Στα πόδια του έχουν χυθεί τόνοι γαρύφαλλα, στις πίστες εκατοντάδες πιάτα που σπάνε, στα τραπέζια ανοιγμένα μπουκάλια, και στο μικρόφωνο μία φωνή θρύλος της δεκαετίας του 70. Ο Κώστας Καφάσης μας υποδέχεται στο σπίτι του και μιλάει- μετά από χρόνια- για τη ζωή του, το τραγούδι, τα μαγαζιά, τους stars. «Γέλα κυρία μου, γέλα μαζί μου….». Στη διαπασών.
«Ουίσκι. Δυο δάχτυλα. Με πάγο παρακαλώ», απαντώ στο καλωσήρθες του. Περιμένω πως θα πιει μαζί μου, να ναι το πρώτο βήμα για να μου πει για τις «ζημιές» που έκαναν για πάρτυ του, τις «καταστροφές» που είδε στα μαγαζιά, τις ιστορίες όταν οι θαυμαστές του έτρεχαν πίσω απ το κάθε πέρασμα του, τι γινόταν με το «Γέλα κυρία μου» τον εθνικό ύμνο της νύχτας τέλη της δεκαετίας του 70. «Εσείς; Δεν θα πιείτε κάτι;» «Εγώ δεν πίνω». Ξαφνιάζομαι. Ο Καφάσης; Ο άνθρωπος που όργωσε τις πίστες; «Ποτέ δεν έπινα αλκοόλ.». «Εσείς; Είναι δυνατόν;» «Μα έτσι είναι τα πράγματα. Και ο πληθυντικός κομμένος. Σ αυτό το σπίτι μόνο φίλοι μπαίνουν. Ενικός». Γελάει και το σώμα του τραντάζεται, οι κινήσεις του γρήγορες, το βλέμμα του πετάει φλόγα. Ρήματα και ουσιαστικά που σε χτυπάνε στο κεφάλι, που πιάνουν κέντρο στην καρδιά. Όταν μου μιλάει για τους φίλους του που ερωτεύτηκαν λέει «διαλύθηκαν», γι αυτούς που πέθαναν ότι «ταξίδεψαν» και για τους πιο αγαπημένους του ότι είναι η «καρδούλα του, η ψυχή του, το μανάρι του». «Α! Ούτε και μακιγιάρομαι ποτέ. Ποτέ δεν έχω βάλει πούδρες στο πρόσωπό μου. Αυτό θυμάμαι το χα ακούσει κάποια στιγμή απ τον Χορν που το λεγε σε μια συνέντευξη του “Το μακιγιάζ είναι απαράδεκτο αν δεν εξυπηρετεί κάποιο ρόλο”. Εγώ λοιπόν αυτό το κανα ευαγγέλιο. Δεν μ άρεσε που δεν μ άρεσε το μακιγιάζ, το πε και ο Χόρν, πάει τελείωσε. Δεν δέχτηκα να βαφτώ ποτέ μου. Ούτε και στη φωτογράφηση σας θα βαφτώ.». Γελάει. Θέλω ιστορίες, ιστορίες πρώτα απ την ανάποδη της ζωής του, απ την κορυφή του, απ το «Γέλα κυρία μου».
«Το Γέλα Κυρία Μου δεν το ήθελα, δεν μ άρεσε όταν το πρωτάκουσα. Είχε συμπεριληφθεί σ ένα σαραπεντάρι δισκάκι μαζί με το «Περίπτωση μου αμαρτωλή» και κυκλοφόρησε αρχές του 75. Το «Γέλα κυρία μου το είπα για να πω το «Περίπτωσή μου», για να μου δώσει δηλαδή ο Ψυχογιός κι αυτό το τραγούδι. Απ ότι μου είπε μάλιστα το είχε δώσει πρώτα στον Νταλάρα να το πει και μετά στον Κόκοτα. Και οι δύο το είχαν απορρίψει. Σ εμένα λοιπόν το «Γέλα κυρία μου» έφτασε από τρίτο χέρι. Η επιτυχία όμως δεν μετράει πότε θα σου ρθει, έρχεται όταν αυτή θέλει να σου ρθει. Όταν βγήκε λοιπόν αυτό το τραγούδι έρχονταν άντρες στο μαγαζί, μ έπιαναν απ το μανίκι και μου λεγαν «Α ρε Καφάση τι μου κανες» «Τι σας έκανα;» «Που μ έπαιρνε η δικιά μου μες στη νύχτα και με ξύπναγε βάζοντας μου το «Γέλα μου κυρία μου» στη διαπασών». Τρανταζόμαστε στο γέλιο. «Καταλαβαίνεις; Άντρες, όχι γυναίκες».
