Λένε ότι η ευφυία ενός ανθρώπου μετριέται στην ποιότητα του χιούμορ του, στον αυτοσαρκασμό του, στη λεπτή γραμμή μεταξύ αστείου και σοβαρού που ισορροπεί, στη μαεστρία που χειρίζεται τους ανθρώπους και το λόγο. Η Ρίκα τα έχει όλα αυτά, αλλά και κάτι σπουδαιότερο: την αληθινή αγάπη που αισθάνεται για το συνομιλητή της (όποιος και αν είναι αυτός), και την ιδιότυπη υποχρέωση που νιώθει απέναντί του για να περάσει καλά μαζί της, όσο χρόνο κι αν του αφιερώνει-να μην πλήξει ούτε στιγμή.
Δεν θέλω να ψάξω στα cds που έχει στο αυτοκίνητό της, αλλά-είμαι σίγουρος-θα βρω αυτά που αγαπάει, αυτά που οι άλλοι-όσοι δεν ξέρουν τη Ρίκα-θα ονόμαζαν «σουρρεαλισμό», «ένα μπερδεμένο μυαλό ατάκτως εριμμένο». Σαν στοίχημα μεταξύ μας, λοιπόν. Ανοίγω το πορτάκι στη θέση του συνοδηγού: Τσαϊκόφσκι, Χατζηνάσιος, Χατζιδάκις, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Ζαφείρης Μελάς, Ραχμάνινοφ, μία σπάνια ηχογράφηση του Χόροβιτς, τα best of του Στράτου Διονυσίου. Όλα μαζί ανακατεμένα, υλικά για έναν εύπλαστο εγκέφαλο, συστατικά μίας ροκ προσωπικότητας. «Ροκ είναι η αντίθεση του νορμάλ. Αν είχα ποτέ ένα όνειρο στη ζωή μου ήταν να γίνω νορμάλ», μου λέει στα φανάρια. «Σχεδόν το 'χω, είμαι πολύ κοντά πια. Δυστυχώς, όμως, γεννήθηκα abnormal. Αλλά-ευτυχώς-στη μουσική, δεν είμαι μόνο εγώ η μουρλή. Πολλές φορές, έχει τύχει να δω τους ίδιους που πήγαν σε μία εμφάνιση της Καμεράτα στο Μέγαρο, να πετάνε το βράδυ λουλούδια στην Πέγκυ Ζήνα. Στο σπίτι ακούω τα “Ζουζούνια”-αυτόν τον “Μπαρμπά Μαθιό” απέξω τον έχω μάθει- αλλά ακούμε με το παιδί μου και συναυλιακά. Και το “Δικό μου το δρόμο” του Τερζή, και λίγο από “Τα στέφανα”. Ζω ένα δράμα! Μήπως μεγαλώνω ένα τέρας;». Στο Ψυχικό την ξέρουν, εκεί μένει. Γελάει πηγαία, κάνει σοβαρές κουβέντες με τρόπο αστείο, κάνει χιούμορ με την υπεύθυνη του video club χωρίς καν την υποψία χαμόγελου στο πρόσωπό της. Κουβέντες απλές. «Ποτέ δεν χρειαζόμουνα πολλά για να γίνω ευτυχισμένη. Το 'χα! Δεν χρειαζόταν να κερδίσω την τάδε δουλειά, να αγαπήσω τον τάδε άντρα, ή να πάρω κάποιο συγκεκριμένο ρόλο για να είμαι καλά. Ευτυχισμένη γίνομαι με το πρωινό ξύπνημα, με το ότι ξεκινάει μία καινούργια μέρα. Δεν έχω καλύτερο από τον καφέ μου το πρωί. Σαν βλαμμένο είμαι». Οι κουβέντες με τη Ρίκα είναι σαν μικρές αταξίες, μία μη politically correct συνέντευξη, μία αλητεία. Η αλητεία των 40 (και κάτι) χρόνων της. «Στην προϊστορική εποχή που εγώ υπήρξα έφηβη, αλητεία ήταν να τελειώσει η ταινία που έβλεπα στο σινεμά και