Τα βιβλία του κυκλοφορούν ήδη σε 16 χώρες, τα θεατρικά του έχουν παρουσιαστεί από δεκάδες θιάσους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τον παραδέχονται ακόμη και οι πιο δύσπιστοι συνάδελφοί του αλλά και κριτικοί παγκόσμιου βεληνεκούς. Είναι ίσως ο πιο διεθνής από τους Έλληνες συγγραφείς- κι ας μην το παραδέχεται σε μία κατ ιδίαν συζήτηση. Κι ας μην θέλει να μου μιλήσει για τις διαλέξεις που δίνει συνεχώς σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η σπουδαιότητα του Παύλου Μάτεσι, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την σεμνότητά του.Μένει μόλις δέκα μήνες σε αυτό το νέο του σπίτι στο Νέο Κόσμο, στον πέμπτο όροφο της νεόδμητης οικοδομής, ακριβώς απέναντι από τη στάση του μετρό, στην οδό Κασομούλη. «Θα το βρείτε εύκολα», μου είχε πει στο τηλέφωνο. Δεν είχε άδικο. Παλιά, όπως μου είπε αργότερα, έμενε στα Εξάρχεια. Αλλά «έπρεπε να μετακομίσει». Του πήρα cookies από τον φούρνο, δίπλα από την πολυκατοικία του, είπα στην κοπέλα «κοιτάξτε να είναι φρέσκα, γιατί είναι δώρο για ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο», εκείνη με κοίταξε περίεργα «καλέ, μένει διάσημος τραγουδιστής στη γειτονιά μας;» και γέλασε. Γέλασε και εκείνος όταν του το είπα, μόλις άνοιξε το κουτί. Στον τοίχο, μπροστά από την κουζίνα, ένας πίνακας με το εξώφυλλο από τη «μητέρα του σκύλου», δίπλα μία φωτογραφία με ένα σκυλί- ίδιο με αυτό του πίνακα- με ημερομηνία «1977». «Όλοι με ρωτάνε αν είναι το ίδιο σκυλί, αλλά δεν είναι». Ξεκινάει να μου μιλάει για την Κύπρο, ότι έχει μείνει στη Λευκωσία για πολύ καιρό, για τις εκδρομές που έκανε, για μία παρουσίαση ενός βιβλίου του στη Λάρνακα, ότι «αγαπάει πολύ το νησί», ότι του αρέσει πολύ η Λεμεσός «έτσι όπως είναι». «Να σου μιλάω στον ενικό, μωρέ;», μου λέει πέντε λεπτά μετά. «Χρειάζεται και ρώτημα, κύριε Μάτεσι;». Ήθελε να καθίσουμε όπου βόλευε εμένα, να πιω ό,τι γούσταρα- ακόμη και αλκοόλ- να ξεκινήσουμε όποτε μου έκανε κέφι. Οικειότητα από την πρώτη στιγμή- παρά το μεγάλο του μέγεθος ως πεζογράφου (κι ας μην του αρέσουν τα βαρύγδουπα). Ήταν ακριβώς όπως στα βιβλία του: Ένας άνθρωπος ανοιχτός, με καλοσύνη, με χιούμορ. Που πίσω από το γέλιο κρύβεται κάτι άλλο, πιο βαθύ, πιο υπόγειο. Ένα παιδί. Και με μάτια υγρά, αλλά πολύ φωτεινά. Προσπάθησε να αποφύγει τις πολύ προσωπικές ερωτήσεις, έκανε κύκλους, το καταλάβαινε, χαμογελούσε, πήγαινε την κουβέντα όπου εκείνος επιθυμούσε, επανερχόμασταν. «Μα αυτά είναι πολύ προσωπικά», μου είπε τρεις φορές. «Αυτή ήταν μία χρονιά γεμάτη από δουλειά» ξεκίνησε να μου λέει στον καναπέ, μπροστά από το γραφείο του και τη βιβλιοθήκη με τα δεκάδες βιβλία. «Δεν το περίμενα ότι θα δούλευα τόσο πολύ. Πήγα πρόσφατα στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, για μία διάλεξη με θέμα τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, είχα να μεταφράσω Τόμας Χάρντι και Άμλετ, έγραφα το καινούργιο μου μυθιστόρημα».
-Έτσι κυλάει η μέρα σας, η καθημερινότητά σας;
-Τώρα που μεγάλωσα, ναι. Έτσι κυλάει και η μέρα και η νύχτα μου. Ειδικά φέτος με ζορίσανε όλα αυτά, τα σκεφτόμουνα στον ύπνο μου. Τους έλεγα «σκάστε, φύγετε από δω», αλλά αυτά επέμεναν.
-Τι ώρα ξυπνάτε το πρωί;
-Το Καλοκαίρι στις 7, τώρα γύρω στις 8.
-Και ξεκινάτε αμέσως το γράψιμο;
-Όχι. Υπάρχουν και πιο σοβαρά πράγματα να κάνω.
-Όπως;
-Να κάνω ένα καφέ, να χαζέψω για λίγο. Μερικές φορές βέβαια πρέπει να εξοριστώ γιατί έρχεται η καθαρίστρια- τότε φεύγω. Η δουλειά που κάνει ο καθένας μας, είτε είσαι οικοδόμος, είτε είσαι εργάτης, είτε είσαι συγγραφέας, είναι και μία αιτιολογία ζωής. Αν σε ρωτήσει κάποιος «εσύ σε τι χρησιμεύεις σ αυτή τη ζωή;», λες «είμαι συγγραφέας». Αυτή η δουλειά λοιπόν, είναι ευχάριστο πράγμα και τα ευχάριστα πράγματα τα αναβάλεις να τα αρχίσεις για να τα ευχαριστηθείς πιο πολύ. Λες «όχι ακόμα, σε λίγο». Υπάρχει ένα παιχνίδι ανάμεσα στο γράψιμο και σε μένα.
