Η κόρη της Μαρώς Σεφέρη, συζύγου του
Νομπελίστα ποιητή, Άννα Λόντου, ανοίγει το σπίτι του στην Αθήνα, και θυμάται
περιστατικά, εικόνες, σκέψεις και την καθημερινότητα ενός από τους σημαντικότερους
ανθρώπους των γραμμάτων.
«Τα σπίτια είναι χαμηλά. Το ύψος τους είναι περιορισμένο στα
εννιάμισι μέτρα. Τώρα μόνο άρχισε να απλώνεται και εδώ η επικίνδυνη βουλιμία
του ύψους», έγραφε για τη γειτονιά του, το Παγκράτι και την οδό Άγρας, ο
Νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, σε ένα σημείωμά του στην εφημερίδα «Τα
Νέα» στις 21 Μαΐου 1965, από όπου αντλούνται και οι πληροφορίες για το σπίτι,
τις οποίες επιβεβαιώνει στο ΦιλGood η Άννα Λόντου,
κόρη της συζύγου του ποιητή, Μαρώς Σεφέρη, από τον πρώτο της γάμο, με το
Ναύαρχο Ανδρέα Λόντο.
Πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, σκαμμένο στην πλαγιά ενός λόφου,
το οικόπεδο είχε αγοραστεί τον Δεκέμβριο του 1955 σε μία από τις ολιγοήμερες
επισκέψεις του Γιώργου Σεφέρη στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του
θητείας, η οποία διήρκεσε 35 χρόνια. «Την πορεία των οικοδομικών εργασιών
επέβλεπε η μητέρα μου, με συνεχή ταξίδια, καθώς τα πρεσβευτικά καθήκοντα
απέκλειαν την παρουσία του Σεφέρη στην Αθήνα. Η τακτική τους αλληλογραφία,
ωστόσο, δείχνει με πόση προσοχή και φροντίδα προσέγγιζαν και οι δύο το
μελλοντικό τους σπίτι», μου αναφέρει απ’ την αρχή της συνάντησή μας η
οικοδέσποινα, Άννα Λόντου.
Χτισμένο σε νησιωτικό ύφος, την περίοδο 1957-1959, από τον
Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή αρχιτέκτονα Παναγή Μανουηλίδη (έργα του οποίου
είναι το Σισμανόγλειο Φυματιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, πολλές
μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, ξενοδοχεία και βιομηχανικά κτίρια της
μεσοπολεμικής Αθήνας, αλλά και το «Ξενία», στη Ναύπακτο, που έχει πολλές ομοιότητες
με την οικία Σεφέρη), το σπίτι αποτελείται από δύο επίπεδα, με το
αιγαιοπελαγίτικο λευκό των εξωτερικών τοίχων, τους γεωμετρικούς όγκους και
κυρίως τα μπλε παράθυρα να δίνουν την πρώτη εντύπωση. Κατοικήθηκε τελικά το
1962, όταν το ζευγάρι επέστρεψε μόνιμα πια στην Ελλάδα από τον τελευταίο σταθμό
της σταδιοδρομίας του ποιητή, την πενταετή παραμονή του ως πρέσβη της Ελλάδας
στο Λονδίνο. «Το σπίτι αυτό, όπως θα δείτε, έχει μέσα πολύ Κύπρο. Είναι όλα
ενθύμια του Σεφέρη από αυτό τον αγαπημένο του τόπο: κάποια αγγεία, ο χάρτης του
νησιού σε γκραβούρα, ο Μακάριος. Είναι σα να του χρωστάω αυτή την φωτογραφική
έκθεση του σπιτιού του στους Κυπρίους σήμερα», συνεχίζει να μου λέει η Άννα
Λόντου, όσο καθόμαστε στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, με φόντο μικρές κατασκευές
του ποιητή, τον κήπο, βιβλία με σημειώσεις του, πίνακες του Τέτση και του
Σόρογκα, ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο ίδιος στο φορμά των 35mm
(χρησιμοποιώντας ένα μόνο νορμάλ φακό, ένα φωτόμετρο χειρός κι ένα τριπόδι) οι
οποίες βρίσκονται ακόμη τοποθετημένες, ακριβώς όπως τις είχε αφήσει ο ίδιος
μέσα στο γραφείο του, λίγο πριν πεθάνει, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971.
