Κανονικά ο Ανδρέας δεν θα ήθελε ποτέ να δώσει αυτή τη
συνέντευξη, δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να γνωρίζουν οι άλλοι (οι θεατές της
«Ψυχραιμίας», του Νίκου Περάκη) τις σκέψεις του, το παρελθόν του, τη ζωή του,
όλα όσα απασχολούν το μυαλό των 25 του χρόνων. Θύμωσε με την ακραία μου
απάντηση στην Αιόλου που βρεθήκαμε, γούρλωσε τα μάτια, αλλά-ευτυχώς-μετά
γέλασε, κατάλαβε ότι όλα γίνονται χάριν δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος: «Επειδή
αυτή τη στιγμή είσαι ένα προϊόν, Ανδρέα, και πρέπει να πουλήσεις». Όχι, ο
Ανδρέας δεν θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο, δεν σκέφτεται έτσι, δεν μεγαλώνει με
αυτό τον τρόπο. Ούτε τον αναγνωρίζουν στο δρόμο όπως τον ρώτησαν πρόσφατα από
κάποιο life style
περιοδικό στο οποίο μίλησε, ούτε του κάνουν κομπλιμέντα για το ρόλο του στην
ταινία, ούτε ούρλιαξαν τα κοριτσάκια στην avant premiere της «Ψυχραιμίας» στην οποία (αναγκαστικά, φαντάζομαι)
έπρεπε να πάει, παρόλο που αισθανόταν τρομερά άβολα με όλες αυτές τις κάμερες
μαζεμένες εκεί και τα μικρόφωνα παρατεταμένα για δηλώσεις. Ο Ανδρέας δεν έχει
καμία σχέση με όλα αυτά που του έτυχαν τον τελευταίο μήνα (ούτε και θέλει να
έχει). Μένει σε ένα διαμέρισμα στα Εξάρχεια με δύο συγκατοίκους-κολλητούς του
(για παρέα και για να μοιράζονται τα έξοδα), πηγαίνει από πολύ νωρίς το πρωί
μέχρι αργά το βράδυ στη σχολή του Εθνικού θεάτρου στην οποία είναι δευτεροετής φοιτητής
(κατάφερε και πέρασε με την πρώτη σ αυτήν ανάμεσα στους 500 περίπου υποψηφίους
που δίνουν εξετάσεις κάθε χρόνο, την πιο «δύσκολη» σχολή φοίτησης θεάτρου στην
Ελλάδα), βγαίνει τα σαββατοκύριακα με τη φίλη του για βόλτες, για θέατρο ή
σινεμά, ακούει στο σπίτι τη μουσική που αγαπά (ξένη κυρίως και rock, ποτέ τα τελευταία
ελληνικά σουξέ), ενώ αρκετές φορές εργάζεται τις Κυριακές ή τα Σάββατα για να
βγάζει κάποια επιπλέον χρήματα. Για παράδειγμα, την προηγούμενη Κυριακή θα
ανέβαινε επάνω σε ξυλοπόδαρα, θα μεταμφιεζόταν, θα ισορροπούσε (με ευκολία,
μετά από τόση εμπειρία) επάνω σε αυτά, θα γινόταν από δίμετρος ένας τρίμετρος
άντρας και έτσι θα ψυχαγωγούσε τα παιδάκια που θα έρχονταν με τους γονείς τους
εκεί όπου θα εμφανιζόταν για να τον παρακολουθήσουν. Με αυτά τα ξυλοπόδαρα ήρθε
και στη συνάντηση μας, σε ένα café
κοντά στην Ομόνοια-λίγα μέτρα απ τη σχολή του-μετά το τελευταίο του μάθημα.
Τον κοίταξαν περίεργα οι θαμώνες με αυτά τα παράξενα ξύλινα δοκάρια που
κουβαλούσε στους ώμους, αλλά δεν τον ένοιαζε.
