Ο πιο εμβληματικός και εμπορικότερος στιχουργός της Ελλάδας, με εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων από το 1963 μέχρι σήμερα («δημοσιογράφος», «συγγραφέας», μας και «οπαδός της ΑΕΚ», θα πρόσθετε, μάλλον, εκείνος), «μύθος» για τους νεότερους, αλλά και «πατέρας» των σημαντικότερων τραγουδιστών στης δισκογραφίας, παραμένει διαυγής στα 81 του χρόνια και ευτυχής σε κάθε στιγμή της ζωής του.
Στο τηλεφώνημά μου για την επιβεβαίωση του ραντεβού μας, στο
σπίτι του, κάτω από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με θέα στην Ακρόπολη, μου απάντησε
εκνευρισμένος στο «γεια σας, είμαι ο τάδε που συνεννοηθήκαμε για μία
συνέντευξη…» μ’ ένα «άντε και γαμήσου με τις συνεντεύξεις, έχω γιατρό στο σπίτι!».
Και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρα βαθιές ανάσες. Και, ευτυχώς, θυμήθηκα εκείνο
που μου είχε πει κάποτε συνάδελφός του -και «Λευτεριστής» φυσικά κι’ εκείνος-
πως «ο Παπαδόπουλος βρίζει, αλλά έχει καρδιά μικρού παιδιού». Είχε δίκιο. Την
επόμενη βδομάδα που αποφάσισα να του τηλεφωνήσω ξανά, ήμουν ωστόσο
αποφασισμένος να του επιστρέψω τις βρισιές –δεν μ’ ένοιαζε ούτε η ιστορία του,
ούτε οι στιγμές που εξάρτησα από τους στίχους του, ούτε τα κείμενά του στα
«Νέα» που αγαπούσα, ούτε τα βιβλία του «όλα είναι ένα ψέμα» και «οι παλιοί
συμμαθητές» που λάτρεψα. Αλλά, αυτή τη φορά, ήταν ένας άλλος Λευτέρης
Παπαδόπουλος: «ό,τι ώρα θες πέρνα, όποτε μπορείς, εγώ σπίτι είμαι. Θα χαρώ να
τα πούμε. Τι κάνει ο Τάκης Χατζηγεωργίου; Θυμάμαι που πήγαινα και έλεγα
ποιήματα στον Astra –τι
ωραίες εποχές εκείνες στην Κύπρο! Είστε συγγενείς;». Το ίδιο κιόλας βράδυ (μη
χαλάσει η καλή του διάθεση!) βρισκόμουν στην εξώπορτα της μονοκατοικίας του. Με
περίμενε σε ένα δωμάτιο με ανοιχτή την τηλεόραση στις ειδήσεις. Μιλούσε ήδη στο
τηλέφωνο με κάποιο φίλο του, δημοσιογράφο, το Δημήτρη Γκιώνη, της πάλαι ποτέ
«Ελευθεροτυπίας», κάτι ανέφερε για τον Ντέμη Νικολαίδη (που είναι φίλος του και
τον επισκέπτεται συχνά) και για κάποιο παίκτη της ΑΕΚ (της αγαπημένης του
ομάδας) που έχει «το καλύτερο δεξί πόδι της Ευρώπης». Έκλεισε το τηλέφωνο με
ένα «είσαι μαλάκας, ρε», γελώντας. Απ’ την αρχή, βέβαια, αγαπηθήκαμε. Με ρώτησε
για τους αγνοούμενους στην Κύπρο, την «τράπεζα» dna, τις συνομιλίες, τις επόμενες
εκλογές, την παράσταση στη Σαλαμίνα –ήξερε τα πάντα! Μου χάρισε, φεύγοντας, κι
ένα χαρτί με στίχους του, το οποίο ήταν αφημένο επάνω σε ένα τόμο με τα άπαντα
του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «κατηγορούμενο κορμί απολογήσου / γιατί κυλιέσαι
μες στο βούρκο της ζωής / αυτά τα ρούχα που φοράς ειν’ η πληγή σου / τα ‘χεις
πληρώσει με κουρέλια της ψυχής». «Α, θα το μοσχοπουλήσω στο μέλλον!», του είπα.
Εννοείται πως μ’ έβρισε. Αλλά γέλασα αυτή τη φορά. Το ίδιο κι εκείνος.
-Ποια είναι η
αγαπημένη σας λέξη;
-Μουνί.
