Ταξί δεν περνούσε από την Καισαριανή, όση ώρα περιμέναμε
στην Εθνικής Αντιστάσεως. Μόλις είδε το λεωφορείο- το 224 -, ανακουφίστηκε:
«Έχεις εισιτήρια;», με ρώτησε. «Θα μπείτε εσείς σε λεωφορείο;» της είπα.
Γέλασε. «Γιατί; Τι είμαι εγώ; Καμιά star; Εγώ χαίρομαι να είμαι μέσα στο αστικό. Και ο κόσμος
χαίρεται να με βλέπει μέσα σ αυτό, γιατί με θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Δεν
σκέφτηκα ποτέ ότι είμαι “κάποια”. “Κάποια” και ντίβα είμαι μόνο στο σπίτι μου».
Στο λεωφορείο την χαιρετούν, κάποιοι της μιλούν για τη Θεσσαλονίκη, της λένε
περιστατικά, μαζεύεται κόσμος γύρω της. «Έτσι γίνεται κάθε φορά», μου λέει. «Και
στα Εξάρχεια που μένω, έρχονται τα παιδιά και μου φωνάζουν “κυρά Μαριώ, κυρά
Μαριώ”!». Στο Hilton,
λίγο πριν κατέβω, μου θυμίζει να μην ξεχάσω να περάσω από το σπίτι της για να
πάρω κουλουράκια. Και τυροπιττάκια. Που τα φτιάχνει με τέχνη
κωνσταντινουπολίτικη. Σαν αυτά που είχε μάθει απ τη γιαγιά της
-Διάβαζα κάπου ότι, ανάμεσα στις πολλές σας βραβεύσεις για
το ρεμπέτικο τραγούδι, στο Παρίσι σας χαρακτήρισαν και «Edith Piaf της Ελλάδας», είχαν πει
πως «είστε η μεγαλύτερη ρεμπέτισσα στη χώρα μας σήμερα».
-Αμάν! Τι είναι αυτά που μου λες; Εγώ θα έλεγα πως είμαι
κάτι παραπλεύρως, κάτι παραπλήσιο. Για μένα το ρεμπέτικο είναι στάση ζωής,
είναι η ίδια μου η ζωή, έκανα και κάνω προσπάθεια να μην σβήσει το ρεμπέτικο
τραγούδι, με ευχαριστεί να μου λένε ότι είμαι «η μεγαλύτερη ρεμπέτισσα», αλλά
εγώ νιώθω πως κάνω απλά τη δουλειά μου.
-Τι εννοείτε ότι το ρεμπέτικο είναι στάση ζωής;
-Ζω μποέμικα, ζω πολύ λάσκα. Δεν έχω χρόνους, δεν μετράω τι
μέρα είναι ή τι θα κάνω σήμερα. Μου λένε «θα κάνουμε αύριο εκείνο ή το άλλο»
και μετά, όλη την υπόλοιπη μέρα, ή θα κεντάω ή θα ράβω ή θα μαγειρεύω ή θα
φτιάχνω γλυκά. Να έρθεις καμιά μέρα στο σπίτι να σου φτιάξω μικρασιάστικα που
μου έμαθε η μητέρα μου που καταγόταν από εκεί: Ιμάμ, τουρλού, ραγκού, μοσχαράκι
κοκκινιστό. Θέλω να σου πω, ότι εγώ ζω κανονικά. Μένω στα Εξάρχεια, κοντά στην
πλατεία. Ξυπνάω γύρω στις 6 όταν δεν τραγουδάω, όταν τραγουδάω κατά τις 9 είμαι
στο πόδι, κάνω το καφεδάκι μου- ελληνικό σκέτο- και κάθομαι στο μπαλκόνι μου με
τα λουλούδια μου. Τώρα έμαθα να πίνω και καπουτσίνο, αλλά τον ελληνικό δεν τον
αλλάζω. Φτιάχνω τυροπιττάκια ή κουλουράκια, καθαρίζω το σπίτι, μιλάω με τις
φίλες μου- η κολλητή μου είναι η Ντόρα η Ρίζου- πότε πότε κάνω χυμό ντομάτας.
Το ψωμί που μένει δεν το πετάω, το κάνω παξιμάδι. Μαζεύω επίσης παλιά υφάσματα,
τα κόβω, κάνω κουβερλί και τα χαρίζω.
-Μία τραγουδίστρια με τη δική σας φήμη, που έχει τραγουδήσει
τους μεγαλύτερους λαϊκούς μας συνθέτες, που έχει γυρίσει όλο τον κόσμο σε
συναυλίες και που γεμίζει κάθε μαγαζί στην Ελλάδα- όπου κι αν
εμφανίζεται-ακούγεται παράξενο να κάθεται στο σπίτι της και να ράβει ή να
κεντάει.
