Μάτια μεγάλα, στόμα πλατύ, δάχτυλα μακριά, γέλιο που της τραντάζει το σώμα, μυαλό γεμάτο με τις πολύτιμες αναμνήσεις από τη «χρυσή εποχή» του θεάτρου και του κινηματογράφου στα οποία πρωταγωνιστούσε. Όλα στον υπερθετικό, όλα χορτασμένα. Όπως και η ζωή της...
Απ το θυροτηλέφωνο η γυναικεία φωνή μου λέει να ανέβω στον τέταρτο. Στην πόρτα η βοηθός που έχει η Σπεράντζα στο σπίτι. «Ελάτε, η Σπεράντζα κάθεται στο σαλόνι». Παντού κάδρα που αναπαριστούν εικόνες από την Αφρική, φωτογραφίες της Βρανά στα κομοδίνα, πίνακες με μορφές μελαμψών ανδρών και γυναικών, και στην τηλεόραση να παίζει το mega star ένα βίντεο κλιπ του Πετρέλη. Η Σπεράντζα κεντάει ένα λευκό ύφασμα και το περνάει στη ραπτομηχανή της. Κλωστή, βελόνι και μάτι ορθάνοιχτο μην περαστεί λάθος η κοψιά. Φοράει κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι και μαύρο σορτ. Πολλή η ζέστη στην «Τρίτης Σεπτεμβρίου». «Ωχ πουλάκι μου, και που να μπει το Καλοκαίρι…Εσείς πρέπει να είστε ο δημοσιογράφος», παρατηρεί όταν περνάει απ τη μηχανή και την τελευταία λεπτή κλωστή σ αυτό που κεντάει. Μου δίνει καθισμένη το χέρι. Στο «χαίρω πολύ» μου, την πιάνουν τα γέλια. «Αυτό έλειπε να μην χαιρόσουνα παιδάκι μου». Κάτι σημειώνει σ ένα χαρτί. «Κάθε λίγο και λιγάκι παραγγέλνω και μου φτιάχνουν ένα cd για να τ ακούω. Περίμενε μην τα ξεχάσω... Κοίτα τι έχω σημειώσει για το επόμενο. «Ζιγκολό», «Everything», πολλά της Μαρινέλλας, Αλεξίου, «Δε φεύγω», «Έλα μωράκι μου»…». Μου χαμογελά. «Τη ζω την εποχή μου αγόρι μου όσο μπορώ. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είναι συνέχεια ανοιχτά… Θα με ρωτήσεις λοιπόν για ό,τι θες να μάθεις; Δεν έχω και πολύ χρόνο, σε λίγο θα ρθει ο γιατρός. Έχουμε ραντεβού σε λίγο.» Ξεκινάμε αμέσως. «Στη ζωή ερχόμαστε με μια μοίρα που μας ακολουθεί μέχρι το θάνατο μας. Αυτή είναι η άτιμη μας μοίρα, για να μην την πω πουτάνα. Δεν είμαι μοιρολάτρης, ζω και βλέπω. Αυτά που συνέβησαν στη ζωή μου δεν μπορεί να μην ήτανε μοιραία.. Ίσως άλλη γυναίκα στη ζωή μου να θεωρείται γριά. Δεν είμαι γριά, αλλά μεγάλωσα. Έρχονται στιγμές που νομίζω ότι έχω ζήσει τρεις ζωές. Η πρώτη μου ζωή είναι απ τον καιρό που γεννήθηκα μέχρι τον πόλεμο, η δεύτερη μου ζωή είναι αυτή που έχει σχέση με το θέατρο, η τρίτη είναι τώρα. Το θέατρο ήταν ο μεγάλος μου έρωτας. Ένας εραστής που τώρα μου χει περάσει, αλλά όσο υπήρχε με συνάρπαζε. Όλα τα λεφτά που έβγαζα απ τον κινηματογράφο πήγαιναν στο θέατρο, στα ρούχα. Όλες μου οι ντουλάπες είναι γεμάτες με ρούχα. Από τότε μου μεινε και συνεχίζω και τώρα ακόμη να ράβω και να κεντάω. Είμαι αν θες ένα αρσενικό