-Ακόμη και την ώρα που σας έρχονται ιδέες;
-Δεν μου έρχονται ιδέες. Οι ιδέες είναι για τους επιστήμονες, για τους λόγιους. Εγώ δεν είμαι ούτε λόγιος, ούτε επιστήμονας. Η ιδέα έχει σχέση όχι με έργο τέχνης. Εμένα μου έρχονται εικόνες.
-Τις οποίες καταγράφετε μόλις σας έρχονται στο μυαλό;
-Όχι, δεν τις καταγράφω. Αν επιμένουν, αρχίζω και σημειώνω. Μόνο τότε σημαίνει ότι είναι σημαντικές. Αν δεν επιμένουν, πάει να πει ότι δεν άξιζαν τον κόπο, δεν ασχολούμαι. Αλλά και πάλι, δεν τις γράφω αμέσως, είναι σαν να βρίσκονται κάπου ψηλά, στο ταβάνι, και κάνω πως δεν τις παρακολουθώ. Τι ψέμα! Σιγά σιγά, αυτές οι εικόνες, αποκτούν σχέση η μία με την άλλη. Είτε πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, είτε για ένα θεατρικό έργο, έχουν μία συνέπεια, σχηματίζουν μία αρχή, μέση και τέλος.
-Πόσο κρατάει αυτή διαδικασία;
-Κάπου έξι μήνες. Μετά τους έξι μήνες, αρχίζω και κρατάω σημειώσεις για πέντε έξι μήνες αναλόγως. Αν πρόκειται για θεατρικό έργο, σε 25- 30 μέρες θα το χω τελειώσει. Η διαδικασία είναι το ζόρι. Η προεργασία μπορεί να κρατήσει ακόμη και δύο έτη. Ακόμη και ο ύπνος μου διακόπτεται από εικόνες, αλλά δεν σηκώθηκα ποτέ τη νύχτα και να γράψω. Τους λέω «άμα είστε εντάξει, θα σας θυμάμαι και το πρωί». Είναι μυστήριο πράγμα όταν κοιμάσαι, να ξέρεις ότι κοιμάσαι. Σημαίνει ότι είσαι ξύπνιος.
-Πάντα γράφατε;
-Διάβαζα πολύ, από πιτσιρίκι. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής, φιλόλογος και, λόγω των μεταθέσεών του, έζησα στην επαρχία. Μέχρι τα 17-18 μου χρόνια γύρισα όλη την Ελλάδα και μετά ήρθα στην Αθήνα. Όταν ήμουνα 7 χρόνων διάβαζα τα σχολικά βιβλία του μεγαλύτερού μου αδελφού, στις ιστορίες μάλιστα που διάβαζα ήμουνα με τους Τρωαδίτες, όχι με τους Έλληνες. Όταν έγινα 11 χρόνων διάβασα τη «θεία κωμωδία» του Δάντη και οι γύρω γύρω θείες έλεγαν «το τέρας! Τι έξυπνο που είναι!». Σαχλαμάρες, δεν καταλάβαινα τίποτα. Στα 15 μου ξεκίνησα να διαβάζω Ντοστογιέφσκι, εκεί τα καταλάβαινα όλα. Παραμύθια δεν διάβασα ποτέ μου, ούτε μου διάβαζαν οι γονείς μου όσο ήμουν παιδάκι. Όταν πρωτοδιάβασα τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, το βρήκα όλο αυτό απόλυτα φυσιολογικό.
-Μέχρι τα 30 σας, τότε που γράψατε το πρώτο σας θεατρικό έργο, τι κάνατε;
-Τέλειωσα μουσική στο Ωδείο, τέλειωσα δραματική σχολή, έκανα δύο γλώσσες. Τα ισπανικά τα ξεκίνησα πολύ αργότερα, στα 50 μου. Ήταν αστείο που, όταν πρωτομπήκα στη σχολή, όλοι οι μαθητές, οι μελλοντικοί μου συμμαθητές, κάτι πιτσιρίκια σαν εσένα, μόλις με είδαν νόμισαν ότι είμαι ο καθηγητής, τους λέω «παιδιά ηρεμία, γυαλί πρεσβυωπίας και πάμε όλοι μαζί για μάθημα». Για δέκα χρόνια λοιπόν, στα 20 μου, είχα διοριστεί στην τράπεζα, διότι έπρεπε να επιζήσω. Μία μέρα, κάπου στα 30 μου, το έσκασα. Δεν πήγα στη δουλειά και δεν πήγα ποτέ ξανά εκεί. Σε λίγο, είχα γράψει το πρώτο μου θεατρικό έργο, την «τελετή» που πήρε το κρατικό βραβείο θεάτρου. Από τότε η «τελετή» έχει ξεσαλώσει. Μου έλεγαν πρόσφατα από την εταιρεία ελλήνων συγγραφέων ότι μέχρι σήμερα έχει παιχτεί από 63 θιάσους, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλο τον κόσμο. Αργότερα γνωρίστηκα με τον Κουν, μία σχέση δυσπιστίας εκατέρωθεν.