-Εγώ έτσι μεγάλωσα! Την προίκα μου την κέντησα εγώ η ίδια,
ό,τι προίκα άλλωστε μου έκανε η μαμά μου τη βοηθούσα κι εγώ στη μηχανή: Να
γαζώσω, να φτιάξω τα σεντόνια μου, τα μαξιλάρια μου με τις δαντέλες. Μόνο τα
παπλώματά μου δεν τα κέντησα, το ένα ήταν με μαλλί το άλλο με καθαρό βαμβάκι.
-Πότε παντρευτήκατε;
-Το 1969. Από έρωτα. Άμα ήταν από προξενιό, κάηκα. Ο άντρας
μου ήταν δημόσιος υπάλληλος, τώρα είναι συνταξιούχος. Αλλά το 1967, στα 21 μου
χρόνια, είχα ήδη κάνει την κόρη μου τη Μαρίνα. Εγώ πρωτοστάτησα σε αυτές τις
ανατροπές.
-Από ποια ηλικία τραγουδάτε;
-Ο πατέρας μου ήταν ντράμερ και οργανοποιός, μέλος του
συλλόγου μουσικών βορείου Ελλάδος. Ο ίδιος ο πατέρας μου με είχε πάει να μάθω
πιάνο και μετά ακορντεόν. Από 13 χρονών βγήκα στο επάγγελμα, μαζί με τον
Χρηστάκη τον Νικολόπουλο, και πηγαίναμε στα πανηγύρια. Αυτά που λέμε σήμερα
φεστιβάλ, είναι πανυγύρια. Περισσότερο πήγαινα σε ζωοπανηγύρεις. Μετά, από το
64, συνέχισα σαν κανονική τραγουδίστρια. Κάποια στιγμή βέβαια ήθελα να γίνω
ταπητουργός, έκανα 4 χρόνια οικοκυρική, διορίστηκα, αλλά δεν συνέχισα. Τα
παράτησα εντελώς και συνέχισα με το ρεμπέτικο τραγούδι, με άγγιζε ο στίχος του
που μιλούσε για προσφυγιά, με εκείνο το «γεννήθηκα για να πονώ». Έκλαιγα όταν
άκουγα τη Ρόζα Εσκενάζυ.
-Και μείνατε να τραγουδάτε 40 χρόνια στη Θεσσαλονίκη;
-Ναι. Στην αρχή ο πατέρας μου δεν ήθελε να τραγουδάω
ρεμπέτικα, αλλά εγώ ήμουν επαναστάτρια σε αυτά που είχα στο μυαλό μου να τα
υλοποιήσω, δεν καταλάβαινα κανένανε, ήθελα να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου.
Ήταν δύσκολες οι συγκυρίες αλλά εγώ έμεινα στη Θεσσαλονίκη για να επιβιώσω.
Τώρα κλείνω μισό αιώνα ως τραγουδίστρια. Η φυγή των άλλων από την πόλη μας,
εμένα με ενοχλούσε, όλοι οι τραγουδιστές φεύγανε. Μείναμε εγώ και η Λιλή, η
παλιά ρεμπέτισσα. Ύστερα συνεργάστηκα με το Μάρκο Βαμβακάρη, με τον Νάκο- στην
ιστορική «καλύβα» όπου έμεινα 14 χρόνια Χειμώνα Καλοκαίρι-, με τον Χρηστάκη, τη
Μαρία Δουράκη, τον Λάκη Αλεξάνδρου, τον Τάκη Μπίνη, τη Λίτσα Διαμάντη, τον
Πασχάλη Τερζή, το Λιδάκη, το Διονυσίου, τη Σακελλαρίου, με πολλούς. Εγώ όμως
δεν κοίταγα τη δόξα, δεν ήθελα να ακούγεται το όνομά μου, εγώ κοιτούσα πάντα τη
ζωή μου και τη οικογένειά μου, τα δύο μου παιδιά. Γι αυτό δεν ήρθα στην Αθήνα.
Δόξα τω Θεώ, όμως, δεν πήγαν χαμένες οι θυσίες μου: Έχω δύο πολύ άξια παιδιά
και δύο υπέροχα εγγόνια, το Δημήτρη και το Θοδωρή- Μάριο. Ο μεγάλος ο εγγονός
μου, ο Δημητράκης, κάθε μέρα με παίρνει τηλέφωνο- «γιαγιά μου», μου λέει, «πότε
θα ρθεις Θεσσαλονίκη να σε δω, να σε αγκαλιάσω;».