-Με ξαφνιάζετε…
-Γιατί σε ξαφνιάζω; Το μουνί είναι το πιο θαυμαστό πράγμα
στον κόσμο –ή όργανο αν θες. Και για τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο, τον σακατεμένο,
τον άνεργο, ιδίως στις δύσκολες αυτές εποχές, είναι ένα αποκούμπι, μια αγκαλιά,
μια τρυφεράδα. Για σκέψου τον άνθρωπο που δουλεύει σ’ ένα κτήμα, σ’ ένα χωράφι,
και σκάβει όλη την ημέρα και ταλαιπωρείται… Τι χαρά θα έχει αυτός ο άνθρωπος
στη ζωή του, το βράδυ που πηγαίνει στο σπίτι του, σκασμένος από την κόπωση και
χωρίς να έχει λεφτά; Τι πιο ωραίο από μία αγκαλιά ζεστή, από μια γυναίκα που
του προσφέρει το κορμί της και τον αγαπάει;
-Πάντα οι λέξεις
έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή σας;
-Με τις λέξεις ασχολούμαι. Είμαι συνταξιούχος -πλέον-
δημοσιογράφος, έχω γράψει 1300 τραγούδια, 15 βιβλία, ενώ έχω κι άλλα έτοιμα να
κυκλοφορήσουν όταν το θελήσω. Είναι παρηγοριά οι λέξεις. Σαν το μουνί, που σας
έλεγα προηγουμένως –με την έννοια της δεκτικότητας στο να εισπράξει κάποιος
άνθρωπος αγάπη.
-Εσείς; Ήσασταν πάντα
δεκτικός στο να εισπράξετε αγάπη;
-Βέβαια. Έχω κάνει, άλλωστε, δύο γάμους, έχω δύο παιδιά, και
τρία εγγόνια. Τώρα απέκτησα και το τρίτο που είναι μόλις 8 μηνών. Πάντα είμαι
δεκτικός στην αγάπη.
-Ήταν κι αυτό κάτι που
σας έμαθε η μητέρα σας, η οποία εργαζόταν ως καθαρίστρια;
-Η μητέρα μου μού έμαθε να τιμώ το ψωμί που τρώω και να
αγωνίζομαι γι’ αυτό, να μην το κλέβω. Γεννήθηκα λίγο πριν από την κατοχή. Οι
γονείς μου ήταν πρόσφυγες, από την Κωνσταντινούπολη. Κι υπήρχαν μέρες που δεν
είχαμε να φάμε στο σπίτι. Τίποτα! Έβρισκε η μάνα μου λίγα μακαρόνια και ο
πατέρας μου, επειδή ήτανε άρρωστος και δεν μπορούσε να δουλέψει, έπαιρνε αυτά
τα μακαρόνια, τα έβαζε μέσα στο νερό, τα έβραζε και, αντί για τυρί -επειδή δεν
μπορούσαμε να αγοράσουμε- έριχνε μπόλικο αλάτι μέσα σ’ αυτά. Έτσι τη βγάζαμε
τότε. Μέχρι να μπω στο πανεπιστήμιο, στα 18, το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να βρω
τον τρόπο να ‘χω ένα πιάτο φαί.
-Νομίζω, όμως, πως αν
δεν ζούσατε αυτά τα χρόνια δεν θα γραφόταν ούτε η «οδός Αριστοτέλους», ούτε «το
άγαλμα»…
-Τα δύο αυτά τα τραγούδια είναι βιωματικά και αναφέρονται
στην πλατεία Βικτωρίας, όπου μεγάλωσα. Δεν έχουν, όμως, δυσκολίες. Δυσκολίες
είχε το πρώτο τραγούδι που έγραψα, το 1963, η «άπονη ζωή». Η «οδός
Αριστοτέλους» μου δημιουργεί, ωστόσο, νοσταλγία για μία πόλη που αγάπησα πάρα
πολύ, η οποία αλλοιώνεται συνεχώς. Κάθε μέρα πηγαίνω εκεί. Εκεί, στην οδό
Αριστοτέλους, βρίσκεται ένας σπουδαίος γιατρός, τον οποίο επισκέπτομαι γιατί
πονάει η μέση μου και μου κάνει θεραπείες στο σπόνδυλο. Είναι, όμως, και η γειτονιά
που τραγούδησα, που μεγάλωσα, που ερωτεύτηκα, που έπαιξα πρώτη φορά ποδόσφαιρο
και κλέφτες κι αστυνόμους. Σ’ αυτή τη γειτονιά φίλησα το πρώτο κορίτσι της ζωής
μου.
-Τι απέγινε, αλήθεια, εκείνη
η περίφημη Αργυρώ; («παίζαν οι μικρότεροι
κλέφτες κι αστυνόμους / κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ…»).
