Επτά μήνες μετά το θάνατο της Άννας Καλουτά, ο γιος της, ο άνθρωπος που βρισκόταν δίπλα της μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της, μιλάει πρώτη φορά για τη μητέρα του.
Στο γραφείο του, στο Κολωνάκι, στην οδό Πινδάρου, βρίσκονται παντού κορνιζαρισμένες φωτογραφίες της «δεύτερης του μητέρας», της «μεγάλης κυρίας του θεάτρου», της Άννας Καλουτά. Εκείνος δεν θέλει να φωτογραφηθεί, «πρωταγωνίστρια είναι εκείνη» λέει, «κι αν δεν επιμένατε τόσο πολύ, όλους αυτούς τους μήνες, δεν θα μιλούσα ποτέ μου». Συγκινημένος, βγάζει μία μικρή φωτογραφία της από το συρτάρι του, «για να τη δει και αυτή όλος ο κόσμος, μαζί με τις υπόλοιπες», λέει. «Αυτή τη φωτογραφία την είχε πάντα μέσα στο πορτοφόλι της. Όταν συναντιόμασταν μου έλεγε “εγώ παιδί μου, σε έχω πάντα μαζί μου”. Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Όταν πέθανε και άνοιξα το πορτοφόλι της, κατάλαβα…».
-Τι είναι για σας η Άννα Καλουτά;
-Η Άννα είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο της ζωής μου, είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορώ να ξεχάσω, είναι η δεύτερη μου μάνα. Μου λείπει. Τους τελευταίους επτά μήνες, όταν είχε πέσει άρρωστη στο κρεβάτι, την επισκεπτόμουνα καθημερινά στο σπίτι της, στην Κυψέλη, κάθε πρωί, την έβλεπα, ύστερα πήγαινα στη δουλειά μου, κάθε μεσημέρι ήθελε απαραιτήτως για μία ώρα να καθίσουμε μαζί και να μιλήσουμε και, κάθε βράδυ παίζαμε μαζί χαρτιά ή βλέπαμε τηλεόραση, μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Κατά τη διάρκεια της μέρας, μιλούσαμε συνέχεια και στο τηλέφωνο.
-Ήσασταν συνεχώς τόσο κοντά;
-Ποτέ δεν χάναμε επαφή. Προτού αρρωστήσει, βγαίναμε συχνά από το σπίτι, πηγαίναμε βόλτες σε φίλες της, κάναμε περιπάτους στη Φωκίωνος Νέγρη, ο κόσμος την αποθέωνε, την αναγνώριζε-αν και δεν είχε κάνει πολύ κινηματογράφο στην καριέρα της αφού, όπως έλεγε και η ίδια «δεν ήμουνα ποτέ κινηματογραφική»-, μιλούσε σε όλους, χαιρότανε, αισθανότανε υπέροχα με τους ανθρώπους.
-Θυμάστε κάποιο περιστατικό;
-Θυμάμαι, πριν από τρία χρόνια, όταν κάναμε τη βόλτα μας στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη, είχε έρθει προς τα πάνω μας μία μηχανή μεγάλου κυβισμού, με ένα νερό ζευγάρι. Όταν συνειδητοποίησαν ότι η κυρία που περπατούσε δίπλα μου αγκαζέ ήταν η Καλουτά, ο νεαρός φρέναρε απότομα- η Καλουτά μου είχε πει χαριτωμένα εκείνη την ώρα «με κοψοχόλιασε ο τσόγλανος!»-, και κατέβηκε ο νεαρός βγάζοντας το κράνος από το κεφάλι του, λέγοντάς της «επιτρέψατέ μου να σας φιλήσω το χέρι. Για μένα είστε όλη η Ελλάδα!». Αυτά γίνονταν πολύ συχνά.
-Είχε νιώσει ποτέ της μοναξιά;
-Ποτέ. Σηκωνόταν το πρωί, κατά τις 10, έκανε το μπάνιο της, έπαιρνε το πρωινό της, κατά τις 12 πήγαινε στη Φωκίωνος, καθόταν εκεί με τις φίλες της, έπιναν το καφεδάκι τους, πήγαινε μετά στο σπίτι της, έτρωγε, ξάπλωνε, σηκωνόταν και παρακολουθούσε πολλές ταινίες. Το βράδυ πηγαίναμε παρέα σε κάποια ταβέρνα ή βόλτα στην Αθήνα. Πριν από τις 2 το βράδυ, δεν κοιμόταν ποτέ.