«Το σπίτι αυτό είναι χώρος διαμονής, αλλά και κομμάτι της ιστορίας
–όσο ζω όμως, δεν θα μετατραπεί σε μουσείο. Γιατί, για μένα, είναι “το σπίτι
μου”. Γεννήθηκα το 1930 στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου έμενε η μητέρα μου με τον
πατέρα μου, ο οποίος ήταν αξιωματικός του Ναυτικού, μέχρι να χωρίσουν, οπότε
μετακομίσαμε στην Πλάκα. Στο μεταξύ, η μητέρα μου γνωρίστηκε με τον Σεφέρη.
Καλοκαίρι, στην Αίγινα. Αμέσως ταίριαξαν. Και μάλιστα του είχε πει τότε, σε
αυτές τις πρώτες τους συναντήσεις, “εσείς κάποτε θα γίνετε πολύ μεγάλος
ποιητής!”. Οι εποχές τότε ήταν δύσκολες –από όλες τις απόψεις. Πόσο μάλλον για
ένα διαζύγιο. Όταν πια έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα, ο Σεφέρης είχε πει στη
μητέρα μου: “φεύγω, δεν μπορώ να μείνω εδώ γιατί έχω πληροφορίες από το
υπουργείο πως, απ’ τους πρώτους που θα βάλουν μέσα, θα είμαι εγώ”. Και της
πρότεινε να παντρευτούν γιατί δεν γινόταν να φύγουν μαζί ανύπαντροι. Είχε
μάλιστα βάλει ως όρο τότε στη μάνα μου να μην κάνουν παιδιά κατά τη διάρκεια
του γάμου τους, με το σκεπτικό πως δεν είναι κόσμος αυτός για να φέρει κανείς
παιδιά. Η μητέρα μου το δέχτηκε. Παντρεύτηκαν τελικά το ’41».
«Το Σεφέρη τον αισθανόμουν περισσότερο από πατέρα μου. Κάποιοι
μπορεί, κοιτώντας τον μέσα από φωτογραφίες, να τον θεωρούν αυστηρό. Εμείς,
όμως, το πρώτο που κάναμε μέσα στο σπίτι, ήταν να γελάμε. Ποτέ δεν έχω γελάσει
τόσο πολύ στη ζωή μου, όσο με τον Σεφέρη! Ήταν πολύ δίκαιος και πάρα πολύ καλός
μαζί μου. Ακόμη κι όταν έχασα τον άντρα μου, τον οποίο επίσης λάτρευα, δεν
έκλαψα τόσο όσο όταν πέθανε ο Σεφέρης. Ήταν σα να ακουμπούσα σε ένα βράχο και
εκείνος ο βράχος να έφυγε. Ήμουνα χαμένη. Για πολύ καιρό. Έκλαιγα συνέχεια, δεν
μπορούσα να το πιστέψω. Τη μέρα της κηδείας, θυμάμαι, η μητέρα μου δεν έβγαλε
ούτε ένα δάκρυ. Ξέσπασε μετά. Και τον πενθούσε κάθε μέρα, μέχρι που έφυγε κι
εκείνη από τη ζωή. Η μισή μου λύπη ήταν για τη μάνα μου –τόσο δεμένοι και
αγαπημένοι ήσαν. Όσες οικογενειακές χαρές κι αν ακολούθησαν, εκείνη πάντα έλεγε
“είναι σα να μου δίνετε να δοκιμάσω φαγητό χωρίς αλάτι. Δε μου κάνει τίποτα
όρεξη”. Μέχρι το ’80 που πέθανε κι εκείνη, είχε δοθεί ολόψυχα στο έργο του
Σεφέρη: έγραψε βιβλία, έκανε επιμέλειες στις επανεκδόσεις, φρόντιζε το καθετί.
