31.10.09

ΑΛΕΚΟΣ: Ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ GAY ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ

Άρχοντας της αθηναϊκής νύχτας και, από ένα σημείο κι έπειτα «βασιλιάς της gay διασκέδασης», ο Αλέκος από το 1963 μέχρι το 2008, υπήρξε πρωτοπόρος όλων όσων ακολούθησαν. Όλων όσων σήμερα ζούμε. Στο Screw αποφάσισε να δώσει τη δεύτερη συνέντευξη της ζωής του και (υποσχέθηκε) την τελευταία. Δημοσιεύουμε uncut.«Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη νύχτα επειδή ήμουν τεμπέλης και επειδή έπινα. Τι πιο καλή δικαιολογία για να ανοίξει κάποιος ένα μπαρ! Πάντα κυκλοφορούσα σε μπαρς, ήξερα κόσμο και μου άρεσε. Το πρώτο μπαρ που άνοιξα ήταν το “Φεγγάρι”, το 1964, πάνω από το εστιατόριο “Ο γέρος του Μωριά”. Εκεί, στις αρχές της σεξουαλικής απελευθέρωσης, ερχόταν – για παράδειγμα- ένα straight ζευγάρι, γνώριζε ένα άλλο straight ζευγάρι, έφευγαν μετά και, ύστερα από λίγο, επέστρεφαν οι άντρες μόνοι τους για να φύγουν μετά μαζί επειδή προηγουμένως είχε αρέσει ο ένας στον άλλον και είχαν ανταλλάξει ματιές. Με τα σημερινά δεδομένα, μάλλον ήταν gay friendly το μπαρ αυτό. Σύχναζαν άνθρωποι από τα Ανάκτορα και άνθρωποι από τις λαϊκές συνοικίες. Αλλά στη νύχτα όλοι είναι ίδιοι, ανακατεύονται. Ύστερα άνοιξα το “Mykonos bar” και μετά το “Alekos island”. Όλα τα άλλα, το “Alexander”, το “Γρανάζι”, το “Yiannis bar”, το “Spyro’s bar”, ακολούθησαν».
«Παλιά, στην αθηναϊκή νύχτα που υπήρξα εγώ, οι άνθρωποι ζούσαν πραγματικά. Διασκέδαζαν αληθινά, μιλούσαν, επικοινωνούσαν. Γύρω στις 5 το πρωί, πήγαινε κάποιος πελάτης, πλησίαζε κάποιον άλλον και του έλεγε “Γιαννάκη, δουλεύεις αύριο; Θέλεις να πάμε στο σπίτι μου να κάνουμε έρωτα;”. Αυτό γινόταν. Τότε τα πράγματα ήταν πιο απελευθερωμένα από ό,τι είναι τώρα. Και μην σου φαίνεται περίεργο. Τώρα, οι πελάτες μοιάζουν με διακοσμητικά τούβλα: Κάθονται σε μία μεριά, δεν μιλάνε, δεν φλερτάρουν. Δεν υπάρχουν. Αυτό διαπίστωσα να συμβαίνει από το 1982, όταν άρχισαν να βγαίνουν έξω ξένοι και οι Έλληνες ξεκίνησαν να αντιγράφουν την συμπεριφορά των Ιταλών ή των Γερμανών, οι οποίοι καθόντουσαν στα μπαρ αλλά δεν μιλάγανε. Σήμερα είναι όλοι “κλειστοί”. Δεν το βλέπεις κι εσύ; Δουλεύει ένα ίντερνετ και τίποτ άλλο».
«Είναι κρίμα να πηγαίνει ένα αγόρι σε ένα μπαρ για να διασκεδάσει, να υπάρχει ένα άλλο παιδί, να το φλερτάρει επίμονα, και εκείνο να περιμένει να τελειώσει το ποτό του για να κατέβει στο dark room, ενώ το ουσιαστικό να βρίσκεται δίπλα του. Ή πάνε στο πάρκο να ξεθυμάνουν για το γρήγορο χύσιμο χωρίς υποχρέωση. Σαν σκυλιά όρθια. Θέλω να σου πω, ότι στο τέλος αποκτηνώνεσαι και χάνεις το βαθιά σημαντικό. Και η ζωή φεύγει σαν νεράκι, χωρίς να αποκτά νόημα. Εντάξει, πες πως είμαι συντηρητικός. Έτσι σκέφτομαι».