Το Κουτσαρί Καρδίτσας τον γεννάει. Ο πατέρας του δεξιός ψάλτης στην εκκλησία με γνώσεις βυζαντινής μουσικής. Τα Καλοκαίρια περνάνε απ το χωριό μπουλούκια. Ο Κώστας τρελαίνεται. Εκεί πρωτοέρχεται σε επαφή με αυτό που λέγεται θέατρο, από εκεί θέλει να γίνει στο μέλλον «κάποιος απ αυτούς», κάτι απ αυτό που οι κεραίες του τον οδηγούν. «Εγώ δεν έκανα πράγματα για το τραγούδι, δεν πήγα σε ωδείο, δεν έμαθα κάποιο μουσικό όργανο, δεν έκανα ασκήσεις. Απλώς βρέθηκα να τραγουδάω απ τη μέρα που γεννήθηκα». Δεκαετία του 60 φτάνει στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός. Σπουδάζει με υποτροφία στην ΑΣΚΘ, ακολουθούν οντισιόν, πρόβες ένα μήνα με τον Θεοδωράκη στην «Μικρή πόλη» και συμμετοχή στην «Οδό ονείρων» του Χατζιδάκι. Εμφανίζεται πλάι στη Ρένα Βλαχοπούλου, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Ζωή Λάσκαρη, το Γιώργο Πάντζα, τη Νίτσα Μαρούδα, τη Σπεράντζα Βρανά, τη Μπελίντα, τη Φλέρα Άλμα, το Σωτήρη Μουστάκα και δεκάδες ακόμα πρωταγωνιστές του θεάτρου. «Αυλή και πεζοδρόμιο», «Βρε που πάμε», «Σήκω χόρεψε συρτάκι», «Τον άρτον ημών τον επιούσιον», μερικοί τίτλοι απ τα έργα που συμμετέχει..
Στο τραγούδι μπαίνει στα 31 του για να ενισχύσει το μικρό μεροκάματο του θεάτρου. «Ήταν αστείο το ποσό. 80 δραχμές μείον οι κρατήσεις, 65 καθαρά. Στο τραγούδι το νυχτοκάματο ήταν 100 δραχμές κι αυτό χωρίς κρατήσεις, γι αυτό και πήγα..». Ξεκινάει να τραγουδάει στην «Κατακόμβη» στην Πλάκα. Το Φεβρουάριο του 71 αρχίζουν τα «Παιχνιδίσματα- πυροτεχνήματα- Γειτονιά» του Κώστα Πρετεντέρη. Ο Καφάσης απ τους πρωταγωνιστές. Γίνεται πανελλαδικά γνωστός μέσα σ ένα βράδυ. Το μαγαζί στο οποίο παράλληλα τραγουδάει γεμίζει. Κάνει ένα break απ το θέατρο για να μαζέψει κάποια λεφτά απ το τραγούδι που πλήρωνε περισσότερο και να ξαναγυρίσει. Δεν ξαναπαίζει ποτέ. Το πρώτο του δισκάκι το υπογράφει ο Ζαγοραίος. «Αλήτη σαν και μένανε δεν θα ξαναγαπήσεις» και «Εδώ παπάς εκεί παπάς».