Ήταν σα να ζούσε με το Σεφέρη χωρίς εκείνος να είναι παρών».
«“Μαντζουράνα” αποκαλούσε ο Σεφέρης τη μητέρα μου. Αντίστοιχα,
εκείνη τον έλεγε “Γιώργη μου” –ήτανε πολύ ερωτευμένοι, ως το τέλος… Και την
κόρη μου, τη Δάφνη, την εγγονή του δηλαδή, εκείνος την έλεγε “μαντζουρανάκι”.
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε αυτοκυριαρχία, που δεν ξέφευγε ποτέ, δεν έβριζε,
δεν μιλούσε άσχημα για κανέναν. Δούλευε νύχτα συνήθως, στο γραφείο του, όταν
επικρατούσε απόλυτη ησυχία μέσα στο σπίτι και δεν χτυπούσαν τα τηλέφωνα. Αν
τύχαινε και έπρεπε να γράψει κατά τη διάρκεια της μέρας ζητούσε να μην τον
ενοχλήσει κανείς. Ξυπνούσε αργά συνήθως. Έπινε τσάι κι έτρωγε ψωμί με ελιές.
Αυτό ήταν το πρωινό του. Έπειτα καθόταν κάτω από το ντους και πάντα κάτι
σιγοψιθύριζε, μάλλον ποιήματά του για να τ’ ακούει. Άλλες φορές τραγουδούσε –μια
εποχή, θυμάμαι, το “δυο πράσινα μάτια…”. Ήταν επίσης πολύ εύκολος στο φαγητό
–ό,τι του ‘κανε η μάνα μου το ευχαριστιόταν, της έλεγε “μπράβο Μαρούκα” και της
έπιανε το χέρι στο τραπέζι. Καθημερινά πήγαιναν με τη μητέρα μου βόλτα, αγκαζέ,
προς το Zonars,
περνώντας από το Ζάππειο, από τον Εθνικό Κήπο, ή σε παρέες τους, στην Πλάκα, αν
και δεν μπορώ να πω πως γλεντούσαν έτσι όπως έχουμε αυτή την έννοια εμείς
σήμερα στο μυαλό μας. Όταν ήταν πάντως στο σπίτι, αν δεν έγραφε, τακτοποιούσε
χαρτιά, ασχολιόταν με τη συλλογή από νομίσματα που είχε, άκουγε μουσική
–κλασσική κυρίως. Του άρεσε επίσης να ασχολείται πολύ με τα χέρια του, να
φτιάχνει αντικείμενα και να ζωγραφίζει. Έλεγε “αν ήμουν κάτι άλλο, θα ‘θελα να
‘μουν μαραγκός γιατί όλη την ώρα το μυαλό θα ήταν ελεύθερο να σκέπτεται”».
«Όταν είχε πάρει το Νόμπελ, στις 24 Οκτωβρίου του 1963,
επικρατώντας στην ψηφοφορία συναγωνιζόμενος ογκόλιθους, όπως ο Πάμπλο Νερούδα
και ο Σάμουελ Μπέκετ, ήταν πολύ συγκινημένος. Θυμάμαι πως εκείνη τη μέρα που
γύρισαν με τη μητέρα μου στην Αθήνα από τη Σουηδία, της έσφιγγε συνέχεια το
χέρι και της έλεγε “Μαρώ, μη μ’ αφήσεις να το πάρω απάνω μου!”. Τότε έμενα στη
Φιλοθέη μαζί με τον άντρα μου και με το που μπήκαμε εδώ, στο σπίτι τους,
αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε. Η μάνα μου είχε ανοίξει την εξώπορτα του σπιτιού
και, όποιος ήθελε, έμπαινε μέσα. Απ’ τους πρώτους που είχαν έρθει ήταν ο Ηλίας
Βενέζης, κάποια παιδιά από τη Σουηδία με στεφάνια στο κεφάλι για να
τραγουδήσουν, διπλωμάτες, πανεπιστημιακοί –πολύς κόσμος που ήθελε να τον
συγχαρεί μπαινόβγαινε μέσα σ’ αυτό το σπίτι εκείνη τη μέρα. Η μάνα μου έκλαιγε
συνέχεια! Έπειτα από δύο μέρες τον πήρε και πήγαν στους Δελφούς γιατί μου είχε
πει “δεν τον βλέπω καλά εδώ πέρα…”». Μόνο στους Δελφούς θα μπορούσε να ηρεμήσει
και να συγκεντρωθεί».
«Με την Κύπρο είχε σχέση λατρείας. Ήταν η δεύτερή του πατρίδα,
έλεγε. Του άρεσε να μένει στην Αμμόχωστο θυμάμαι, στο σπίτι του Λουίζου, να
μιλάει πολύ με ανθρώπους απλούς, στα χωριά, να κουβεντιάζει με τα παιδιά και να
βγάζει συνεχώς φωτογραφίες. Τον συγκινούσε η στάση των Κυπρίων κατά τη διάρκεια
της επταετίας και αισθανόταν το νησί ως ένα δικό του τόπο. Ο Σεφέρης δεν πήγε
ποτέ στη Ζυρίχη το ‘59, να ξέρετε. Γιατί υπάρχει μία παρεξήγηση σ’ αυτό το
θέμα. Είπε “εγώ την υπογραφή μου δεν τη βάζω εκεί”. Και μου είχε αναφέρει
μάλιστα κάποτε: “έδωσα στον Αβέρωφ γραπτώς τη γνώμη μου, σε ένα χαρτί, για όλη
αυτή την ιστορία και το έβαλε στην τσέπη του”. Δεν αισθανόταν καμία είδους
ευθύνη γι’ αυτό που συνέβη αργότερα στην Κύπρο, διότι δεν συμφωνούσε εξαρχής με
τον τρόπο που έγιναν όλα αυτά. Είχε πάντως πολύ καλή σχέση με το Μακάριο –τον
σεβόταν πολύ και τον εκτιμούσε. Όλα αυτά, ωστόσο, τα πολιτικά του, τα έχει ο
Γιώργος Γεωργής και εύχομαι σύντομα να εκδοθούν».
«Ο Σεφέρης πρόσθεσε πράγματα στη ζωή μου. Στην Άγκυρα, θυμάμαι,
κάθισα τρεις μήνες ένα καλοκαίρι και μάλιστα είχαμε πάει στην Κωνσταντινούπολη,
στην Αγιά Σοφιά, λέγοντάς μου “δεν θα έρθω μαζί σου μέσα, θα μπεις μόνη σου για
να καταλάβεις το χώρο”. Ξεναγούσε υπέροχα. Έχω παντού μαζί του αναμνήσεις. Με
συμβούλευε πολλά. Να, για παράδειγμα, να μην αποκαλώ κανέναν άντρα “καημένο”
και να τον λυπάμαι –“δεν θέλω να υποφέρεις εσύ εξαιτίας τους!”, μου έλεγε. Τον
συγκινούσαν πολλά –κυρίως άνθρωποι που αγαπούσε. Δεν τον είδα πάντως ποτέ να
κλαίει, μόνο να σκουπίζει τα μάτια του σε κάποιες ιδιαίτερες για εκείνον
στιγμές».
«Νομίζω πως κανένας έλληνας δεν μεταχειρίζεται τη γλώσσα όπως την
χειριζόταν ο Σεφέρης. Ίσως μόνο ο Λορεντζάτος. Όταν μου απάγγελε ποιήματά του,
άκουγα με ανοιχτό το στόμα. Ήθελε επίσης να διαβάζει όλα του τα ποιήματα στη
μητέρα μου κι όταν εκείνη του έλεγε “μα, εγώ θα σου πω, Γιώργο, τη γνώμη μου;”,
εκείνος της απαντούσε “ναι, γιατί εσύ έχεις παρθένο αφτί και με ενδιαφέρει η
πρώτη σου εντύπωση”. Πέταγε, ωστόσο, πολλά από τα ποιήματα του μέχρι να καταλήξει
στο τελικό. Μπορεί να ήτανε τέσσερα φύλα στίχων και να κράταγε στο τέλος, από
αυτά, μόνο τέσσερις στίχους. Υπήρχαν και περίοδοι που δεν έγραφε καθόλου. Κατά
τη διάρκεια της επταετίας, για παράδειγμα, περνούσε πολύ δύσκολα –ήταν και
άρρωστος τότε. Ήταν, ίσως, η δυσκολότερη περίοδος της ζωής του».