με γυναικείες συνήθειες». Της λέω ότι αυτό είναι που άρεσε και στους άντρες που την φλέρταραν, αυτή η «κόντρα» που είχε ο χαρακτήρας της, και που την ανέδειξε ως το «απόλυτο θηλυκό». «Ποτέ δεν έχω εγκαταλειφθεί από άντρα. Ποτέ! Έχω ζηλευτεί και έχω αγαπηθεί πάρα πολύ. Δεν έχω απωθημένα, αγόρι μου. Είμαι χορτασμένη από αγάπη, έρωτα και sex.». Η οικιακή της βοηθός μου φέρνει την πορτοκαλάδα που της ζήτησα. Η Σπεράντζα την ξαναρωτάει πότε θα ρθει ο γιατρός και μετά της κάνει νόημα να μας αφήσει μόνους.«Μην και δεν την πιεις όλη. Είναι πολύ δυναμωτική για σας τους νέους». Στην πρώτη γουλιά της λέω πως μ αρέσει ο τρόπος που μιλάει για το sex, έτσι ακομπλεξάριστα. «Άλλοι στη θέση σας θα κρατούσαν τα προσχήματα και τη σοβαρότητα για την υστεροφημία τους». «Τι θα πει σοβαρό; Δεν υπάρχει σοβαρή ζωή χωρίς sex, αγάπη μου! Ακούω κάτι γυναίκες που έρχονται και μου λένε «Εγώ άμα δεν ερωτευτώ, δεν μπορώ να κάνω sex:» Τι λες μωρή; Η σάρκα αγάπη μου, είναι σάρκα. Έχει τις δικές της επιταγές.» «Συνήθως λένε για τις γυναίκες ότι είναι πιο συναισθηματικές, ότι θέλουν ένα «παραμύθι», της επισημαίνω. «Δεν ξέρω για τις άλλες, αλλά εγώ δεν το θέλω καθόλου αυτό το παραμύθι. Εγώ από πολύ μικρό παιδί ξεχώριζα το sex από τον έρωτα. Καμία σχέση το ένα από το άλλο. Αλίμονο μας αν περιμέναμε να κάνουμε sex όταν ερωτευτούμε. Το sex είναι τροφή. Μπορείς να ζήσεις χωρίς να φας;» Μιλάμε για τον έρωτα, για το πόσο ευτυχής είναι η ίδια που έζησε όσα έζησε, για τη σημερινή εποχή. «Τα περισσότερα κορίτσια σήμερα έχουν χάσει τη θηλυκότητα τους. Με άλλες ορμόνες γεννιούνται οι άντρες, με άλλες οι γυναίκες. Το ίδιο και κάποιοi gay που είναι γεννημένοι gay. Τους αγαπάω πολύ τους gay, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι gay. Άκου μια ιστορία: Ήμουνα 16 ετών και σύχναζα στο καφέ σπορ. Εκεί πήγαινε και ένα παιδάκι στην ίδια ηλικία με μένα, ο οποίος ήτανε πολύ θηλυπρεπής, και με είχε ερωτευτεί. Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος gay ήταν που μ είχε ερωτευτεί. Οι άλλοι εκεί του έλεγαν «Βρε μαλάκα, μα είσαι ερωτευμένος μ αυτήν; Αυτή είναι θηλυκό, δεν είναι αρσενικό χριστιανέ μου, κοίτα καλύτερα!» Αυτός επέμενε και τους έλεγε ότι του αρέσω. Μου λένε λοιπόν ότι έχουν βάλει στοίχημα ότι θα με κατακτήσει. Λέω λοιπόν σε κάποιους, «πείτε στον Κωστάκη να έρθει να μιλήσουμε». Έρχεται λοιπόν αυτός σ ένα ξενοδοχείο, μου φέρνει και κάτι πάστες, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου κανε έρωτα σαν αγόρι. Το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, το στοίχημα το κέρδισε ο μικρός. Περνάνε