Λίγο μετά από αυτό το πρώτο σαρανταπεντάρι, έρχεται η αποθέωση. Τη χρονιά του «Γέλα κυρία μου» γίνεται «φίρμα». Ο δίσκος πουλάει 60 χιλιάδες σε λίγους μόνο μήνες, πωλήσεις που ελάχιστοι δίσκοι κατάφερναν να κάνουν εκείνη την εποχή. Πανελλαδική υστερία στο πέρασμα του. Του ζητάω να μου πει ένα περιστατικό. «Δεν έχω κρατήσει μέσα μου ακραία γεγονότα, γεγονότα τρέλας γιατί δεν μ ενδιέφεραν εμένα αυτά τα πράγματα. Θυμάμαι για παράδειγμα Γενάρη του 76 να με αφήνουν σχεδόν γυμνό σε συναυλία την ώρα που τραγουδούσα. Να ουρλιάζουν από κάτω οι μαθητές και να με φυγαδεύουν με αμάξι της αστυνομίας. Δεν ήμουνα εγώ όμως που προκαλούσα, ήταν το τραγούδι αυτό καθεαυτό. Αυτή ίσως είναι και η διαφορά με τις σημερινές υστερίες.».Άλλο; «Απλά πράγματα. Δεν μπορούσα να πάω σε μια καφετέρια, σ ένα κινηματογράφο, κάπου για να καθίσω με τους φίλους μου.» Τι γινόταν δηλαδή; «Ο χαμός. Δεν μπορούσα να πιω καφέ. Γινόταν ότι γίνεται και σήμερα μ αυτό που λέμε επώνυμους. Όταν σε πάρει σβάρνα η δημοσιότητα όλα μετά λειτουργούν ερήμην σου. Εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα ότι ήμουν κάτι παραπάνω από έναν εργαζόμενο. Ποτέ. Δεν μ αρέσανε αυτά γι αυτό και δεν τα χω κρατήσει στο μυαλό μου. Δεν μου τονώνανε αυτά την αυτοπεποίθηση μου ή το υπαρξιακό μου. Όταν ξεκίναγα απ το χωριό μου για να ρθώ στην Αθήνα να γίνω ηθοποιός δεν είχα αυτά μες στο κεφάλι μου. Ήθελα να μου συμβούν αυτά που μου συνέβηκαν , αλλά δεν ήξερα και τα επακόλουθα. Απλώς έκανα μια δουλειά που εκτός απ όλα τα άλλα είχε κι αυτό». «Είναι επόμενο όμως να σε αναγνωρίζουν στο δρόμο». «Εκείνο που δεν άντεχα ήταν ότι με γνώριζαν και ώρες που δεν ήθελα να με γνωρίζουν. Ήθελα να πάω σε μια παράσταση και δεν μ αφήνανε, ήθελα να πάω για καφέ με τους φίλους μου και δεν γινότανε, πήγα σ ένα γάμο κάποιου φίλου μου και μ έβγαλε ο παπάς έξω διότι «χάλασε» ο γάμος. Ταξίδευα ας πούμε για Αμερική, μάθαινε ο πιλότος ότι μες στο αεροπλάνο ήταν και ο Καφάσης, ερχόταν η αεροσυνοδός και έκανα την πτήση μέσα απ το πιλοτήριο, ενώ εγώ ήθελα να καθίσω πίσω μαζί με τους μουσικούς μου. Αυτό εμένα δεν μου λεγε και τίποτα. Ήταν όμως κάτι που δεν μπορούσα να το ελέγξω, δεν γινόταν να κατευθύνω εγώ τη διάθεση του κόσμου.» Και πως αντιδρούσες εσύ σ αυτό; «Αναγκαστικά κλεινόμουν στο σπίτι. Στη δεκαετία του 80 θα έλεγα ότι αυτοαποκλείστηκα για πάρα πολύ καιρό. Προτιμούσα εκείνα τα χρόνια να φεύγω στο εξωτερικό που δεν με γνώριζαν, δεν με ήξεραν. Δεν μπορούσα να το αντέξω αυτό το πράγμα. Από ένα σημείο και μετά δεν αντέχεται. Η καριέρα έχει να κάνει με το ποσοστό αντοχής επάνω σ αυτό που σου λέω τώρα. Όσο πιο πολύ αντέχεις τόσο πιο μεγάλη καριέρα κάνεις, όσο λιγότερο αντέχεις, τόσο πιο εύκολα εξαφανίζεσαι».