-Η Αργυρώ έχει πεθάνει. Ήταν ένα κορίτσι φτωχό που έκανε
παρέα με τ’ αγόρια. Δεν είχε πατέρα, δεν είχε να φάει, έκανε το λούστρο. Κάποιος
αυστριακός τη χτύπησε με το αυτοκίνητο μια μέρα και τραυματίστηκε σχεδόν
θανάσιμα. Κάποια στιγμή κατέληξε στο τρελοκομείο και εκεί πέθανε… Ξέρετε, όλη η
γενιά μου υπέφερε πάρα πολύ. Μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που σήμερα
είναι στην ηλικία μου, γερόντια, στα 80. Τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή,
προχωράει με όλα τα μπλε, τα μαύρα της και τα μοβ.
-Γίνεστε πιο
ευαίσθητος μεγαλώνοντας;
-Δε νομίζω. Γίνομαι, όμως, πιο προβληματισμένος. Όσο ήμουνα
νεότερος είχα περισσότερες ελπίδες ότι ο τόπος μας, αλλά και ο κόσμος
ολόκληρος, θα πήγαινε μπροστά. Εμείς τρώγαμε μαύρο ψωμί που ήταν για πέταμα,
κάτι κονσέρβες μουχλιασμένες και κουραμάνες στρατιωτικές (σ.σ καρβέλια από
σίκαλη, όχι από αλεύρι) που πέταγαν από τα φορτηγά οι Γερμανοί στους
πιτσιρικάδες. Αλλιώς τον είχαμε φανταστεί τον κόσμο στο μέλλον, όχι σαν αυτόν
που βιώνουμε σήμερα. Μελαγχολώ πολύ με την κατάσταση, διότι φοβάμαι πως θα
έχουμε συγκρούσεις… Κι οι Έλληνες, από την αρχαιότητα, δυστυχώς, σκοτώνονται
μεταξύ τους. Με μεγάλη άνεση λέει ο ένας τον άλλον «προδότη», «χαφιέ», «αλήτη»,
«κλέφτη». Είμαστε μια ράτσα πολύ επικίνδυνη.
-Με την καθημερινότητά
σας μελαγχολείτε καθόλου;
-Κυρίως. Στην Αθήνα ζεις κάθε μέρα τα χειρότερα πράγματα. Δεν
σου μένει περιθώριο να πεις μια καλή κουβέντα μ’ ένα φίλο, να ξεφύγεις από τη
μοναξιά σου.
-Τα πηγαίνατε πάντα
καλά με τη μοναξιά;
-Η μοναξιά είναι τροφοδότης. Τι θα κάνεις για να «σκοτώσεις»
αυτή τη μοναξιά; Δουλεύεις. Γράφεις. Ή πηγαίνεις στο γήπεδο, όπως πήγαινα εγώ.
Ή διαβάζεις.
-Η μητέρα σας ήξερε να
διαβάζει;
-Κάποια στιγμή άρχισε να διαβάζει. Κι έμαθε να διαβάζει για
να μπορεί να διαβάζει, χωρίς βοήθεια, τα πρώτα μου κείμενα. Οι μανάδες μας
τότε, γυναίκες φτωχές και ταλαιπωρημένες που ξενόπλεναν στα σπίτια, έκαναν ό,τι
ήταν δυνατόν για να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα. Για να έχουν ένα καλύτερο
μέλλον από τους δικό τους παρόν.
-Γράψατε 1300
τραγούδια, χάσατε 1300 μέρες απ’ τη ζωή σας;
-Ακριβώς έτσι. Αυτή είναι η αλήθεια. Τα 1300 τραγούδια είναι
πολύ μεγάλος κόπος. Και ο κόπος αυτός είναι απώλεια χρόνου στον οποίο, αν δεν
έγραφες τραγούδια, θα μπορούσες να είχες παίξει περισσότερο, να ‘χες γυρίσει με
τους φίλους σου περισσότερο, να ήσουν πιο ελεύθερος. Ξέρεις τι σημαίνει ένα
τραγούδι; Φαντάσου πως υπάρχει ένα τραγούδι που έχω κάνει με το Λοίζο και δεν
έχει τελειώσει ακόμα! Η κόπωση τού να φτιάξεις ένα ποίημα είναι τεράστια:
πρέπει να το δεις, να το ξαναδείς, να κόψεις, να ράψεις –δεν είναι απλά αυτά τα
πράγματα. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου σου έρχεται το τραγούδι σα να
σου το στέλνει ο θεός –αυτόματα. Έτσι γράφτηκε το «Δελφίνι δελφινάκι». Αυτό το
είχα γράψει μέσα σε μία ώρα. Χωρίς, όμως, να σημαίνει πως η αξία του είναι
μικρότερη, γιατί αυτό δεν εξαρτάται από το χρόνο που δαπανάς γι’ αυτό. Σε
μοναχικούς μου περιπάτους, και σε δύσκολες συνθήκες, όπως επί δικτατορίας,
έγραψα αρκετά τραγούδια. Μην κοιτάς τώρα που μένω στην Ακρόπολη. Τα τραγούδια
μου τα έγραφα περπατώντας στις φτωχογειτονιές, μέσα στον απλό κόσμο, ανάμεσα
στα τραμ και στα λεωφορεία. Η ιδέα ερχόταν σαν αστραπή, κι ώσπου να φτάσω στο
σπίτι μου ήταν σα να το ‘χα ήδη καταγράψει στο μυαλό μου.