τα χρόνια. Το 83 δουλεύω στο Διάνα, και κάθονται μπροστά μπροστά δύο πολύ ωραίες κοπέλες. Στο τέλος της παράστασης έρχονται στο καμαρίνι να μου ζητήσουν αυτόγραφο. Η μία από τις δύο μου λέει να της υπογράψω ως «Ντίνα». Μου λέει δεν θα με ρωτήσετε από πού βγαίνει το «Ντίνα»; Από πού προέρχεται παιδί μου; «Απ το Κωστάκης», μου απαντάει. Δεν πήγε το μυαλό μου. Την ξανακοίταξα καλύτερα, και εκεί καταλαβαίνω ότι η κοπέλα που είναι μπροστά μου είναι το αγόρι που έκανα έρωτα στα 16 μου». Της λέω πως το «απόλυτο θηλυκό», δεν μπορεί, θα το ερωτεύτηκαν και γυναίκες. «Ουουου. Πολλές. Οι γυναίκες όμως δεν με ενδιέφεραν. Με ενδιέφερε το όργανο. Υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται από πολύ έως πάρα πολύ με το σεξουαλικό τους όργανο. Ιδιαίτερα αυτοί που έχουν το μεγάλο προσόν να έχουν ωραίο, δυνατό και σε σωστές διαστάσεις σεξουαλικό όργανο. Το χαϊδεύουν, το πλένουν, το αρωματίζουν, του μιλάνε, ακόμα και ευχαριστούν το Θεό για το δώρο που τους χάρισε, γιατί όπως και να το κάνουμε ένα τέτοιο όργανο, είναι θείο δώρο. Το όργανο φυσικά που είναι και ποίημα, γιατί όπως λένε και κάποιοι φίλοι μου gay, είναι μερικά όργανα που είναι «τι να φας, τι να μείνει». Ο άντρας που διαθέτει ένα τέτοιο όργανο είναι ισορροπημένο άτομο. Άμα ακούσεις άντρα που λέει «την τάδε την πήδηξα» και «την τάδε την πήδηξα» πάει να πει ότι το όργανο του δεν είναι της προκοπής. Και οι γυναίκες λοιπόν με γουστάρανε πάρα πολύ. Όταν λάμπει όμως μία γυναίκα είναι φυσικό να τη λατρεύουν οι πάντες.». Γελάει και το σώμα της τραντάζεται ολάκερο πάνω στην πολυθρόνα. «Εγώ τη λατρεύω τη ζωή, αγόρι μου. Τη ζωή την αγάπησα από τότε που βγήκα απ το αιδοίο της μαμάς μου. Η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής μου ήταν η μαμά μου. Εγώ δεν είχα κανέναν άλλο στη ζωή εκτός από τη μάνα μου, η οποία πέθανε στα 30 της. Έμεινα μόνη μου από πολύ μικρή ηλικία. Δεν είχα κανέναν να με φροντίζει. Μόνη μου τα κατάφερα και επιβίωσα. Έχω πεινάσει πάρα πολύ στη ζωή μου. Ακόμα κι όταν είχα φτάσει να είμαι φίρμα, πείναγα. Μου φτιαχνε το γκαρσόνι του θεάτρου δυο αυγά κι ένα λουκάνικο για να κρατηθώ. Το 52 ευτυχώς, βρέθηκε στη ζωή μου ο Σαλίβερος ο οποίος μου φτιαξε τη ζωή. Μου φέρθηκε και του φέρθηκα πάρα πολύ εντάξει. Εγώ αγάπη μου, να ξέρεις, στις σχέσεις μου ήμουνα πάρα πολύ πιστή. Διάλεγα τον άντρα που ήθελα να είμαι μαζί του και μ άρεσε να καθόμουνα μαζί του πολύ καιρό. Δεν ήμουνα αρπακολλατζού. Η σάρκα ικανοποιήτο με τον εκάστοτε δεσμό, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω με δεσμό αν δεν ικανοποιήτο πρώτα η