-Έχετε υπάρξει στη ζωή σας τόσο ταγμένος στη συγγραφή, όπως εκείνος στο θέατρο;
-Όχι. Σημασία για μένα έχει η ζωή και ο αναγνώστης ή ο θεατής. Όταν γράφω ένα πράγμα αισθάνομαι λιγάκι σαν ζαχαροπλάστης που φτιάχνει γλυκό και λέει για τους πελάτες του «μπαγάσηδες, θα φάτε κάτι… αριστούργημα!». Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να πει ο αναγνώστης ή ο θεατής «καλό βιβλίο» όχι «καλός συγγραφέας». Αυτό, αυτό το δεύτερο, καθόλου δεν με αφορά.
-Γιατί δεν σας αφορά;
-Γιατί το βιβλίο και το θεατρικό έργο ανήκει στον αναγνώστη, όχι σ εμένα.
-Ποτέ δεν υπήρξατε ματαιόδοξος;
-Δεν θα έχω υπάρξει; Αλλά τώρα, κάθε φορά που γίνεται κάτι σημαντικό, εγώ δυσπιστώ ακόμη περισσότερο ως προς τον εαυτό μου. Τα τελευταία χρόνια με καλούν σε διάφορα πανεπιστήμια, από Καναδά, Αμερική, σε όλη την Ευρώπη- Ιταλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ισπανία, παντού-, στο Ισραήλ, αλλά εγώ δεν λέω «α, με κάλεσαν σε αυτό πανεπιστήμιο, τι ωραία που θα πάω να μιλήσω». Τρέμω! Τρέμω ολόκληρος όταν πρέπει να πάω να μιλήσω σε νέους ανθρώπους, σε φοιτητές. Αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη. Όταν μιλάω σε ένα πανεπιστήμιο εγώ περνάω τις εξετάσεις, όχι οι φοιτητές που με ακούνε. Εκείνη την ώρα, κρίνομαι από νέους ανθρώπους.
-Είστε μοναχικός ή σας αρέσει να είστε με κόσμο γύρω σας;
-Έχω καλούς φίλους, είμαστε πολύ αγαπημένοι, αλλά προτιμώ να είμαι μόνος μου. Εδώ, στο σπίτι μου. Συνήθως όμως, όταν γράφω, περιμένω κάτι να με διακόψει. Άμα δεν χτυπάει το τηλέφωνο λέω «δεν θα πάρει κανένας κερατάς επιτέλους;».
-Δεν έχετε κουραστεί, όλα αυτά τα χρόνια, να γράφετε βιβλία;
-Δεν έχω κουραστεί, γιατί έχω μεγαλώσει. Είναι η σοβαρότερη απασχόλησή μου τώρα που μεγάλωσα. Στο γράψιμο, μου αρέσει να πλέω σε απαγορευμένα ύδατα, δεν μου αρέσει να γράφω σαν να απεικονίζω τη ζωή. Το γράψιμο δεν είναι φωτογραφία, είναι ζωγραφική, μεταπλάθεις τα πράγματα. Ο Ντα Βίντσι είχε πει κάτι το συγκλονιστικό όταν του είπαν ότι στρεβλώνει τις όψεις: «Ο δημιουργός στην τέχνη», είχε πει «μπορεί να φτιάξει μορφές, τις οποίες η φύση δεν μπορεί να φτιάξει». Ισχύει ως αρχή του σουρεαλισμού. Αυτό νομίζω κάνω και στο καινούργιο μου βιβλίο, το «Graffito», που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έχω επιτύχει μέχρι σήμερα στο χώρο της γραφής. Για να γράψω δηλαδή, δεν περιμένω να μου συμβεί κάτι κοσμογονικό, η ζωή μου είναι ακύμαντη. Η φαντασία μου, μου προσφέρει το υλικό. Κοίτα, για να επανέλθω σε αυτό που λέγαμε προηγουμένως, όταν είσαι νέος θεωρείς ότι η μεγαλύτερη απασχόληση είναι ο έρωτας, το sex, όταν όμως μεγαλώνεις όλα είναι αλλιώς.
-Στα 30 σας χρόνια, δεν υπερίσχυε και σ εσάς ο έρωτας;
-Βεβαίως. Η ηλικία όμως μπορεί να επηρεάσει έναν χορευτή, έναν ποδοσφαιριστή, αλλά ένας συγγραφέας γιατί να κουραστεί να γράφει; Ίσα ίσια που, αν έχει υγεία, του προσθέτει πράγματα. Ο Σοφοκλής έγραψε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» στα 92 του χρόνια. Υπάρχει η πείρα και αποκτάς κάτι σαν χιούμορ. Δεν μου στερεί τίποτα το γράψιμο. Μόνος μου έχω απαρνηθεί πολλά, δεν με ενδιαφέρουν πια αρκετά πράγματα.
-Υπάρχουν κάποια από αυτά για τα οποία μετανιώνετε;
-Για πολλά. Όταν ήμουν παιδί ήθελα πάρα πολύ να γίνω αρχαιολόγος, αλλά δεν είχαμε χρήματα για να σπουδάσω. Κάπου τώρα, αισθάνομαι υπεύθυνος που δεν έγινα. Το απωθημένο μου βέβαια με έβαζε να διαβάζω πολλά γύρω από την αρχαιολογία και τις ανακαλύψεις, έχω κάνει εκδρομές σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους. Ήθελα να σκάβω, όχι να γίνω ένας αρχαιολόγος του γραφείου.
