9.8.11

ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: "ΟΥΤΕ ΨΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΚΑΛΗ ΔΕΝ ΕΓΡΑΦΑ"


Οι περισσότεροι την έχουν ταυτίσει με την «Πρόβα νυφικού» και το «Μεγάλο θυμό», τα δύο πρώτα bets seller βιβλία της. Οι νεότεροι, όμως, δεν ξέρουν ότι η Ντόρα υπήρξε κάποτε star των μπουάτ και μούσα του Μίκη Θεοδωράκη.
Με τα 9 της βιβλία, έχει κερδίσει περισσότερους από μισό εκατομμύριο αναγνώστες που τη λατρεύουν, που ανυπομονούσαν και ρωτούσαν συνεχώς στις εκδόσεις Καστανιώτη, για το πότε θα είναι έτοιμο το επόμενο, αυτό που μόλις κυκλοφόρησε, το «Πεθαίνω για σένα». Και, όπως συμβαίνει κάθε φορά με τα βιβλία της, θα βρίσκεται και αυτό, για πολλές εβδομάδες, στη λίστα με τα ευπώλητα μυθιστορήματα. Η Ντόρα δεν μιλάει γι αυτά, για τις επιτυχίες. Κι αν της αναφέρεις κάτι για «μεγάλη αναγνωσιμότητα» και «φανατικό κοινό», απλώς χαμογελάει και ευχαριστεί. Ετοιμάζει ένα ποτήρι γάλα, βάζει μέσα μία κουταλιά νεσκαφέ, το ανακατεύει και πίνει την πρώτη της γουλιά.
-Η ζωή σας έχει περάσει από πολλά στάδια: Από το θέατρο, το τραγούδι, τη συγγραφή. Τι κρατάτε και τι αφήνετε από αυτά που ζήσατε;
-Κρατάω τα πάντα και δεν αφήνω τίποτα απέξω. Το τραγούδι και το θέατρο μου πρόσφεραν, στην αρχή της καριέρας μου, τα πάντα. Μεγάλωσα στη Μυτιλήνη μεν αλλά ενηλικιώθηκα ουσιαστικά μέσα στο θέατρο και στο τραγούδι- αν σκεφτώ ότι στα πρώτα μου βήματα στο τραγούδι προχώρησα με το Μίκη Θεοδωράκη και έχοντας ξεκινήσει την τραγουδιστική μου καριέρα με ένα τραγούδι σύμβολο, το «Γελαστό παιδί». Αισθάνομαι απέραντα τυχερή, για όσα έζησα. Αργότερα, η επιτυχία του πρώτου μου μυθιστορήματος, της «Πρόβας νυφικού», ήταν μία μεγάλη χαρά για μένα και, οφείλω να ομολογήσω, ότι την ανταπόκριση αυτού του βιβλίου ποτέ δεν την περίμενα. Ήταν, όμως, από τα πιο σημαντικά πράγματα που μου συνέβησαν στη ζωή.
-Ήταν εύκολη η μετάβασή σας από το θέατρο και το τραγούδι στη συγγραφή, το 1993;
-Ήταν τυχαία. Δεν είχα ποτέ μου τέτοιες φιλοδοξίες. Βέβαια, ο φίλος μου, ο ποιητής και δημοσιογράφος Λευτέρης Παπαδόπουλος, μου λέει «δεν γίνονται τυχαία αυτά τα πράγματα, απλώς βράζανε μέσα σου, σηκώθηκε το καπάκι και βγήκαν». Τείνω να συμφωνήσω σ αυτό. Ωστόσο, εγώ δεν είχα κατά νου να γράψω ποτέ. Σκεφτείτε ότι ούτε τα ψώνια του μπακάλη δεν έγραφα! Η συγγραφή συνέβη σε μένα ενώ περνούσα μία πάρα πολύ άσχημη οικογενειακή κατάσταση, οικονομικής φύσεως. Φαίνεται, ότι το μυαλό μου, θέλοντας να «φύγει», να δραπετεύσει και να σκεφτεί κάτι άλλο, έξω από τη ρεαλιστική ζωή, έξω από το κουκούλι που ήμουν, άρχισε να φτιάχνει διάφορα πράγματα. Ξεκίνησα να γράφω ξαφνικά. Φαίνεται ότι ο άνθρωπος χρειάζεται μία μεγάλη δυσκολία για να πιεστεί και να φορτσάρει, για να κάνει κάτι που να ευχαριστεί τον ίδιο, αλλά και τους γύρω του.