«Δεν μπορώ να πω πως, γενικότερα, στη ζωή του, ο Σεφέρης περνούσε
μελαγχολίες –θα ‘λεγα πως είχε κακοκεφιές κάποιες φορές. Θύμωνε, όμως, πάρα
πολύ με τη χυδαιότητα στο φέρσιμο, με το αν ήσουνα πρόστυχος, αν και έπρεπε να
τον ξέρεις πάρα πολύ καλά για να “δεις” το θυμό του –μην ξεχνάτε πως ήταν
διπλωμάτης. Επίσης, δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Κατά κάποιος τρόπο, ευτυχώς που δεν
ζει σήμερα, να βλέπει όλη αυτή την αγριότητα. Λόγω και της φύσης της δουλειάς
του, προέβλεπε πράγματα. Θυμάμαι, λοιπόν, πως, σε ανύποπτο χρόνο, αισθανόταν
απελπισμένος για την Ελλάδα».
«Όταν σταμάτησε απ’ τη δουλειά του και μαζεύτηκε πια στο σπίτι,
ήταν πολύ ευχαριστημένος. Γιατί η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε ποτέ να γίνει
διπλωμάτης. Ο πατέρας του τον ανάγκασε να γίνει. Εκείνος λεγόταν Στυλιανός και
ήταν καθηγητής πανεπιστημίου. Άμα ρωτήσετε παλιούς φοιτητές του θα σας έλεγαν
γι’ αυτόν πως ήταν “πάρα πολύ αυστηρός”. Θυμάμαι, ήμουνα ακόμη μικρή, πόσο
έτρεμα τον πατέρα του –φοβερός άνθρωπος. Σκεφτείτε πως όσα χρόνια σπούδαζε στη
Γαλλία δεν τον άφησε ούτε μία φορά να έρθει στην Ελλάδα –“δεν έχουμε λεφτά να
πληρώνουμε για ταξίδια, πήγαινέλα”, του έλεγε. Η σχέση τους ήταν άσχημη. Κι
αυτό πλήγωνε το Σεφέρη. Υπέφερε γι’ αυτό. Ήταν μία σχέση σεβασμού, όχι
τρυφερότητας. Ωστόσο, αυτά τα ιδιαίτερά του, δεν τα εξέφραζε ποτέ εκείνος.
Αντίθετα, με τη μητέρα του οι σχέσεις του ήταν άριστες –εκείνη έλιωνε με το γιο
της».
«Πέρασαν 45 χρόνια από το θάνατο του Σεφέρη, είμαι 86 ετών, αλλά
έχω ακόμη αυτή την πληγή μέσα μου. Του φευγιού του. Γιατί τον αγαπάω πάρα πολύ
το Σεφέρη. Επίτηδες χρησιμοποιώ ενεστώτα. Γιατί οι άνθρωποι που αγαπάς είναι σα
να μην έχουν φύγει ποτέ από κοντά σου. Καμιά φορά τον βλέπω στον ύπνο μου. Μου
μιλάει. Όχι, δεν θα πάψει ποτέ να μου λείπει ο Σεφέρης. Όλη την ώρα τον
σκέφτομαι. Δεν βοηθάει βλέπετε και το σπίτι να τον ξεχάσω…».
Δημοσίευση στην
εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου (ένθετο "ΦιλGood"),
τον Σεπτέμβριο του 2016. Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος (Studio Αμυντα
13).
http://www.philenews.com/el-gr/politismos-anthropoi/389/332046/sto-spiti-tou-giorgou-seferi-me-tin-anna-lontou