11.8.09

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΝΙΣΗ: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ

Εικοσιπέντε χρόνια επάνω στην πίστα, στα χιλιάδες μπουκάλια αλκοόλ, στις στοίβες πανέρια από γαρύφαλλα, στον λαϊκό αναστεναγμό, στην αποθέωση, στην καψούρα, στις νίκες και στις ήττες μας. Η Στανίση δεν γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει «ιέρεια», ξέρει όμως να τραγουδάει και να γκρεμίζει- κάθε ξημέρωμα- «ναούς». Σαν λαϊκή θρησκεία.
Ο 30χρονος με το μισάνοιχτο πουκάμισο και την χρυσή αλυσίδα στον δεξί του καρπό, την «προσκυνάει» γονατίζοντας στο καμαρίνι της, μετά το τέλος του προγράμματός της, τρεισήμισι η ώρα το πρωί. Της λέει ότι εργάζεται 14 χρόνια νταλικέρης και πως δεν υπάρχει ταξίδι χωρίς την αφίσα της προσκέφαλό του στο τιμόνι, επάνω από τη θέση του συνοδηγού, «σαν την Παναγία σ έχω βρε Στανίση». Τη φιλάει τρεις φορές στα μάγουλα, είναι λίγο ζαλισμένος απ το ουίσκι, ευτυχώς «αύριο έχω ρεπό, θα μείνω στη γυναίκα μου στη Νίκαια», την ξαναφιλάει, του δίνει αυτόγραφο «με αγάπη, στο φίλο μου το Σωτήρη». Η Μαρία, καθηγήτρια μουσικής, χάνει μπροστά της τα λόγια της, διστάζει, αλλά «είχα βάσανο να ρθω να σας δω μία φορά, κυρία Στανίση. Είμαι θαυμάστριά σας, αλλά δεν το λέω», θέλει φωτογραφία μ αυτήν και το αγόρι που τη συνοδεύει για να την κάνει wallpaper στο κινητό της, να τη δείξει στη μάνα της στο Αιγάλεω. Λίγο πριν, την είχα δει που είχε ανέβει επάνω στο πρώτο τραπέζι πίστα του θρυλικού Can Can της Πέτρου Ράλλη (με την Κατερίνα πρώτο όνομα, αφίσα στους δρόμους της περιοχής, στις στάσεις των λεωφορείων), είχε γεμίσει τα μαλλιά της με γαρύφαλλα, της είχε κάνει σεκόντα στο «Σ έχω κάνει Θεό», το αγόρι που τη συνόδευε είχε σκύψει το σώμα του στα πόδια της, χτυπούσε παλαμάκια στο πάτωμα, έδινε παραγγελιά για το «θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου», άδειαζε μπουκάλια ουίσκι και έλιωνε παγάκια. Σκηνές ροκ και λαϊκού καημού. Τη νύχτα που η Madonna τραγουδούσε στο ΟΑΚΑ, η Κατερίνα Στανίση «έκαιγε» την πίστα του ασφυκτικά γεμάτου της «ναού» με τα «δεν με νοιάζει άμα φύγω τι θα κάνεις, πέσε κάτω άμα θέλεις να πεθάνεις», «να καούνε τα κρεβάτια που ξαπλώνεις και τον έρωτα που ζήσαμε σκοτώνεις», «μυστικές μου έρωτα, αχ έρωτα κρυφέ». Με τη βαθιά βραχνάδα της φωνής της στο «αχ» της, να κουβαλάει- βαρύ φορτίο- το μεγάλο ερωτικό λυγμό, τον ίλιγγο της λαϊκής ντίβας, του κοριτσιού που γίνεται μυσταγωγία, γυναίκα, μοιραία ερωμένη. Η Στανίση, η μεγάλη κυρία της καψούρας και των Εθνικών Οδών.
