Τον είπαν Έλληνα Κέρουακ, ξαδέλφι του Τζακ Λόντον και του
Μπλαιζ Σαντράρ, ότι η συγγραφική του ιδιαιτερότητα, η ατμόσφαιρα των μύθων και
η σφραγίδα του στα γράμματα είναι δεδομένη, ότι είναι η ζωντανή απόδειξη για το
πόσα μπορεί να πετύχει ένας συγγραφέας όταν, εκτός από ταλέντο, έχει και κάτι
να αφηγηθεί. Ο Αντώνης Σουρούνης είναι όλα αυτά, και άλλα πολλά, πολύ πιο
βαρύγδουπα. Ή και πολύ πιο απλά.
Το «Low Profile»
είναι ένα μικρό café
στη Λυκαβηττού, στο κέντρο της Αθήνας, πολύ κοντά στη Νομική σχολή. Σχεδόν μαζί
με τη Σοφία ανοίξαμε το μαγαζί, με τη τσίμπλα στο μάτι, να κατεβάζει τα σκαμπό,
να καθαρίζει τους πάγκους, δυο τρία τηλεφωνήματα για κάτι ποτά που έπρεπε να
έρθουν και δεν ήρθαν, «τι θέλετε εσείς εδώ;», με ρώτησε στο κατώφλι, και- χωρίς
απάντηση να περιμένει- «λυπάμαι, δεν έχουμε ακόμη ανοίξει». «Για τον κύριο
Σουρούνη. Δεν σας είπε;». «Ε, πέστο Χριστιανέ μου, στέκεσαι σαν λαμπάδα και με
κοψοχολιάζεις πρωινάδικα ότι είσαι εσύ για τον Αντώνη μας!». 10:30 το πρωί στην
Αθήνα τα πράγματα είναι δύσκολα. Μ αυτές τις ρημαδοεκλογές τις γελοίες. Κυρίως
γιατί έχω κουραστεί να ακούω τα φορτηγά του ΚΚΕ στ αφτιά μου να εμμένουν-
ακόμη- στα πατριωτικά της Φαραντούρη και του Θεοδωράκη (και στο τσακίρ κέφι του
Μαχαιρίτσα και του Τσακνή), ζαλισμένα περπατώ, δεν κοιμήθηκα και καλά χτες- μ
έπιασαν πάλι και κάτι αϋπνίες, δεν βλέπω, δεν ακούω, βάλτε και καμιά Αλεξίου.
Έστω. Είναι κι αυτό το «να την πετιέται από ξαρχής κι ανδριεύει και θεριεύει»
μες στο κεφάλι μου μία ώρα, σ άλλους συνειρμούς με πάει. «Νόμιζα πως είστε εδώ
του μαγαζιού. Με συγχωρείτε». Ο Αντώνης είναι ακριβώς όπως στις φωτογραφίες των
βιβλίων του. Εύκολο να τον αναγνωρίσεις. Πανεύκολο. Κρατάει ένα μικρό πουράκι
στο χέρι που δεν άναψε ακόμα («τσιγαρίλο», το λέει), μου χτυπάει την πλάτη, μου
σφίγγει το χέρι, εντάξει τον συγχωρώ, θα φανταζόταν κανα σαραντάρη
(τουλάχιστον) να έρθει για τη συνέντευξή του (έτσι τον έμαθαν οι
κουλτουριάρηδες δημοσιογράφοι της Αθήνας, φαντάζομαι). Λίγο τυράκι, λίγο ψωμί,
λίγη ελίτσα ζητάει απ τη Σοφία. «Α, και λίγο τσίπουρο, βρε Σοφάκι». Δεν λέω
τίποτα. Με κοιτάει, τον κοιτάω, επικοινωνήσαμε ήδη. Ευτυχώς που γελάει, που δεν
με παίρνει στα σοβαρά, να μας πάει καλά η εβδομάδα. «Άμα ξυπνάς αγαπητέ μου
στις 3 το πρωί, τώρα για μένα είναι μεσημέρι. Τι να μου κάνει τώρα ο καφές;».