να δω καπάκι και την μεταμεσονύχτια χωρίς να ειδοποιήσω το σπίτι μου. Αλητεία ήταν επίσης να μην πάω στο μάθημα την πρώτη ώρα για να κάνω ένα τσιγάρο στο πάρκο. Εννοείται ότι έχω φάει πολύ ξύλο σε διαδηλώσεις, τις οποίες- φυσικά- αποκαλούσα στους γονείς μου “πτώση από ποδήλατο”. Έτσι δικαιολογούσα τα γδαρσίματα στο σώμα μου, τις πληγές. Δεν υφίσταται η ερώτηση σε τι είδους διαδηλώσεις πήγαινα. Είναι σαν να με ρωτάς “σε τι club πήγαινες Ρίκα;”. Πήγαινα σε όλες! Μεγάλωσα σε μία ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη δεκαετία. Ούφο ήσουνα όταν δεν σε αφορούσε αυτή η κατάσταση, όταν ήσουν κλεισμένος σε ένα καβούκι και δεν σε ένοιαζαν τα “κοσμοϊστορικά γεγονότα”. Aν και, καμιά φορά, μου το έλεγε η μάνα μου: “κοριτσάκι μου, είναι δυνατόν να χαλάς το λαρυγγάκι σου για τη Νικαράγουα;”». H Ρίκα σπούδασε ηθοποιός, εργάστηκε για 7 χρόνια με παραστάσεις στο Εθνικό, στο Ηρώδειο, στο Θεσσαλικό Θέατρο, σε κρατικά και ιδιωτικά επιχορηγούμενα θέατρα, ενώ παράλληλα έκανε μεταφράσεις, έγραφε κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες, έκανε οποιαδήποτε δουλειά μπορούσε να της αποφέρει ένα καλό εισόδημα: από υποτιτλισμούς σε ταινίες μέχρι δημόσιες σχέσεις μεγάλων εταιριών. Απ' τα 18 της συντηρείται μόνη της, ποτέ δεν ήθελε να εξαρτιέται οικονομικά από την οικογένειά της-ενώ θα μπορούσε. Έτσι αντιλαμβανόταν, η Ρίκα, την ανεξαρτησία: σαν το πρώτο βήμα προσωπικής ελευθερίας. «Ήμουνα η πιο πλούσια φοιτήτρια. Η πιο πλούσια! Τους κερνούσα όλους απ τις δουλειές μου. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα να στέκεσαι από νωρίς στα πόδια σου οικονομικά. Κάναμε θυμάμαι, πρόβες στο Εθνικό Θέατρο. Πήγαινα στο φουαγιέ για να πιω καμιά βανίλια, να λουφάρω. Σπανίως, συναντούσα εκεί μία κοπέλα από άλλο χορό, πιάναμε την κουβέντα και της γκρίνιαζα για τα λεφτά, ότι είναι λίγα, ότι κοπιάζουμε τόσο πολύ και δεν αμειβόμαστε όσο θα πρεπε, ότι δεν άντεχα αυτή τη μιζέρια. Εκείνη μου έλεγε “μόνο αυτό θέλω στη ζωή μου! Να δουλεύω στο θέατρο κι ας μην έχω να φάω”. Αυτό το κοριτσάκι λεγόταν Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Να η διαφορά μας! Εγώ ήμουνα-από τότε-αλλού. Σαν ηθοποιός ήμουνα χάλια. Χάλια!». Από 17 ετών ήταν το «παιδί για όλες τις δουλειές» δίπλα στην Κατερίνα Δασκαλάκη, διευθύντρια του «Cosmopolitan», μέντορά της. Αρχικά μαθητευόμενη στο «Cosmopolitan», μετά συντάκτρια και ύστερα διευθύντριά του (από τα 26 της χρόνια), συντάκτρια στο-καινούργιο τότε-«Ένα», στο περιοδικό «Colt», ραδιόφωνο στο «Κανάλι 1», στον «Αθήνα 9,84», στον «Top Fm», στον «Kiss», 12 χρόνια συντάκτρια στην «Απογευματινή» και μετά στο «Έθνος» με καθημερινή στήλη. Πρώτη συνέντευξη-τότε, στο «Cosmopolitan»-από τη Μάρω Λεονάρδου, 15 χρόνων τότε η Μάρω, νέα μπαλαρίνα. Η Ρίκα ήταν 18. «Η δημοσιογραφία μου αρέσει γιατί δεν θα άντεχα ποτέ το αυστηρό ωράριο και την επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, είναι απρόβλεπτη και σπάνια πλήττεις σ αυτήν. Είσαι συνέχεια σε εγρήγορση για όλα, αλλά έχει και το τίμημά της: την ανασφάλεια. Έχεις και πολλές εκπλήξεις σ' αυτή η δουλειά, όχι κατ' ανάγκη ευχάριστες. Μια φορά θυμάμαι, ένας πολύ γνωστός Έλληνας, μου είπε σε συνέντευξη ότι του αρέσουν τα αγόρια. Εγώ προσπάθησα να το ξεπεράσω και μου λέει “όχι, δεν κατάλαβες. Τα ανήλικα αγόρια μου αρέσουν”. Έφυγε όλο το αίμα από το πρόσωπό μου, πάγωσα. Ευτυχώς που η εκπομπή ήταν μαγνητοσκοπημένη και-φυσικά-η συνέντευξη κόπηκε στο μοντάζ. Εννοείται ότι με είχαν στα όπα όπα στη δουλειά, λόγω του Γιάννη Διακογιάννη. Και ακόμα με έχουν. Αλλά δεν είμαι αθλητικογράφος για να κουβαλάω στους ώμους μου το “βάρος του ονόματος”. Κάνουμε διαφορετικές δουλειές. Απ' την άλλη είμαι και φυσικό παιδί του πατέρα μου, του Οδυσσέα Ζούλα, με εξίσου βαρύ όνομα στη δημοσιογραφία. Ποτέ όμως δεν είχα ενοχές γι αυτό που είχα ως προίκα. Το μόνο που είχα στο νου μου ήταν να μην τους ξεφτιλίσω. Ήμουνα λίγο τρελή, αλλά είχα και φιλότιμο. Δεν ήθελα να είμαι σε μία δουλειά και να λένε ότι εδώ έχουμε την κόρη του τάδε ή την ανιψιά του δείνα. Γκάζωνα παραπάνω. Τα παιδικά χρόνια με τρεις γονείς ήταν παράδεισος! Όταν χώρισαν οι γονείς μου ήταν νέοι, ιδιαίτερα προοδευτικοί άνθρωποι, ταξιδεμένοι, άνετοι, παιδιά της δεκαετίας του '60. Άνθρωποι που θα ευχόταν κάθε παιδί να τους έχει δίπλα του. Δεν τραβούσαν κανένα ζόρι επειδή έκαναν ένα παιδί-και όταν αυτό έγινε 2 ετών, πήραν διαζύγιο. Οι μεταβάσεις όλες έγιναν πολύ γλυκά. Μεγάλωσα με πολλή αγάπη, με πολύ χιούμορ, με πολλή τρυφερότητα. Όλα στο “πολύ” τους». Και κουβέντες για την τηλεοπτική πραγματικότητα-την μη κρατική-αυτήν που η ίδια αποφεύγει εδώ και λίγα χρόνια, προστασία από την «αξιοπρεπή ΕΡΤ» στην οποία ετοιμάζει τώρα οικολογική εκπομπή. «Ξέρεις, στενοχωριέμαι πολύ μ αυτά τα παιδιά που πάνε στην Πάνια. Καταλαβαίνω, βέβαια, πως αυτά είναι ευτυχισμένα, αλλά εγώ στενοχωριέμαι. Δεν είναι ότι διαφωνώ με τέτοιες εκπομπές-αυτά τα “διαφωνώ” και τα “ανεπίτρεπτα” που λένε κάποιοι, είναι βλακείες. Άμα