«Στην “Ψυχραιμία” υποδύομαι τον Μίνω Σταυρακομανιό. Έχω κάποια κοινά με το ρόλο, έχω για παράδειγμα κάποια στοιχεία οξυθυμίας, να νευριάσω πολύ χωρίς να το σκεφτώ. Αλλά μου περνάει πολύ εύκολα. Πολύ εύκολα και γρήγορα. Από την άλλη, εγώ δεν έχω την αφέλεια και την αθωότητα του Μίνωα, αν και είναι στοιχεία που εφόσον τα διαθέτει ένας άνθρωπος θα τα θαυμάσω. Μπορεί και να έχω αλλοτριωθεί, παρόλο που το παλεύω ακόμα με τη στάση ζωής μου». Ο Ανδρέας δεν ξύπνησε ένα πρωί και είπε «τώρα θέλω να γίνω ηθοποιός». Το εντυπωσιακό στις δουλειές που διάλεγε να κάνει μέχρι τότε (λόγω των σπουδών που έκανε μέχρι τότε ως κοινωνικός λειτουργός στην Κρήτη) ήταν ότι-οι περισσότερες από αυτές-είχαν πάντοτε σχέση με παιδιά, έχει τεράστια αδυναμία σ αυτά και τα λατρεύει. Δούλεψε ως ανιματέρ, σε παιδότοπους, σε πάρτι για παιδάκια, σε δημιουργική απασχόληση για παιδιά, σε θέατρα δρόμου. Έκανε τον Άγιο Βασίλη, τον κλόουν, ομαδάρχης σε κατασκήνωση, ψυχαγωγός για παιδιά, κόλλησε αφίσες στους δρόμους, και (το κλασσικό όλων σχεδόν των ηθοποιών) ως σερβιτόρος. Όλα αυτά κατά διαστήματα. «Ξέρεις, είναι πολύ σημαντική η απόφαση να γίνεις γονιός. Πρέπει να ξεκαθαρίσεις μέσα σου την απόφαση αν πρέπει να φέρεις ένα παιδί σ αυτό τον κόσμο και αν είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις τον εαυτό σου ώστε να τον προσφέρεις ανιδιοτελώς στο παιδί σου. Πέραν από αυτό πρέπει και εσύ να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου, να έχεις ησυχάσει. Όσο και να αγαπάω τα παιδιά αυτό το πράγμα ακόμη με τρομάζει, είναι πολύ μεγάλη ευθύνη. Τα πιο όμορφα πράγματα από παιδιά τα άκουσα στην εξάμηνη πρακτική μου στο ελληνικό παιδικό χωριό στη Θεσσαλονίκη. Η γονική επιμέλεια έχει αφαιρεθεί από τους γονείς αυτών των παιδιών-για διάφορους λόγους-και ζουν εκεί. Όποτε ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη πηγαίνω και τα επισκέπτομαι. Θυμάμαι την Ευθυμία, ένα μικρό κοριτσάκι, που μου σχεδίασε μία πριγκίπισσα σε ένα χαρτί και μου έγραψε από κάτω “κύριε Ανδρέα, μην φύγετε ποτέ από εδώ”. Τα συναισθήματα αυτά είναι πολύτιμα και ακριβά». Και ύστερα ήρθε το θέατρο. «Άργησα να μπω στη σχολή και να γίνω ηθοποιός αλλά όποτε μπορούσα προσπαθούσα να έχω επαφή με το θέατρο, κυρίως μέσα από ερασιτεχνικά εργαστήρια ή θεατρικές επαγγελματικές ομάδες στο Ηράκλειο της Κρήτης, εκεί όπου σπούδασα. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, αν και γεννήθηκα στη Γερμανία. Έζησα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια, είχα μία καλή συναισθηματική επαφή με τους δικούς μου, δεν ήμουν όμως και το πιο εξωστρεφές παιδί-αν και φαινομενικά ήμουν κοινωνικός. Πολλές φορές μου άρεσε να παίζω και μόνος μου. Τα Καλοκαίρια μου τα ζούσα στην Κρήτη-εκεί από όπου κατάγεται η μητέρα μου-έβγαινα στις αλάνες μαζί με τα άλλα παιδιά. Δεν ήμουν καλός μαθητής στο σχολείο, δεν είχα μεγάλη ευκολία στο να προσέχω, βαριόμουνα. Όταν ήμουνα μικρός με συγκινούσαν οι ακροβάτες, οι κλόουν, οι μάγοι και οι αστροναύτες. Μου φαίνονταν εντυπωσιακοί όλοι αυτοί! Ήθελα να γίνω σαν κι αυτούς». Όση ώρα μου αναφέρει αυτές τις σκόρπιες, «αναγνωριστικές» πληροφορίες για τη ζωή του, παίζει στα δάχτυλά του τα χαρτάκια που άφησα στο τραπέζι, αυτά που θα πετάξω ως άχρηστα μόλις τελειώσουμε. Τον καταλαβαίνω (άλλωστε μου το είπε και μόλις τελειώσαμε), αισθάνεται μεγάλη αμηχανία με αυτή