Όσα θα διαβάσετε παρακάτω είναι ακριβώς τα μισά από όσα είπαμε στην κουβέντα
μας. Έκοψα τις αφηγήσεις του (πώς να χωρέσουν
τέτοιες αριστουργηματικές διηγήσεις σε ένα μόνο τετρασέλιδο;), κάτι
εκπληκτικά περιστατικά με το στρατό, την κατάταξή του, ένα κρεβάτι νοσοκομείου,
την Τήνο που αγαπάει, τους δρόμους που περπάτησε, τα πεζοδρόμια που τον δίδαξαν
να κατεβαίνει όταν κάποιος άλλος περνάει, κι άλλα που μ έκαναν πολύ να γελάσω.
Μ ένα γέλιο αλλιώτικο, απ αυτό που όταν το θυμάσαι μετά, όλο ξαναγελάς και σε
λένε και τρελό. Ήμασταν μαζί περίπου μιάμιση ώρα, και είναι-όντως-άνθρωπος
υπέροχος για παρέα και φιλία βαθιά, υπέροχος μέσα στο μεγάλο του ταλέντο που
-και να πάει κάτι στραβά- θες να του τα συγχωρέσεις όλα, και αμέσως. Θα
ξαναβρεθούμε. Το συμφωνήσαμε. Α, και να κάθεται και εκείνος ο μεγαλόσωμος ψηλός
Πολωνός μαζί μας του ζήτησα, ο μπογιατζής φίλος του που μας διέκοψε κάποια
στιγμή, σίφουνας συναισθημάτων και μεγάλων χεριών για αγκαλιά, μάτια και
χαμόγελα καθαρά (σίγουρος ότι αγαπάει κι αυτός πολύ τον Αντώνη), σε λέξεις που
δεν έχουν τίποτα άλλο να περιγράψουν. Γιατί οι ματιές δεν είναι μυθιστόρημα.
-Γιατί γράφετε βιβλία;
-Εσύ γιατί ζεις; Γιατί ανασαίνεις;
-Είναι ζωή να γράφετε;
-Για μένα, ναι.
-Εσύ γιατί ζεις; Γιατί ανασαίνεις;
-Είναι ζωή να γράφετε;
-Για μένα, ναι.
-Θα μπορούσατε να κάνετε κάτι άλλο;
-Μα έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου. Έχω εργαστεί
σε τράπεζα, στη λαχαναγορά, σε βαπόρια, σε ρουλέτες. Έχω κάνει χίλια δυο. Ήξερα
όμως πάντα ποιος είναι ο προορισμός μου. Ευτυχώς που δεν είχε φράγκα ο πατέρας
μου να μου τα δώσει και να αράξω κάπου, να μην εργάζομαι. Όσα διαβάζεις στα
βιβλία μου είναι αυτά που έχω ζήσει. Το συγγραφιλίκι δεν είναι να κλειδωθείς σε
ένα δωμάτιο από πιτσιρικάς και να διαβάζεις όλα τα βιβλία άλλων συγγραφέων για
να γράψεις εσύ κάποτε. Άμα θες να γράψεις τη ζωή όπως είναι, πρέπει να τη
ζήσεις. Και να ζεις με διαφορετικούς ανθρώπους, έξω, στο δρόμο. Να μην μιλάς
μόνο με τους καθηγητές και τους δασκάλους σου.
-Ο Πολωνός που ήταν πριν από λίγο εδώ τι σας έμαθε;
-Ο μπογιατζής αυτός μου ανανέωσε την σχέση μου με τους
αλλοδαπούς, μου έμαθε πόσο τίμιος μπορεί
να είναι ένας άνθρωπος που εμείς τον θεωρούμε απατεώνα. Όταν δεις αυτό τον
άνθρωπο -που μοιάζει με πυγμάχο- μπορεί να τον φοβηθείς κιόλας. Κι όμως. Είναι
τόσο καλόκαρδος άνθρωπος, τόσο καλός.
-Ποιοι είναι οι καλοί άνθρωποι;
-Δεν είναι απαραίτητο να είσαι λεπτεπίλεπτος για να είσαι
καλός. Ακόμη και ένας άνθρωπος που μπορεί να φυσήξει και να σηκώσει την πέτρα
από κάτω, είναι καλός. Κάποιος μπορεί να έχει ταλέντο και να μην το
εκεμταλλεύεται αμέσως- από τα γεννοφάσκια του- να το αφήσει, αλλά να ξέρει ότι
έχει κάτι μέσα του.
