Όταν ξεκίνησε (τυχαία) να σπουδάζει ηθοποιός, οι δάσκαλοί της στη σχολή, στοιχημάτιζαν στο ταλέντο της, στις μεταμορφώσεις της, στην πρωταγωνίστρια που μόλις είχαν ανακαλύψει, στην «καινούργια Λαμπέτη του θεάτρου που γεννήθηκε». Αυτό έλεγαν, αυτό επιβεβαίωναν τα μεγάλα κρατικά και διεθνή βραβεία, οι διακρίσεις. Όλα αυτά που ακολούθησαν. Η Θέμιδα δεν τους διέψευσε, μόνο που άλλαξε για λίγο δρόμο (χωρίς ποτέ να απαρνηθεί το θέατρο και την τηλεόραση), μαγεύτηκε από τη σκοτεινή αίθουσα του σινεμά, λάτρεψε το πανί. Όχι άδικα, σήμερα θεωρείται η κατεξοχήν κινηματογραφική ηθοποιός της Ελλάδας.
Κανονικά μία μεγάλη star (αυτό δηλαδή που είναι η κυρία Θέμιδα Μπαζάκα), μένει σε μία μεγάλη βίλα με κήπο, έχει ακριβό αυτοκίνητο, πολλές τουαλέτες, οδηγό, πολλά λεφτά, γραμματείς και φαρισαίους να την ακολουθούν, να μιλούν αυτοί αντί για την ίδια, εικόνα κάτι σαν Hollywood. Κάτι «σαν». Αυτός είναι ο μύθος για τους άλλους, «αυτούς που κάτι δεν πάει καλά μαζί τους» μου λέει αργότερα μπροστά σε στοίβες από βιβλία, πίνακες στους τοίχους και cds, πολλά cds στο γυάλινο τραπεζάκι. «Όλοι αυτοί είναι μάλλον εκείνοι που δεν ξέρουν ότι μένουν σε μία μικρή χώρα, κάνουν γελοιότητες και εκτίθενται», λέει. Σήμερα ξύπνησε πολύ νωρίς, έφτιαξε τον διπλό ελληνικό καφέ της να μυρίσει το σπίτι ολόκληρο, ξαναπήγε στο κρεβάτι, συνέχισε το μυθιστόρημα που διάβαζε το προηγούμενο βράδυ, μία ώρα δική της, ολόδική της, με χαμηλή μουσική στο ραδιόφωνο. Αυτό κάνει κάθε πρωί, αυτή, μου λέει, είναι η ωραιότερη στιγμή της μέρας της. Το διαμέρισμά της στο Παγκράτι- εδώ και μία ώρα- μυρίζει μοσχαράκι κοκκινιστό, το κρέας της το έφεραν κάποιοι φίλοι της από την Κρήτη, έχει βάλει μέσα καρότα, σέλινο, αχνίζει στην κατσαρόλα και σπάει τα ρουθούνια. Αλλά όχι, δεν θέλει ούτε να το δοκιμάσει. Λέει πως κάνει δίαιτα (το λέει πολύ φυσιολογικά, αν και- φαίνεται- είναι τόσο λεπτή, μια σταλιά), πως προσέχει από τότε που έκοψε το τσιγάρο, μην πάρει κανα παραπανίσιο γραμμάριο. Και σε πείθει. Φωνή δυνατή, σίγουρη, εκφραστική, τρυφερή και ρωμαλέα (ταυτόχρονα), μιλάει σαν να ερμηνεύει, σαν να περιμένεις και να λες «να, τώρα θα αλλάξει η σκηνή, θα γυρίσει το πλάνο». Βάζουμε τα πόδια μας στον καναπέ, καφές γαλλικός, μαύρη ζάχαρη, κέικ στο πλάι, και ξεκινάμε. Έχει καιρό να δώσει συνέντευξη, δεν θέλει πια, την κουράζουν οι φωτογραφήσεις, η προβολή, την βγάζουν έξω από τα νερά της όλα αυτά τα γύρω γύρω που της θυμίζουν προβολή ειδώλων. Αυτό δηλαδή που- νομίζει- πως δεν είναι.
«Ακούω μερικούς ηθοποιούς που λένε “από μικρός εγώ ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά”. Εγώ δεν ήμουνα έτσι, δεν σκεφτόμουνα καθόλου το θέατρο, την τέχνη, το σανίδι, το πανί. Το μόνο που ήθελα όταν ήμουνα μικρή ήταν να παίζω. Όπως όλα τα παιδιά. Ήμουνα πολύ δύσκολο παιδί, ένα αγοροκόριτσο. Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι, γύριζαν όλη την Βόρεια Ελλάδα λόγω μεταθέσεων και εγώ μεγάλωσα σε όλα τα χωριά της Μακεδονίας. Αυτό μου δημιούργησε την ανάγκη της συνεχούς μετακίνησης, από τότε ήθελα να μην είμαι συνεχώς κολλημένη κάπου, να κάνω καινούργιους φίλους, να προσαρμόζομαι σε νέα σπίτια και νέες συνθήκες. Μεγάλωσα στις αλάνες, με κατσίκες και πρόβατα, με δέντρα που σκαρφαλώναμε, με κήπους που σκάβαμε. Οι συμμαθητές μου έρχονταν με τις κατσίκες τους στο σχολείο, έδεναν την κατσίκα και έμπαιναν στην τάξη για να κάνουν μάθημα. Οι γονείς μου ήταν ιδιαίτερα αυστηροί μαζί μου γιατί εγώ έπρεπε να είμαι το καλό παράδειγμα για τα άλλα παιδιά. Το υπόδειγμα. Όλο το ξύλο και όλες τις τιμωρίες εγώ τις έτρωγα. Τις πρώτες ταινίες- ταινίες εποχής- στους στάβλους τις είδα. Μαγικό. Μαγικό! Δεν υπήρχε κάτι άλλο εκείνη την εποχή που να με μάγεψε τόσο πολύ. Μόνο να έβλεπα ήθελα, όχι να γίνω σαν κι αυτούς που παίζουν στις ταινίες, αυτό δεν το σκεφτόμουνα καθόλου, δεν μου περνούσε ποτέ απ το μυαλό, μόνο να έβλεπα ταινίες. Ο στάβλος μύριζε αγελάδες, έσβηναν τα φώτα και έμπαινα σε ένα άλλο κόσμο. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο αυτές οι ταινίες, αυτός ο καινούργιος κόσμος. Όταν πια φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη ήμουνα ήδη μαθήτρια Γυμνασίου. Στην πόλη έπαθα πολιτισμικό σοκ. Τα πρώτα που συνάντησα στο δρόμο, στις μεγάλες πλατείες, ήταν ξυρισμένες γάμπες και τσιγάρο, ενώ εγώ ήμουνα «η επαρχία». Τη λάτρεψα την πόλη! Τα σινεμά, τα καφέ, τα μπαρ, τους δρόμους, τα φώτα, την επικινδυνότητα, την αγριάδα. Και φυσικά τις τουρκικές και ινδικές ταινίες. Το πρώτο σοκ το έπαθα όταν η θεία μου αγόρασε σπίτι δίπλα από ένα θερινό σινεμά. Ανεβαίναμε με τον αδερφό μου στην ταράτσα και βλέπαμε ταινίες. Εκεί είδα για πρώτη φορά τη “Χέλγκα”. Τέλη του 70. Δεν κοιμήθηκα δύο μέρες. Τόσο μεγάλη εντύπωση μου έκανε! Είναι παράξενο, αλλά είδα περισσότερο σινεμά απ ότι θέατρο. Έτσι έτυχε. Ποτέ όμως δεν σκεφτόμουνα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Εγώ ήθελα να γίνω ζωγράφος. Στο σχολείο, για να καταλάβεις, ήμουνα αυτή που έκανε όλα τα πορτρέτα, οι καθηγητές έλεγαν στον πατέρα μου να με βάλει στην καλών τεχνών και από τα νεύρα του με έβαζε τιμωρία. Πήγα στην Αγγλία για να σπουδάσω σκηνικά κουστούμια και εκεί συνέβη ένα γεγονός άσχημο στην οικογένειά μας. Δυστυχώς. Χάσαμε τον αδερφό μου σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Εγώ ήμουνα 21, ο αδερφός μου 18. Γύρισα πίσω στην Ελλάδα, δεν ολοκλήρωσα κάτι εκεί. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω κάποιος φίλος μου με προέτρεψε να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή. Λέω “Εγώ; Από πού κι ως που;”. Ήμουνα και πιεσμένη από το θάνατο του αδερφού μου, ο φίλος μου επέμενε «πήγαινε να εκφραστείς». Ήτανε Πέμπτη, τη Δευτέρα θα ήταν οι εξετάσεις στο κρατικό Βορείου Ελλάδος. Με βοήθησε κάποιος τριτοετής φοιτητής, μου έδωσε να διαβάσω “τα δέντρα πεθαίνουν όρθια”, να μάθω τα κείμενα, και τη Δευτέρα έδωσα κανονικά εξετάσεις. Θα έπαιρναν 8 παιδιά. Πέρασα πρώτη. Οι γονείς μου ούτε να το ακούσουν δεν ήθελαν, “ή το θέατρο ή εμάς” μου είπαν, και εγώ φυσικά επέλεξα το θέατρο. Έφυγα από το σπίτι και για τρία χρόνια δεν τους είδα. Σπούδαζα το πρωί και τα βράδια δούλευα, σε μπαρ, σε καφέ, παντού. Δύσκολα, αλλά ωραία χρόνια».
«Ρεμπέτικο», «Πέτρινα χρόνια», «Απουσίες», «Η φανέλα με το 9», «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», και άλλες ταινίες, πολλές. Οι ταινίες που την καθιερώνουν. Αυτές που την κάνουν «τη μεγάλη ηθοποιό του ελληνικού κινηματογράφου». «Με το που μπήκα στη σχολή, ήξερα ότι αυτό που θέλω να κάνω είναι σινεμά. Έβλεπα με μανία σινεμά. Δεν ξέρω γιατί, θεωρούσα ότι το πανί έχει πολύ μεγάλη δύναμη, όλα αυτά τα κοντινά, στο πρόσωπο, στα χέρια, στα μάτια. Μαγευόμουνα! Μετά τη σχολή όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Όχι τυχαία, δεν πιστεύω στο τυχαίο. Είχα λύσσα να γίνουν. Και έγιναν. Δεν είχα κανένα άλλο περιθώριο. Έπρεπε να βγάλω λεφτά από αυτή τη δουλειά, δεν ήθελα άλλο να δουλέψω στα μπαρ. Ίσως να ήμουνα και στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Μπορεί να πήγαζε και από τις δυσκολίες αυτό το πείσμα μου να τα καταφέρω, αλλά- απ την άλλη- δεν θέλω και να τις μυθοποιώ τις δυσκολίες. Κανείς δεν μπορεί να σου κάνει τη ζωή εύκολη, η ζωή είναι δύσκολη- πάει και τελείωσε- το θέμα είναι πως την αντιλαμβάνεσαι εσύ και πως τη χειρίζεσαι. Εγώ λοιπόν, έχω λαχτάρα για τη ζωή! Η θλίψη μου και η στεναχώρια μου κρατάει πολύ λίγο, πάρα πολύ λίγο, άλλωστε είναι χάσιμο χρόνου να είσαι στενοχωρημένος. Γι αυτό και πάρα πολλά πράγματα έχω αρχίσει να τα αποβάλλω, πράγματα που μου στερούν την ελευθερία μου ή την προσωπική μου ανάσα, γι αυτό και σου έφερα τόσες πολλές δυσκολίες μέχρι να γίνει αυτή η συνέντευξη. Δεν θέλω να αναλώνομαι σε τόσες συνεντεύξεις και φωτογραφήσεις, δεν υπάρχει λόγος». Και η χαρά; Από πού έρχεται τόση χαρά; «Τη χαρά την αντλώ από μένα! Από τη ζωή που έχω φτιάξει. Η κόρη μου είναι 21. Σπουδάζει στο Λονδίνο. Και μου λείπει, μου λείπει τόσο πολύ! Αυτή με λέει “χαζοχαρούμενη”. “Αχ μωρέ μαμά, τι είναι αυτό τώρα; Ηρέμησε”. Μπορεί να είναι η διαστροφή της δουλειάς μας, αλλά πάντα υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου που παρατηρεί, στη χαρά, στη λύπη, στο sex, ακόμη και στη γέννα της κόρης μου. Εκεί είπα “μωρέ, αυτό πονάει τελικά, δεν είναι με τον τρόπο που το έπαιζα”. Πολλές φορές θέλω να αποβάλω αυτή μου την παρατηρητικότητα, χωρίς όμως αυτή η “επαγγελματική διαστροφή” να σημαίνει ότι μου στερεί τη στιγμή. Δεν οδηγώ εγώ τη μίμηση. Γίνεται. Απλά γίνεται. Ώσπου τόλμησα να το πω σε κάποιους συναδέλφους και μου είπαν “κοίτα δεις! Και μ εμένα συμβαίνει αυτό το πράγμα!”. Η μεγαλύτερή μου χαρά είναι να πηγαίνω στο εξωτερικό και να κάνω βόλτες, να παρατηρώ εκεί πέρα. Ζούσα 5 χρόνια στη Νέα Υόρκη. Μ αρέσει αυτή η πανσπερμία που έχει αυτή η πόλη, οι φυσιογνωμίες που αγγίζουν τα όρια του ιδιόρρυθμου, οι ακραίες φιγούρες. Εκκεντρικότητα στην Ελλάδα; Δεν υπάρχει εκκεντρικότητα στην ελληνική κοινωνία». Κι εσείς; Εσείς ζήσατε ποτέ εκκεντρικά; «Φυσικά! Και τώρα εκκεντρικά ζω. Είμαι με έναν άντρα μικρότερό μου. Αυτό δεν είναι εκκεντρικό; Για σένα και για μένα μπορεί να μην είναι, αλλά για κάποιους άλλους ίσως να είναι. Γι αυτό η Ντέμι Μουρ έκανε 500 εξώφυλλα! Εγώ όταν κάνω κάτι δεν ξέρω αν είναι εκκεντρικό, οι άλλοι μου το λένε. Εγώ δεν το καταλαβαίνω ούτε στον τρόπο που ντύνομαι, ούτε στον τρόπο που φέρομαι, ούτε στο πως αντιμετωπίζω τα πράγματα, ούτε στις θέσεις που παίρνω. Όταν παντρεύτηκα τον άντρα μου ο οποίος ήταν Ιάπωνας- πράγμα τρομερό για τη δεκαετία του 80- ήμουνα ένα θέμα. Ένα μικρό σκάνδαλο. Άκουγα πολλούς ψιθύρους από πίσω. Και έκανα και παιδί μαζί του. Ο άντρας μου πέθανε όταν η κόρη μου- η Σοφία μου- ήταν 14 ετών. Αλήθεια είναι αυτό που λένε. Ένας θάνατος είναι ένας θάνατος, αλλά δεν μένεις εκεί. Δεν σου το επιτρέπει η ζωή να μείνεις εκεί. Η κόρη μου- το ξέρω- δεν θα το ξεπεράσει ποτέ. Για ένα παιδί 14 ετών είναι τρομερά οδυνηρό να χάσει τον μπαμπά της. Και το καταλαβαίνω. Τρέμω με την ιδέα ότι θα χάσω τον πατέρα ή τη μητέρα μου, κι ας είναι 80 ετών. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, είναι μεγάλοι αποχωρισμοί. Θυμάμαι την κόρη μου, τη δεύτερη μέρα του θανάτου του πατέρα της που της είπα, “τώρα στη ζωή σου έχεις δύο επιλογές. Η μία είναι αυτή που θα λες σε όλους, εγώ που έχασα τον μπαμπά μου και θα το προβάλεις σαν κάτι πολύ αρνητικό, κάτι που θα είναι όμως τροχοπέδη στη ζωή σου. Η άλλη επιλογή είναι αυτό να το κάνεις δημιουργία και δύναμη, κάτι που να σε κάνει εσένα στιγμιαία αθάνατη, που θα σου δώσει τη ψευδαίσθηση του αθάνατου. Αυτός ο θάνατος να είναι η κινητήρια σου δύναμη”. Αρκετά καλά τα πάει. Μερικές φορές με φοβίζει ακόμα, αλλά παλεύει. Ναι, το καλύτερο στη ζωή μου είναι η κόρη μου. Η κόρη μου με γείωσε, με έκανε πιο “κανονική”. Πριν από τη γέννησή της ήμουνα τρομερά ακραία, δεν δεχόμουνα συμβιβασμούς, δεν είχα σχέσεις μεγάλες, ήμουνα ένα αγρίμι. Το παιδί με σόκαρε στο «για πάντα» του, ότι για πάντα θα είναι εδώ, και για πάντα θα πρέπει να το φροντίζω, για πάντα να είμαι κοντά του. Η κόρη μου με έκανε να θέλω να βγάλω λεφτά, να έχω μία “κανονική ζωή”. Αφού της λέω καμιά φορά “μην νομίζεις, Σοφία, εσύ με έκανες να κάνω καριέρα”. Για να καταλάβεις, πήρα το βραβείο απ το “Ρεμπέτικο” και έφυγα, πήγα με το φίλο μου στην Ινδία για τρεις εβδομάδες, και καθίσαμε τρεισήμισι μήνες. Με τα λεφτά του βραβείου! Ο Βούλγαρης με έψαχνε για να παίξω στα “Πέτρινα χρόνια” και δεν υπήρχα πουθενά. Δεν πήρα τη μάνα μου να της πω αν ζω ή αν πέθανα. Τι μυαλό κουβαλούσα! Ή ακόμα, πήρα τρία βραβεία από τα “Πέτρινα χρόνια”, πήρα τα λεφτά, και πήγα στην Αμερική να ακολουθήσω τον άντρα που ερωτεύτηκα. Εγώ δεν καταλάβαινα από καριέρες, η κόρη μου μου τις έμαθε».
Και ο έρωτας. Ο έρωτας σε μια τόσο παθιασμένη γυναίκα. Αυτός που υπήρξε, που πέρασε, αυτός που ήρθε. «Δεν ξέρω πόσο πολύ ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Όταν είδα πόσο πολύ αγαπούσα το παιδί μου, μάλλον αυτά που ένιωθα για τους άντρες ήτανε πολύ μικρά. Υπήρξα και μόνη μου. Για πάρα πολλά χρόνια. Δέκα χρόνια στη ζωή μου ήμουνα μόνη μου. Μετά από τρεις μεγάλους έρωτες, είχα πει “μπάστα”. Και ξέρεις, ήμουνα μια χαρά και μόνη μου».
Της τηλεφωνούν από το φεστιβάλ κινηματογράφου, πάει στην κατσαρόλα να τσεκάρει το φαγητό, μιλάει ταυτόχρονα στο ακουστικό, είναι ενθουσιασμένη που θα βλέπει τόσες ταινίες κάθε βράδυ- λάμπουν τα μάτια της, «αστειεύεσαι; Εγώ να κουραστώ να βλέπω ταινίες;», μου λέει- και παίρνει από το τραπεζάκι τον καφέ από το ιαπωνικό της φλιτζάνι που δεν ήπια. Γιατί τον ξέχασα, δεν υπήρχε καν. Στην πόρτα, δίπλα από τους πίνακές της, της το λέω: Κυρία Μπαζάκα, είστε μία από τις μεγαλύτερες stars που έχω γνωρίσει. Χαμογελάει. «Αυτά τα λένε οι τηλεοράσεις. Star χωρίς οδηγό και Mercedes, δεν είναι star αγάπη μου!».
«Ακούω μερικούς ηθοποιούς που λένε “από μικρός εγώ ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά”. Εγώ δεν ήμουνα έτσι, δεν σκεφτόμουνα καθόλου το θέατρο, την τέχνη, το σανίδι, το πανί. Το μόνο που ήθελα όταν ήμουνα μικρή ήταν να παίζω. Όπως όλα τα παιδιά. Ήμουνα πολύ δύσκολο παιδί, ένα αγοροκόριτσο. Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι, γύριζαν όλη την Βόρεια Ελλάδα λόγω μεταθέσεων και εγώ μεγάλωσα σε όλα τα χωριά της Μακεδονίας. Αυτό μου δημιούργησε την ανάγκη της συνεχούς μετακίνησης, από τότε ήθελα να μην είμαι συνεχώς κολλημένη κάπου, να κάνω καινούργιους φίλους, να προσαρμόζομαι σε νέα σπίτια και νέες συνθήκες. Μεγάλωσα στις αλάνες, με κατσίκες και πρόβατα, με δέντρα που σκαρφαλώναμε, με κήπους που σκάβαμε. Οι συμμαθητές μου έρχονταν με τις κατσίκες τους στο σχολείο, έδεναν την κατσίκα και έμπαιναν στην τάξη για να κάνουν μάθημα. Οι γονείς μου ήταν ιδιαίτερα αυστηροί μαζί μου γιατί εγώ έπρεπε να είμαι το καλό παράδειγμα για τα άλλα παιδιά. Το υπόδειγμα. Όλο το ξύλο και όλες τις τιμωρίες εγώ τις έτρωγα. Τις πρώτες ταινίες- ταινίες εποχής- στους στάβλους τις είδα. Μαγικό. Μαγικό! Δεν υπήρχε κάτι άλλο εκείνη την εποχή που να με μάγεψε τόσο πολύ. Μόνο να έβλεπα ήθελα, όχι να γίνω σαν κι αυτούς που παίζουν στις ταινίες, αυτό δεν το σκεφτόμουνα καθόλου, δεν μου περνούσε ποτέ απ το μυαλό, μόνο να έβλεπα ταινίες. Ο στάβλος μύριζε αγελάδες, έσβηναν τα φώτα και έμπαινα σε ένα άλλο κόσμο. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο αυτές οι ταινίες, αυτός ο καινούργιος κόσμος. Όταν πια φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη ήμουνα ήδη μαθήτρια Γυμνασίου. Στην πόλη έπαθα πολιτισμικό σοκ. Τα πρώτα που συνάντησα στο δρόμο, στις μεγάλες πλατείες, ήταν ξυρισμένες γάμπες και τσιγάρο, ενώ εγώ ήμουνα «η επαρχία». Τη λάτρεψα την πόλη! Τα σινεμά, τα καφέ, τα μπαρ, τους δρόμους, τα φώτα, την επικινδυνότητα, την αγριάδα. Και φυσικά τις τουρκικές και ινδικές ταινίες. Το πρώτο σοκ το έπαθα όταν η θεία μου αγόρασε σπίτι δίπλα από ένα θερινό σινεμά. Ανεβαίναμε με τον αδερφό μου στην ταράτσα και βλέπαμε ταινίες. Εκεί είδα για πρώτη φορά τη “Χέλγκα”. Τέλη του 70. Δεν κοιμήθηκα δύο μέρες. Τόσο μεγάλη εντύπωση μου έκανε! Είναι παράξενο, αλλά είδα περισσότερο σινεμά απ ότι θέατρο. Έτσι έτυχε. Ποτέ όμως δεν σκεφτόμουνα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Εγώ ήθελα να γίνω ζωγράφος. Στο σχολείο, για να καταλάβεις, ήμουνα αυτή που έκανε όλα τα πορτρέτα, οι καθηγητές έλεγαν στον πατέρα μου να με βάλει στην καλών τεχνών και από τα νεύρα του με έβαζε τιμωρία. Πήγα στην Αγγλία για να σπουδάσω σκηνικά κουστούμια και εκεί συνέβη ένα γεγονός άσχημο στην οικογένειά μας. Δυστυχώς. Χάσαμε τον αδερφό μου σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Εγώ ήμουνα 21, ο αδερφός μου 18. Γύρισα πίσω στην Ελλάδα, δεν ολοκλήρωσα κάτι εκεί. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω κάποιος φίλος μου με προέτρεψε να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή. Λέω “Εγώ; Από πού κι ως που;”. Ήμουνα και πιεσμένη από το θάνατο του αδερφού μου, ο φίλος μου επέμενε «πήγαινε να εκφραστείς». Ήτανε Πέμπτη, τη Δευτέρα θα ήταν οι εξετάσεις στο κρατικό Βορείου Ελλάδος. Με βοήθησε κάποιος τριτοετής φοιτητής, μου έδωσε να διαβάσω “τα δέντρα πεθαίνουν όρθια”, να μάθω τα κείμενα, και τη Δευτέρα έδωσα κανονικά εξετάσεις. Θα έπαιρναν 8 παιδιά. Πέρασα πρώτη. Οι γονείς μου ούτε να το ακούσουν δεν ήθελαν, “ή το θέατρο ή εμάς” μου είπαν, και εγώ φυσικά επέλεξα το θέατρο. Έφυγα από το σπίτι και για τρία χρόνια δεν τους είδα. Σπούδαζα το πρωί και τα βράδια δούλευα, σε μπαρ, σε καφέ, παντού. Δύσκολα, αλλά ωραία χρόνια».
«Ρεμπέτικο», «Πέτρινα χρόνια», «Απουσίες», «Η φανέλα με το 9», «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», και άλλες ταινίες, πολλές. Οι ταινίες που την καθιερώνουν. Αυτές που την κάνουν «τη μεγάλη ηθοποιό του ελληνικού κινηματογράφου». «Με το που μπήκα στη σχολή, ήξερα ότι αυτό που θέλω να κάνω είναι σινεμά. Έβλεπα με μανία σινεμά. Δεν ξέρω γιατί, θεωρούσα ότι το πανί έχει πολύ μεγάλη δύναμη, όλα αυτά τα κοντινά, στο πρόσωπο, στα χέρια, στα μάτια. Μαγευόμουνα! Μετά τη σχολή όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Όχι τυχαία, δεν πιστεύω στο τυχαίο. Είχα λύσσα να γίνουν. Και έγιναν. Δεν είχα κανένα άλλο περιθώριο. Έπρεπε να βγάλω λεφτά από αυτή τη δουλειά, δεν ήθελα άλλο να δουλέψω στα μπαρ. Ίσως να ήμουνα και στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Μπορεί να πήγαζε και από τις δυσκολίες αυτό το πείσμα μου να τα καταφέρω, αλλά- απ την άλλη- δεν θέλω και να τις μυθοποιώ τις δυσκολίες. Κανείς δεν μπορεί να σου κάνει τη ζωή εύκολη, η ζωή είναι δύσκολη- πάει και τελείωσε- το θέμα είναι πως την αντιλαμβάνεσαι εσύ και πως τη χειρίζεσαι. Εγώ λοιπόν, έχω λαχτάρα για τη ζωή! Η θλίψη μου και η στεναχώρια μου κρατάει πολύ λίγο, πάρα πολύ λίγο, άλλωστε είναι χάσιμο χρόνου να είσαι στενοχωρημένος. Γι αυτό και πάρα πολλά πράγματα έχω αρχίσει να τα αποβάλλω, πράγματα που μου στερούν την ελευθερία μου ή την προσωπική μου ανάσα, γι αυτό και σου έφερα τόσες πολλές δυσκολίες μέχρι να γίνει αυτή η συνέντευξη. Δεν θέλω να αναλώνομαι σε τόσες συνεντεύξεις και φωτογραφήσεις, δεν υπάρχει λόγος». Και η χαρά; Από πού έρχεται τόση χαρά; «Τη χαρά την αντλώ από μένα! Από τη ζωή που έχω φτιάξει. Η κόρη μου είναι 21. Σπουδάζει στο Λονδίνο. Και μου λείπει, μου λείπει τόσο πολύ! Αυτή με λέει “χαζοχαρούμενη”. “Αχ μωρέ μαμά, τι είναι αυτό τώρα; Ηρέμησε”. Μπορεί να είναι η διαστροφή της δουλειάς μας, αλλά πάντα υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου που παρατηρεί, στη χαρά, στη λύπη, στο sex, ακόμη και στη γέννα της κόρης μου. Εκεί είπα “μωρέ, αυτό πονάει τελικά, δεν είναι με τον τρόπο που το έπαιζα”. Πολλές φορές θέλω να αποβάλω αυτή μου την παρατηρητικότητα, χωρίς όμως αυτή η “επαγγελματική διαστροφή” να σημαίνει ότι μου στερεί τη στιγμή. Δεν οδηγώ εγώ τη μίμηση. Γίνεται. Απλά γίνεται. Ώσπου τόλμησα να το πω σε κάποιους συναδέλφους και μου είπαν “κοίτα δεις! Και μ εμένα συμβαίνει αυτό το πράγμα!”. Η μεγαλύτερή μου χαρά είναι να πηγαίνω στο εξωτερικό και να κάνω βόλτες, να παρατηρώ εκεί πέρα. Ζούσα 5 χρόνια στη Νέα Υόρκη. Μ αρέσει αυτή η πανσπερμία που έχει αυτή η πόλη, οι φυσιογνωμίες που αγγίζουν τα όρια του ιδιόρρυθμου, οι ακραίες φιγούρες. Εκκεντρικότητα στην Ελλάδα; Δεν υπάρχει εκκεντρικότητα στην ελληνική κοινωνία». Κι εσείς; Εσείς ζήσατε ποτέ εκκεντρικά; «Φυσικά! Και τώρα εκκεντρικά ζω. Είμαι με έναν άντρα μικρότερό μου. Αυτό δεν είναι εκκεντρικό; Για σένα και για μένα μπορεί να μην είναι, αλλά για κάποιους άλλους ίσως να είναι. Γι αυτό η Ντέμι Μουρ έκανε 500 εξώφυλλα! Εγώ όταν κάνω κάτι δεν ξέρω αν είναι εκκεντρικό, οι άλλοι μου το λένε. Εγώ δεν το καταλαβαίνω ούτε στον τρόπο που ντύνομαι, ούτε στον τρόπο που φέρομαι, ούτε στο πως αντιμετωπίζω τα πράγματα, ούτε στις θέσεις που παίρνω. Όταν παντρεύτηκα τον άντρα μου ο οποίος ήταν Ιάπωνας- πράγμα τρομερό για τη δεκαετία του 80- ήμουνα ένα θέμα. Ένα μικρό σκάνδαλο. Άκουγα πολλούς ψιθύρους από πίσω. Και έκανα και παιδί μαζί του. Ο άντρας μου πέθανε όταν η κόρη μου- η Σοφία μου- ήταν 14 ετών. Αλήθεια είναι αυτό που λένε. Ένας θάνατος είναι ένας θάνατος, αλλά δεν μένεις εκεί. Δεν σου το επιτρέπει η ζωή να μείνεις εκεί. Η κόρη μου- το ξέρω- δεν θα το ξεπεράσει ποτέ. Για ένα παιδί 14 ετών είναι τρομερά οδυνηρό να χάσει τον μπαμπά της. Και το καταλαβαίνω. Τρέμω με την ιδέα ότι θα χάσω τον πατέρα ή τη μητέρα μου, κι ας είναι 80 ετών. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, είναι μεγάλοι αποχωρισμοί. Θυμάμαι την κόρη μου, τη δεύτερη μέρα του θανάτου του πατέρα της που της είπα, “τώρα στη ζωή σου έχεις δύο επιλογές. Η μία είναι αυτή που θα λες σε όλους, εγώ που έχασα τον μπαμπά μου και θα το προβάλεις σαν κάτι πολύ αρνητικό, κάτι που θα είναι όμως τροχοπέδη στη ζωή σου. Η άλλη επιλογή είναι αυτό να το κάνεις δημιουργία και δύναμη, κάτι που να σε κάνει εσένα στιγμιαία αθάνατη, που θα σου δώσει τη ψευδαίσθηση του αθάνατου. Αυτός ο θάνατος να είναι η κινητήρια σου δύναμη”. Αρκετά καλά τα πάει. Μερικές φορές με φοβίζει ακόμα, αλλά παλεύει. Ναι, το καλύτερο στη ζωή μου είναι η κόρη μου. Η κόρη μου με γείωσε, με έκανε πιο “κανονική”. Πριν από τη γέννησή της ήμουνα τρομερά ακραία, δεν δεχόμουνα συμβιβασμούς, δεν είχα σχέσεις μεγάλες, ήμουνα ένα αγρίμι. Το παιδί με σόκαρε στο «για πάντα» του, ότι για πάντα θα είναι εδώ, και για πάντα θα πρέπει να το φροντίζω, για πάντα να είμαι κοντά του. Η κόρη μου με έκανε να θέλω να βγάλω λεφτά, να έχω μία “κανονική ζωή”. Αφού της λέω καμιά φορά “μην νομίζεις, Σοφία, εσύ με έκανες να κάνω καριέρα”. Για να καταλάβεις, πήρα το βραβείο απ το “Ρεμπέτικο” και έφυγα, πήγα με το φίλο μου στην Ινδία για τρεις εβδομάδες, και καθίσαμε τρεισήμισι μήνες. Με τα λεφτά του βραβείου! Ο Βούλγαρης με έψαχνε για να παίξω στα “Πέτρινα χρόνια” και δεν υπήρχα πουθενά. Δεν πήρα τη μάνα μου να της πω αν ζω ή αν πέθανα. Τι μυαλό κουβαλούσα! Ή ακόμα, πήρα τρία βραβεία από τα “Πέτρινα χρόνια”, πήρα τα λεφτά, και πήγα στην Αμερική να ακολουθήσω τον άντρα που ερωτεύτηκα. Εγώ δεν καταλάβαινα από καριέρες, η κόρη μου μου τις έμαθε».
Και ο έρωτας. Ο έρωτας σε μια τόσο παθιασμένη γυναίκα. Αυτός που υπήρξε, που πέρασε, αυτός που ήρθε. «Δεν ξέρω πόσο πολύ ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Όταν είδα πόσο πολύ αγαπούσα το παιδί μου, μάλλον αυτά που ένιωθα για τους άντρες ήτανε πολύ μικρά. Υπήρξα και μόνη μου. Για πάρα πολλά χρόνια. Δέκα χρόνια στη ζωή μου ήμουνα μόνη μου. Μετά από τρεις μεγάλους έρωτες, είχα πει “μπάστα”. Και ξέρεις, ήμουνα μια χαρά και μόνη μου».
Της τηλεφωνούν από το φεστιβάλ κινηματογράφου, πάει στην κατσαρόλα να τσεκάρει το φαγητό, μιλάει ταυτόχρονα στο ακουστικό, είναι ενθουσιασμένη που θα βλέπει τόσες ταινίες κάθε βράδυ- λάμπουν τα μάτια της, «αστειεύεσαι; Εγώ να κουραστώ να βλέπω ταινίες;», μου λέει- και παίρνει από το τραπεζάκι τον καφέ από το ιαπωνικό της φλιτζάνι που δεν ήπια. Γιατί τον ξέχασα, δεν υπήρχε καν. Στην πόρτα, δίπλα από τους πίνακές της, της το λέω: Κυρία Μπαζάκα, είστε μία από τις μεγαλύτερες stars που έχω γνωρίσει. Χαμογελάει. «Αυτά τα λένε οι τηλεοράσεις. Star χωρίς οδηγό και Mercedes, δεν είναι star αγάπη μου!».
Δημοσίευση στον "Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής"- ένθετο "ET Weekly", Σεπτέμβριος 2007.