σάρκα. Έχω κάνει και δύο γάμους στη ζωή μου, όλοι οι άντρες που πέρασαν απ τη ζωή μου με σημάδεψαν και τους σημάδεψα.» Αναρωτιέμαι αν έχουν κάνει ακραία πράγματα γι αυτήν οι άντρες που πέρασαν απ τη ζωή της. «Τα πιο απλά είναι τα ακραία. Όταν εγκατέλειψα το Γιώργο, τον άνθρωπο που από παιδί μ έκανε γυναίκα, την ώρα που έφευγε το φορτηγό που ήμουν μέσα για να κάνει το δρομολόγιο να ρθει στην Αθήνα, τον είδα να σωριάζεται στο πεζοδρόμιο και να κλαίει. Όταν πια έκανα καριέρα σε κάθε πρεμιέρα ερχόταν ο Γιώργος απ τη Λαμία και όταν τέλειωνε το νούμερο μου σηκωνόταν κι έφευγε. Ερχόταν μόνο για να δει εμένα, χωρίς εγώ να το ξέρω». Μου μιλάει για τις συνεργασίες που είχε στο θέατρο, για τις στιγμές δόξας και αποθέωσης, για τον άντρα της τον Παύλο στον οποίο «χρωστάει τα πάντα», για τη σημερινή εποχή στην πειθεώρηση που «όλα γίνονται για το χρήμα», για τις πολύτιμες αναμνήσεις της. Όταν φεύγω την χαιρετάω και τη φιλώ στο μάγουλο. Μου δίνει το χέρι της «Με συγχωρείς παιδάκι μου που δεν σηκώνομαι να σ αποχαιρετήσω, αλλά δεν μπορώ. Έχω πρόβλημα με την υγεία μου, δεν μπορώ να περπατήσω. Περπατώ με δύο μπαστούνια και πάρα πολύ λίγο γιατί πονάω. Άλλη στη θέση μου δεν θ άντεχε, μπορεί και ν αυτοκτονούσε. Εγώ αντέχω όμως, την αγαπάω την ζωή. Αχ, κι αυτός ο γιατρός, δεν λέει να ρθει. Τόση ώρα μιλάμε και ακόμη δεν εμφανίστηκε …».
Απ το θυροτηλέφωνο η γυναικεία φωνή μου λέει να ανέβω στον τέταρτο. Στην πόρτα η βοηθός που έχει η Σπεράντζα στο σπίτι. «Ελάτε, η Σπεράντζα κάθεται στο σαλόνι». Παντού κάδρα που αναπαριστούν εικόνες από την Αφρική, φωτογραφίες της Βρανά στα κομοδίνα, πίνακες με μορφές μελαμψών ανδρών και γυναικών, και στην τηλεόραση να παίζει το mega star ένα βίντεο κλιπ του Πετρέλη. Η Σπεράντζα κεντάει ένα λευκό ύφασμα και το περνάει στη ραπτομηχανή της. Κλωστή, βελόνι και μάτι ορθάνοιχτο μην περαστεί λάθος η κοψιά. Φοράει κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι και μαύρο σορτ. Πολλή η ζέστη στην «Τρίτης Σεπτεμβρίου». «Ωχ πουλάκι μου, και που να μπει το Καλοκαίρι…Εσείς πρέπει να είστε ο δημοσιογράφος», παρατηρεί όταν περνάει απ τη μηχανή και την τελευταία λεπτή κλωστή σ αυτό που κεντάει. Μου δίνει καθισμένη το χέρι. Στο «χαίρω πολύ» μου, την πιάνουν τα γέλια. «Αυτό έλειπε να μην χαιρόσουνα παιδάκι μου». Κάτι σημειώνει σ ένα χαρτί. «Κάθε λίγο και λιγάκι παραγγέλνω και μου φτιάχνουν ένα cd για να τ ακούω. Περίμενε μην τα ξεχάσω... Κοίτα τι έχω σημειώσει για το επόμενο. «Ζιγκολό», «Everything», πολλά της Μαρινέλλας, Αλεξίου, «Δε φεύγω», «Έλα μωράκι μου»…». Μου χαμογελά. «Τη ζω την εποχή μου αγόρι μου όσο μπορώ. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είναι συνέχεια ανοιχτά… Θα με ρωτήσεις λοιπόν για ό,τι θες να μάθεις; Δεν έχω και πολύ χρόνο, σε λίγο θα ρθει ο γιατρός. Έχουμε ραντεβού σε λίγο.» Ξεκινάμε αμέσως. «Στη ζωή ερχόμαστε με μια μοίρα που μας ακολουθεί μέχρι το θάνατο μας. Αυτή είναι η άτιμη μας μοίρα, για να μην την πω πουτάνα. Δεν είμαι μοιρολάτρης, ζω και βλέπω. Αυτά που συνέβησαν στη ζωή μου δεν μπορεί να μην ήτανε μοιραία.. Ίσως άλλη γυναίκα στη ζωή μου να θεωρείται γριά. Δεν είμαι γριά, αλλά μεγάλωσα. Έρχονται στιγμές που νομίζω ότι έχω ζήσει τρεις ζωές. Η πρώτη μου ζωή είναι απ τον καιρό που γεννήθηκα μέχρι τον πόλεμο, η δεύτερη μου ζωή είναι αυτή που έχει σχέση με το θέατρο, η τρίτη είναι τώρα. Το θέατρο ήταν ο μεγάλος μου έρωτας. Ένας εραστής που τώρα μου χει περάσει, αλλά όσο υπήρχε με συνάρπαζε. Όλα τα λεφτά που έβγαζα απ τον κινηματογράφο πήγαιναν στο θέατρο, στα ρούχα. Όλες μου οι ντουλάπες είναι γεμάτες με ρούχα. Από τότε μου μεινε και συνεχίζω και τώρα ακόμη να ράβω και να κεντάω. Είμαι αν θες ένα αρσενικό με γυναικείες συνήθειες». Της λέω ότι αυτό είναι που άρεσε και στους άντρες που την φλέρταραν, αυτή η «κόντρα» που είχε ο χαρακτήρας της, και που την ανέδειξε ως το «απόλυτο θηλυκό». «Ποτέ δεν έχω εγκαταλειφθεί από άντρα. Ποτέ! Έχω ζηλευτεί και έχω αγαπηθεί πάρα πολύ. Δεν έχω απωθημένα, αγόρι μου. Είμαι χορτασμένη από αγάπη, έρωτα και sex.». Η οικιακή της βοηθός μου φέρνει την πορτοκαλάδα που της ζήτησα. Η Σπεράντζα την ξαναρωτάει πότε θα ρθει ο γιατρός και μετά της κάνει νόημα να μας αφήσει μόνους.«Μην και δεν την πιεις όλη. Είναι πολύ δυναμωτική για σας τους νέους». Στην πρώτη γουλιά της λέω πως μ αρέσει ο τρόπος που μιλάει για το sex, έτσι ακομπλεξάριστα. «Άλλοι στη θέση σας θα κρατούσαν τα προσχήματα και τη σοβαρότητα για την υστεροφημία τους». «Τι θα πει σοβαρό; Δεν υπάρχει σοβαρή ζωή χωρίς sex, αγάπη μου! Ακούω κάτι γυναίκες που έρχονται και μου λένε «Εγώ άμα δεν ερωτευτώ, δεν μπορώ να κάνω sex:» Τι λες μωρή; Η σάρκα αγάπη μου, είναι σάρκα. Έχει τις δικές της επιταγές.» «Συνήθως λένε για τις γυναίκες ότι είναι πιο συναισθηματικές, ότι θέλουν ένα «παραμύθι», της επισημαίνω. «Δεν ξέρω για τις άλλες, αλλά εγώ δεν το θέλω καθόλου αυτό το παραμύθι. Εγώ από πολύ μικρό παιδί ξεχώριζα το sex από τον έρωτα. Καμία σχέση το ένα από το άλλο. Αλίμονο μας αν περιμέναμε να κάνουμε sex όταν ερωτευτούμε. Το sex είναι τροφή. Μπορείς να ζήσεις χωρίς να φας;» Μιλάμε για τον έρωτα, για το πόσο ευτυχής είναι η ίδια που έζησε όσα έζησε, για τη σημερινή εποχή. «Τα