-Το δικό σας ταλέντο πότε το ανακαλύψατε;
-Στη δευτέρα δημοτικού. Ο δάσκαλός μου ήρθε με μια εφημερίδα
της Θεσσαλονίκης και μας είπε «θα σας
διαβάσω μια ιστορία που λέγεται χρονογράφημα». Μας διάβασε μια ιστορία για την
Άνοιξη. Εγώ χάζεψα. Γύρισα στο διπλανό μου και του είπα «εγώ αυτή τη δουλειά θα
κάνω όταν μεγαλώσω». Και την έκανα, αρκετά μεγάλος μεν, αλλά έγραφα πάντα. Στο
σχολείο πάντοτε οι δικές μου εκθέσεις διαβάζονταν. Μετά έγραφα για να
εντυπωσιάσω καμιά κοπέλα.
-Εντυπωσιαζόταν;
-Νομίζω, ναι. Μερικές μου έδωσαν και πολύ μεγάλο θάρρος.
Όταν μεγάλωσα και έκανα παρέα με κορίτσια που είχαν βιβλιοθήκη στο σπίτι τους ή
σπούδαζαν κάπου, εντυπωσιαζόμουν. Εγώ δεν ήξερα από βιβλιοθήκες και από βιβλία.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα κανονική βιβλιοθήκη ήμουνα 28 χρονών, στο σπίτι
μίας φίλης μου. Τότε διάβασα για πρώτη φορά ποίηση και τρελάθηκα. Κάτι ποιητές
των αρχών του αιώνα. Έπιανα αυτά τα βιβλία με το σκληρό εξώφυλλο στα χέρια μου
και τα ευχαριστιόμουνα.
-Η παιδική μας ηλικία είναι αυτό που μας καθορίζει στη ζωή;
-Σίγουρα! Αυτός είναι ο μπούσουλας, χωρίς πολλές φορές να το
ξέρεις. Πυξίδα σου είναι η παιδική σου ηλικία, πως έζησεις, τι έκανες, τι σου
κάνανε, τι ήθελες να γίνεις, τι δεν έγινες. Όλα ξεκινάνε από την παιδική
ηλικία. Είναι όπως έχουνε οι παραδόπιστοι τα σεντούκια με τις λίρες και δεν τις
πειράζουνε. Άμα δεν βάλεις χέρι στην παιδική σου ηλικία μπορεί να μείνεις και
για πάντα παιδί. Ένα ανόητο παιδί όμως. Πρέπει να την ανακατώσεις την παιδική
ηλικία, να δεις τι έκανες, πως έγινε αυτό, πως το άλλο. Για να ξεκινήσεις πάλι
από εκεί.
-Και να ξαναγίνεις παιδί.
-Παιδί με γνώση, όμως.
-Αλήθεια, γιατί ξυπνάτε στις 3 το πρωί;
-Γιατί μόνο εκείνη την ώρα μπορώ να γράψω. Όλα μου τα βιβλία τέτοιες ώρες τα χω γράψει. Για μένα αυτή η ώρα-προτού ξημερώσει η μέρα-είναι η στιγμή που κυκλοφορούν οι ιδέες στον αέρα. Κι όταν βλέπουν κάποιον που τις ψάχνει εκείνη την ώρα, οι ιδέες θα πάνε. Είναι τελείως γαλήνη, τελείως ησυχία, όλοι κοιμούνται. Αυτός που περιμένει τις ιδέες, πάνε οι ιδέες επάνω του.
-Μέχρι ποια ώρα γράφετε;
-Γιατί μόνο εκείνη την ώρα μπορώ να γράψω. Όλα μου τα βιβλία τέτοιες ώρες τα χω γράψει. Για μένα αυτή η ώρα-προτού ξημερώσει η μέρα-είναι η στιγμή που κυκλοφορούν οι ιδέες στον αέρα. Κι όταν βλέπουν κάποιον που τις ψάχνει εκείνη την ώρα, οι ιδέες θα πάνε. Είναι τελείως γαλήνη, τελείως ησυχία, όλοι κοιμούνται. Αυτός που περιμένει τις ιδέες, πάνε οι ιδέες επάνω του.
-Μέχρι ποια ώρα γράφετε;
-Για 4-5 ώρες. Για το τελευταίο μου βιβλίο, έγραφα μέχρι τις
10 ή 11 το πρωί.
-Προλάβένετε να ζήσετε τη ζωή;
-Εγώ ζω μόνο τη ζωή μου, δεν κάνω τίποτε άλλο. Όταν όμως
γράφω, μόνο γράφω, δεν κάνω τίποτε άλλο. Για τρία χρόνια που έγραφα αυτό το
βιβλίο βγήκα έξω με τη φίλη μου μόνο τρία βράδια. Αυτό το βιβλίο ήταν πολύ
επώδυνο. Δεν μιλάω κιόλας όταν γράφω, πολλοί φίλοι μου με χάνουν, πολλοί
αραιώνουν. Τώρα με ρωτούσαν «τι κάνεις, τι γράφεις;» και δεν τους έλεγα τίποτα.
Τι να τους έλεγα; Όταν φτάσαμε στα δύο χρόνια τους πήρα και πήγαμε σε ένα φίλο
μου, τον Κώστα το φούρναρη στον Κορυδαλλό, για να τους διαβάσω μερικές σελίδες
να δουν τι σκατά γράφω. Πήγαμε εκεί, κι όταν τους είδα να ξερένονται στα γέλια,
μαλάκωσαν όλοι. Εντάξει λέω, τώρα χάσου πάλι.
-Πρέπει να απομονωθείτε τόσο πολύ για να γράψετε;
-Ούτε που μιλάω.
-Αυτό είναι πολύ σκληρό για τους ανθρώπους γύρω σας. Δεν
είναι;
-Είναι. Αλλά για τους αναγνώστες, δεν είναι. Αν οι γύρω μου
δεν με καταλαβαίνουν να φύγουνε, τι θα κάνουμε; Όταν οι άλλοι δουλεύουν από το
πρωί μέχρι το βράδυ, εγώ δεν λέω τίποτε. Δεν μπορώ να γράφω το ξημέρωμα και το
μεσημέρι να βγαίνω έξω και να τρώω με παρέα. Θα φύγω από το κλίμα του βιβλίου,
από την ατμόσφαιρά του. Όταν κάθομαι το μεσημέρι στο σπίτι μου και τρώω, στο
τραπέζι-νοερά-κάθονται όλοι αυτοί οι ήρωες στους οποίους αναφέρομαι. Με
αυτούς τρώω το φαγητό μου.
-Είναι επώδυνο να τους αποχαιρετάτε όταν κυκλοφορεί πια το
βιβλίο;
-Τους ήρωες από το «Μονοπάτι στη θάλασσα» τους είχα για 7-8
μήνες συνέχεια κοντά μου. Σαν να μην ήθελαν να φύγουνε.
-Αυτό είναι το βιβλίο της ζωής σας;
-Τώρα που κάλεσα τους νεκρούς όλους για να με συνδράμουν στο βιβλίο που έγραφα-και το έκαναν αυτοί οι άνθρωποι- μπορεί να είναι και το βιβλίο του θανάτου μου. Να πάω επάνω, και να μου πούνε «σ ευχαριστούμε». Κανείς δεν με ήξερε εμένα καλά εκτός από τη μάνα μου, που συνήθως οι μάνες-χωρίς να πουν τίποτα-τα διαβάζουν τα παιδιά τους. Όλοι λέγανε «ο αλήτης, ο τρελός», ο έτσι, ο αλλιώς. Δυο φορές παντρεύτηκα χωρίς να πω σε κανένα τίποτα. Μόνος μου παντρεύτηκα. Εγώ και η γυναίκα που είχα. Όλοι οι άλλοι το μάθαιναν μετά η αφότου χώριζα. Οι καλεσμένοι ήταν πάντα δύο άτομα, οι κουμπάροι μου.
-Τώρα που κάλεσα τους νεκρούς όλους για να με συνδράμουν στο βιβλίο που έγραφα-και το έκαναν αυτοί οι άνθρωποι- μπορεί να είναι και το βιβλίο του θανάτου μου. Να πάω επάνω, και να μου πούνε «σ ευχαριστούμε». Κανείς δεν με ήξερε εμένα καλά εκτός από τη μάνα μου, που συνήθως οι μάνες-χωρίς να πουν τίποτα-τα διαβάζουν τα παιδιά τους. Όλοι λέγανε «ο αλήτης, ο τρελός», ο έτσι, ο αλλιώς. Δυο φορές παντρεύτηκα χωρίς να πω σε κανένα τίποτα. Μόνος μου παντρεύτηκα. Εγώ και η γυναίκα που είχα. Όλοι οι άλλοι το μάθαιναν μετά η αφότου χώριζα. Οι καλεσμένοι ήταν πάντα δύο άτομα, οι κουμπάροι μου.
-Γιατί το κάνατε αυτό;
-Γιατί δεν χρειάζεται ο άλλος κόσμος. Όταν αγαπάς μία
γυναίκα δεν χρειάζεται να το διαλαλείς κιόλας. Την αγαπάς, τελείωσε.
-Δεν στερούσατε τη χαρά από τους γονείς ή τους φίλους σας;
-Μα δεν χρειάζονται όλοι αυτοί στο γάμο μου. Εγώ χρειάζομαι.Δεν είναι για μένα χαρά να έρθει ο κόσμος στο γάμο μου και να πετάει
πετραδούλες, αυτό δεν είναι χαρά. Χαρά είναι το ότι έχεις μία γυναίκα που την
αγαπάς και σ αγαπάει, και καλείς τους δύο καλύτερους σου φίλους για να συνδράμουν
κι αυτοί σ αυτή τη χαρά. Δεν χρειάζονται όλες αυτές οι χαζομάρες με τους 500
καλεσμένους. Και συνήθως όλοι αυτοί χωρίζουν στο τέλος, αν το παρατηρήσεις.
-Μα κι εσείς χωρίσατε.
-Οι δυο μας παντρευτήκατε, οι δυο μας χωρίσαμε. Δεν
ανακατώσαμε άλλους.
-Σας έχουν χαρακτηρίσει πολλές φορές «τρελό» ή «αλήτη»;
-Όταν ήμουν πολύ νέος, πάντα. Οι αναγνώστες των βιβλίων μου
καταλαβαίνουν γιατί. Ευφυείς άνθρωποι είναι όλοι.
-Φοβάστε το θάνατο;
-Κανά δυο φορές στη ζωή μου, πλησίασα πολύ στο θάνατο. Δεν
τον φοβόμουνα, στεναχωριόμουνα γιατί δεν είχα γράψει ακόμα. Ειδικά μια φορά
στην Αμερική που χτύπησα στο βαπόρι και δύο χρόνια περίμεναν οι γιατροί να δουν
μήπως ανέβει κανένα κοκκαλάκι επάνω στο πρόσωπό μου, μήπως έχω ελπίδα να ζήσω.
Εγώ ήξερα πως δεν θα πεθάνω, ήμουν καλά, μόνο που ήμουνα μπαταρισμένος στα
μούτρα. Έκανα μπάνιο κάθε πρωί ταχυδαχτυλουργικά, και όλοι οι άλλοι έλεγαν «το
καημένο το παιδί, θα πεθάνει».
-Γιατί πιστέψατε πως δεν θα πεθάνετε;
-Γιατί δεν έγραψα τα βιβλία που ήθελα να γράψω.
-Σαν μοίρα μου το λέτε. Σαν πεπρωμένο.
-Δεν μπορούσα να φύγω απ τη ζωή χωρίς να γράψω. Μου ήταν
αδιανόητο. Ούτε τώρα θέλω ακόμη να πεθάνω, θέλω να κάνω ένα δυο πράγματα ακόμη.
-Να γράψετε;
-Ναι. Και μετά ας πεθάνω....Ξέρεις γιατί δεν το φοβάμαι το
θάνατο; Γιατί μ αρέσει τόσο πολύ η ζωή! Πάρα πολύ!
-Τι ωραίο ζήσατε χτές;
-Χτες το κάθε λεπτό ήταν πανέμορφο. Ήταν μια υπέροχη μέρα.
-Με ποιους ήσασταν;
-Ολομόναχος… Έλεγα «τι ωραία μέρα!». Πήρα μια φίλη μου και
της άφησα ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, γι αυτό ακριβώς: Για το πόσο όμορφη είναι
η μέρα.
-Πότε σταματήσατε να φοβάστε τη μοναξιά;
-Ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Από μικρό παιδί. Πάντα μου άρεσε η
μοναξιά, και στις γειτονιές που έπαιζα πιτσιρικάς, και στις δουλειές που έκανα.