τη κουβέντα. Δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο πρέπει να μιλήσει για τον εαυτό του. «Όσο ζούσα στην Κρήτη όταν σπούδαζα, μου άρεσε να ζω ριψοκίνδυνα: Να τρέχω σε βράχια, σε γκρεμούς, να σκαρφαλώνω σε κορφές, όλα αυτά τα “επικίνδυνα” που ίσως κάποιους να τρομάζουν. Μου αρέσει πολύ και το κάμπινγκ, ούτε για πλάκα δεν θα επέλεγα να πάω να μείνω σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στις διακοπές μου. Η αίσθηση ελευθερίας με ισορροπεί περισσότερο. Ακόμη και με τη σχέση μου φροντίζω να εγκαθιστώ με τέτοιο τρόπο τα πράγματα ώστε να μην υπάρχει καταπίεση. Ούτε από τη μεριά μου, ούτε από τη δική της πλευρά. Ο έρωτας άλλωστε είναι κάτι το φοβερό, με κυριεύει, είναι φανταστικό συναίσθημα, πλημμυρίζομαι από αυτό και χαίρομαι που το ζω. Ο κόσμος μου χαμογελάει ό,τι και να γίνεται. Άλλωστε ο ερωτευμένος άνθρωπος ακτινοβολεί, εκπέμπει μία λάμψη. Είναι από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της ζωής». Τελικά ήταν μάλλον απλά τα πράγματα. Τουλάχιστον αυτό αισθάνθηκα ότι ένιωσε, αν και μία μικρή ανασφάλεια την είχε για το τελικό αποτέλεσμα, μία μικρή φοβία. Στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό (με τα ξυλοπόδαρά του στους ώμους), τον διαβεβαίωσα να μην έχει καμία άλλη ανησυχία: «Σε συμπάθησα, οπότε καλό θα είναι το κείμενο. Καλή επιτυχία στα επόμενα και εις το επανειδείν».
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο "ET Weekly" του "Ελεύθερου Τύπου", τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο Ανδρέας πρωταγωνιστούσε στην ταινία του Νίκου Περράκη "Ψυχραιμία". Οι φωτογραφίες προέρχονται από το περιοδικό "Elle" και είναι της Άθας Σκοτάρα.
«Στην “Ψυχραιμία” υποδύομαι τον Μίνω Σταυρακομανιό. Έχω κάποια κοινά με το ρόλο, έχω για παράδειγμα κάποια στοιχεία οξυθυμίας, να νευριάσω πολύ χωρίς να το σκεφτώ. Αλλά μου περνάει πολύ εύκολα. Πολύ εύκολα και γρήγορα. Από την άλλη, εγώ δεν έχω την αφέλεια και την αθωότητα του Μίνωα, αν και είναι στοιχεία που εφόσον τα διαθέτει ένας άνθρωπος θα τα θαυμάσω. Μπορεί και να έχω αλλοτριωθεί, παρόλο που το παλεύω ακόμα με τη στάση ζωής μου». Ο Ανδρέας δεν ξύπνησε ένα πρωί και είπε «τώρα θέλω να γίνω ηθοποιός». Το εντυπωσιακό στις δουλειές που διάλεγε να κάνει μέχρι τότε (λόγω των σπουδών που έκανε μέχρι τότε ως κοινωνικός λειτουργός στην Κρήτη) ήταν ότι-οι περισσότερες από αυτές-είχαν πάντοτε σχέση με παιδιά, έχει τεράστια αδυναμία σ αυτά και τα λατρεύει. Δούλεψε ως ανιματέρ, σε παιδότοπους, σε πάρτι για παιδάκια, σε δημιουργική απασχόληση για παιδιά, σε θέατρα δρόμου. Έκανε τον Άγιο Βασίλη, τον κλόουν, ομαδάρχης σε κατασκήνωση, ψυχαγωγός για παιδιά, κόλλησε αφίσες στους δρόμους, και (το κλασσικό όλων σχεδόν των ηθοποιών) ως σερβιτόρος. Όλα αυτά κατά διαστήματα. «Ξέρεις, είναι πολύ σημαντική η απόφαση να γίνεις γονιός. Πρέπει να ξεκαθαρίσεις μέσα σου την απόφαση αν πρέπει να φέρεις ένα παιδί σ αυτό τον κόσμο και αν είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις τον εαυτό σου ώστε να τον προσφέρεις ανιδιοτελώς στο παιδί σου. Πέραν από αυτό πρέπει και εσύ να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου, να έχεις ησυχάσει. Όσο και να αγαπάω τα παιδιά αυτό το πράγμα ακόμη με τρομάζει, είναι πολύ μεγάλη ευθύνη. Τα πιο όμορφα πράγματα από παιδιά τα άκουσα στην εξάμηνη πρακτική μου στο ελληνικό παιδικό χωριό στη Θεσσαλονίκη. Η γονική επιμέλεια έχει αφαιρεθεί από τους γονείς αυτών των παιδιών-για διάφορους λόγους-και ζουν εκεί. Όποτε ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη πηγαίνω και τα επισκέπτομαι. Θυμάμαι την Ευθυμία, ένα μικρό κοριτσάκι, που μου σχεδίασε μία πριγκίπισσα σε ένα χαρτί και μου έγραψε από κάτω “κύριε Ανδρέα, μην φύγετε ποτέ από εδώ”. Τα συναισθήματα αυτά είναι πολύτιμα και ακριβά». Και ύστερα ήρθε το θέατρο. «Άργησα να μπω στη σχολή και να γίνω ηθοποιός αλλά όποτε μπορούσα προσπαθούσα να έχω επαφή με το θέατρο, κυρίως μέσα από ερασιτεχνικά εργαστήρια ή θεατρικές επαγγελματικές ομάδες στο Ηράκλειο της Κρήτης, εκεί όπου σπούδασα. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, αν και γεννήθηκα στη Γερμανία. Έζησα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια, είχα μία καλή συναισθηματική επαφή με τους δικούς μου, δεν ήμουν όμως και το πιο εξωστρεφές παιδί-αν και φαινομενικά ήμουν κοινωνικός. Πολλές φορές μου άρεσε να παίζω και μόνος μου. Τα Καλοκαίρια μου τα ζούσα στην Κρήτη-εκεί από όπου κατάγεται η μητέρα μου-έβγαινα στις αλάνες μαζί με τα άλλα παιδιά. Δεν ήμουν καλός μαθητής στο σχολείο, δεν είχα μεγάλη ευκολία στο να προσέχω, βαριόμουνα. Όταν ήμουνα μικρός με συγκινούσαν οι ακροβάτες, οι κλόουν, οι μάγοι και οι αστροναύτες. Μου φαίνονταν εντυπωσιακοί όλοι αυτοί! Ήθελα να γίνω σαν κι αυτούς». Όση ώρα μου αναφέρει αυτές τις σκόρπιες, «αναγνωριστικές» πληροφορίες για τη ζωή του, παίζει στα δάχτυλά του τα χαρτάκια που άφησα στο τραπέζι, αυτά που θα πετάξω ως άχρηστα μόλις τελειώσουμε. Τον καταλαβαίνω (άλλωστε μου το είπε και μόλις τελειώσαμε), αισθάνεται μεγάλη αμηχανία με αυτή τη κουβέντα. Δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο πρέπει να μιλήσει για τον εαυτό του. «Όσο ζούσα στην Κρήτη όταν σπούδαζα, μου άρεσε να ζω ριψοκίνδυνα: Να τρέχω σε βράχια, σε γκρεμούς, να σκαρφαλώνω σε κορφές, όλα αυτά τα “επικίνδυνα” που ίσως κάποιους να τρομάζουν. Μου αρέσει πολύ και το κάμπινγκ, ούτε για πλάκα δεν θα επέλεγα να πάω να μείνω σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στις διακοπές μου. Η αίσθηση ελευθερίας με ισορροπεί περισσότερο. Ακόμη και με τη σχέση μου φροντίζω να εγκαθιστώ με τέτοιο τρόπο τα πράγματα ώστε να μην υπάρχει καταπίεση. Ούτε από τη μεριά μου, ούτε από τη δική της πλευρά. Ο έρωτας άλλωστε είναι κάτι το φοβερό, με κυριεύει, είναι φανταστικό συναίσθημα, πλημμυρίζομαι από αυτό και χαίρομαι που το ζω. Ο κόσμος μου χαμογελάει ό,τι και να γίνεται. Άλλωστε ο ερωτευμένος άνθρωπος ακτινοβολεί, εκπέμπει μία λάμψη. Είναι από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της ζωής». Τελικά ήταν μάλλον απλά τα πράγματα. Τουλάχιστον αυτό αισθάνθηκα ότι ένιωσε, αν και μία μικρή ανασφάλεια την είχε για το τελικό αποτέλεσμα, μία μικρή φοβία. Στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό (με τα ξυλοπόδαρά του στους ώμους), τον διαβεβαίωσα να μην έχει καμία άλλη ανησυχία: «Σε συμπάθησα, οπότε καλό θα είναι το κείμενο. Καλή επιτυχία στα επόμενα και εις το επανειδείν».
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο "ET Weekly" του "Ελεύθερου Τύπου", τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο Ανδρέας πρωταγωνιστούσε στην ταινία του Νίκου Περράκη "Ψυχραιμία". Οι φωτογραφίες προέρχονται από το περιοδικό "Elle" και είναι της Άθας Σκοτάρα.