«Εγώ, πίσω από το μπαρ, στην Τσακάλωφ, στο Alekos island, προσπαθούσα να γνωρίσω όλους αυτούς τους ανθρώπους μεταξύ τους, έλεγα “αυτός είναι ο Κώστας, η Μαρία, ο Πέτρος” και όλοι μου έλεγαν “Αλέκο, πάλι κάνεις προξενιά;”. Εγώ όμως δεν έκανα προξενιά, η λογική μου ήταν “βγήκες εσύ από τη δουλειά σου, θέλεις να ξεσκάσεις, να μιλήσεις κάπου, να στηριχτείς στην καλοσύνη ενός ξένου που, πολλές φορές, σώζει”. Και βολεύει κιόλας να λέμε τα θέματά μας σε έναν ξένο, επειδή ίσως ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε. Τώρα, αν προέκυπτε και κάτι άλλο, εμένα δεν με αφορούσε, η επικοινωνία των θαμώνων μετρούσε για μένα, όχι το κρεβάτι. Για μένα το μπαρ ήταν ένας ιερός χώρος, ένας τόπος όπου έρχονταν άνθρωποι να χαλαρώσουν, να πουν δυο κουβέντες- χωρίς να είναι απαραίτητο να κάνουν έρωτα. Και μου είχαν εμπιστοσύνη. Εγώ, ούτως ή άλλως, σιχαινόμουνα τα κουτσομπολιά. Ή έλεγα τα πράγματα κατά πρόσωπο ή δεν μιλούσα καθόλου πίσω από την πλάτη των πελατών μου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ή να με συμπαθούν κάποιοι βαθιά ή να με αντιπαθούν πολύ, δεν υπήρχε μέση οδός».
«Είμαι άνθρωπος των σχέσεων. Μόνο των σχέσεων. Δεν ήμουνα του ευκαιριακού. Βέβαια, ακόμη και κακάσχημος να είσαι, όταν βρίσκεσαι πίσω από το μπαρ είσαι “ο άρχοντας της νύχτας”, ο άλλος μπορεί να σε θεωρεί καλλονό και να σε ποθεί. Αν όμως βγει απέξω το κακομούτσουνο, δεν του δίνει κανείς προσοχή. Ευτυχώς είχα, από νέος, μυαλό μέσα στο κεφάλι μου και ήξερα τι ήθελα. Είμαι με ένα άνθρωπο, πολύ ερωτευμένος, 35 χρόνια. Γιατί σου φαίνεται παράξενο; Μα, υπάρχει πιο ωραίο πράγμα να βρεις τον άνθρωπό σου, να είστε μαζί και ευτυχισμένοι; Δεν υπάρχουν πειρασμοί, όταν δεν αφήνεσαι να τους βλέπεις. Θέλω να πεθάνουμε μαζί. Στο λέω κι ανατριχιάζω. Πάλι με λες συντηρητικό;».
«Ο σημερινός gay το παίζει, τον αφορά το τι θα φορέσει, τι επίδειξη θα κάνει, πως θα εμφανιστεί, πως θα τον προσέξουν οι άλλοι- μερικές φορές, όλα αυτά τα παιδάκια που κυκλοφορούν στο Γκάζι, μου θυμίζουν fashion show. Από κει και πέρα όμως, τίποτ άλλο. Μετά μένει ένα κενό, και αναρωτιούνται “γιατί;”. Τι “γιατί”, αγάπη μου; Αφού εσύ τα έκανες σκατά. Τι τα βάζεις με το Θεό και με τη μοίρα;».
«Επίσης, ξέρεις τι άλλο με ενοχλεί; Που οι gays δεν έχουν πια αλληλεγγύη μεταξύ τους. Τότε ήταν πιο συντροφικοί, πιο φιλικοί, τώρα είναι ποιος θα βγάλει το μάτι του αλλουνού, είναι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους ενώ παλιά λειτουργούσαν ως ομάδα, αλληλοβοηθούνταν».