«Καμιά φορά με λένε και “αυτοκράτειρα” και γελάω. Έχω φάει πιάτα εγώ…Τα πόδια μου είναι σπασμένα από ποτήρια και από μπουκάλια. Σημαδεμένη είμαι. Η πραγματική αποθέωση όμως είναι ο τρόπος που σε υποδέχεται ο κόσμος στο δρόμο, διαφορετικός από αυτόν που είδες εδώ απόψε, στην πίστα και στο καμαρίνι, όταν με λένε “Κατερινάκι” και με θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Δεν κορόιδεψα ποτέ το κοινό μου, δεν έβγαλα ποτέ δίσκο έτσι, για να χω τραγούδια για μία σεζόν, δεν έχασα ποτέ το μυαλό μου. Η ζωή μου βέβαια, η ευχαρίστησή μου, είναι να τραγουδάω στην επαρχία και στα πανηγύρια, εκεί γίνομαι ένα με τον κόσμο, εκεί να δεις εικόνες με “ζημιές”, ανεπανάληπτες σου λέω, να με σηκώνουν οι άντρες στα μπράτσα τους αγκαλιά και να τα χάνω. Μία φορά είχε έρθει εδώ ο κύριος Ζουράρις και υποκλίθηκε μπροστά στα πόδια μου, επάνω στην πίστα, την ώρα που έλεγα τα καψούρικά μου. Ή, μια άλλη, στη Σάμο, κάποιος θαυμαστής μπήκε μέσα στο μαγαζί που τραγουδούσα με το φορτηγό του για να κάνει “ζημιά”, να λέω το “είσαι αρρώστια που δεν γίνεται καλά” και να γκρεμίζει το μαγαζί. Έτσι γούσταρε, το πλήρωσε και το κανε. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έρχονταν στα μαγαζιά που τραγουδούσα, που δεν ήταν ποτέ τους fans μου, που έχουν άλλα ακούσματα, κουλτουριάρικα, αλλά κάτι βρίσκουν σε μένα και έρχονται καμιά φορά να με ακούσουν. Αυτό με τιμά. Εμένα μου αρέσουν οι άνθρωποι που είναι “των τεχνών και των γραμμάτων”, που μ αγαπάνε επειδή ξέρουν από μουσική και επιλέγουν εμένα. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον κάτι κάνω, μπορεί να είναι η αυθεντικότητά μου, αλλά δεν το ψάχνω. Εγώ παίρνω κάθε βράδυ το μικρόφωνο και τραγουδάω όπως ξέρω, όπως μ έχει αγαπήσει ο κόσμος».
«Παραμένω ακόμη το λαϊκό εκείνο φτωχό κορίτσι που ήρθε από τη Γερμανία για να κάνει καριέρα- 16 χρονών- στην Αθήνα, δεν άλλαξα στο παραμικρό. Καμιά φορά, όταν είμαι στο σπίτι μου μόνη, κοιτιέμαι στον καθρέφτη, χορεύω, τραγουδάω, κάνω πόζες σαν να είμαι 10 χρονών. Έβγαλα και λεφτά, δόξα τω Θεώ. Δεν είμαι η Ωνάση, αλλά ζω καλά. Όμως, πλήρωσα και το τίμημα: Έχω στερηθεί τη μέρα. Να ξυπνάω πρωί, να πηγαίνω στο φούρνο της γειτονιάς μου, στο σούπερμαρκετ, να κάνω πράγματα απλά κι ανθρώπινα πιο συχνά. Αυτό το απλό μου λείπει. Στο σπίτι μου δεν είμαι αυτό που είδες απόψε. Θα ακούσω και τα λαϊκά μου, αλλά δεν ξυπνάω από το πρωί μ αυτά: Θα βάλω να ακούσω και κλασσική μουσική, Vivaldi- που είναι λίγο πιο ανάλαφρος από τον Μπετόβεν και με ξεκουράζει-, νέγρικα, soul. Πριν από λίγους μήνες πήγα και στη Λυρική να ακούσω μία υψίφωνο που θαυμάζω, την Ειρήνη Καραγιάννη. Ωραίο το πρόγραμμα της Λυρικής, άλλος κόσμος».