Ήθελα να έχω μία γωνιά μόνος μου και να κάθομαι να σκέφτομαι ή να κοιτάω. Την
επεδίωκα τη μοναξιά.
-Τι θα θέλατε να σας φέρει το μέλλον;
-Τίποτε. Δεν έχω τίποτα στο μυαλό μου. Άμα γεμίζεις το μυαλό σου, δεν μπορεί να μπει μέσα τίποτα. Τίποτα καινούργιο. Εγώ το έχω άδειο συνέχεια. Όπως είναι το μυαλό, είναι και η καρδιά. Μόνο όταν έχεις την καρδιά σου άδεια, θα έρθει να μπει κάποιος άνθρωπος να τον αγαπήσεις. Άμα η καρδιά είναι γεμάτη με μία γυναίκα με την οποία είσαι μαζί της αναγκαστικά και έχει μείνει εκεί η σκιά της, δεν θα έρθει ποτέ άλλη. Εγώ, ας πούμε, ταξίδευα πάντα μόνος. Έτσι είχα καλές επαφές και με τους δρόμους και με τους ανθρώπους. Άμα είσαι μαζί με κάποιον άλλον, δεν σου έρχονται ούτε οι άνθρωποι ούτε οι ιδέες, είσαι απλά με τον άλλον άνθρωπο που είναι μαζί σου. Οι ιδέες και οι άνθρωποι που είναι να σε πλησιάσουν αιωρούνται, όταν όμως είσαι γεμάτος δεν σε πλησιάζει τίποτα, σου λένε «καλά είναι εκεί αυτός, άστον». Και φεύγουν.
-Τίποτε. Δεν έχω τίποτα στο μυαλό μου. Άμα γεμίζεις το μυαλό σου, δεν μπορεί να μπει μέσα τίποτα. Τίποτα καινούργιο. Εγώ το έχω άδειο συνέχεια. Όπως είναι το μυαλό, είναι και η καρδιά. Μόνο όταν έχεις την καρδιά σου άδεια, θα έρθει να μπει κάποιος άνθρωπος να τον αγαπήσεις. Άμα η καρδιά είναι γεμάτη με μία γυναίκα με την οποία είσαι μαζί της αναγκαστικά και έχει μείνει εκεί η σκιά της, δεν θα έρθει ποτέ άλλη. Εγώ, ας πούμε, ταξίδευα πάντα μόνος. Έτσι είχα καλές επαφές και με τους δρόμους και με τους ανθρώπους. Άμα είσαι μαζί με κάποιον άλλον, δεν σου έρχονται ούτε οι άνθρωποι ούτε οι ιδέες, είσαι απλά με τον άλλον άνθρωπο που είναι μαζί σου. Οι ιδέες και οι άνθρωποι που είναι να σε πλησιάσουν αιωρούνται, όταν όμως είσαι γεμάτος δεν σε πλησιάζει τίποτα, σου λένε «καλά είναι εκεί αυτός, άστον». Και φεύγουν.
-Ήταν επώδυνη η περίοδος όταν άδειαζε η καρδιά σας μέχρι να
έρθει το καινούργιο;
-Όταν έχεις μια γυναίκα και βλέπεις ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά μεταξύ σας-και απ τη μεριά σου και απ τη μεριά της-εσύ τη λυπάσαι. Και αυτή σε λυπάται. Θυμάστε τα καλά που ζήσατε και το πράγμα μένει εκεί. Αν συνεχίσετε να είστε μαζί ποτέ δεν θα εκπλαγείς, ποτέ δεν θα έρθει κάτι άλλο. Θα μείνεις με τη γυναίκα αυτή μέχρι το τέλος. Αν όμως αποφασίσεις ότι δεν πάει άλλο, και αυτή θα βρει κάτι καλύτερο από σένα, και εσύ κάτι που να σου ταιριάζει πιο πολύ.
-Όταν έχεις μια γυναίκα και βλέπεις ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά μεταξύ σας-και απ τη μεριά σου και απ τη μεριά της-εσύ τη λυπάσαι. Και αυτή σε λυπάται. Θυμάστε τα καλά που ζήσατε και το πράγμα μένει εκεί. Αν συνεχίσετε να είστε μαζί ποτέ δεν θα εκπλαγείς, ποτέ δεν θα έρθει κάτι άλλο. Θα μείνεις με τη γυναίκα αυτή μέχρι το τέλος. Αν όμως αποφασίσεις ότι δεν πάει άλλο, και αυτή θα βρει κάτι καλύτερο από σένα, και εσύ κάτι που να σου ταιριάζει πιο πολύ.