-Κρατήσατε ωραίες αναμνήσεις από το τραγούδι και τις μπουάτ;
-Ήταν πολύ όμορφα. Βέβαια, εγώ κουράστηκα πάρα πολύ. Θα σας πω κάτι που θα σας φανεί περίεργο: Εγώ δούλεψα καμιά δεκαριά χρόνια όλα κι όλα, αλλά δούλεψα τόσο πολύ που μετά, όταν σταμάτησα, νόμιζα ότι έπρεπε να πάρω σύνταξη, γιατί είχα κουραστεί πολύ. Είχα δύο παραστάσεις στο θέατρο καθημερινά, μετά το θέατρο έπρεπε να πάω στην μπουάτ, να τραγουδώ εκεί μέχρι τις 3 το πρωί, ύστερα πήγαινα να φάω κάτι σε κάποιο ξενυχτάδικο, από τις 5 μέχρι τις 7 το πρωί επέστρεφα στο σπίτι για να κοιμηθώ και στις 7 το πρωί περνούσε αυτοκίνητο για να με πάει σε γύρισμα για κάποια από τις δέκα περίπου ταινίες στις οποίες συμμετείχα- με τον Ορέστη Μακρή, την Ειρήνη Παππά, τον Μπάρκουλη, τη Ζαφειρίου, το Νέγκα, το Βόγλη, πολλούς πρωταγωνιστές. Μέχρι το απόγευμα που θα με πήγαιναν και πάλι στο θέατρο. Βέβαια, όταν είσαι νέος, τα αντέχεις όλα.
-Τι κρατάτε από τη σπουδαία συνεργασία σας με τον Μίκη Θεοδωράκη;
-Θυμάμαι ότι στον «Όμηρο», όταν έπρεπε να τραγουδήσω κι εγώ όπως όλοι, του είχα πει «εγώ δεν τραγουδάω!». «Μωρέ, θα τραγουδήσεις!», μου έλεγε. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με παρακίνησε να βγω από το καβούκι μου και να τραγουδήσω. Ο Τσαρούχης, που έκανε τότε τα σκηνικά στο έργο, όταν είχε έρθει στη γενική δοκιμή, με άκουσε που τραγουδούσα και του είπε «αυτή είναι ντιζέζ! Έτοιμη!». Θεωρούσαν, από την πρώτη μου κιόλας εμφάνιση, ότι είμαι ήδη τελειωμένη τραγουδίστρια!
-Θα προτιμούσατε να είχατε ξεκινήσει με το γράψιμο; Να μην είχαν προηγηθεί το θέατρο και το τραγούδι;
-Όχι, όχι. Καθετί ήρθε στο χρόνο που έπρεπε. Άλλωστε, οι εμπειρίες μου αποτυπώθηκαν κάπως και στα βιβλία μου. Ποτέ δεν θα ήθελα να γράφω από τα 20 μου. Το ταξίδι ήταν πολύ όμορφο.
-Λένε για τους συγγραφείς, ότι είναι συνήθως μελαγχολικοί άνθρωποι. Συμβαίνει το ίδιο και με σας;
-Δεν είμαι καθόλου μελαγχολική. Είμαι πάντα αισιόδοξη. Προσπαθώ τουλάχιστον.