περισσότερα κορίτσια σήμερα έχουν χάσει τη θηλυκότητα τους. Με άλλες ορμόνες γεννιούνται οι άντρες, με άλλες οι γυναίκες. Το ίδιο και κάποιοi gay που είναι γεννημένοι gay. Τους αγαπάω πολύ τους gay, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι gay. Άκου μια ιστορία: Ήμουνα 16 ετών και σύχναζα στο καφέ σπορ. Εκεί πήγαινε και ένα παιδάκι στην ίδια ηλικία με μένα, ο οποίος ήτανε πολύ θηλυπρεπής, και με είχε ερωτευτεί. Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος gay ήταν που μ είχε ερωτευτεί. Οι άλλοι εκεί του έλεγαν «Βρε μαλάκα, μα είσαι ερωτευμένος μ αυτήν; Αυτή είναι θηλυκό, δεν είναι αρσενικό χριστιανέ μου, κοίτα καλύτερα!» Αυτός επέμενε και τους έλεγε ότι του αρέσω. Μου λένε λοιπόν ότι έχουν βάλει στοίχημα ότι θα με κατακτήσει. Λέω λοιπόν σε κάποιους, «πείτε στον Κωστάκη να έρθει να μιλήσουμε». Έρχεται λοιπόν αυτός σ ένα ξενοδοχείο, μου φέρνει και κάτι πάστες, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου κανε έρωτα σαν αγόρι. Το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, το στοίχημα το κέρδισε ο μικρός. Περνάνε τα χρόνια. Το 83 δουλεύω στο Διάνα, και κάθονται μπροστά μπροστά δύο πολύ ωραίες κοπέλες. Στο τέλος της παράστασης έρχονται στο καμαρίνι να μου ζητήσουν αυτόγραφο. Η μία από τις δύο μου λέει να της υπογράψω ως «Ντίνα». Μου λέει δεν θα με ρωτήσετε από πού βγαίνει το «Ντίνα»; Από πού προέρχεται παιδί μου; «Απ το Κωστάκης», μου απαντάει. Δεν πήγε το μυαλό μου. Την ξανακοίταξα καλύτερα, και εκεί καταλαβαίνω ότι η κοπέλα που είναι μπροστά μου είναι το αγόρι που έκανα έρωτα στα 16 μου». Της λέω πως το «απόλυτο θηλυκό», δεν μπορεί, θα το ερωτεύτηκαν και γυναίκες. «Ουουου. Πολλές. Οι γυναίκες όμως δεν με ενδιέφεραν. Με ενδιέφερε το όργανο. Υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται από πολύ έως πάρα πολύ με το σεξουαλικό τους όργανο. Ιδιαίτερα αυτοί που έχουν το μεγάλο προσόν να έχουν ωραίο, δυνατό και σε σωστές διαστάσεις σεξουαλικό όργανο. Το χαϊδεύουν, το πλένουν, το αρωματίζουν, του μιλάνε, ακόμα και ευχαριστούν το Θεό για το δώρο που τους χάρισε, γιατί όπως και να το κάνουμε ένα τέτοιο όργανο, είναι θείο δώρο. Το όργανο φυσικά που είναι και ποίημα, γιατί όπως λένε και κάποιοι φίλοι μου gay, είναι μερικά όργανα που είναι «τι να φας, τι να μείνει». Ο άντρας που διαθέτει ένα τέτοιο όργανο είναι ισορροπημένο άτομο. Άμα ακούσεις άντρα που λέει «την τάδε την πήδηξα» και «την τάδε την πήδηξα» πάει να πει ότι το όργανο του δεν είναι της προκοπής. Και οι γυναίκες λοιπόν με γουστάρανε πάρα πολύ. Όταν λάμπει όμως μία γυναίκα είναι φυσικό να