητέρα πώς να με αντιμετωπίζει, ήταν πιο «περπατημένη» και σαν δάσκαλος για εκείνη. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Ζούσαμε σε ένα ρετιρέ με όλες τις ανέσεις.
-Γιατί τελικά σας υιοθέτησε σε τόσο μεγάλη ηλικία, όταν ήσασταν πια ενήλικας;
-Η ίδια προσπάθησε να με υιοθετήσει από πολύ μικρό αλλά δεν γινόταν λόγω της μικρής της τότε ηλικίας, λόγω περιουσιακών της στοιχείων και λόγω επαγγέλματος. Θεωρείτω τότε ότι ο ηθοποιός δεν έχει σταθερό εισόδημα και επομένως δύσκολα θα μπορούσε να μεγαλώσει ένα παιδί. Η Σπεράντζα όμως πήρε την ευθύνη να βάλει ένα τόσο μεγάλο βάρος στη ζωή της, όπως είναι ένα παιδί, ίσως γιατί σε όλη της τη ζωή είχε καημό να αποκτήσει ένα παιδί αφού η ίδια δεν είχε ούτε μάνα, ούτε πατέρα, ούτε αδέλφια. Δεν ήθελε ακριβώς να κάνει ένα παιδί, ήθελε να δώσει χαρά σε ένα παιδί. Ήτανε σαν τάμα για εκείνη, επειδή πόνεσε τόσο πολύ η ίδια στη ζωή της όταν έχασε τη δική της μητέρα στην οποία είχε λατρεία. Στον τάφο της της έβαλα τη μοναδική φωτογραφία που είχε βγάλει με τη μητέρα της για να την πάρει μαζί της, εκεί είναι το κλειδί της ζωής της Σπεράντζας. Ήθελε να πάρει αγκαλιά την φωτογραφία της μητέρας της και να φύγει από τη ζωή. Και εγώ υπάκουσα στην επιθυμία της.
-Τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία με τη Σπεράντζα;
-Θυμάμαι ότι μαζί μου ήτανε πολύ ουδέτερη, συγκρατημένη, δεν ήτανε υπερπροστατευτική, ήθελε να είμαι μάγκας και τσαμπουκάς σαν κι εκείνη. Ποτέ δεν μου έλεγε «μη παιδί μου, μην πάρεις εκείνο ή το άλλο». Ξύλο δεν μου έδωσε ποτέ, μου φώναζε όμως αυστηρά, με ταρακουνούσε με τα λόγια της. Αλλά, ποτέ δεν σήκωσε το χέρι της να με χτυπήσει. Και μόνο όμως με το παρουσιαστικό της τρόμαζα, δεν γινόταν να μην την ακούσω. Επίσης, δεν ήτανε ποτέ πολύ διαχυτική μαζί μου.
-Η ίδια γιατί δεν έκανε δικά της παιδιά; Σας είπε ποτέ;
-Δεν μπορούσε λόγω ενός πολύ σοβαρού γυναικολογικού προβλήματος, μίας περίεργης μορφής σαλπιγγίτιδας.
-Και ζούσατε όλοι μαζί; Εσείς, η μητέρα σας και η Σπεράντζα, στο ίδιο σπίτι;
-Ναι, και αργότερα και με τον Παύλο ο οποίος με αγαπούσε σαν να ήμουνα δικό του παιδί. Στα πρώτα μου βήματα μέναμε όλοι μαζί. Από την εφηβεία μου, ξεκίνησα να μένω μόνο με τη Σπεράντζα.
-Είχε πεθάνει η φυσική σας μητέρα;
-Όχι, ζει ακόμα. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να πει «όχι» στη Σπεράντζα. Και η μητέρα μου την αγαπούσε πολύ, την εμπιστευόταν, δεν μπορούσε να της το αρνηθεί. Ίσως να ήθελε η Σπεράντζα, επειδή η ίδια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, να υπήρχε ένας άνθρωπος για να συνεχίσει το όνομά της, δεν ξέρω. Μου έδωσε το δικό της επίθετο, γιατί το πραγματικό της όνομα ήταν Ελπίδα Χωματιανού. Το «Βρανά» είναι το καλλιτεχνικό της.-Βλέπατε τη φυσική σας μητέρα;
-Εννοείται. Δεν αποκόπηκαν ποτέ οι σχέσεις μας, η Σπεράντζα δεν ήθελε να με ξεκόψει από τη φυσική μου μάνα. Πάντα μου έλεγε «Νικολάκη μου, εκείνη είναι η μαμά σου, να την αγαπάς», ήταν από την αρχή ξεκάθαρη, δεν μπερδεύονταν τα πράγματα.