-Για σχέσεις με ανθρώπους που έχουν περάσει από τη ζωή σας, έχετε μετανιώσει;
-Πολλοί άνθρωποι περνάνε, φεύγουν, τους προδίδεις, σε προδίδουν, φιλίες διαλύονται. Ξέρεις τι γίνεται; Πολλές φορές, τους ξεπερνάς.
-Είναι δύσκολο;
-Δεν είναι δύσκολο, είναι λυπηρό.
-Δεν είναι επώδυνο; Ειδικά για σας που είστε ένας ευαίσθητος άνθρωπος.
-Δεν είμαι ευαίσθητος, καθίκι είμαι. Άμα έχεις πολύ ανεπτυγμένα ορισμένα πράγματα, όπως την αίσθηση του γελοίου, την αίσθηση του χιούμορ, λειτουργείς αλλιώς. Εγώ πιστεύω ότι το χιούμορ, το οποίο πολλές φορές το έχω και μέσα στα βιβλία μου, είναι μία μάσκα της απελπισίας. Όταν λες τραγικά πράγματα με τρόπο κωμικό, τότε το τραγικό πράγμα γίνεται τραγικότερο. Αυτό είχα κάνει και στη «μητέρα του σκύλου».
-Έχετε υπάρξει απελπισμένος στη ζωή σας;
-Κάθε τόσο, ναι. Όπως όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχει ένα μότο του Θέογνι που λέει «το καλύτερο για τους ανθρώπους, να μην έχουν γεννηθεί και να μην έχουν δει τον ήλιο». Το ίδιο λέει και ο Άμλετ: «To be or not to be». Να έχεις ύπαρξη ή ανυπαρξία; Αυτό είναι το ερώτημα.
-Βγαίνετε καθόλου με τους φίλους σας;
-Δεν πηγαίνω σε ταβέρνες, δεν πηγαίνω σε πολυτελή εστιατόρια, τώρα τελευταία δεν πηγαίνω ούτε στο θέατρο, γιατί όταν πηγαίνω μετανοώ πικρά. Το θέατρό μας, τον τελευταίο καιρό, πάσχει από μία πνευματική ακινησία. Έχουν εμφανιστεί κανα δυο πολύ καλοί συγγραφείς, αλλά η έκρηξη του θεάτρου έχει υποχωρήσει. Είναι φαιδρό το ότι στην Αθήνα έχουμε 200 θέατρα, ενώ στην Αγγλία υπάρχουν μόνο 30. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ένας εδώ που δεν έχει ιδέα από θέατρο, κάνει θέατρο. Γράφει, σκηνοθετεί και παίζει, πολλές φορές, ο ίδιος άνθρωπος. Επιπλέον, πολλοί καταφεύγουν στον μονόλογο, αλλά ο μονόλογος είναι μία παγίδα, γιατί ο μονόλογος είναι αφήγηση και το θέατρο δεν είναι αφήγηση, είναι πράξη. Υπάρχει άγνοια βασικών κανόνων του θεάτρου. Υπάρχει βέβαια και μία κατηγορία νέων που είναι εντελώς ψώνια. Αυτό συμβαίνει και στη λογοτεχνία. Θα έχεις δει φυσικά ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία εισβολή ανθρώπων στο συγγράφειν, πολλές γυναίκες γράφουν ακατάπαυστα, είναι αυτή η λεγόμενη «ροζ λογοτεχνία» που δεν την υπολογίζει κανείς. Είναι οι γυναίκες που περιμένουν πότε θα τους πεθάνει το παιδί τους, για να γράψουν ένα λυπητερό ποίημα. Κάπως έτσι.
-Νιώσατε ποτέ πολύ σημαντικός, κάνοντας όλα αυτά στη ζωή σας; Έχοντας όλες αυτές τις διεθνείς βραβεύσεις και την αναγνώριση;
-Η σημαντικότητα είναι ένα είδος μοίρας: Ή το χεις ή δεν το χεις. Δεν εννοώ τη «φίρμα». Έχω δει ηθοποιούς και κατάλαβα ότι είναι πρωταγωνιστές, επειδή σε κρατάνε μιάμιση ώρα και δεν βαριέσαι. Υπάρχει ένα είδος ψυχισμού στους σημαντικούς ανθρώπους που ενισχύεται από το μυαλό. Όλοι αναγνωρίζουμε τους πραγματικά σημαντικούς ανθρώπους. Μπορεί να είναι κάποιος κτίστης, αλλά να είναι ένας σημαντικός άνθρωπος. Το να είσαι σημαντικός στο γράψιμο εκφράζεται με μία οργασμική εξόρμηση της ψυχής, η οποία με σύμμαχο τη φαντασία δημιουργεί. Υπάρχουν επιστήμονες που λένε ότι η ψυχή είναι νευρώνες στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Οι παπάδες έγιναν έξαλλοι βέβαια.
-Πηγαίνετε στην εκκλησία; Πιστεύετε στο Θεό;
-Εγώ είμαι άθεος. Πάντα ήμουνα, απλά δεν το χα καταλάβει όσο ήμουνα πιτσιρικάς. Όταν ήμουνα μικρός πήγαινα με το ζόρι στην εκκλησία, κάθε Κυριακή για εκκλησιασμό. Το τι βρισίδι έπεφτε, δεν περιγράφεται. Αν δεν με αφορίσουν για το καινούργιο μου βιβλίο, θα πάμε καλά. Απ την άλλη, αν με αφορίσουν, θα είναι διαφήμιση.
