21.12.09

ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΚΑΒΑΛΑΣ- ΡΕΠΟΡΤΑΖ


«Πόσο πάει;». «30 ευρώ».«Τσιμπούκι ή ολοκληρωμένο;». «Στοματικό». «Με προφυλακτικό, αλλιώς δεν γίνεται». «Μπες στο αμάξι». Οι νύχτες στη λεωφόρο Καβάλας των τραβεστί, δεν είναι ποτέ ίδιες με τις μέρες τους. Όταν δηλαδή κυκλοφορούν σαν αγόρια στην Αχαρνών και τις ρωτάνε οι μανάδες τους αν βρήκαν κάποιο καλό κορίτσι για να παντρευτούν.
Απόψε θα έβαζε το σουτιέν που της φέρνει γούρι. Μαύρο, με μικρές χρυσές γραμμές που κάνουν έναν περίεργο κύκλο, ή μάλλον μεγάλους κύκλους, οι οποίοι δεν καταλήγουν πουθενά, που συναντιούνται και χάνονται στο κεντημένο τετράγωνο, σχέδιο που είχε διαλέξει γι αυτήν η Τζέσυ (η κολλητή της, αυτή που κάποτε λεγόταν Νικόλας και ήταν μαζί ζευγάρι για δύο χρόνια- gay ζευγάρι-, που χώρισαν όταν βγήκαν στο δρόμο, αλλά που το κάνουν που και που «όχι σαν sex, αλλά όταν θέλουμε αγκαλιά, όταν η ανάγκη μας για χάδι οδηγεί η μία στην άλλη»). Μόλις ξεκίνησαν χθες τη δουλειά, την ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά στο Μεταξουργείο, πήγαν στο κατάστημα του Πέτρου με τα unisex- ένα χιλιόμετρο πιο κάτω από το 110 της Λεωφόρου Καβάλας, εκεί που βγαίνουν τα βράδια. Νωρίτερα απ ότι συνήθως. Όχι γιατί δεν ήθελε το επόμενο πενηντάρικο (ποτέ δεν έλεγε όχι σε πελάτη, θέλει να αγοράσει και δεύτερο σπίτι, κοντά στο άλλο, στην Αχαρνών, συμφώνησε ήδη με τον μεσίτη), αλλά να, δεν μπορούσε να συνεχίσει μετά τον γέρο. Δεν της έβγαινε. Ήθελε ένα διάλειμμα. Ογδόντα χρόνων, αλλά η Αλόμα επέμενε: «Κάνω πενήντα χρόνια αυτή τη δουλειά, όλοι είναι πελάτες, να πας, είναι δουλειά, είναι λεφτά, θα ξανάρθει, να είσαι καλός, να ανεβάσεις την τιμή στο τσιμπούκι αν δεν του σηκώνεται, πες του 100 ευρώ, αν αργεί ανέβασέ το κι άλλο, πες 150. Να πας». Πήγε. Αυτός κατέβασε το τζάμι του αυτοκινήτου του ξανά, ρώτησε αν το ξανασκέφτηκε, αν ισχύει, αν όλες είναι τόσο ευγενικές σαν αυτήν (σαν αυτή που, λίγο πριν, τον άφησε ξεκρέμαστο να περιμένει), εκείνη χαμογέλασε, είπε ξανά «καλησπέρα», δεν της άρεσε ο ήχος, της ακούστηκε λιγάκι αντρικός, θυμήθηκε τα μαθήματα που της είχε κάνει η Άσια και το ξανάπε: «Καλησπέρα σας». Γλυκά. Να ακούγεται σαν γυναίκα. «Πόσο πάει;», ρώτησε εκείνος. «Τριάντα ευρώ η πίπα, εκατό το γαμίσι, 200 για να πάμε μαζί στο ξενοδοχείο». Και ξαναχαμογέλασε. Με αυτόν θα τελείωνε γι απόψε. Αυτός και τέλος. Και μόνο πίπα να του έπαιρνε θα έφτανε τα 200 ευρώ- είσπραξη και από το χθεσινό βράδυ-, δεν χρειαζόταν άλλα. 100 γι αυτήν, 50 για τον γκόμενο που την περίμενε στο σπίτι τους, 50 για τη δόση του σπιτιού. «Θα σου δώσω 100, θα σου πάρω εγώ πίπα, μετά θα τον παίξεις εσύ και θα χύσεις στο στόμα μου». Της ερχόταν εμετός. «Είναι 80 χρονών!», γύρισε και είπε στην Άσια που την κοιτούσε. «Είναι πελάτης!». Γύρισε ξανά το κεφάλι της στο ανοιχτό τζάμι: «150 για όλα αυτά μαζί και κλείσαμε, όμορφε. Με προφυλακτικό όλα. Και πρώτα τα λεφτά». «Γιατί; Δεν μου χεις εμπιστοσύνη;». «Έτσι πάει η δουλειά. Πρώτα τα λεφτά και μετά πάμε πίσω από την Καβάλας, στο γκαράζ. Δεν είναι κανείς εκεί. Κανείς δεν θα μας ενοχλήσει». Την ξανακοίταξε. Το μαύρο της σουτιέν, τα τακούνια, το κόκκινο σορτσάκι, το μολύβι- μοβ, χρυσό και κόκκινο, όλα μαζί μπερδεμένα- που σχημάτιζε φρύδι, τα ωραία της πόδια. Γι αυτά τα πόδια την ήθελε απόψε. Δεν τα βρισκε εύκολα σε γυναίκα. Ήθελε αυτήν. «Το ονοματάκι σου;». «Μπέττυ». «Έλα, Μπέττυ, πάρε 150, πάμε. Αν με γαμήσεις καλά, θα σου δώσω άλλα 50. Ή και 100. Εξαρτάται από το μέγεθός σου. Και πόσο βαθιά τον βάζεις». Και της χαμογέλασε.
Δεν της ήταν εύκολο να της σηκώνεται με τον καθένα, δεν είχε στύση τόσο γρήγορα, δεν ήταν μηχανή, μερικές φορές είχε προβλήματα- ειδικά όταν ο άλλος ήταν τόσο μεγάλος, τόσο άσχημος, τόσο φορτικός σαν τον γέρο. Βρήκε όμως ένα κόλπο: Προσπαθούσε να μην κοιτάει την ξένη πλάτη, τα σπυριά της, τις τρίχες, το σβέρκο που ανεβοκατέβαινε και έλεγε «πιο μέσα, πιο βαθιά, έτσι κουκλάρα μου». Σκεφτόταν τον Μιχάλη. Τον Μιχάλη της. Είχαν σχέση ένα χρόνο, ήξερε τα πάντα γι αυτήν, δεν είχε πάει ποτέ να τη δει στην Καβάλας, του έκανε όσες περιγραφές ήθελε, του έδινε λεφτά (πόσο να βγάλει αυτός από το «φορτηγό μεταφοράς κρεάτων»;), ζήλευε αλλά του έλεγε πως εκείνον μόνο αγαπούσε, πως μαζί του καύλωνε, της άρεσε γιατί αυτός είχε γυμνασμένο σώμα (όπως ελάχιστοι πελάτες της) ήτανε πάντοτε ενεργητικός (ενώ όλοι- ή μάλλον οι περισσότεροι πια- παθητικοί), ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει μαζί του δέκα φορές μέσα σε ένα βράδυ και να χύνει και τις δέκα. Καμιά φορά την έδερνε. Όταν του έλεγε για κάποιο γκόμενο, από αυτά τα πιτσιρίκια που έρχονταν τα Σαββατοκύριακα με τις μηχανές, αυτά που το ξεκινούσαν σαν αστείο, που στην αρχή περνάνε από μπροστά της με ταχύτητες μεγάλες, που την βρίζουν, μετά κάνουν κύκλο, που ξανάρχονται πιο αργά, ξαναφεύγουν, που ξανάρχονται και στο τέλος ρωτάνε τις τιμές. Λοιπόν, ζήλευε. Όχι γιατί αυτός ήτανε 30 χρόνων, η Μπέττυ 26 και μπορεί να της άρεσε κάποιος που είναι 21- νέος πελάτης, συναισθηματικός, που μπορεί και να δενόταν μαζί της-, αλλά γιατί δεν ήθελε το κορίτσι του, «ο πουσταράκος μου» όπως την έλεγε στις καύλες τους, να πηγαίνει και μ άλλους. Πάντοτε την ρωτούσε «είναι ο δικός τους πούτσος, καλύτερος από τον δικό μου; Πες μου. Είναι; Είναι;». Κι έλεγε «όχι». Πάντοτε έλεγε «όχι». Κι ας ήταν.
Αλλά, απόψε, θα έβαζε το σουτιέν που της φέρνει γούρι. Μετά το γέρο (που δεν έχυσε, που της τράβηξε την περούκα και παραλίγο να της την ξεριζώσει, που την έβριζε μήπως και του σηκωνόταν και μετά της μιλούσε για τα παιδιά του που παντρεύτηκαν- το χε αυτό το χούι η Μπέττυ, πάντοτε έπιανε μετά κουβέντα με πελάτες, έτσι ξεχώριζε, έτσι πίστευε ότι αισθάνονταν καλύτερα οι άλλοι για να την ξαναδιαλέξουν), ήθελε να ξημερώσει καλύτερα η επόμενή της νύχτα. Συναντήθηκαν με τις άλλες στο ξενοδοχείο, άλλαξαν ρούχα, πέταξαν στην καρέκλα τα ξεβαμμένα τζίνς και τα πουκάμισα- αυτά που φορούν στη γειτονιά τους, στην Αχαρνών- αντάλλαξαν eyeliner και conciller, μίλησαν για τα καινούργια extensions με τις κόκκινες τρίχες, τις φυσικές, φόρεσαν τα τακούνια. Τα κόκκινά τους. Στις 10 ήταν στο δρόμο. Στο πρώτο τζιπ που σταμάτησε, πλησίασε, το τζάμι κατέβηκε, της φάνηκε όμορφος, με μούσι, γύρω στα 30, εκείνος κόμπιασε, κατάλαβε. «Πρώτη φορά;». «Πρώτη». Του χαμογέλασε. Μην αρχίσει το ποίημα πάλι, μην τρομάξει με τους αριθμούς, θα το πάει ανάποδα. «Λοιπόν, όμορφε; Τι θες;». «Σε θέλω παρτούζα με τη γυναίκα μου στο σπίτι μας, πρώτα θα μου πάρετε και οι δύο πίπα, μετά θα γαμήσω τη γυναίκα μου, ύστερα εσένα και εσύ μετά θα μας βλέπεις. Όταν τελειώσουμε, θέλω να σου πάρω πίπα και να σου κατουρήσω στο πρόσωπο». Απλά πράγματα. Το είχε ξανακάνει άλλωστε πολλές φορές. Σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα. Όχι το «ναι» το δικό της- αυτό ήταν δεδομένο- την τιμή. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του στο δρόμο, κοιτούσε άλλα αυτοκίνητα, μάλλον φοβόταν απ τους περαστικούς, από γνωστούς- δύσκολο είναι να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του; Εκείνη είδε ξανά το αυτοκίνητό του, τον έκοψε για έναν ακόμη επιχειρηματία, από αυτούς που συνήθως έρχονταν τα βράδια- αυτοί και οι γιατροί ήταν οι πιο συχνοί πελάτες-, τον κοίταξε ξανά και του χαμογέλασε. «150 για δύο ώρες». «300 για όλο το βράδυ». Το ξανασκέφτηκε. Δεν θα ταν ξεπέτα αυτός, δεν θα πήγαιναν στο βενζινάδικο του πίσω δρόμου για ένα απλό τσιμπούκι των 30 ευρώ, ούτε για δάχτυλο στο κωλαράκι των 40 ευρώ. Αυτός ήταν αποφασισμένος. «350 και κλείσαμε», είπε και χαμογέλασε ξανά. «Μπες».
Το ήξερε πως ήταν επικίνδυνο να μπαίνει στο αυτοκίνητο του κάθε μαλάκα, εντάξει, το είχε συνηθίσει 5 χρόνια στη δουλειά, αλλά φοβόταν. Μία φορά μόνο κινδύνευσε. Όταν την πήρε ένας τρελός φορτηγατζής από την Καλαμάτα, την πήγε στην Εθνική, της έβγαλε την περούκα, την είπε «πουστάρα!» και άρχισε να την χτυπάει στο πρόσωπο, να την κλοτσάει στη μέση, να της λέει ότι έτσι φτιαχνόταν και, αφού πλήρωνε, θα έκανε ό,τι γούσταρε. Τότε ήταν πιτσιρίκα. Δεν ήξερε. Βγήκε στο δρόμο και φώναζε, κουνούσε τα χέρια στα αυτοκίνητα, ο άλλος φοβήθηκε και σηκώθηκε να φύγει, σταμάτησε- γκαντεμιά- ένα περιπολικό, την πήγαν μέσα για εξακρίβωση στοιχείων, για παραβατική συμπεριφορά, για παράνομη πορνεία, συνηθισμένα πράγματα που κατέρρεαν την επόμενη μέρα το πρωί αφού έλεγε πως ό,τι έκανε ήταν μόνο για το κέφι της, για να το φχαριστιέται. Δεν ήξερε τότε να τον χειριστεί. Τώρα όμως θα καθότανε. Για λίγο. Απλά, θα ανέβαζε την τιμή. Ήξερε πως όλοι αυτοί, όλοι αυτοί οι «ανώμαλοι», συνήθως έχουν κόμπλα με το μέγεθος, ότι τον έχουν μικρό, πως είναι τα τραύματά τους που ματώνουν σ αυτές. Αυτήν δεν την ένοιαζαν όλα αυτά Απαντούσε βέβαια όποτε τη ρωτούσαν, έλεγε την αλήθεια: «23 εκατοστά», αλλά αυτή δεν επέστρεφε την ερώτηση, δεν ήταν σωστό για τον πελάτη. Όποτε της έλεγε η Άσια να πάνε και να τον κόψουν, γελούσε. «Και τι θα κάνουμε μωρή; Πως θα ζούμε; Αφού μόνο γαμάμε πια. Άμα έρθει ένας μόνο πελάτης το βράδυ και θα θέλει να μας γαμήσει χωρίς καν να μας πάρει πίπα, θα ναι ανέκδοτο. Τι καλιαρντοσύνες λες για να κάνουμε εγχείρηση; Και μετά πως θα τα βγάζουμε πέρα; Από τους νταβατζήδες όταν θα γίνουμε πουτάνες, τότε που δεν θα μπορούσε καν να χύσουμε με το ψεύτικο μουνί; Α πα πα. Άστον εκεί να κρέμεται».
Τον έλεγαν Παναγιώτη τον νεαρό επιχειρηματία, ρώτησε και το δικό της όνομα, είπε «Μπέττυ», την κοίταξε στα πόδια, μετά στο πρόσωπο, και ξαναρώτησε: «το κανονικό σου δεν θα μου το πεις;». Ήταν το μόνο που την θύμωνε. «Άκου να δεις, Μπέττυ με πήρες, Μπέττυ να με λες. Είμαστε μακριά ακόμη;». Ελάχιστες φορές έκανε το λάθος να μιλήσει για την ίδια, συνήθως μόνο όταν της άρεσε ο άλλος και ήθελε να το κάνει συναισθηματικό, πιο ευαίσθητο, όταν είχε ωραίο σώμα, λίγο body builder- με αυτούς και δωρεάν θα το κανε αλλά δεν τους το λεγε, πιο καύλα ήταν να την πληρώνουν κι από πάνω. Και ξεκινούσε τις ιστορίες. Τότε που λεγόταν Κώστας, που η μάνα του ήταν δικηγόρος, που τον έδιωξαν από το σπίτι, που ο θειος του τον έφτυσε και του είπε «δεν έχω ανιψιό εγώ» και πως «αν ζούσε ο πατέρας σου θα τον έβαζες στο τάφο», που στέλνει τώρα κρυφά χρήματα στη μάνα του, αλλά που ποτέ δεν την βλέπει γιατί «τι θα πει το χωριό, άμα σε δει;». Το κινητό της έχει ringtone τον ήχο από το «φιλί της ζωής» της Παπαρίζου. Χτυπάει. Είναι η Αλόμα. Ο Παναγιώτης τη ρωτάει αν θα το απαντήσει, λέει «όχι, πιο μετά θα την πάρω εγώ», «σου αρέσει η Παπαρίζου;» συνεχίζει. «Ναι» απαντάει, «αλλά, μην νομίζεις, πιο μεγάλη star είμαι εγώ. Σκέψου το απλά: Είναι η Παπαρίζου σε ένα club και μπαίνω εγώ. Ποιον θα κοιτάξουν οι άντρες; Εμένα ή την Παπαρίζου; Κατάλαβες γιατί πληρώνομαι;». Όχι, μάλλον δεν κατάλαβε. Αλλά την κοίταξε στα μάτια. Τα φοβόταν αυτά. Είναι μερικοί που την ερωτεύονται, αλλά η ίδια δεν το αφήνει, δεν θέλει ποτέ να τα μπλέκει, αυτή εκεί, στον Μιχάλη της που είναι και δυο μέτρα άντρας, που πάει γυμναστήρια κάθε μέρα, που της κουβαλάει τα κρέατα στο σπίτι στις 5 το απόγευμα όταν έρχεται απ του Ρέντη. Σκεφτόταν τον Αλβανό που είχε έρθει προχθες την ίδια ώρα που ήρθε σήμερα ο Παναγιώτης, που της έκανε παζάρια, που ήθελε μόνο με 20 ευρώ να της πάρει πίπα- αυτοί είναι οι χειρότεροί της πελάτες, αυτοί που παζαρεύουν. Ενώ οι Έλληνες, κύριοι. Ξέρουν τι θέλουν. Και τότε που ήταν στη Συγγρού, και τώρα που ήρθαν στην Καβάλας επειδή γέμισε εκεί η πιάτσα και δεν χωράνε άλλες, είναι πάντοτε ίδιοι. Τσιμπούκι τόσο, πισωκολλητό τόσο, παρτούζα τόσο, χύσιμο στο πρόσωπο τόσο, κατούρημα τόσο. Κάποιον από αυτούς τον είχε δει μια Κυριακή μεσημέρι στο Μπουρνάζι. Εκείνος με την οικογένειά του, τη γυναίκα και τα παιδιά του, να αγοράζουν παγωτό. Δεν είπαν κουβέντα, σαν να μην γνωρίζονταν. Επαγγελματίας. Εκείνος το εκτίμησε. Το βράδυ πήγε εκεί, μπροστά από το βενζινάδικο που στέκεται. «Είσαι μάγκας» της είπε. Μετά ήθελε να τον γαμήσει και να του χύσει στην κοιλιά. Της είχε δώσει και ένα πενηντάρικο παραπάνω. Κύριος κι αυτός.
Η Αλόμα την ξαναπαίρνει. «Απάντησέ το», της λέει εκείνος, «μπορεί να έγινε κάτι, δεν ξέρεις». Το σηκώνει. «Έλα». Της μιλάει. «Που είμαστε;», τον ρωτάει. «Φτάνουμε Πολιτεία». Το επαναλαμβάνει. Ακούει για δύο λεπτά, το κλείνει. «Τι έγινε;» την ρωτάει. «Τίποτα». Σιγά μην έδινε αναφορά στον κάθε μαλάκα. Τι να του λεγε; Ότι πήγαν παρτούζα οι τρεις τους και πήραν μόνο 100 ευρώ, επειδή έλειπε αυτή; Επειδή αυτήν ήθελε ο πελάτης, αλλά δεν την βρήκε στο πόστο της; Που να καταλάβει;
Δημοσίευση στο περιοδικό "Nitro", τον Αύγουστο του 2009 (στις φωτογραφίες πρωταγωνιστεί η γνωστή- κυρίως από την κοινωνική της δράση για τα δικαιώματα των τραβεστί, Αλόμα- σχετική συνένετυξή της στο blog, σε ανάρτηση στο "Down Town").