-Δεν έχει πόνο αυτός ο αποχωρισμός;
-Όλοι οι αποχωρισμοί έχουν πόνο. Χωρίς πόνο όμως δεν υπάρχει
ζωή. Όπου χαρά και πόνος. Εφόσον θες να χαίρεσαι πρέπει να αντέχεις και να
λυπάσαι. Να υποφέρεις.
-Με τι πονέσατε τελευταία;
-Με το πιο συνηθισμένο απ όλα.
-Ποιο είναι αυτό;
-....Με την εγκατάλειψη μιας γυναίκας.
-Θα έρθει όμως το καινούργιο...
-Πάντα έρχεται το καινούργιο! Ο πόνος γίνεται χαρά από τη
μία ώρα στην άλλη. Ίσως και να έχει μεγαλύτερη χαρά απ ότι είχε πριν...Όλη η
φιλοσοφία στη θάλασσα είναι πάνω στη λαμαρίνα, στο κατάστρωμα. Είναι αυτό που
λέει ο Καββαδίας: «Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει». Αυτό είναι μεγάλη
αλήθεια. Όταν μπεις στο βαπόρι επάνω δεν έχει μείνει τίποτε στη στεριά. Τίποτε!
Τα ξεχνάς όλα, έχουνε φύγει όλα, έχουνε χαθεί. Όπως χάνεται η στεριά και
βλέπεις μόνο θάλασσα, έτσι γίνεται και μέσα σου, μέσα σου γίνονται όλα νερό. Δεν
υπάρχει τίποτα. Έτσι είναι και με τη σχέση. Όσο σκέφτεσαι και υποφέρεις, και
θυμάσαι, και αναπολείς τις μέρες και τις νύχτες που έζησες με την αγαπημένη
σου, δεν μπορείς να ησυχάσεις` είσαι συνέχεια αναστατωμένος. Μπορεί να κλαίς
κιόλας. Από την ώρα όμως που θα πεις «με γεια της, ας πάει στο καλό»-να της
δώσεις δηλαδή και την ειλικρινή ευχή σου μέσα σου-από εκείνη την ώρα ηρεμείς.
Ησυχάζεις.
-Και τη μνήμη; Πως ηρεμείς τη μνήμη;
-Όταν εννοείς την ευχή, η μνήμη παύει να την έχει μέσα της.
Αποκτάς μόνο καλή μνήμη, δεν υποφέρεις πια, της τα χεις χαρίσει. Είσαι αθώος
πια. Η συγχώρεση είναι σπουδαίο πράγμα.
-Παλιά συγχωρούσατε το ίδιο εύκολα;
-Πάντα. Από πιτσιρικάς. Γιατί ήθελα να με συγχωρούνε κι εμένα γι αυτά που έκανα. Είχα σκεφτεί ότι άμα δεν συγχωρώ εγώ, πώς να περιμένω να με συγχωρέσουν και εμένα οι άλλοι; Βέβαια υπήρξα και πολύ εγωιστής κάποια περίοδο της ζωής μου που δεν μπορούσα να σκεφτώ πως μπορώ εγώ να συγχωρέσω κάποιον που έκανε τέτοια μαλακία. Όταν μετά έκανα μεγάλα λάθη και είδα να με συγχωρούν οι άνθρωποι, τότε πια είπα ότι πρέπει να συγχωρώ κι εγώ.
-Πάντα. Από πιτσιρικάς. Γιατί ήθελα να με συγχωρούνε κι εμένα γι αυτά που έκανα. Είχα σκεφτεί ότι άμα δεν συγχωρώ εγώ, πώς να περιμένω να με συγχωρέσουν και εμένα οι άλλοι; Βέβαια υπήρξα και πολύ εγωιστής κάποια περίοδο της ζωής μου που δεν μπορούσα να σκεφτώ πως μπορώ εγώ να συγχωρέσω κάποιον που έκανε τέτοια μαλακία. Όταν μετά έκανα μεγάλα λάθη και είδα να με συγχωρούν οι άνθρωποι, τότε πια είπα ότι πρέπει να συγχωρώ κι εγώ.