-Τηλεόραση παρακολουθείτε;
-Όχι. Βλέπω μόνο ειδήσεις και ξένους σταθμούς. Όσα προγράμματα προβάλλονται στην τηλεόραση- πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- απευθύνονται σε άτομα με εντελώς χαμηλή νοημοσύνη. Θα πρέπει να περιοριστούν κάποιες εκπομπές, θα πρέπει να κοπούν κάποια προγράμματα. Η τηλεόραση το πρωί, δεν χρειάζεται. Όσα προβάλλονται είναι τόσο βλακώδη που τα χάνεις, ντρέπεσαι. Καμιά φορά συναντώ ηθοποιούς που παίζουν στην τηλεόραση και αισθάνομαι μια περίεργη αμηχανία, λέω «θα με δει κανείς μαζί τους και θα εκτεθώ». Συνέντευξη στην τηλεόραση δίνω κάθε 3 με 4 χρόνια, νιώθω σαν ξεβράκωτος όταν βγαίνω σε εκπομπές, κάτι σαν προδότης. Συνήθως όμως αυτό γίνεται με παράκληση του εκδότη μου.
-Τι σας κάνει να χαίρεστε;
-Όταν βλέπω πράγματα που μου αρέσουν. Στην τέχνη μου αρέσει πολύ ο Παρθενώνας, είναι το τελειότερο που μπόρεσε ποτέ να φτιάξει ο άνθρωπος και ίσως δεν χρειάζεται να φτιάξει και κάτι τελειότερο, δεν γίνεται. Μερικές φορές διαβάζω Ηράκλειτο και σκέφτομαι ότι λέει πράγματα που θα μπορούσα να τα είχα πει εγώ. Αυτό μου δίνει μεγάλη τέρψη.
-Είστε ευχαριστημένος από η ζωή σας;
-Δεν υπάρχει και τίποτ άλλο πέραν απ τη ζωή. Δεν μπορώ να επιλέξω. Ένα είναι: Η ζωή.
-Έτσι κυλάει η μέρα σας, η καθημερινότητά σας;
-Τώρα που μεγάλωσα, ναι. Έτσι κυλάει και η μέρα και η νύχτα μου. Ειδικά φέτος με ζορίσανε όλα αυτά, τα σκεφτόμουνα στον ύπνο μου. Τους έλεγα «σκάστε, φύγετε από δω», αλλά αυτά επέμεναν.
-Τι ώρα ξυπνάτε το πρωί;
-Το Καλοκαίρι στις 7, τώρα γύρω στις 8.
-Και ξεκινάτε αμέσως το γράψιμο;
-Όχι. Υπάρχουν και πιο σοβαρά πράγματα να κάνω.
-Όπως;
-Να κάνω ένα καφέ, να χαζέψω για λίγο. Μερικές φορές βέβαια πρέπει να εξοριστώ γιατί έρχεται η καθαρίστρια- τότε φεύγω. Η δουλειά που κάνει ο καθένας μας, είτε είσαι οικοδόμος, είτε είσαι εργάτης, είτε είσαι συγγραφέας, είναι και μία αιτιολογία ζωής. Αν σε ρωτήσει κάποιος «εσύ σε τι χρησιμεύεις σ αυτή τη ζωή;», λες «είμαι συγγραφέας». Αυτή η δουλειά λοιπόν, είναι ευχάριστο πράγμα και τα ευχάριστα πράγματα τα αναβάλεις να τα αρχίσεις για να τα ευχαριστηθείς πιο πολύ. Λες «όχι ακόμα, σε λίγο». Υπάρχει ένα παιχνίδι ανάμεσα στο γράψιμο και σε μένα.
-Ακόμη και την ώρα που σας έρχονται ιδέες;
-Δεν μου έρχονται ιδέες. Οι ιδέες είναι για τους επιστήμονες, για τους λόγιους. Εγώ δεν είμαι ούτε λόγιος, ούτε επιστήμονας. Η ιδέα έχει σχέση όχι με έργο τέχνης. Εμένα μου έρχονται εικόνες.
-Τις οποίες καταγράφετε μόλις σας έρχονται στο μυαλό;
-Όχι, δεν τις καταγράφω. Αν επιμένουν, αρχίζω και σημειώνω. Μόνο τότε σημαίνει ότι είναι σημαντικές. Αν δεν επιμένουν, πάει να πει ότι δεν άξιζαν τον κόπο, δεν ασχολούμαι. Αλλά και πάλι, δεν τις γράφω αμέσως, είναι σαν να βρίσκονται κάπου ψηλά, στο ταβάνι, και κάνω πως δεν τις παρακολουθώ. Τι ψέμα! Σιγά σιγά, αυτές οι εικόνες, αποκτούν σχέση η μία με την άλλη. Είτε πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, είτε για ένα θεατρικό έργο, έχουν μία συνέπεια, σχηματίζουν μία αρχή, μέση και τέλος.
-Πόσο κρατάει αυτή διαδικασία;
-Κάπου έξι μήνες. Μετά τους έξι μήνες, αρχίζω και κρατάω σημειώσεις για πέντε έξι μήνες αναλόγως. Αν πρόκειται για θεατρικό έργο, σε 25- 30 μέρες θα το χω τελειώσει. Η διαδικασία είναι το ζόρι. Η προεργασία μπορεί να κρατήσει ακόμη και δύο έτη. Ακόμη και ο ύπνος μου διακόπτεται από εικόνες, αλλά δεν σηκώθηκα ποτέ τη νύχτα και να γράψω. Τους λέω «άμα είστε εντάξει, θα σας θυμάμαι και το πρωί». Είναι μυστήριο πράγμα όταν κοιμάσαι, να ξέρεις ότι κοιμάσαι. Σημαίνει ότι είσαι ξύπνιος.