-Η Σπεράντζα σας φώναζε «παιδί μου»;
-Ναι. Αλλά συνήθως με έλεγε «Νικολάκη μου».
-Εσείς τη φωνάζατε «μαμά»;
-Όχι. Όταν είχα τη δική μου μητέρα μπροστά, δεν την έλεγα «μαμά». Μικρός τη φώναζα «θεία».
-Νιώθατε ότι είχατε δύο μητέρες;
-Ναι. Τις εκτιμώ και τις αγαπώ και τις δύο το ίδιο. Ακόμη και ο Παύλος μου φέρθηκε όπως η Σπεράντζα: Σαν γονιός μου, σαν πατέρας μου.
-Ο φυσικός σας πατέρας είχε πεθάνει;
-Δεν τον γνώρισα καθόλου.
-Μεγαλώνοντας, κατά τη διάρκεια της εφηβείας σας, πως ήταν μαζί σας η Σπεράντζα;
-Στο σπίτι, δεν είχε καμία σχέση με το καλλιτεχνικό της προφίλ. Ήταν εξαιρετικά συντηρητική- όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό για κάποιους. Ο τρόπος που ζούσε ήταν νορμάλ, εγώ έναν άντρα της γνώρισα, τον Παύλο, κανέναν άλλον. Όταν έφτασα στην εφηβεία μου, παρόλο που είχε πολλούς φίλους μελανζέ, εμένα μου έλεγε ότι εγώ δεν είμαι από τους ανθρώπους που γέρνω στην τρίτη κατηγορία. Μία φορά, είχα πάει βράδυ στο σπίτι, εκείνη έπαιζε χαρτιά και, χωρίς να της πω οτιδήποτε, κατάλαβε ότι ήθελε να βγω και να πάω να συναντήσω ένα κορίτσι στην πλατεία Βικτωρίας. Μου έβαλε ένα πενηντάρικο στην τσέπη και γέλασε. Στον ερωτικό τομέα, με πήγαινε φουλ. Το χαιρότανε.
-Είχε κάποιες επιθυμίες που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει; Τι σας εκμυστηρευόταν;
-Ο καημός της ήταν μέσα από την αυτοβιογραφία της, το «τολμώ», να γίνει παράδειγμα προς μίμηση μέσω ενός σήριαλ στην τηλεόραση βασισμένου επάνω σ αυτό και στη ζωή της. Ο τρόπος που κατάφερε από μωρό παιδί να επιβιώσει, μόνη της, είναι αξιοθαύμαστος: Έχασε τον πατέρα και τη μάνα της από μικρή, η πείνα την οδήγησε να ξεκινήσει να μπει στα μπουλούκια και στη συνέχεια προέκυψε η επιτυχία στον κινηματογράφο και στο θέατρο.
-Υπάρχει κάτι που δεν είναι γνωστό για τη Σπεράντζα; Κάτι που θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;
-Πολλοί δεν ξέρουν ότι το κρυφό όνειρο της μητέρας μου ήταν αν γίνει φιλόλογος, αλλά δεν τα κατάφερε λόγω συνθηκών, έπρεπε να βγει νωρίς και να δουλέψει για να ζήσει. Γι αυτό και στη συνέχεια κάθισε και έγραψε 12 βιβλία. Μου έλεγε μάλιστα ότι όλο αυτό το έργο – ένα μελλοντικό σήριαλ- θα ήθελε να το αναλάβουν ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Άγγελος Πυριόχος. Η ζωή προίκισε τη μητέρα μου να αντιπροσωπεύσει ένα είδος στο οποίος ελάχιστες γυναίκες μέχρι τότε είχαν. Το μάγκικο, το ντεκλαρέ, το είχε μόνο η Σπεράντζα, είχε γνωρίσει κόσμο και κοσμάκη, είχε πολύ μεγάλη εμπειρία από τους ανθρώπους. Μου έλεγε, για παράδειγμα, ότι όσο πιο σφικτά σου σφίγγει κάποιος το χέρι και όσο πιο πολύ σε κοιτάει στα μάτια, τόσο πιο πολύ να τον εμπιστεύεσαι. Αυτά είναι η μεγαλύτερη διαθήκη για μένα, με όσα μου έλεγε και όσα η ίδια έκανε πράξη οδηγούμαι στη ζωή μου.Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Οκτώβριο του 2009.