Τα σουξέ συνεχίζονται. «Σε παρακαλώ κατάλαβε με», «Ευτυχώς που τρελάθηκα». «Δεν το χωράει το μυαλό σου για πόση αγάπη μου έδειξε ο κόσμος. Ακόμα και τώρα. Περπατάω στο δρόμο και με φωνάζουν Ιωνάθαν, Ιωνάθαν, το όνομα που είχα στη σειρά του Πρετεντέρη ή το υπέροχο σλόγκαν «Που είσαι ρε Καφάση;»». Τα μαγαζιά «φίσκα» το ένα μετά το άλλο. Κάθε Χειμώνα πέφτει σύρμα. Από στόμα σε στόμα “Πρώτο τραπέζι στον Καφάση. Εκεί ειν ο χαλασμός”. Τραγουδάει στις «Εσπερίδες, στο «Ρεμπέτη» στο «Φεγγάρι», στου «Γρηγόρη» , στις «Αναμνήσεις», στο «Ζορμπά», στην «Ιφιγένεια», στο «Ρεγγίνα», στην «Αδυναμία» και στο πιο γνωστό λαϊκό μαγαζί της εποχής, το «Φαληρικό». Αλησμόνητη η συνεργασία του με τη Σωτηρία Μπέλλου το Σπύρο Ζαγοραίο, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τη Χαρούλα Λαμπράκη, τον Νίκο Ξανθόπουλο, την Πίτσα Παπαδοπούλου, τη Φωτεινή Μαυράκη. Στη «Σπηλιά» μετά στη Νέα Υόρκη, ανακαλύπτει το Μπρόντγουέι, ένα «άλλο θέατρο» στο θέατρο που ακόμα λατρεύει και του «στερεί»- ακόμα και σήμερα- τα Καλοκαίρια του στην Επίδαυρο.
Δεκαετία του 80 τραβιέται πίσω απ τη νύχτα. «Το έκανα σε σχέση μ αυτό που σου έλεγα πριν. Για να με σώσω. Απέκλεισα τον εαυτό μου απ τον κόσμο σ όλη τη δεκαετία του 80 γιατί έβλεπα ότι χανόμουνα.» Το μετάνιωσες; «Τι λες τώρα; Αστειεύεσαι; Μου προσφέρθηκαν όλα σε μεγάλες ποσότητες και νομίζω ότι κράτησα το ποσοστό που χρειαζόμουνα. Με το να τραβηχτώ πίσω έχασα τα 10 εκατομμύρια των Ελλήνων αλλά κέρδισα μερικές χιλιάδες ανθρώπων οι οποίοι με ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Είναι πιο γλυκό να έρχονται τώρα τα πιτσιρίκια στο «Mon Repo» και να ξέρουν τα τραγούδια μου απ το να μην μ αφήνουν να πάω μέχρι το περίπτερο. Δεν ήταν πρόβλημα του κόσμου ότι εγώ δεν είχα προσωπικές ώρες, το πρόβλημα ήταν δικό μου, εγώ δεν το άντεχα.». Τον ρωτάω αν έζησε και δύσκολες στιγμές σ αυτή την πορεία, αν υπήρξαν στενοχώριες. «Μπορεί να υπήρξανε πολλά, αλλά η ζωή είναι νύχτα- μέρα. Δεν μπορώ ν αρχίσω να διαμαρτύρομαι γιατί νύχτωσε ή γιατί ξημέρωσε. Έτσι είν η ζωή. Εγώ δεν έχω σκεφτεί τη ζωή μου αλλιώς. Δόξα τω Θεώ κάθε χρόνο τραγουδάω. Όσο είμαι καλά θα συνεχίζω να τραγουδάω». Αναρωτιέμαι αν την πλήρωσε η προσωπική του ζωή όλα αυτά τα χρόνια, αν του λείπει τώρα μια συντροφιά. «Μεγαλύτερη συντροφιά από 10 εκατομμύρια κόσμου υπάρχει; Δεν υπάρχει!».
«Το Γέλα Κυρία Μου δεν το ήθελα, δεν μ άρεσε όταν το πρωτάκουσα. Είχε συμπεριληφθεί σ ένα σαραπεντάρι δισκάκι μαζί με το «Περίπτωση μου αμαρτωλή» και κυκλοφόρησε αρχές του 75. Το «Γέλα κυρία μου το είπα για να πω το «Περίπτωσή μου», για να μου δώσει δηλαδή ο Ψυχογιός κι αυτό το τραγούδι. Απ ότι μου είπε μάλιστα το είχε δώσει πρώτα στον Νταλάρα να το πει και μετά στον Κόκοτα. Και οι δύο το είχαν απορρίψει. Σ εμένα λοιπόν το «Γέλα κυρία μου» έφτασε από τρίτο χέρι. Η επιτυχία όμως δεν μετράει πότε θα σου ρθει, έρχεται όταν αυτή θέλει να σου ρθει. Όταν βγήκε λοιπόν αυτό το τραγούδι έρχονταν άντρες στο μαγαζί, μ έπιαναν απ το μανίκι και μου λεγαν «Α ρε Καφάση τι μου κανες» «Τι σας έκανα;» «Που μ έπαιρνε η δικιά μου μες στη νύχτα και με ξύπναγε βάζοντας μου το «Γέλα μου κυρία μου» στη διαπασών». Τρανταζόμαστε στο γέλιο. «Καταλαβαίνεις; Άντρες, όχι γυναίκες».