-Πως είχατε γνωριστεί;
-Με την Άννα γνωριστήκαμε το 1974, όταν εργαζόμουνα ως ηθοποιός σε μία παράσταση των Σταυρίδη- Ηλιόπουλου στη Θεσσαλονίκη- προτού ασχοληθώ με το εμπόριο-, εκείνη είχε έρθει για να τη δει, στο τέλος ήρθε για να με συγχαρεί στο καμαρίνι και, το βράδυ, είχαμε συναντηθεί τυχαία στο ρεστοράν Αυλαία, κοντά στο Λευκό Πύργο. Κρατήσαμε επικοινωνία, παίξαμε μαζί μετά και σε κάποιες παραστάσεις, κάναμε τουρνέ κι έτσι είχαμε δέσει σαν μάνα με γιος, είχε κερδίσει ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου.
-Ποια ήταν η πρώτη φορά που σας αποκάλεσε γιο της;
-Η πρώτη φορά που με είπε «παιδί μου», ήταν σε μία αφιέρωση που μου έκανε πίσω από μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, κάπου στο 1980, όταν έγραψε «στον Πανίκο, το παιδί μου». Δεν με υιοθέτησε, δεν χρειαζόταν- εγώ είχα ήδη τη φυσική μου μητέρα, η οποία έμενε στον Πύργο-, αλλά πάντα έλεγε «ο Θεός μου έδωσε τα πάντα απλόχερα στη ζωή: Μακροζωία, υγεία, αγάπη του κόσμου, ταλέντο, ομορφιά, λεφτά-τα οποία έχασα στο θέατρο-, ακόμη και παιδί μου έδωσε».
-Δεν σας πρότεινε ποτέ να σας υιοθετήσει;
-Κάποια στιγμή μου είχε προτείνει να με υιοθετήσει, αλλά της απάντησα «δεν χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος να υιοθετηθώ και να αλλάξω όνομα», δεν ήταν κάτι που μας απασχολούσε. Να με υιοθετήσει για ποιο πράγμα; Η κληρονομιά δεν λέει τίποτα. Όπως μου έλεγε και η ίδια «Πανίκο μου, αυτό είχα, αυτό σου άφησα. Αν είχα παραπάνω…». «Δεν θέλω τίποτα», της απαντούσα.
Σε φίλες της έλεγε «ευτυχώς που έχω τον Πανίκο, για τα γεράματά μου». Πολλές φορές, αισθανόμουνα άβολα με όλα αυτά που έλεγε για μένα, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια της.
-Διαφωνούσατε ποτέ;
-Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει σε παράσταση αν δεν ήμουνα πριν από κάτω, στην τζενεράλε, για να τη δω, να της κάνω την κριτική μου. Αυτό όμως γινόταν πότε με τσακωμό, πότε με διαφωνία, πότε με καλό λόγο, αλλά πάντα ήμουνα το «μάτι» που ήθελε να είναι εκεί και εμπιστευόταν. Γιατί ήξερε ότι εγώ θα της έλεγα την αλήθεια. Άπειρες φορές είχαμε κοντραριστεί για πράγματα που θεωρούσα εγώ λάθη της, άλλες τόσες μου έλεγε «εγώ έγινα Καλουτά, χωρίς εσένα», αλλά με εμπιστευόταν, ήξερε πως δεν θα την κοροϊδέψω, ούτε είχα να κερδίσω κάτι από εκείνην. Μας έδενε μία μεγάλη αγάπη, χωρίς καμιά υστεροβουλία.
-Δεν ενοχλούσε τη βιολογική σας μητέρα, αυτό το μεγάλο δέσιμο που είχατε με την Άννα Καλουτά;
-Καθόλου. Είχαν άριστες σχέσεις, όλα μου τα αδέλφια είχαν έρθει στην κηδεία, με τα ανίψια της είχα πάρα πολύ καλές σχέσεις, όλοι γνώριζαν ότι ήμουνα το παιδί της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν είπα στην ανιψιά της «Γκέλυ, θέλω να ρθεις, να σου δώσω κάτι απ το σπίτι», εκείνη μου απάντησε «δεν δικαιούμαι τίποτα. Θέλω μόνο μία φωτογραφία. Όλα είναι δικά σου». Ποτέ δεν ετέθη θέμα από την οικογένεια του αδελφού της.
-Για τους έρωτές της, τι σας έλεγε;
-Λένε πολλά για τους έρωτές της. Εκείνη έλεγε πάντα «είχα αγαπημένους, δεν είχα εραστές». Δεν ήταν ποτέ γυναίκα επιρρεπής σε σκάνδαλα του τύπου «χωρίζω σήμερα, παντρεύομαι αύριο». Πάντα έλεγε «εγώ ερωτεύτηκα το θέατρο, παντρεύτηκα το θέατρο».