«Εκείνη την εποχή, έβγαζα καλά λεφτά από τη δουλειά μου. Τώρα όμως είμαι ένας άφραγκος, το μόνο που κατάφερα να έχω είναι ένα σπίτι. Δεν έκανα ποτέ με τους συνεργάτες μου “το αφεντικό” και εκεί την πάτησα. Το 1996 ήταν μία χρονιά καταστροφική για μένα από οικονομικής απόψεως. Μου άνοιξαν το μαγαζί, μου πήραν τα πάντα, είχα έναν υπάλληλο που με έκλεβε χωρίς να το καταλαβαίνω, γίνονταν διάφορα».
«Στη νύχτα δεν υπάρχουν φιλίες: Υπάρχει μόνο το “γεια σου, πως είσαι;” και το πάρσιμο. Αυτό κατάλαβα. Έχω μόνο 4 φίλους που τους έχω χρόνια, όλοι οι άλλοι είναι απλώς γνωστοί. Η νύχτα δεν δημιουργεί φιλίες, μόνο ένα χύσιμο. Το sex όμως ανθίζει μέσα από μία φιλία. Για να δημιουργήσεις ένα δεσμό, το πρώτο πράγμα που θα κάνεις είναι να δεις πώς η χημεία σας ταιριάζει, πώς βρίσκεσαι μαζί του στο κρεβάτι. Όταν το επαναλαμβάνεις με την ίδια θέρμη, πάει να πει ότι κάτι καλό θα συμβεί, ότι θα είστε ταιριαστοί. Το κρεβάτι πάντα καθορίζει την εξέλιξη της σχέσης».
«Έρχονταν πολλοί διάσημοι στα μπαρς που είχα. Οι περισσότεροι από αυτούς που βλέπεις σήμερα ως “διάσημους ηθοποιούς” και παλιούς, έρχονταν στα μπαρς μου- χωρίς να είναι κατ ανάγκην gays. Απλώς, από μία εποχή κι έπειτα, είχε γίνει μόδα. Εγώ δεν ρώταγα ποτέ, ούτε επώνυμο, ούτε τι επάγγελμα κάνουν οι πελάτες, ήξερα μόνο τα μικρά ονόματα. Κανείς δεν παρεκτρεπόταν- ακόμη και όταν μεθούσαν».
«Μία φορά είχε έρθει ο Καπότε στο μαγαζί, στην Τσακάλωφ. Μόλις είχε τελειώσει μία παράσταση στο Ηρώδειο και ήθελε να ξεσκάσει με ουίσκι. Σε μια στιγμή του λέω “What is your name?” και μου απαντάει “give me my facking drink!”. Ήταν η εποχή που στην Αθήνα είχαμε τη βάση των αμερικάνων και στο μαγαζί έρχονταν πολλοί πεζοναύτες, με αποτέλεσμα το παιχνίδι να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Καπότε λοιπόν, ήταν αλλού εκείνη την ώρα, δεν ήθελε πολλά πολλά. Τα αγγλικά μου ήταν πολύ άσχημα. Γυρνάω και του λέω “Why don’t you open your botton and smell?” θέλοντας να του πω να ανοίξει το κουμπί στο πουκάμισό του για να είναι πιο άνετος. Δυστυχώς εκείνος κατάλαβε “άνοιξε τον κώλο σου και μύρισε!”. Σηκώθηκε και έφυγε εκνευρισμένος από το μαγαζί. Και δικαίως».
«Μεγάλωσα στον Πειραιά, αλλά όλη μου τη ζωή την πέρασα στην Αθήνα. Έχω 24 αδέλφια, η μάνα μου ήταν σαν κουνέλα. Γεννούσε από 15 χρόνων, δεν ξέρω καν τι σειρά παιδιού ήμουνα εγώ. Όλα τα αδέλφια μου είναι εν ζωή. Εγώ είμαι 75 χρόνων, άρα είμαστε όλοι αιωνόβιοι. Ο πατέρας μου είχε ένα εργοστάσιο, ήμασταν ευκατάστατοι. Την επανάστασή μου την έκανα εξαιτίας ενός σκύλου. Ο πατέρας μου σιχαινόταν πάρα πολύ τους σκύλους και τις γάτες, αλλά εγώ λάτρευα τα σκυλιά. Κάποια στιγμή τους είπα “δεν θέλετε λοιπόν το σκύλο μου;”, και πήρα το σκύλο μου για να πάω να μείνω στην Κηφισιά. Δεν σου λέω το επίθετό μου, δεν χρειάζεται, δεν θέλω. “Αλέκος” σκέτο, έτσι να το γράψεις».
