18.8.09

ΠΕΤΡΟΣ ΖΛΑΤΚΟΣ: Ο ΩΡΑΙΟΣ ΤΟΥ "SO YOU THINK YOU CAN DANCE"

























Στα 22 του χρόνια έγινε γνωστός απ τη συμμετοχή του στο «so you think you can dance» του Mega, απ τον ενθουσιασμό που προκαλούσε στο κοινό και στην επιτροπή, απ την επιτυχία που είχε στα κορίτσια που τον παρακολουθούσαν μέσα στο παιχνίδι. Ο Πέτρος Ζλάτκος αφηγείται τη συναρπαστική ζωή του, όλους τους λόγους που τον κάνουν τόσο ευσυγκίνητο με ό,τι του συμβαίνει.
Φοράει τα αγαπημένα του καφέ αθλητικά παπούτσια με τις κίτρινες ρίγες στο πλάι (αυτά που «“άνοιξαν” ήδη δύο φορές, τα έραψε πολύ καλά- φοβάται λίγο μην ξανανοίξουν- αλλά τώρα μοιάζουν με καινούργια»), τα λυγίζει, γέρνει το κορμί του προς εμένα και- ξαφνικά- ισιώνει απότομα (σαν ελατήριο) το σώμα του προσπαθώντας να συντονίσει τις κινήσεις του στην μουσική της Christina Aguilera που παίζει στο φαστφουντάδικο μπροστά από το μετρό του «Φιξ» που συναντιόμαστε. Ο Πέτρος αδιαφορεί για τον κόσμο που μας κοιτάει περίεργα, για την μικρούλα που στέκεται δίπλα του και του χαμογελάει, για την ταμία που θέλει να του κεράσει τον χυμό καρότο που παραγγέλνει, το μόνο που τον απασχολεί είναι σε κάθε αλλαγή ρυθμού στο τραγούδι να καταφέρνει να λυγίζει τους ώμους του δεξιά και αριστερά κάνοντας τις σωστές κινήσεις και «πατώντας» στις κατάλληλες νότες. Όσο μου αφηγείται τη ζωή του, χαμογελάει, και μου εξηγεί πως «όλα έγιναν για το καλό»: Η απότομη αλλαγή περιβάλλοντος (από την Αμερική που ζούσε στην Κατερίνη), η έλλειψη φίλων «επειδή ήταν ο ξένος», η δύσκολη προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής, το ότι σταμάτησε το σχολείο στα 16 του, οι χειρονακτικές εργασίες που έκανε για να καταφέρνει να βγάζει περισσότερα χρήματα από όσα του έδινε ο πατέρας του (που σήμερα -μου λέει- λατρεύει, και μάλιστα έβαλε τα κλάματα όταν τον είδε στο live του «so you think you can dance» να κρατάει ένα μεγάλο πανό με το όνομά του και να φωνάζει στον κόσμο «Είναι ο γιος μου! Ο γιος μου!»), η απόρριψη από τα κορίτσια- τότε που ακόμη δεν χόρευε- όταν ζητούσε «μόνο ένα φιλί» και αυτές δεν του το έδιναν. «Αυτοί που με συναντούν στο δρόμο συνήθως με ρωτάνε “Γιατί κλαις τόσο πολύ Πέτρο;”. Δεν ξέρω τι να τους απαντήσω, τους λέω μόνο “ναι, ok, κλαίω. Ε, και;”, το μόνο που καταφέρνω να σκεφτώ γι αυτό, είναι πως ό,τι κάνω το κάνω με την καρδιά μου, σπάνια λειτουργώ μόνο με το μυαλό. Γελάω πολύ, κλαίω πολύ, νευριάζω πολύ, ερωτεύομαι πολύ, αγαπάω πολύ. Όλα στο “πολύ” τους, γιατί ό,τι κάνω του δίνομαι ολοκληρωτικά. Δεν με αφορά αν με λένε “αθώο”».