Το Κουτσαρί Καρδίτσας τον γεννάει. Ο πατέρας του δεξιός ψάλτης στην εκκλησία με γνώσεις βυζαντινής μουσικής. Τα Καλοκαίρια περνάνε απ το χωριό μπουλούκια. Ο Κώστας τρελαίνεται. Εκεί πρωτοέρχεται σε επαφή με αυτό που λέγεται θέατρο, από εκεί θέλει να γίνει στο μέλλον «κάποιος απ αυτούς», κάτι απ αυτό που οι κεραίες του τον οδηγούν. «Εγώ δεν έκανα πράγματα για το τραγούδι, δεν πήγα σε ωδείο, δεν έμαθα κάποιο μουσικό όργανο, δεν έκανα ασκήσεις. Απλώς βρέθηκα να τραγουδάω απ τη μέρα που γεννήθηκα». Δεκαετία του 60 φτάνει στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός. Σπουδάζει με υποτροφία στην ΑΣΚΘ, ακολουθούν οντισιόν, πρόβες ένα μήνα με τον Θεοδωράκη στην «Μικρή πόλη» και συμμετοχή στην «Οδό ονείρων» του Χατζιδάκι. Εμφανίζεται πλάι στη Ρένα Βλαχοπούλου, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Ζωή Λάσκαρη, το Γιώργο Πάντζα, τη Νίτσα Μαρούδα, τη Σπεράντζα Βρανά, τη Μπελίντα, τη Φλέρα Άλμα, το Σωτήρη Μουστάκα και δεκάδες ακόμα πρωταγωνιστές του θεάτρου. «Αυλή και πεζοδρόμιο», «Βρε που πάμε», «Σήκω χόρεψε συρτάκι», «Τον άρτον ημών τον επιούσιον», μερικοί τίτλοι απ τα έργα που συμμετέχει..
Στο τραγούδι μπαίνει στα 31 του για να ενισχύσει το μικρό μεροκάματο του θεάτρου. «Ήταν αστείο το ποσό. 80 δραχμές μείον οι κρατήσεις, 65 καθαρά. Στο τραγούδι το νυχτοκάματο ήταν 100 δραχμές κι αυτό χωρίς κρατήσεις, γι αυτό και πήγα..». Ξεκινάει να τραγουδάει στην «Κατακόμβη» στην Πλάκα. Το Φεβρουάριο του 71 αρχίζουν τα «Παιχνιδίσματα- πυροτεχνήματα- Γειτονιά» του Κώστα Πρετεντέρη. Ο Καφάσης απ τους πρωταγωνιστές. Γίνεται πανελλαδικά γνωστός μέσα σ ένα βράδυ. Το μαγαζί στο οποίο παράλληλα τραγουδάει γεμίζει. Κάνει ένα break απ το θέατρο για να μαζέψει κάποια λεφτά απ το τραγούδι που πλήρωνε περισσότερο και να ξαναγυρίσει. Δεν ξαναπαίζει ποτέ. Το πρώτο του δισκάκι το υπογράφει ο Ζαγοραίος. «Αλήτη σαν και μένανε δεν θα ξαναγαπήσεις» και «Εδώ παπάς εκεί παπάς».