«Δεν υπήρχε τίποτα συγκινητικό στη νύχτα, όλα για μένα ήταν εύθυμα. Δεν έχω περάσει ιδιαίτερα τραγικά στη ζωή μου, δεν θυμάμαι να έχω κλάψει. Μόνο στο συνάχι επιτρέπω στους ανθρώπους να κλαίνε. Πάντα ήμουνα αισιόδοξος, ακόμη και στα πιο τραγικά. Θέλω να βάζω σε όλα μία νότα χαριτωμένη και χιούμορ. Μερικές φορές με παρεξηγούν, αλλά χέστηκα».
«Στη νύχτα, έχω μάθει, όποτε μιλάω με κάποιον να τον κοιτάω μες στα μάτια. Μου έλεγαν πάντα “γιατί με κοιτάς μ αυτό το βλέμμα και με καρφώνεις;”. Μπορεί να περάσουν 100 χρόνια, να γίνεις ένα ερείπιο, να μην θυμάμαι καν το όνομά σου, αλλά τη μάτιά σου δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Μέσα μου έχω εκατομμύρια μάτια ανθρώπων».
«Κόβω φάτσες, αλλά δεν διαισθάνομαι. Είμαι καλοπροαίρετος. Γι αυτό και, τόσα χρόνια στη νύχτα, δεν με απείλησαν ποτέ, δεν μου πούλησαν προστασία, όλα ήταν αγγελικά πλασμένα. Με ρωτάνε μερικές φορές “όταν κλείσετε 40 χρόνια σχέσης με το σύντροφό σου, θα κάνετε κάτι να το γιορτάσετε; Θα πάτε εξωτικές διακοπές;”. Εγώ τώρα είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, τι διακοπές να κάνω σε 5 χρόνια; Ίσως κάνω διακοπές στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Εκεί σίγουρα θα ξεκουραστώ και θα κάνω μόνιμες διακοπές. Όχι, δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Να την κρατήσετε αυτή τη συνέντευξη, θα είναι συλλεκτική. Καλά με ψήσατε κι εσείς, νεαρέ μου. Δύο συνεντεύξεις έχω δώσει στη ζωή μου: Την πρώτη τη έδωσα στον Νένε, τη δεύτερη τη δίνω σ εσάς. Δεν σας ρώτησα όμως, θέλετε λίγο αλκοόλ να πιείτε;».
«Η μέρα μου πια κυλάει πολύ φυσιολογικά. Κοιμάμαι αργά, αλλά ξυπνάω πάντοτε πρωί, μ αρέσει η μέρα. Πέντε ώρες κοιμάμαι- το πολύ. Μου αρέσει να ζωγραφίζω- από το 1950 ασχολούμαι με τη ζωγραφική, είναι το πάθος μου- και να διαβάζω οτιδήποτε βρεθεί στα χέρια μου. Το 2005 μου συνέβη κάτι σούπερ: Πήγα στη Γαλλία με 35 πίνακές μου σε μία έκθεση και πωλήθηκαν την ίδια μέρα 29. Πέταγα απ τη χαρά μου! Κάθε Τρίτη πάω και στον “Αρχάγγελο” στο Μεταξουργείο. Εκεί, έρχονται διάφοροι και μου μιλάνε, έχει ενδιαφέρον. Τι “είστε μύθος!” μου λες κι εσύ; Με κοροϊδεύετε όλοι σας;».
«Δεν ξέρω αν έχω χορτάσει τον έρωτα ή το sex, είμαι όμως χορτασμένος από αγάπη. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα στη ζωή μου. Εξάλλου, δεν έχω κάνει και κάτι το ιδιαίτερο για να πρέπει να μετανιώνω τώρα γι αυτό. Μια χαρά κύλησε η ζωή μου. Δεν έκανα και καμία επανάσταση νεαρέ μου, bars είχα».
Δημοσίευση στο "Down Town", αλλά και στο free press gay περιοδικό "Screw", τον Νοέμβριο του 2009.