«Μέχρι τα 12 μου χρόνια ζούσα με τους γονείς μου στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Λόγω της μεγάλης επικινδυνότητας που είχε η περιοχή, οι γονείς μου δεν με άφηναν να απομακρύνομαι από εκεί που ήταν το σπίτι μας σε απόσταση μεγαλύτερη των 30 μέτρων, φοβόντουσαν μήπως γίνει κάτι κακό. Τα Καλοκαίρια αντί να πηγαίνουμε διακοπές, ο μπαμπάς μας είχε όλη μέρα στο σπίτι για να μάθουμε ελληνικά. Άλλωστε από πολύ μικρός, παράλληλα με το αγγλικό σχολείο, πήγαινα και σε ελληνικό. Μικρός ήμουν πολύ ατίθασος, ήθελα να γίνεται πάντα το δικό μου, να μην μου λένε οι άλλοι τι να κάνω. Μου έλεγε η μάνα μου “Πέτρο, μην το κάνεις αυτό” και ήταν το μόνο πράγμα που δεν έκανα. Περνούσα με το ποδήλατο μου μέσα από τζάμια, έπαιζα και έσπαγα τις πόρτες των αυτοκινήτων, μία φορά κυκλοφορούσα με γυμνά πόδια και πάτησα ένα καρφί. Τους βασάνιζα πολύ τους γονείς μου, γι αυτό τώρα που καταλαβαίνω τι τους έκανα τους αγαπάω ακόμα πιο πολύ! Όταν ήρθαμε για να εγκατασταθούμε μόνιμα στην Κατερίνη τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα για μένα. Ήμουν πολύ αθώος και αφελής, δεν ήξερα πως λειτουργούν τα πράγματα με τους Έλληνες συμμαθητές μου. Όταν πρωτοήρθαμε μου είχε πει κάποιο παιδί “τι κάνεις ρε μαλάκα;”, και του λέω “Γιατί με λες μαλάκα; Γιατί με βρίζεις;”. Αυτός για να καταλάβω μου απαντάει: “Όχι μην το παίρνεις έτσι! Εσύ είσαι καλός μαλάκας!”. Πήγα στο σπίτι ενθουσιασμένος: “Μαμά, μαμά, είμαι καλός μαλάκας εγώ!”. Η προσαρμογή μου ήταν πολύ δύσκολη στην Κατερίνη. Στην αρχή, έτρωγα ξύλο από τους συμμαθητές μου για πολύ ασήμαντα πράγματα, με αντιμετώπιζαν ως το “αμερικανάκι”, ως τον “ξένο”. Ποτέ δεν μπορούσα να στεριώσω σε μια παρέα, δεν έφταιγαν όμως οι άλλοι, εγώ έφταιγα γιατί φαίνεται ότι δεν κατάφερνα να έρθω στα δικά τους νερά, να γίνω φίλος τους και να με αποδεχτούν όπως είμαι. Εγώ ήμουν ένας συνδυασμός αφέλειας και καλοσύνης, έπρεπε να είχα μεγαλύτερο τσαμπουκά, να μην δέχομαι χαζά ό,τι μου έλεγε ο καθένας. Τύχαινε ας πούμε να θέλω να πάω να πάρω ένα γύρο, αν αργούσα ένα λεπτό, αυτοί σηκώνονταν, έφευγαν και με παρατούσαν. Έπρεπε να τρέχω για να τους προλάβω, μην μείνω μόνος μου, δεν με υπολογίζανε. Ήμουνα ο ήσυχος της παρέας, δεν ήμουνα ούτε ο γκομενιάρης, ούτε αυτός που έδερνε, δεχόμουν ό,τι γινόταν χωρίς αντιρρήσεις. Αυτό σιγά σιγά μ έκανε να δυναμώσω». «Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα ο πατέρας μου συνέχιζε να είναι αυστηρός μαζί μου σε όλα. Ακόμα και στα οικονομικά- παρόλο