«Η καψούρα είναι κάτι προσωρινό που σε τρελαίνει μεν, αλλά φεύγει. Ήταν ωραίο βέβαια που, όταν ήμουν καψουρεμένη, δεν μπορούσα να κοιμηθώ ή να φάω, αλλά αυτό δεν κρατάει πολύ. Εγώ δεν πιάνω εύκολα “φιλία”, αλλά έχω ερωτευτεί πολύ στη ζωή μου. Ευτυχώς. Φοβάμαι στη ζωή μου να μην συμβιβαστώ στον έρωτα όπως συμβαίνει με άλλες γυναίκες που μεγαλώνουν, να είμαι με έναν άντρα που να μην πεθαίνω για πάρτι του- αυτό δεν το θέλω. Να μην μου φέρει ο Θεός κανέναν άντρα από δω και πέρα παρά να ζήσω χωρίς πάθος, χωρίς να νιώθω τίποτα, απλώς για να είμαστε μαζί, για τη συντροφικότητα. Εγώ θέλω να καίγομαι όταν βλέπω τον άλλον, να λιώνω, να υποφέρω. Είμαι καλά και χωρίς έρωτα γιατί είμαι δύσκολη στις σχέσεις μου, έχω γραμμένες στο πετσί μου πολλές εμπειρίες. Είχα και ανθρώπους που δεν μου ταίριαζαν, έχω κάνει τα λάθη μου, αλλά εκείνη την ώρα πίστευα ότι “ αυτός ήταν ο καλύτερος άντρας του κόσμου”. Την έχω πατήσει πολλές φορές, αλλά δεν μετανιώνω. Το ζησα! Σε κάποιους χωρισμούς μου, που ήθελα να ξεκολλήσουν από πάνω μου, πέταγα. Σε κάποιους άλλους όμως ήμουν καταβεβλημένη, διαλυμένη, κυλιόμουν στα πατώματα κι έκλαιγα. Έβγαινα στην πίστα, έλεγα τα καψούρικά μου, τον σκεφτόμουνα και τρέχανε τα μάτια μου. Ποτάμι σου λέω ολόκληρο. Τελικά, περαστικά όλα. Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός, αυτή είναι η σοφότερη κουβέντα του κόσμου. Είμαι παλικάρι. Πιστεύω ότι δεν έχω αγαπηθεί στη ζωή μου όσο θα θελα, αλλά δεν πειράζει. Τι να γίνει; Έτυχε. Μου φτάνει που εγώ τους αγάπησα πραγματικά. Το παρελθόν μου είναι η προίκα μου, αν τα ξεχάσω αυτά, θα χάσω τα πάντα».
«Τώρα είμαι έτσι κι έτσι στα προσωπικά μου, δεν είναι ότι έχει παλιώσει η σχέση μου, αλλά δεν κρατιέται μία σχέση με την απόσταση. Αυτός μένει στη Θεσσαλονίκη, αλλά έτσι δεν μπορείς να γνωρίσεις τον άλλον καλά. Το ιδανικό θα ήταν να είμαι συνέχεια ερωτευμένη. Όσο δυναμική και να είναι μία γυναίκα πάντα θα θέλει τον άντρα στήριγμα, την ασφάλεια, να αισθάνεται ότι έχει έναν κύριο δίπλα της, να σου λέει “είμαι εδώ για σένα”. Δεν σου μιλάω για γάμο, αυτό δεν με αφορά, α πα πα. Να βάλω μπελάδες στο κεφάλι μου, πουλάκι μου; Για έρωτα μιλάω. Ώρες ώρες μετανιώνω που δεν έκανα παιδιά, που δεν το έψαξα. Είναι ωραίο να σε λένε “μαμά”, είναι ωραίο να έχεις το αίμα σου, το σπλάχνο σου. Αλίμονο αν η ζωή ήταν μόνο καριέρα, επιτυχίες και χρυσοί δίσκοι, αλλά συνήθως η τύχη του αληθινού καλλιτέχνη είναι αυτή: Να τελειώνει στην πίστα και να πηγαίνει στο κρεβάτι του μόνος. Με μερικά διαλείμματα. Αλλά η ζωή δεν μας τα φέρνει όπως τα θέλουμε, αλλού κερδίζουμε, αλλού χάνουμε. Έτσι είναι, τα μοιράζει δίκαια ο Θεός. Εγώ είμαι γερό σκαρί αλλά εκεί που λύγισα και έσκυψα στο πάτωμα από τον πόνο, ήταν το 92 που έχασα τον αδελφό μου. Δεν το χω ξεπεράσει ποτέ αυτό. Ο Θεός όμως μου δίνει δύναμη, Τον πιστεύω πολύ».
«Στη ζωή μου δεν έχω κάνει φίλους. Δυστυχώς. Το ωράριο μου είναι δύσκολο και δεν το καταλαβαίνουν εύκολα οι άνθρωποι. Δεν λέω την ηλικία μου, δεν κάνω πλαστικές, ζω όπως είμαι. Ούτε ασπιρίνη παίρνω, ούτε κρεμούλες βάζω το βράδυ. Τίποτα. Αυτά τα μπεμπεκίσιμα, εγώ δεν τα καταλαβαίνω. Να πειράξω τη μούρη μου; Γιατί; Ο άλλος που έρχεται να με δει, έρχεται για τη Στανίση, όχι για τη φάτσα της και τα φουστάνια της. Αυτή είναι η λογική μου. Το κοινό μου θέλει να έρθει σε μένα, να χορέψει, να υποφέρει μαζί μου όλο το βράδυ, για να πάνε μετά να κοιμηθούν σωσμένοι και ήσυχοι. Να κάνουν ξανά νίκες τις ήττες τους».
Δημοσίευση στο περιοδικό Down Town, τον Οκτώβριο του 2008. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Symbol" από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο.