15.8.09

ΝΙΚΟΣ ΜΩΡΑΙΤΗΣ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ.

Ο Νίκος δεν μεγάλωσε γράφοντας ποιήματα, ρίμες σε μαθητικά τετράδια, παιδικά στιχάκια σαν πρώτη τροφή αυτού που θα ακολουθούσε. Μέχρι τα 21 του δεν ήξερε να ταιριάζει λέξεις για να τραγουδιούνται, δεν μπορούσε να ενώσει τα ρήματα για να φέρει πιο κοντά τους ανθρώπους, να δημιουργήσει εικόνες, αλλά – κυρίως- συναίσθημα και επικοινωνία με νότες. Οι πρώτοι του στίχοι γεννήθηκαν ξαφνικά, ούτε ο ίδιος θυμάται πως, ξαφνικά και αυτόματα. Σήμερα, στα 34 του, βρίσκεται (δίκαια) στη μαγική πεντάδα των πιο αναγνωρισμένων ελλήνων στιχουργών των τελευταίων ετών, με τεράστιες επιτυχίες, χρυσούς και πλατινένιους δίσκους, συνεχή air play. Την τελευταία τριετία μάλιστα, είναι ο μοναδικός έλληνας στιχουργός με τα περισσότερα τραγούδια του να φτάνουν στο νούμερο ένα των ελληνικών ραδιοφώνων, με πολλά από αυτά να παραμένουν για αρκετούς μήνες στα charts: «Ο άγγελός μου», «Εγώ για σένα», «Δεν φεύγω», «Όλα ή τίποτα», και αρκετά ακόμη. Το 2007 ήρθε η κορύφωση: «Χέρια ψηλά» (το οποίο έγινε από σύνθημα στα γήπεδα μέχρι ύμνος σε πολιτικές συγκεντρώσεις), «Δες καθαρά», «Πες το δυνατά», «Πιο πολύ», «Αν δεν κοιτάζω εσένα», «Θα περιμένω εδώ», «Σε θέλω εδώ». Συνεργασίες με Αλεξίου, Γαλάνη, Πρωτοψάλτη, Χατζηγιάννη, Μοσχολιού, Μητροπάνο, Πασπαλά, Τερζή, Ολυμπίου, Μακεδόνα, Μπάση, Γλυκερία, Μπάμπαλη, Χρηστίδου, πολλούς ακόμα. Για κάποιον άλλον όλα αυτά θα έμοιαζαν μαγικά, ιδανικά, κάτι που θα μπορούσε να τον ξεπεράσει ως αποτέλεσμα επιτυχίας από αυτό που πραγματικά είναι. Όχι όμως για το Νίκο, που ακόμα και στις -τυπικά δημοσιογραφικές- διευκρινήσεις τίτλων κάποιων τραγουδιών του (σουξέ που αρκετοί θυμούνται απέξω και τραγουδούν από το πρωί μέχρι το βράδυ, γελάνε, χαίρονται ή κλαίνε μ αυτά) προσπαθεί να θυμηθεί τα λόγια. «Ξέρεις, εγώ αγαπούσα πάρα πολύ το ελληνικό τραγούδι. Από παιδί», μου λέει. «Είχα – ευτυχώς-την τύχη και την ευλογία τους πρώτους μου στίχους να τους τραγουδήσει η Δήμητρα Γαλάνη, και στα 24 μου, να βγουν τα “Χάρτινα”. Από εκεί κι έπειτα όλα πήραν το δρόμο τους. Ο στίχος ( εκτός από δημοσιογραφικό κείμενο που είναι η δουλειά μου) είναι το μόνο που μπορώ να γράψω και στο οποίο να μπορώ να εκφραστώ. Δεν ξέρω να γράφω ούτε μυθιστορήματα, ούτε δοκίμια, ούτε ποιήματα, δεν γνωρίζω από αυτά. Άλλωστε, κατά τη γνώμη μου, η ποίηση με το στίχο δεν έχουν καμία σχέση: Η ποίηση είναι μυθιστόρημα και ο στίχος θεατρικό έργο. Θέλω να πω ότι ο στίχος φτιάχτηκε για να τραγουδηθεί ο προφορικός λόγος, δεν είναι για να διαβαστεί. Ο μεγάλος στίχος είναι ο προφορικός λόγος. Μόνο έτσι γίνεται