που δεν είχαμε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα- μου έδινε ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε εβδομάδα και εγώ έπρεπε να περάσω μόνο μ αυτά. Καλά έκανε τώρα που το σκέφτομαι, αλλά τότε δεν το καταλάβαινα, νόμιζα πως δεν με αγαπούσε τόσο όσο η μάνα μου. Από τα 13 μου ξεκίνησα να δουλεύω για να βγάζω περισσότερα χρήματα. Πήγαινα το πρωί στο σχολείο μου και το απόγευμα έκανα οποιαδήποτε δουλειά φανταστείς: Σερβιτόρος, ψήστης, υπάλληλος σε ανθοπωλείο, πακετάς, τεχνίτης στα γύψινα, πλακατζής, οικοδόμος. Το σχολείο το σταμάτησα στα 16 μου- δύο χρόνια πριν τελειώσω- γιατί δεν μπορούσα να κάτσω συγκεντρωμένος να διαβάσω, είχα απίστευτη ενέργεια και έπρεπε να τη διοχετεύσω κάπου. Βιβλία δεν διάβαζα, δεν μ άρεσε, πολύ πρόσφατα διάβασα το πρώτο μου μυθιστόρημα. 16 χρόνων έπιασα δουλειά σε μία πιτσαρία. Ξεκίνησα κουβαλώντας πακέτα, μετά είχα ένα πρόβλημα στη σπλήνα μου, τα παράτησα για λίγο, και στη συνέχεια επανήλθα δουλεύοντας στο φούρνο της πιτσαρίας. Το αφεντικό μου ήταν ο μόνος άνθρωπος που με γέμιζε με ελπίδα, που μου έλεγε ότι κάτι αξίζω κι εγώ και δεν έπρεπε να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί δεν μου ταίριαζε, μου έλεγε “δεν είσαι εσύ για να είσαι εδώ μέσα!”. Ήταν σαν να έτρωγα κάθε μέρα ένα μεγάλο χαστούκι γιατί καταλάβαινα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε δίκαιο».
«Ξεκίνησα να χορεύω στα 17 μου μαζί με ένα φίλο μου στην παραλία της Κατερίνης. Ο φίλος μου χόρευε για να έχει επιτυχία στις γυναίκες, αλλά εγώ ήμουνα ο ντροπαλός και δεν ήξερα απ αυτά, απλά κοιτούσα, και κουνούσα το πόδι μου. Μέχρι τότε δεν είχα καμία επιτυχία στα κορίτσια, έτρωγα συνεχώς χυλόπιτες, δεν μ ένοιαζε- τότε- το sex και οι σχέσεις, ήθελα να δώσω μόνο ένα φιλί σε κάποια γιατί δεν είχα φιλήσει καμία μέχρι τότε. Σιγά σιγά ξεθάρρεψα και άρχισα να χορεύω κι εγώ. Από τότε ξεκίνησαν να με κοιτάνε οι κοπέλες, πήγαινα και χόρευα δίπλα τους, ξεθάρρεψα που με κοιτούσαν περίεργα, τις κοιτούσα κι εγώ, και έτσι είχα τις πρώτες μου επιτυχίες. Πήγαινα και χόρευα 6 ώρες ατελείωτα, σε clubs, στο δρόμο, παντού. Δεν ξέρω αν έχω ταλέντο στο χορό, το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι έχω αντίληψη και μαθαίνω εύκολα, αυτό μου λένε και οι δάσκαλοί μου. Από τότε αυτό έκανα. Τα κορίτσια ήταν απλά η αφορμή για να αγαπήσω το χορό, για να έχω μεγαλύτερες επιτυχίες. Για λίγο καιρό με ενθουσίαζε αυτό το καινούργιο που ζούσα, αλλά – από μία εποχή και μετά- άρχισε να με πνίγει αυτή η πόλη, ήθελα να φύγω, να αλλάξω περιβάλλον. Το μόνο που ήθελα εκείνη την εποχή ήταν να έρθει το χαρτί του στρατού μου και να πάω να καταταγώ ώστε να γνωρίσω καινούργια πράγματα στη ζωή μου. Μπορεί και να ήμουν ο μόνος 18χρονος στην Ελλάδα που περίμενε με ανυπομονησία και χαρά να πάει στρατό. 19 χρόνων- όταν απολύθηκα- πήγα στη Θεσσαλονίκη, έμενα σε ένα φίλο μου και εκεί ξεκίνησα μπαλέτο. Ο πατέρας μου διαφωνούσε, μου έλεγε αυτά που λένε συνήθως στα αγόρια που θέλουν να ασχοληθούν με το χορό, αλλά εγώ αυτό ήθελα να κάνω, αυτό αγαπούσα, δεν άκουγα κανέναν. Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα να κάνω και τις πρώτες μου μικρές σχέσεις. Τα κορίτσια τα κέρδιζα συνήθως όταν έβγαινα τα βράδια στα clubs και ξεκινούσα να χορεύω, έρχονταν κοντά μου, χόρευαν κι αυτές, τις κοιτούσα στα μάτια και τις φλέρταρα, τις κέρδιζα με το χορό μου. Η μεγαλύτερη μου σχέση τελείωσε λίγο καιρό αφότου μπήκα στο παιχνίδι, αυτή με χώρισε γιατί δεν άντεχε να είναι μακριά μου όσο θα βρισκόμουν στην Αθήνα. Την αγαπάω ακόμα και νομίζω πως μπορούμε να είμαστε δύο πολύ καλοί φίλοι, άλλωστε με όλα τα κορίτσια μπορώ να είμαι φίλος και δεν συμφωνώ με αυτούς που λένε ότι με τις γυναίκες δεν γίνεται να είσαι φίλος. Γιατί; Αφού και αυτές μπορεί να σου μάθουν πράγματα, δεν γίνεται να τις κοιτάς μόνο σαν να θέλεις να κάνεις έρωτα μαζί τους. Όταν βγήκα απ το παιχνίδι έρχονταν στο δρόμο μερικά κορίτσια, μου μιλούσαν, μου έλεγαν πόσο ωραία χόρευα, και πόσο τους ενθουσίαζε ο τρόπος μου μέσα στο παιχνίδι. Χαιρόμουνα! Όχι γιατί μου έλεγαν όλα αυτά, αλλά- κυρίως- γιατί έρχονταν αυτές και μου μιλούσαν, αυτές έκαναν το πρώτο βήμα και με προσέγγιζαν, με έκαναν να νιώθω πολύ όμορφα μέσα μου. Με τις γυναίκες που είμαι μαζί τους δένομαι πάρα πολύ, είμαι πολύ τρυφερός μαζί τους, θέλω να τις προστατεύω και να τις βοηθάω σε ό,τι χρειαστούν, δεν με νοιάζει να πάω με κάποια απλά για να κάνω sex, θέλω να γνωρίσω τον άνθρωπο που είμαι μαζί του».
«Ο πραγματικός στόχος της ζωής μου δεν έχει σχέση με το χορό. Το μόνο που ζητάω απ το μέλλον μου είναι να βρω μία κοπέλα να μοιραστώ μαζί της όλη μου τη ζωή, να κάνουμε πολλά παιδιά, να τους λέω ιστορίες απ αυτά που έζησα, και να μην κωλώνω πουθενά. Πάρτο αλλιώς αν θες, δες τη ζωή σαν μία- λίγο δυσκολούτσικη- χορευτική φιγούρα. Δεν πρέπει να την κάνουμε με τον καλύτερό μας τρόπο, δεν πρέπει να “πιάσουμε” τα σωστότερά μας βήματα;».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Μάιο του 2007.