-Πάντα γράφατε;
-Διάβαζα πολύ, από πιτσιρίκι. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής, φιλόλογος και, λόγω των μεταθέσεών του, έζησα στην επαρχία. Μέχρι τα 17-18 μου χρόνια γύρισα όλη την Ελλάδα και μετά ήρθα στην Αθήνα. Όταν ήμουνα 7 χρόνων διάβαζα τα σχολικά βιβλία του μεγαλύτερού μου αδελφού, στις ιστορίες μάλιστα που διάβαζα ήμουνα με τους Τρωαδίτες, όχι με τους Έλληνες. Όταν έγινα 11 χρόνων διάβασα τη «θεία κωμωδία» του Δάντη και οι γύρω γύρω θείες έλεγαν «το τέρας! Τι έξυπνο που είναι!». Σαχλαμάρες, δεν καταλάβαινα τίποτα. Στα 15 μου ξεκίνησα να διαβάζω Ντοστογιέφσκι, εκεί τα καταλάβαινα όλα. Παραμύθια δεν διάβασα ποτέ μου, ούτε μου διάβαζαν οι γονείς μου όσο ήμουν παιδάκι. Όταν πρωτοδιάβασα τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, το βρήκα όλο αυτό απόλυτα φυσιολογικό.
-Μέχρι τα 30 σας, τότε που γράψατε το πρώτο σας θεατρικό έργο, τι κάνατε;
-Τέλειωσα μουσική στο Ωδείο, τέλειωσα δραματική σχολή, έκανα δύο γλώσσες. Τα ισπανικά τα ξεκίνησα πολύ αργότερα, στα 50 μου. Ήταν αστείο που, όταν πρωτομπήκα στη σχολή, όλοι οι μαθητές, οι μελλοντικοί μου συμμαθητές, κάτι πιτσιρίκια σαν εσένα, μόλις με είδαν νόμισαν ότι είμαι ο καθηγητής, τους λέω «παιδιά ηρεμία, γυαλί πρεσβυωπίας και πάμε όλοι μαζί για μάθημα». Για δέκα χρόνια λοιπόν, στα 20 μου, είχα διοριστεί στην τράπεζα, διότι έπρεπε να επιζήσω. Μία μέρα, κάπου στα 30 μου, το έσκασα. Δεν πήγα στη δουλειά και δεν πήγα ποτέ ξανά εκεί. Σε λίγο, είχα γράψει το πρώτο μου θεατρικό έργο, την «τελετή» που πήρε το κρατικό βραβείο θεάτρου. Από τότε η «τελετή» έχει ξεσαλώσει. Μου έλεγαν πρόσφατα από την εταιρεία ελλήνων συγγραφέων ότι μέχρι σήμερα έχει παιχτεί από 63 θιάσους, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλο τον κόσμο. Αργότερα γνωρίστηκα με τον Κουν, μία σχέση δυσπιστίας εκατέρωθεν.
-Έχετε υπάρξει στη ζωή σας τόσο ταγμένος στη συγγραφή, όπως εκείνος στο θέατρο;
-Όχι. Σημασία για μένα έχει η ζωή και ο αναγνώστης ή ο θεατής. Όταν γράφω ένα πράγμα αισθάνομαι λιγάκι σαν ζαχαροπλάστης που φτιάχνει γλυκό και λέει για τους πελάτες του «μπαγάσηδες, θα φάτε κάτι… αριστούργημα!». Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να πει ο αναγνώστης ή ο θεατής «καλό βιβλίο» όχι «καλός συγγραφέας». Αυτό, αυτό το δεύτερο, καθόλου δεν με αφορά.
-Γιατί δεν σας αφορά;
-Γιατί το βιβλίο και το θεατρικό έργο ανήκει στον αναγνώστη, όχι σ εμένα.
-Ποτέ δεν υπήρξατε ματαιόδοξος;
-Δεν θα έχω υπάρξει; Αλλά τώρα, κάθε φορά που γίνεται κάτι σημαντικό, εγώ δυσπιστώ ακόμη περισσότερο ως προς τον εαυτό μου. Τα τελευταία χρόνια με καλούν σε διάφορα πανεπιστήμια, από Καναδά, Αμερική, σε όλη την Ευρώπη- Ιταλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ισπανία, παντού-, στο Ισραήλ, αλλά εγώ δεν λέω «α, με κάλεσαν σε αυτό πανεπιστήμιο, τι ωραία που θα πάω να μιλήσω». Τρέμω! Τρέμω ολόκληρος όταν πρέπει να πάω να μιλήσω σε νέους ανθρώπους, σε φοιτητές. Αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη. Όταν μιλάω σε ένα πανεπιστήμιο εγώ περνάω τις εξετάσεις, όχι οι φοιτητές που με ακούνε. Εκείνη την ώρα, κρίνομαι από νέους ανθρώπους.
-Είστε μοναχικός ή σας αρέσει να είστε με κόσμο γύρω σας;
-Έχω καλούς φίλους, είμαστε πολύ αγαπημένοι, αλλά προτιμώ να είμαι μόνος μου. Εδώ, στο σπίτι μου. Συνήθως όμως, όταν γράφω, περιμένω κάτι να με διακόψει. Άμα δεν χτυπάει το τηλέφωνο λέω «δεν θα πάρει κανένας κερατάς επιτέλους;».