-Τόσο πολύ αγαπούσε το θέατρο;
-Ζούσε την ώρα της σκηνής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Χατζηχρίστο που μου έλεγε «Πάνο, την βλέπω κάθε βράδυ και δεν την χορταίνω. Πόσο μεγάλη θεατρίνα είναι!». Ήταν ο άνθρωπος που δεν έβλεπε τίποτε άλλο, πέρα από το θέατρο. Στην καθημερινότητά της ήταν απλή αλλά, όταν την έβλεπες να ετοιμάζεται για να βγει στη σκηνή, αντίκριζες έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο. Σε πολύ μεγάλη ηλικία, συνέχιζε ακόμη να τρώει τα σανίδια. Δεν την ένοιαζε αν έπαιζε σ ένα θέατρο της Κομοτηνής ή στο Ρεξ. Για εκείνη, η προετοιμασία ήταν η ίδια, «το κοινό είναι ίδιο παντού», έλεγε. Θυμάμαι μάλιστα ότι, όταν οι παρατάσεις άρχιζαν στις 9, η Καλουτά πήγαινε εκεί από τις 7:30, πριν από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, για να ετοιμαστεί, να χαλαρώσει, να ηρεμήσει. Έκανε το σταυρό της και έβγαινε στη σκηνή.
-Τι άλλο θυμάστε από εκείνη, που ίσως να μην είναι γνωστό στον κόσμο;
-Αγαπούσε πολύ τα ζώα. Αγόραζε από το δρόμο κουλούρια και κρουασάν για να δώσει στα αδέσποτα. Καθόταν στην καφετέρια και, πολλές φορές, έπεφταν κάτω τα ποτήρια, από τα περιστέρια που μάζευε για να τα ταΐσει. Για να σου δώσω να καταλάβεις, στο δωμάτιό της δεν υπήρξε ποτέ κάποια φωτογραφία της, υπήρχαν μόνο 9 φωτογραφίες σκυλιών. Τη «Λάσσυ», την έβλεπε μανιωδώς, μπορεί και να την έχει δει δέκα φορές σε επαναλήψεις.
-Από τους ανθρώπους που έκανε παρέα, τι ζητούσε;
-Συνέπεια, αλήθεια και να την κοιτάς στα μάτια. Η αχίλλειος πτέρνα της ήταν να αργούσες δύο λεπτά στο ραντεβού, αυτό δεν στο συγχωρούσε με τίποτα, θα μπορούσε να χαλάσει όλο της το βράδυ γι αυτό. Εγώ της μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, όπως μίλαγε και εκείνη στη δική της μητέρα. Ήταν αυθόρμητη, δεν κρατούσε τα προσχήματα με τον κόσμο, όλα τα έκανε και τα αισθανόταν στο «πολύ» τους. Ο θυμός της όμως της περνούσε μέσα σε δύο λεπτά. Πολλές φορές, για παράδειγμα, όταν βαφότανε έντονα, θύμωνα, και εκείνη μου απαντούσε «σταμάτα! Όλα τα ξέρεις;».
-Δεν μετάνιωσε ποτέ που τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ;
-Ποτέ δεν μετάνιωσε που δεν παντρεύτηκε, που δεν είχε σύζυγο, που δεν είχε κάνει μία μεγάλη οικογένεια. Ήταν τέτοια όμως η ζωτικότητά της, η ζωντάνια της, η αγάπη της για τη ζωή και τόσο γεμάτος ο χρόνος της μέχρι τα τελευταία της χρόνια, που δεν της έλειπε τίποτα. Άλλωστε, ποτέ δεν πίστεψε ότι γέρασε. Πάντα έλεγε «μεγάλωσα, δεν γέρασα». Την ενοχλούσε πολύ να φωνάζουν κάποια γυναίκα «γριά».
-Θυμάστε τη στιγμή που έφυγε;
-Η Άννα έφυγε πλήρης ημερών, αλλά σημασία έχει τι χάνει καθένας. Κι εγώ έχασα ένα πάρα πολύ δικό μου άνθρωπο. Την τελευταία της στιγμή, τη θυμάμαι σαν τώρα: Είχε ανοίξει τα μάτια της, με κοίταξε για πέντε λεπτά, με ένα πολύ γαλήνιο βλέμμα και μετά έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Ήταν εννέα παρά πέντε. Πριν φύγει την είχα ρωτήσει «τι έχετε, κούκλα μου; Φοβόσαστε μην πεθάνετε;», μου ένευσε «όχι», κούνησε ξανά το κεφάλι της και της είπα «δεν τρώτε, δεν μ αγαπάτε…». Η τελευταία της κουβέντα, ήτανε «πολύ!».
Δημοσίευση περιοδικό People, τον Νοέμβριο του 2011.