δεν μας αρέσει κάτι, δεν το βλέπουμε. Μου λένε κάποιοι για τη Ρούλα Βροχοπούλου που βγαίνει στα κανάλια και κλαίει. Μα είναι σοβαροί; Εγώ να εκνευριστώ με τη Ρούλα; Το αποκούμπι μου, την ανάσα μου, το είδωλό μου; Τα πράγματα είναι πολύ απλά, και δεν μου αρέσουν οι απαγορεύσεις. Ποτέ δεν μου άρεσαν. Θέλω να έχουμε την πολυτέλεια να βλέπουμε ό,τι γουστάρουμε. Αν έπρεπε να παρέμβει κάπου το ΕΣΡ θα έπρεπε να το είχε κάνει στο να μάθουν τα παιδιά γλώσσα, ιστορία, μουσική και τι γίνεται γύρω τους έτσι ώστε όταν ωριμάσουν κάποια στιγμή να μπορούν να χειρίζονται το τηλεχειριστήριο, να μπορούν να επιλέγουν, και να αναγνωρίζουν ποια είναι η πλάκα, ποιο το αστείο, ποιο το σοβαρό». Και ο Οδυσσέας, το μωρό της. Η «καψούρα» της. Μεγαλύτερη κι απ τα (αυθεντικά) σουξέ του Χριστοδουλόπουλου που λατρεύει. «Με το μωρό άλλαξε ο τρόπος που διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, μ' έχει κάνει πιο “τσιγκούνα”. Επίσης, ενώ παλιά μου άρεσε το ξενύχτι, το σούρσιμο, το να μην έχεις πρόγραμμα καθόλου, τώρα θα πρέπει να αξίζει πολύ τον κόπο για να ξενυχτίσω ή να σέρνομαι ματαίως σε μέρη με χαλασμένες μούρες που ο ένας κοιτάει τι ρούχα φοράει ο άλλος. Ο Οδυσσέας με έκανε να μην σπαταλώ το χρόνο μου. Πάντα ήθελα να κάνω παιδί. Ένα. Δεν θέλω άλλο, ένα παιδί μου είναι αρκετό, ένας και καλός. Δεν άλλαξε τίποτα στην κοσμοθεωρία μου το παιδί, το μόνο που θέλω είναι να έχω πάντα επαφή με την πραγματικότητά για να μην ζητάω από το παιδί μου ανεφάρμοστα πράγματα. Και, όχι, δεν κάνω όνειρα για το παιδί μου, το παιδί μου θέλω να γίνει μπασίστας. Δεν μου αρέσουν οι μπροστά, θέλω να είναι η κρυφή δύναμη. Κλαίω και μόνο που το σκέφτομαι τώρα. Τι επιστήμονας και δημοσιογράφος; Να είναι σοβαρός και μπασίστας». Γελάμε. Και η κουβέντα πάει στις μελαγχολίες. Αυτές που υποθέτω πως-αυτό το ευφυές πλάσμα-έχει ζήσει. Στο “πολύ” τους. «Ναι. Υπήρξα πολύ μελαγχολικό παιδί, πολύ σκεφτικό. Ο πατέρας μου, μου έλεγε “κοριτσάκι έκανα, τραγούδησέ μου λίγο”. Ήμουνα πολύ του βασανίσματος και του υπαρξιακού. Τελικά το ξεπέρασα. Η μοναξιά, όμως, είναι μία φάση στη ζωή μας που πρέπει να την περάσουμε, αλίμονο αν δεν είμαστε και λίγο προετοιμασμένοι γι αυτό, αν την φοβόμαστε. Μία θέα απ το μπαλκόνι όμως, μπορεί να τη μηδενίσει-που το είδες γραμμένο ότι πρέπει πάντοτε να είμαστε ενταγμένοι σε αγέλες ή σε κοπάδια; Εγώ την προσωπική μου μελαγχολία την ξεπερνάω πολιτικά πια. Κοιτάω λίγο τι γίνεται παραέξω, στον γείτονά μου, στους φίλους μου, στη δίπλα χώρα, στο δίπλα χωριό και αμέσως μου περνάνε όλα. Όλα! Πώς να έχω εγώ μελαγχολία όταν αντικρίζω το πρόσωπο ενός φίλου, που στα 45 του έχασε τη δουλειά του και κυκλοφορεί στους δρόμους με ένα βαρύ βιογραφικό και μία βαρβάτη προϋπηρεσία; Εκτός του ότι με θυμώνει αυτό το πράγμα, με κάνει να λέω “ Ρικάκι, άσε τις πολλές γκρίνιες και κλάψες, και συγκεντρώσου στα βασικά”. Παλιά είχα σπαταλήσει πολύ τον εαυτό μου, αλλά τώρα αισθάνομαι πολύ ευτυχισμένη γι αυτό». Θυμάμαι την παλιά στήλη που είχε στο «Symbol», εκεί που έγραφε για έρωτα, για σχέσεις, για sex. Μόλις είχε παντρευτεί. Απενεχοποιημένη. Από τότε, με όλα. «Παλιά, για μένα, έρωτας ίσον βασανιστήριο, κομμάτια, μαχαίρι, απόρριψη, λυγμός, μοναξιά, συντριβή, αυτοσιχασιά. Χάλια! Μια μέρα λοιπόν, στα 35 μου, ξυπνάω και λέω “καλά, μαλάκας είσαι;”. Και συνήλθα! Με συνοπτικές διαδικασίες, μέσα σε 5 λεπτά. Τέλος τα παλιά, το είχα πάρει πια τελείως αλλιώς. Ό,τι έζησα, έζησα. Τέλος μ' αυτό». Τελευταία 10 λεπτά, λίγο προσούτο, τελευταία ατάκα. Και μετά στο supermarket, κρέμες για το μωρό. «Θέλω να γίνω μοντέλο! Έχεις δει κάτι γριές που περπατάνε στις πασαρέλες με άσπρα μαλλιά; Κάτι τέτοιο θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Άλλωστε παλιά υπήρξα και κουνελάκι του “Playboy”. Περιττό να σου πω, πόσα πολλαπλά εγκεφαλικά έπαθαν οι γονείς μου, τα πέταξα όλα μπροστά στον Διαμαντόπουλο και του είπα “τράβα φωτογραφίες!”. Τυχαία έγινε επειδή εκείνο το μήνα δεν είχαν κουνέλι στο εξώφυλλο, ήταν φίλος μου ο διευθυντής και μου λένε “δεν έρχεσαι να κουνελίσουμε εσένα;”. Και το έκανα. Αν αύριο όμως γίνω γιαγιά, ξέρεις τι θα λέει ο εγγονός μου; “Ξέρετε τι γιαγιά έχω εγώ; Κουνέλι!”. Θα σαρώνει όλα τα άλλα παιδάκια στο νηπιαγωγείο! Επίσης, υπουργός τουρισμού θα ήθελα να γίνω, για να μπορώ να ταξιδεύω συνέχεια. Άκου άλλη μία ωραία ιστορία: μία φορά ταξίδεψα στο Μπαλί με το σύντροφό μου σε μία πολύ κρυφή παραλία, για να κάνουμε κατάδυση και να δούμε τα ψάρια. Ένα φοβερά μεγάλο και άσκημο ψάρι πλησίασε απειλητικά το φίλο μου ανοίγοντας το στόμα μου. Ακούμπησε τη μύτη του σχεδόν πάνω στη δική του και άνοιξε τα απαίσια σουβλερά του δόντια, έτοιμο να τον κάνει μια χαψιά. Εγώ τρόμαξα! Ο φίλος μου έμεινε εντελώς ακίνητος κοιτώντας το ψάρι μες στα μάτια, μέχρι που-στο τέλος-ψάρωσε ο ίδιος το ψάρι. Τότε κατάλαβα ότι αυτόν τον άντρα εγώ θα τον παντρευτώ. Και τον παντρεύτηκα!».
Δημοσίευση στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής"- ET Weekly, τον Νοέμβριο του 2007.