τη λατρεύουν οι πάντες.». Γελάει και το σώμα της τραντάζεται ολάκερο πάνω στην πολυθρόνα. «Εγώ τη λατρεύω τη ζωή, αγόρι μου. Τη ζωή την αγάπησα από τότε που βγήκα απ το αιδοίο της μαμάς μου. Η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής μου ήταν η μαμά μου. Εγώ δεν είχα κανέναν άλλο στη ζωή εκτός από τη μάνα μου, η οποία πέθανε στα 30 της. Έμεινα μόνη μου από πολύ μικρή ηλικία. Δεν είχα κανέναν να με φροντίζει. Μόνη μου τα κατάφερα και επιβίωσα. Έχω πεινάσει πάρα πολύ στη ζωή μου. Ακόμα κι όταν είχα φτάσει να είμαι φίρμα, πείναγα. Μου φτιαχνε το γκαρσόνι του θεάτρου δυο αυγά κι ένα λουκάνικο για να κρατηθώ. Το 52 ευτυχώς, βρέθηκε στη ζωή μου ο Σαλίβερος ο οποίος μου φτιαξε τη ζωή. Μου φέρθηκε και του φέρθηκα πάρα πολύ εντάξει. Εγώ αγάπη μου, να ξέρεις, στις σχέσεις μου ήμουνα πάρα πολύ πιστή. Διάλεγα τον άντρα που ήθελα να είμαι μαζί του και μ άρεσε να καθόμουνα μαζί του πολύ καιρό. Δεν ήμουνα αρπακολλατζού. Η σάρκα ικανοποιήτο με τον εκάστοτε δεσμό, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω με δεσμό αν δεν ικανοποιήτο πρώτα η σάρκα. Έχω κάνει και δύο γάμους στη ζωή μου, όλοι οι άντρες που πέρασαν απ τη ζωή μου με σημάδεψαν και τους σημάδεψα.» Αναρωτιέμαι αν έχουν κάνει ακραία πράγματα γι αυτήν οι άντρες που πέρασαν απ τη ζωή της. «Τα πιο απλά είναι τα ακραία. Όταν εγκατέλειψα το Γιώργο, τον άνθρωπο που από παιδί μ έκανε γυναίκα, την ώρα που έφευγε το φορτηγό που ήμουν μέσα για να κάνει το δρομολόγιο να ρθει στην Αθήνα, τον είδα να σωριάζεται στο πεζοδρόμιο και να κλαίει. Όταν πια έκανα καριέρα σε κάθε πρεμιέρα ερχόταν ο Γιώργος απ τη Λαμία και όταν τέλειωνε το νούμερο μου σηκωνόταν κι έφευγε. Ερχόταν μόνο για να δει εμένα, χωρίς εγώ να το ξέρω». Μου μιλάει για τις συνεργασίες που είχε στο θέατρο, για τις στιγμές δόξας και αποθέωσης, για τον άντρα της τον Παύλο στον οποίο «χρωστάει τα πάντα», για τη σημερινή εποχή στην πειθεώρηση που «όλα γίνονται για το χρήμα», για τις πολύτιμες αναμνήσεις της. Όταν φεύγω την χαιρετάω και τη φιλώ στο μάγουλο. Μου δίνει το χέρι της «Με συγχωρείς παιδάκι μου που δεν σηκώνομαι να σ αποχαιρετήσω, αλλά δεν μπορώ. Έχω πρόβλημα με την υγεία μου, δεν μπορώ να περπατήσω. Περπατώ με δύο μπαστούνια και πάρα πολύ λίγο γιατί πονάω. Άλλη στη θέση μου δεν θ άντεχε, μπορεί και ν αυτοκτονούσε. Εγώ αντέχω όμως, την αγαπάω την ζωή. Αχ, κι αυτός ο γιατρός, δεν λέει να ρθει. Τόση ώρα μιλάμε και ακόμη δεν εμφανίστηκε …».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Σεπτέμβριο του 2009. Η συνένετυξη είχε γίνει στο σπίτι της, λίγους μήνες πριν πεθάνει.