-Έχετε κάνει μεγάλα λάθη;
-Μπορεί και να συνεχίζω να κάνω πολύ μεγάλα λάθη. Όταν
κάνεις όμως μισό κιλό λάθος, μπορεί να μάθεις πράγματα 50 οκάδων. Όταν έχεις
μεγαλώσει, όταν έχεις κατανοήσει. Από ένα μικρό λάθος που παραδέχεσαι στον
εαυτό σου, μπορεί να σου έρθουνε 20 οκάδες καλά πράγματα. Το λάθος μπορεί να
γεννήσει και να σου βγούνε 30 καλά.
-Συνεχίζουν να σας αρέσουν τα ταξίδια;
-Δεν θέλω να ταξιδεύω πια. Στην Ελλάδα θέλω να ταξιδεύω, όχι
στο εξωτερικό. Να φανταστείς την Ελλάδα μου την έμαθε η δεύτερη γυναίκα που
παντρέυτηκα, μια Δανέζα, μια ξένη. Κυκλοφορούσαμε με τρένα, αυτοκίνητο και
πλοίο.
-Η Τήνος είναι πιο ωραία το Χειμώνα;
-Όλα τα πράγματα είναι πιο ωραία το Χειμώνα.
-Για ποιο λόγο;
-Γιατί σου μιλάνε πιο καλά, είστε πιο μόνοι. Εσύ κι η
θάλασσα, εσύ κι η Παναγία. Το Καλοκαίρι έχει τέτοιο πλήθος κόσμου που και να
βγει η καυμένη η Παναγία ανάμεσα στα πλήθη, σε ποιον να πρωτοπάει; Όλοι κλαίνε
και ανεβαίνουνε γονατιστοί επάνω στην εκκλησία. Που να πρωτοπάει η Παναγία;
Ποιον να βοηθήσει;
-Την επικαλείστε την Παναγία;
-Όλους τους επικαλούμαι. Εμένα μ αρέσει η επαφή με τον
ουρανό. Δεν ξέρω ποιος είναι πάνω του ή πίσω του, αλλά μ αρέσει αυτή η επαφή.
Εκεί που ζω το Χειμώνα, ζω πάντα κοντά στη θάλασσα. Αν εδώ ξυπνάω στις 3, εκεί
ξυπνάω στη 1 το πρωί.
-Και τι ώρα κοιμάστε;
-Στις 7 το βράδυ. Εκεί βγαίνω έξω ντυμένος και βλέπω τα
αστέρια επάνω και ακούω τη θάλασσα. Είναι κανονική ζωή όλα αυτά. Πέφτουν τα
αστέρια από πάνω...Η μοναξιά είναι πάρα πολύ μεγάλη υπόθεση-ειδικά για κάποιον
που θέλει να γράψει.
-Αισθάνεστε διαφορετικός από άλλους ανθρώπους;
-Όλοι οι άνθρωποι διαφορετικοί είμαστε. Αν ήμασταν όλοι
ίδιοι τότε θα ήμασταν φαντάροι της Αμερικής. Ένα μπόι, ένα όπλο, και όλοι να
πέσουν στη μάχη.
-Γιατί καπνίζετε αυτά τα μικρά πουράκια;
-Δεν καπνίζω πια τσιγάρα-κάπνιζα για πολλά χρόνια, όχι πια.
Αυτά εδώ είναι όπως οι πιστοί φίλοι, τραβάς μια δυο ρουφηξιές, τις χαίρεσαι και
μετά το αφήνεις να κάθεται το τσιγαρίλος. Και σε περιμένει. Δεν σβήνει καθόλου,
δεν καίγεται. Σε περιμένει. Περιμένει εσένα να το ξαναπιάσεις στο χέρι σου. Από
την ώρα που καθόμαστε εδώ το μισό έκανα, το άλλο μισό το άφησα για αλλού.
-Είστε ευτυχισμένος με τη ζωή σας;
-Ευχαριστημένος θες να πεις.
-Έστω. Ευχαριστημένος.
-Ναι, είμαι. Όταν ο άνθρωπος εκπληρώνει το παιδικό του
όνειρο είναι πάντα ευχαριστημένος.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου (ένθετο "Υστερόγραφο"), τον Σεπτέμβριο του 2007.