-Δεν εμπεριέχει πολλή μοναξιά το γράψιμο, σε αντίθεση με τις προηγούμενές σας δουλειές;
-Ναι, αλλά αυτή είναι ωραία μοναξιά! Περνάω πολύ ωραία στο διάστημα που γράφω, όταν έχω πια την ιστορία στο μυαλό μου. Το ζω, το διασκεδάζω, με ευχαριστεί. Όταν έχω την ιστορία ξεκινάω να την γράφω και, μέσα σε τρεις τέσσερις μήνες, την έχω τελειώσει. Αλλά, δουλεύω στο μεταξύ πάρα πολλές ώρες. Ίσως να έχω συνηθίσει από παλιά, όταν δούλευα στο τραγούδι. Όταν γράφω, γράφω γύρω στις 12 ώρες τη μέρα. Ξεκινάω από τις 7 το πρωί, κάνω ένα διάλειμμα στη 1 και συνεχίζω πάλι στις 4, μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό δεν το κάνω επειδή με κυνηγάει κάποιος ή με πιέζει, το κάνω γιατί θέλω να το κάνω, επειδή είναι κάτι που με ικανοποιεί. Όταν γράφω μία ιστορία, για να μην την ξεχάσω, γράφω σαν τρελή, συνεχώς.
-Γράφετε στο χαρτί;
-Ναι. Με το χέρι. Με τον παλιό τρόπο. Δεν έχω ιδέα από αυτά τα καινούργια, τους υπολογιστές. Στη συνέχεια, τα καθαρογράφω σε τετράδια, το παίρνουν και το τυπώνουν.
-Όταν δεν γράφετε, τι σας αρέσει να κάνετε;
-Μου αρέσει πολύ να μένω στο σπίτι, αλλά και να πηγαίνω βόλτες με τους φίλους μου- το πολύ δυο τρεις φορές τη βδομάδα, γιατί δεν αντέχω περισσότερο- κουβεντιάζοντας και τρώγοντας.
-Ο έρωτας υπήρξε σημαντικό κομμάτι της ζωής σας;
-Πολύ. Ήταν ωραίο, ήταν όμως σκληρό και αδυσώπητο κάποιες φορές. Ξέρω τους καημούς του έρωτα.
-Εσείς πως αντιμετωπίζατε αυτούς τους καημούς;
-Με δυσκολίες μεγάλες.
-Λόγω της μεγάλης σας ευαισθησίας;
-Ίσως. Τις μεγαλύτερες δυσκολίες τις έζησα επί Χούντας, όταν είχα φύγει στο εξωτερικό, τότε που ζούσα τον πρώτο καιρό της σχέσης μου με τον σύζυγό μου, το Μηνά Χρηστίδη. Πολλές φορές απελπιζόμουνα τότε αλλά, μέσα από αυτά, από πολλές και μεγάλες περιπέτειες που περάσαμε με τον σύζυγό μου, βγήκε το πιο σπουδαίο: Ο γιος μας, Λένος.
-Είναι δύσκολο για το σύζυγό σας, να συνυπάρχει με μία συγγραφέα;
-(γελάει) Ο Μηνάς ήταν και είναι ο πρώτος αναγνώστης μου. Από την αρχή με βοήθησε πολύ, όταν με απέρριψε ως συγγραφέα. Εγώ ξεκίνησα να γράφω στα κρυφά, γιατί δεν τολμούσα να το πω ενώ, όταν του είχα δείξει τα πρώτα γραπτά μου, μου είχε πει «όχι, σε παρακαλώ σταμάτα!». Με απογοήτευσε τρομερά! Ήταν πάντα πολύ σκληρός κριτικός. Και πράγματι, όταν μου το είπε αυτό, σταμάτησα. Αλλά μετά από ένα μήνα ξανάρχισα, πάλι στα κρυφά, πολύ πιο επίμονα. Με ρωτούσε «μα, τι κάνεις επάνω;»- γιατί το σπίτι μας είναι δίπατο- και του απαντούσα «φτιάχνω τις ντουλάπες». «Πόσες ώρες μ αυτές τις ντουλάπες;», συνέχιζε. Όσο έγραφα, σ αυτή τη δεύτερή μου προσπάθεια να του αρέσουν τα γραπτά μου, ήμουν σίγουρη ότι αυτό που έγραφα ήταν καλό. Όταν έγραψα λοιπόν το πρώτο κεφάλαιο της «πρόβας νυφικού», πήγα στο σαλόνι και του είπα «δες αυτό!». Όταν το διάβασε, γύρισε, πολύ αυθόρμητα και μου είπε: «Μπράβο! Αυτό ήτανε!». Έτσι συνέχισα. 
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό People, τον Ιούλιο του 2011.