κατανοητός και τραγουδιέται από το κοινό. Το “Ο Άγγελός μου” ήταν το τραγούδι που μου άλλαξε όλη τη ζωή. Ξέρεις τι είναι να περνάς από μία επταετία αμφισβήτησης, να σoυ λένε “σουξέ κάνεις; Δεν κάνεις. Για πέταμα είναι αυτό!”; Τώρα είμαι στον πειρασμό του σουξέ- δεν το κρύβω- αλλά με τους όρους μου: Να είναι κάτι που να αφορά τον πολύ κόσμο, αλλά – ταυτόχρονα- και κάτι που να τον ανεβάζει λίγο πιο πάνω από τον μέσο όρο. Ακόμα και στο “Χέρια ψηλά” που έγινε τσίχλα – αν το προσέξεις- υπάρχει ένα κρυφό μονοπάτι που λέει “μαζί σου έμαθα τα ρήματα να σπάω, δες πόσα σ αγαπώ φωνάζει η σιωπή”. Αυτή τη φράση δεν θα τη βρει ο ακροατής σε τρέχοντα σουξέ, ίσως την ανακαλύψει σε πιο δύσκολα πράγματα. Και μ αρέσει που αυτές οι γραμμές μπήκαν στα στόματα πολλών -διαφορετικών μεταξύ τους- ανθρώπων. Συνήθως γράφω βραδινές ώρες, εκτός αν έχω στα χέρια μου μία μελωδία που θα πρέπει να γράψω επάνω της τα λόγια, και η οποία- μόλις την πάρω στα χέρια μου- να με έχει συντρίψει. Όλα τα τραγούδια μου πάντως που έχουν κάνει επιτυχία και είχαν απήχηση, γράφτηκαν αυτόματα, δεν υπήρχε καμία πίεση για να βγουν. Εάν υπήρξε ψάξιμο, παίδεμα, και ημέρες επί ημερών ανάλυσης, το τραγούδι απέτυχε: Η πρώτη γραφή είναι η καλύτερη γιατί είναι η πιο αυθόρμητη. Το “διόρθωσέ το” των τραγουδιστών εγώ το κάνω όταν μου το ζητάνε, δεν αντιδρώ, αλλά τις περισσότερες φορές είναι μία διόρθωση προς τη λάθος κατεύθυνση και αυτό οι ερμηνευτές πρέπει να το γνωρίζουν. Στο σπίτι δεν ακούω τραγούδια μου. Ποτέ. Μόνο αν τα πετύχω στο ραδιόφωνο, ακόμη και εκεί όμως μπορεί να αλλάξω σταθμό. Αστείο δεν είναι να ακούω τα δικά μου τραγούδια όταν η ελληνική δισκογραφία έχει αριστουργήματα; Δεν χαριεντίζομαι με τα τραγούδια που γράφω. Αλίμονο. Αλλά υπάρχουν τρία τραγούδια μου που αισθάνομαι ότι με υπερβαίνουν, που όταν τα ακούω σε συναυλίες ή κάπου έξω δεν τα νιώθω πια δικά μου: Είναι “Ο άγγελός μου” της Πρωτοψάλτη, και τα “Δεν φεύγω” και “Xέρια ψηλά” του Χατζηγιάννη. Όταν κάνεις επιτυχία οι “διανοούμενοι” και “ψαγμένοι” του ελληνικού τραγουδιού στην πέφτουνε, σαν να έκανες αμάρτημα. Το αντίβαρο σε όλα αυτά είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, πατέρας μου να ήταν θα έκανε λιγότερα πράγματα για μένα. Οι στίχοι, πρέπει να ξέρεις, δεν έχουν λεφτά αλλά ούτε τα λεφτά έχουν στίχους. Παρόλα αυτά μπορείς- αν κάνεις επιτυχίες- να ζήσεις πιο άνετα από ότι περίμενες. Αυτό όμως είναι σαν λαχείο, δεν είναι λεφτά. Εγώ νιώθω ότι πληρώνομαι για κάτι για το οποίο δεν εργάστηκα, σαν να έχω πάει στο “Deal” και να χω τη βαλίτσα».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Δεκέμβριο του 2007.