-Ο κόσμος πως ήταν τότε, στα πρώτα χρόνια που τραγουδούσατε;
-Άλλο στυλ. Στην αρχή οι ταβέρνες ήταν οικογενειακές, αλλά
μετά η διασκέδαση έγινε βάρβαρη, πετάγονταν στα πόδια μας πιάτα, πορσελάνες,
ό,τι μπορείς να φανταστείς. Πολλές φορές τραυματίστηκα- να κοίτα εδώ τα χέρια
μου, αυτά τα σημάδια που έχω είναι από πιάτα και ποτήρια. Το αριστερό μου πόδι
μου το κόψανε από ποτήρι και έμεινα δύο μήνες με πατερίτσα. Στην Κύπρο,
θυμάμαι, κόντεψα να πάρω φωτιά! Τραγουδούσα, έβαλαν γύρω μου πιάτα και ποτήρια,
τα καίγανε με μία χαρτοπετσέτα και όποιον πάρει ο χάρος. Είχε έρθει ένας σεΐχης
είπε στους σερβοτόρους «βάλτε γύρω γύρω ζιβανία και αρχίστε να καίτε τα
μπουκάλια!». Εκείνος πλήρωνε, τι να κανα; Κάποια στιγμή πήραν τα πόδια μου
φωτιά και οι σερβιτόροι πρόλαβαν ευτυχώς και έπιασαν με τις χαρτοπετσέτες και
τα τραπεζομάντιλά τα μαλλιά μου, να μην πιάσουν πυρκαγιά. Αυτό το καμένο φόρεμα
το κράτησα ενθύμιο. Άγριες συνθήκες. Ο κόσμος ήταν φτωχός και αυτή ήταν η
διασκέδασή του, το ξέσπασμά του.
-Κι εσείς μεγαλώσατε φτωχικά;
-Μην το συζητάς. Ήμασταν 4 παιδιά και το κρεας το είχαμε
κάθε Κυριακή. Την υπόλοιπη εβδομάδα τρώγαμε φακές, φασόλια, ρεβύθια, ψαράκι-με
10 δραχμές έπαιρνε η μάνα μου παλαμίδες ή σαρδέλες «επειδής ήτανε πιο φθηνές»,
μου έλεγε. Υπήρχαν στιγμές που θέλαμε ένα γλυκό, η μαμά μου δεν είχε λεφτά να
μας πάρει κι έτσι έβρεχε το ψωμάκι, έβαζε επάνω μία ζαχαρίτσα για να πάρει
νοστιμιά σαν να ήταν γλυκό. Δεν έχω παράπονο, δεν μετανιώνω για τίποτα από όσα
έζησα.
-Συνεχίζετε να κοιμάστε με ένα ραδιοφωνάκι ανοιχτό στο
μαξιλάρι σας;
-(γελάει) Πάντα. Δεν λείπει ποτέ από το προσκέφαλό μου, όταν
δεν έχω τρελαίνομαι. Θέλω να ακούω ρεμπέτικα, μουσική, βάζω κρατικούς σταθμούς
ή την εκκλησία της Ελλάδος επειδή με αγγίζει η βυζαντινή μουσική. Δεν μπορώ να
κοιμηθώ χωρίς ραδιόφωνο, πάντα έχω μέσα στη βαλίτσα μου ένα μικρό. Πιο πολύ με
ανακουφίζει το ραδιόφωνο, παρά η τηλεόραση. Τηλεόραση βλέπω μόνο όταν θέλω να
κοιμηθώ.
-Δεν νιώθετε star,
διάσημη, που όλοι σας ξέρουν και σας χαιρετάνε στους δρόμους;
-Όχι, δεν έχει αλλάξει κάτι στη ζωή μου, δεν μπορεί να
αλλάξει πια και δεν γίνεται. Εγώ ξεκίνησα από πολύ χαμηλά, σκαλοπατάκι
σκαλοπατάκι, πώς να πάρουν τα μυαλά μου αέρα; Ήμουν 25 χρόνων, με ήξεραν όλοι,
αλλά εγώ είχα την οικογένειά μου και αξιοπρέπεια, σεβόμουν τον εαυτό μου, είχα
ήθος. Τους έλεγα στα μαγαζιά «μην μου πει ο σερβιτόρος να πάω σε τραπέζι να
κάνω παρέα σε πελάτες, να κάνω κονσομασιόν!». Εγώ αυτά δεν τα ανεχόμουνα, είχα
πάντα μία καρφίτσα μαζί μου και την τελευταία φορά που μου το είπαν, πήρα την
καρφίτσα, τρύπησα τον πελάτη και τους είπα «μην με ακουμπήσει, θα του πάρω το
κεφάλι επί τόπου!». Εγώ τραγουδούσα, έπαιρνα τα ρούχα μου και έφευγα, ήμουν
αυτό το είδος διαδικασίας. Δεν ξεκίνησα για να κάνω καριέρα, δούλευα για την
οικογένειά μου.
-Λέτε την ηλικία σας;
-Είμαι 66 χρονών. Και είμαι πολύ ικανοποιημένη και
χορτασμένη από τα χρόνια που έχω ζήσει μέχρι σήμερα. Είμαι πολύ ευτυχισμένη.
Αφήνω πάντα πίσω τα κακά και βλέπω μπροστά, ό,τι έγινε πάει πέρασε, το ποτάμι
δεν γυρνάει πίσω, αυτά που έχει σαρώσει και τα πήρε μαζί του φύγανε στο γκρεμό.
Δημοσίευση στο "Down Town Κύπρου", τον Αύγουστο του 2012.