-Δεν έχετε κουραστεί, όλα αυτά τα χρόνια, να γράφετε βιβλία;
-Δεν έχω κουραστεί, γιατί έχω μεγαλώσει. Είναι η σοβαρότερη απασχόλησή μου τώρα που μεγάλωσα. Στο γράψιμο, μου αρέσει να πλέω σε απαγορευμένα ύδατα, δεν μου αρέσει να γράφω σαν να απεικονίζω τη ζωή. Το γράψιμο δεν είναι φωτογραφία, είναι ζωγραφική, μεταπλάθεις τα πράγματα. Ο Ντα Βίντσι είχε πει κάτι το συγκλονιστικό όταν του είπαν ότι στρεβλώνει τις όψεις: «Ο δημιουργός στην τέχνη», είχε πει «μπορεί να φτιάξει μορφές, τις οποίες η φύση δεν μπορεί να φτιάξει». Ισχύει ως αρχή του σουρεαλισμού. Αυτό νομίζω κάνω και στο καινούργιο μου βιβλίο, το «Graffito», που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έχω επιτύχει μέχρι σήμερα στο χώρο της γραφής. Για να γράψω δηλαδή, δεν περιμένω να μου συμβεί κάτι κοσμογονικό, η ζωή μου είναι ακύμαντη. Η φαντασία μου, μου προσφέρει το υλικό. Κοίτα, για να επανέλθω σε αυτό που λέγαμε προηγουμένως, όταν είσαι νέος θεωρείς ότι η μεγαλύτερη απασχόληση είναι ο έρωτας, το sex, όταν όμως μεγαλώνεις όλα είναι αλλιώς.
-Στα 30 σας χρόνια, δεν υπερίσχυε και σ εσάς ο έρωτας;
-Βεβαίως. Η ηλικία όμως μπορεί να επηρεάσει έναν χορευτή, έναν ποδοσφαιριστή, αλλά ένας συγγραφέας γιατί να κουραστεί να γράφει; Ίσα ίσια που, αν έχει υγεία, του προσθέτει πράγματα. Ο Σοφοκλής έγραψε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» στα 92 του χρόνια. Υπάρχει η πείρα και αποκτάς κάτι σαν χιούμορ. Δεν μου στερεί τίποτα το γράψιμο. Μόνος μου έχω απαρνηθεί πολλά, δεν με ενδιαφέρουν πια αρκετά πράγματα.
-Υπάρχουν κάποια από αυτά για τα οποία μετανιώνετε;
-Για πολλά. Όταν ήμουν παιδί ήθελα πάρα πολύ να γίνω αρχαιολόγος, αλλά δεν είχαμε χρήματα για να σπουδάσω. Κάπου τώρα, αισθάνομαι υπεύθυνος που δεν έγινα. Το απωθημένο μου βέβαια με έβαζε να διαβάζω πολλά γύρω από την αρχαιολογία και τις ανακαλύψεις, έχω κάνει εκδρομές σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους. Ήθελα να σκάβω, όχι να γίνω ένας αρχαιολόγος του γραφείου.
-Για σχέσεις με ανθρώπους που έχουν περάσει από τη ζωή σας, έχετε μετανιώσει;
-Πολλοί άνθρωποι περνάνε, φεύγουν, τους προδίδεις, σε προδίδουν, φιλίες διαλύονται. Ξέρεις τι γίνεται; Πολλές φορές, τους ξεπερνάς.
-Είναι δύσκολο;
-Δεν είναι δύσκολο, είναι λυπηρό.
-Δεν είναι επώδυνο; Ειδικά για σας που είστε ένας ευαίσθητος άνθρωπος.
-Δεν είμαι ευαίσθητος, καθίκι είμαι. Άμα έχεις πολύ ανεπτυγμένα ορισμένα πράγματα, όπως την αίσθηση του γελοίου, την αίσθηση του χιούμορ, λειτουργείς αλλιώς. Εγώ πιστεύω ότι το χιούμορ, το οποίο πολλές φορές το έχω και μέσα στα βιβλία μου, είναι μία μάσκα της απελπισίας. Όταν λες τραγικά πράγματα με τρόπο κωμικό, τότε το τραγικό πράγμα γίνεται τραγικότερο. Αυτό είχα κάνει και στη «μητέρα του σκύλου».
-Έχετε υπάρξει απελπισμένος στη ζωή σας;
-Κάθε τόσο, ναι. Όπως όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχει ένα μότο του Θέογνι που λέει «το καλύτερο για τους ανθρώπους, να μην έχουν γεννηθεί και να μην έχουν δει τον ήλιο». Το ίδιο λέει και ο Άμλετ: «To be or not to be». Να έχεις ύπαρξη ή ανυπαρξία; Αυτό είναι το ερώτημα.
-Βγαίνετε καθόλου με τους φίλους σας;
-Δεν πηγαίνω σε ταβέρνες, δεν πηγαίνω σε πολυτελή εστιατόρια, τώρα τελευταία δεν πηγαίνω ούτε στο θέατρο, γιατί όταν πηγαίνω μετανοώ πικρά. Το θέατρό μας, τον τελευταίο καιρό, πάσχει από μία πνευματική ακινησία. Έχουν εμφανιστεί κανα δυο πολύ καλοί συγγραφείς, αλλά η έκρηξη του θεάτρου έχει υποχωρήσει. Είναι φαιδρό το ότι στην Αθήνα έχουμε 200 θέατρα, ενώ στην Αγγλία υπάρχουν μόνο 30. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ένας εδώ που δεν έχει ιδέα από θέατρο, κάνει θέατρο. Γράφει, σκηνοθετεί και παίζει, πολλές φορές, ο ίδιος άνθρωπος. Επιπλέον, πολλοί καταφεύγουν στον μονόλογο, αλλά ο μονόλογος είναι μία παγίδα, γιατί ο μονόλογος είναι αφήγηση και το θέατρο δεν είναι αφήγηση, είναι πράξη. Υπάρχει άγνοια βασικών κανόνων του θεάτρου. Υπάρχει βέβαια και μία κατηγορία νέων που είναι εντελώς ψώνια. Αυτό συμβαίνει και στη λογοτεχνία. Θα έχεις δει φυσικά ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία εισβολή ανθρώπων στο συγγράφειν, πολλές γυναίκες γράφουν ακατάπαυστα, είναι αυτή η λεγόμενη «ροζ λογοτεχνία» που δεν την υπολογίζει κανείς. Είναι οι γυναίκες που περιμένουν πότε θα τους πεθάνει το παιδί τους, για να γράψουν ένα λυπητερό ποίημα. Κάπως έτσι.
-Νιώσατε ποτέ πολύ σημαντικός, κάνοντας όλα αυτά στη ζωή σας; Έχοντας όλες αυτές τις διεθνείς βραβεύσεις και την αναγνώριση;
-Η σημαντικότητα είναι ένα είδος μοίρας: Ή το χεις ή δεν το χεις. Δεν εννοώ τη «φίρμα». Έχω δει ηθοποιούς και κατάλαβα ότι είναι πρωταγωνιστές, επειδή σε κρατάνε μιάμιση ώρα και δεν βαριέσαι. Υπάρχει ένα είδος ψυχισμού στους σημαντικούς ανθρώπους που ενισχύεται από το μυαλό. Όλοι αναγνωρίζουμε τους πραγματικά σημαντικούς ανθρώπους. Μπορεί να είναι κάποιος κτίστης, αλλά να είναι ένας σημαντικός άνθρωπος. Το να είσαι σημαντικός στο γράψιμο εκφράζεται με μία οργασμική εξόρμηση της ψυχής, η οποία με σύμμαχο τη φαντασία δημιουργεί. Υπάρχουν επιστήμονες που λένε ότι η ψυχή είναι νευρώνες στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Οι παπάδες έγιναν έξαλλοι βέβαια.
-Πηγαίνετε στην εκκλησία; Πιστεύετε στο Θεό;
-Εγώ είμαι άθεος. Πάντα ήμουνα, απλά δεν το χα καταλάβει όσο ήμουνα πιτσιρικάς. Όταν ήμουνα μικρός πήγαινα με το ζόρι στην εκκλησία, κάθε Κυριακή για εκκλησιασμό. Το τι βρισίδι έπεφτε, δεν περιγράφεται. Αν δεν με αφορίσουν για το καινούργιο μου βιβλίο, θα πάμε καλά. Απ την άλλη, αν με αφορίσουν, θα είναι διαφήμιση.
-Τηλεόραση παρακολουθείτε;
-Όχι. Βλέπω μόνο ειδήσεις και ξένους σταθμούς. Όσα προγράμματα προβάλλονται στην τηλεόραση- πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- απευθύνονται σε άτομα με εντελώς χαμηλή νοημοσύνη. Θα πρέπει να περιοριστούν κάποιες εκπομπές, θα πρέπει να κοπούν κάποια προγράμματα. Η τηλεόραση το πρωί, δεν χρειάζεται. Όσα προβάλλονται είναι τόσο βλακώδη που τα χάνεις, ντρέπεσαι. Καμιά φορά συναντώ ηθοποιούς που παίζουν στην τηλεόραση και αισθάνομαι μια περίεργη αμηχανία, λέω «θα με δει κανείς μαζί τους και θα εκτεθώ». Συνέντευξη στην τηλεόραση δίνω κάθε 3 με 4 χρόνια, νιώθω σαν ξεβράκωτος όταν βγαίνω σε εκπομπές, κάτι σαν προδότης. Συνήθως όμως αυτό γίνεται με παράκληση του εκδότη μου.
-Τι σας κάνει να χαίρεστε;
-Όταν βλέπω πράγματα που μου αρέσουν. Στην τέχνη μου αρέσει πολύ ο Παρθενώνας, είναι το τελειότερο που μπόρεσε ποτέ να φτιάξει ο άνθρωπος και ίσως δεν χρειάζεται να φτιάξει και κάτι τελειότερο, δεν γίνεται. Μερικές φορές διαβάζω Ηράκλειτο και σκέφτομαι ότι λέει πράγματα που θα μπορούσα να τα είχα πει εγώ. Αυτό μου δίνει μεγάλη τέρψη.
-Είστε ευχαριστημένος από η ζωή σας;
-Δεν υπάρχει και τίποτ άλλο πέραν απ τη ζωή. Δεν μπορώ να επιλέξω. Ένα είναι: Η ζωή.
Δημοσίευση στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος", ένθετο "Υστερόγραφο", τον Νοέμβριο του 2009 και στο περιοδικό "Down Town", τον Δεκέμβριο του 2009.