Λίγο μετά από αυτό το πρώτο σαρανταπεντάρι, έρχεται η αποθέωση. Τη χρονιά του «Γέλα κυρία μου» γίνεται «φίρμα». Ο δίσκος πουλάει 60 χιλιάδες σε λίγους μόνο μήνες, πωλήσεις που ελάχιστοι δίσκοι κατάφερναν να κάνουν εκείνη την εποχή. Πανελλαδική υστερία στο πέρασμα του. Του ζητάω να μου πει ένα περιστατικό. «Δεν έχω κρατήσει μέσα μου ακραία γεγονότα, γεγονότα τρέλας γιατί δεν μ ενδιέφεραν εμένα αυτά τα πράγματα. Θυμάμαι για παράδειγμα Γενάρη του 76 να με αφήνουν σχεδόν γυμνό σε συναυλία την ώρα που τραγουδούσα. Να ουρλιάζουν από κάτω οι μαθητές και να με φυγαδεύουν με αμάξι της αστυνομίας. Δεν ήμουνα εγώ όμως που προκαλούσα, ήταν το τραγούδι αυτό καθεαυτό. Αυτή ίσως είναι και η διαφορά με τις σημερινές υστερίες.».Άλλο; «Απλά πράγματα. Δεν μπορούσα να πάω σε μια καφετέρια, σ ένα κινηματογράφο, κάπου για να καθίσω με τους φίλους μου.» Τι γινόταν δηλαδή; «Ο χαμός. Δεν μπορούσα να πιω καφέ. Γινόταν ότι γίνεται και σήμερα μ αυτό που λέμε επώνυμους. Όταν σε πάρει σβάρνα η δημοσιότητα όλα μετά λειτουργούν ερήμην σου. Εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα ότι ήμουν κάτι παραπάνω από έναν εργαζόμενο. Ποτέ. Δεν μ αρέσανε αυτά γι αυτό και δεν τα χω κρατήσει στο μυαλό μου. Δεν μου τονώνανε αυτά την αυτοπεποίθηση μου ή το υπαρξιακό μου. Όταν ξεκίναγα απ το χωριό μου για να ρθώ στην Αθήνα να γίνω ηθοποιός δεν είχα αυτά μες στο κεφάλι μου. Ήθελα να μου συμβούν αυτά που μου συνέβηκαν , αλλά δεν ήξερα και τα επακόλουθα. Απλώς έκανα μια δουλειά που εκτός απ όλα τα άλλα είχε κι αυτό». «Είναι επόμενο όμως να σε αναγνωρίζουν στο δρόμο». «Εκείνο που δεν άντεχα ήταν ότι με γνώριζαν και ώρες που δεν ήθελα να με γνωρίζουν. Ήθελα να πάω σε μια παράσταση και δεν μ αφήνανε, ήθελα να πάω για καφέ με τους φίλους μου και δεν γινότανε, πήγα σ ένα γάμο κάποιου φίλου μου και μ έβγαλε ο παπάς έξω διότι «χάλασε» ο γάμος. Ταξίδευα ας πούμε για Αμερική, μάθαινε ο πιλότος ότι μες στο αεροπλάνο ήταν και ο Καφάσης, ερχόταν η αεροσυνοδός και έκανα την πτήση μέσα απ το πιλοτήριο, ενώ εγώ ήθελα να καθίσω πίσω μαζί με τους μουσικούς μου. Αυτό εμένα δεν μου λεγε και τίποτα. Ήταν όμως κάτι που δεν μπορούσα να το ελέγξω, δεν γινόταν να κατευθύνω εγώ τη διάθεση του κόσμου.» Και πως αντιδρούσες εσύ σ αυτό; «Αναγκαστικά κλεινόμουν στο σπίτι. Στη δεκαετία του 80 θα έλεγα ότι αυτοαποκλείστηκα για πάρα πολύ καιρό. Προτιμούσα εκείνα τα χρόνια να φεύγω στο εξωτερικό που δεν με γνώριζαν, δεν με ήξεραν. Δεν μπορούσα να το αντέξω αυτό το πράγμα. Από ένα σημείο και μετά δεν αντέχεται. Η καριέρα έχει να κάνει με το ποσοστό αντοχής επάνω σ αυτό που σου λέω τώρα. Όσο πιο πολύ αντέχεις τόσο πιο μεγάλη καριέρα κάνεις, όσο λιγότερο αντέχεις, τόσο πιο εύκολα εξαφανίζεσαι».
Τα σουξέ συνεχίζονται. «Σε παρακαλώ κατάλαβε με», «Ευτυχώς που τρελάθηκα». «Δεν το χωράει το μυαλό σου για πόση αγάπη μου έδειξε ο κόσμος. Ακόμα και τώρα. Περπατάω στο δρόμο και με φωνάζουν Ιωνάθαν, Ιωνάθαν, το όνομα που είχα στη σειρά του Πρετεντέρη ή το υπέροχο σλόγκαν «Που είσαι ρε Καφάση;»». Τα μαγαζιά «φίσκα» το ένα μετά το άλλο. Κάθε Χειμώνα πέφτει σύρμα. Από στόμα σε στόμα “Πρώτο τραπέζι στον Καφάση. Εκεί ειν ο χαλασμός”. Τραγουδάει στις «Εσπερίδες, στο «Ρεμπέτη» στο «Φεγγάρι», στου «Γρηγόρη» , στις «Αναμνήσεις», στο «Ζορμπά», στην «Ιφιγένεια», στο «Ρεγγίνα», στην «Αδυναμία» και στο πιο γνωστό λαϊκό μαγαζί της εποχής, το «Φαληρικό». Αλησμόνητη η συνεργασία του με τη Σωτηρία Μπέλλου το Σπύρο Ζαγοραίο, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τη Χαρούλα Λαμπράκη, τον Νίκο Ξανθόπουλο, την Πίτσα Παπαδοπούλου, τη Φωτεινή Μαυράκη. Στη «Σπηλιά» μετά στη Νέα Υόρκη, ανακαλύπτει το Μπρόντγουέι, ένα «άλλο θέατρο» στο θέατρο που ακόμα λατρεύει και του «στερεί»- ακόμα και σήμερα- τα Καλοκαίρια του στην Επίδαυρο.
Δεκαετία του 80 τραβιέται πίσω απ τη νύχτα. «Το έκανα σε σχέση μ αυτό που σου έλεγα πριν. Για να με σώσω. Απέκλεισα τον εαυτό μου απ τον κόσμο σ όλη τη δεκαετία του 80 γιατί έβλεπα ότι χανόμουνα.» Το μετάνιωσες; «Τι λες τώρα; Αστειεύεσαι; Μου προσφέρθηκαν όλα σε μεγάλες ποσότητες και νομίζω ότι κράτησα το ποσοστό που χρειαζόμουνα. Με το να τραβηχτώ πίσω έχασα τα 10 εκατομμύρια των Ελλήνων αλλά κέρδισα μερικές χιλιάδες ανθρώπων οι οποίοι με ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Είναι πιο γλυκό να έρχονται τώρα τα πιτσιρίκια στο «Mon Repo» και να ξέρουν τα τραγούδια μου απ το να μην μ αφήνουν να πάω μέχρι το περίπτερο. Δεν ήταν πρόβλημα του κόσμου ότι εγώ δεν είχα προσωπικές ώρες, το πρόβλημα ήταν δικό μου, εγώ δεν το άντεχα.». Τον ρωτάω αν έζησε και δύσκολες στιγμές σ αυτή την πορεία, αν υπήρξαν στενοχώριες. «Μπορεί να υπήρξανε πολλά, αλλά η ζωή είναι νύχτα- μέρα. Δεν μπορώ ν αρχίσω να διαμαρτύρομαι γιατί νύχτωσε ή γιατί ξημέρωσε. Έτσι είν η ζωή. Εγώ δεν έχω σκεφτεί τη ζωή μου αλλιώς. Δόξα τω Θεώ κάθε χρόνο τραγουδάω. Όσο είμαι καλά θα συνεχίζω να τραγουδάω». Αναρωτιέμαι αν την πλήρωσε η προσωπική του ζωή όλα αυτά τα χρόνια, αν του λείπει τώρα μια συντροφιά. «Μεγαλύτερη συντροφιά από 10 εκατομμύρια κόσμου υπάρχει; Δεν υπάρχει!».
Ιστορίες. Κι άλλες ιστορίες. Ένα ολόκληρο βιβλίο. Με τη Μπέλλου, το Τσιτσάνη, το Γκιωνάκη…Κι άλλα, κι άλλα…Ποιος να μιλήσει τώρα για το μακιγιάζ που πρέπει να γίνει; Ανοίγεται. Τα τηλέφωνα χτυπάνε. Τα κλείνει. Οι κολλητές του. «Είναι τα παιδιά εδώ. Θα σε πάρω μετά ψυχή μου. Ναι μανάρι μου». Πάει να φέρει κι άλλο ουίσκι για τους φίλους του. «Είδες τι είναι ευτυχία; Αυτό με ρώταγες προηγουμένως. Αν αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι ευτυχία τότε τι είναι;». Απ την κουζίνα που γεμίζει τα ποτήρια φωνάζει στο Φώτη. «Φέρε τις πούδρες σου κι έλα να με βάψεις. Παλιόπαιδα…».
Από τις σπάνιές του συνεντεύξεις, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Down Town τον Μάιο του 2006. Από τότε μέχρι το θάνατό του, στις 13 Οκτωβρίου του 2010, ο Κώστας Καφάσης επέλεξε να μην δώσει άλλη συνέντευξη.