-Θυμάστε ένα τέτοιο
τραγούδι σας που να γράφτηκε μ’ αυτό τον τρόπο;
-Όχι. Δεν τα θυμάμαι αυτά.
-Θυμάστε ευκολότερα πρόσωπα
ανθρώπων;
-Αυτό, ναι. Βέβαια! Μέσα στο μυαλό μου έχω πολύ συγκεκριμένα
μάτια, εκφράσεις φίλων. Δυστυχώς, χρόνο με το χρόνο, κάποιος από αυτούς
πεθαίνει. Και το μαθαίνω ξαφνικά. Λυπάμαι. Λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα πως η Νίκη Μαραγκού,
η συμπατριώτισσα σας, πέθανε με τον τρόπο που πέθανε. Θυμάμαι σαν τώρα την Άννα
την Μαραγκού, την αδελφή της, όταν είχε πραγματοποιήσει μία εκδήλωση για το
Μάνο Λοίζο στην Πύλη Αμμοχώστου και τον κόσμο φίσκα να περιμένει να ακούσει
κάτι και από μένα γι’ αυτό το σπουδαίο φίλο μου που έφυγε τόσο νωρίς. Ο Λοίζος
λάτρευε την Κύπρο. Τη λάτρευε!
-Εσάς; Σας φοβίζει ο
θάνατος;
-Μπα. Καθόλου. Τι να με φοβίσει; Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει
πια είναι να είναι καλά τα μωρά μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Παίρνω κάθε
μέρα την κόρη μου τηλέφωνο για να μαθαίνω πώς πάει το μικρό, η Μυρτώ, που
ξεκίνησε να μπουσουλάει… Τι να μ’ ενδιαφέρουν; Οι τραγουδιστές και οι
συνθέτες;
-Συνδυάζετε πάντως
πολλά πράγματα που είναι αντίθετα μεταξύ τους: είστε ταυτόχρονα ορθολογιστής
στην καθημερινότητά σας αλλά και ονειροπόλος, ρομαντικός, είστε αθυρόστομος
αλλά και ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, πολύ ευγενής…
-Νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι ζουν μέσα σε μια αντίφαση. Εγώ,
ναι, είμαι πολύ αντιφατικός άνθρωπος. Άλλωστε, την τελευταία φορά που μιλήσαμε
στο τηλέφωνο σ’ έβρισα…
-Το θυμάστε…
-Πώς δεν το θυμάμαι! Εγώ δεν κρατάω κλάδον ελαίας ούτε
προσπαθώ να είμαι αλλιώτικος απ’ ό,τι είμαι στην πραγματικότητα. Είμαι ένας άνθρωπος
που θυμώνει εύκολα, αλλά που ξεχνάει κιόλας εύκολα το αίτιο του θυμού και τον
άνθρωπο που του προκάλεσε αυτό το θυμό. Μη στέκεστε στο ότι είμαι καλλιτέχνης,
δημοσιογράφος. Κι εσύ ο ίδιος, ψάξε τον εαυτό σου, θα είσαι γεμάτος πληγές,
γεμάτος όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, εκρήξεις, φιλίες που προδόθηκαν,
έρωτες που ξεκίνησαν παράφοροι και κατέληξαν αλλιώς.
-Ερωτευτήκατε κι εσείς
παράφορα στη ζωή σας;
-Αυτή τη γυναίκα που σας υποδέχθηκε μπαίνοντας στο σπίτι.
Αυτή η γυναίκα είναι από τη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα κάθε μέρα στη Θεσσαλονίκη για
να τη δω! Καθόμουν μέχρι τα χαράματα μαζί της, άγρυπνος, αλλά και ευτυχής, κι
έπειτα έπαιρνα την πρωινή πτήση για να επιστρέψω στο γραφείο μου, στην
εφημερίδα.
-Υπάρχουν στίχοι σας
που να τους αγαπάτε πολύ;
-Ναι. Είναι ένα τραγούδι που έβαλε μουσική ο Μίκης Θεοδωράκης
και τραγούδησε ο Παύλος Σιδηρόπουλος (μου
το απαγγέλει απέξω): «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν / πως σε πιστεύουν, σ’
αγαπούν / και πώς σε θένε. / Έχε το νου σου στο παιδί / κλείσε την πόρτα με
κλειδί / ψέματα λένε. / Κάποτε θα ‘ρθουν γνωστικοί / λογάδες και γραμματικοί / για
να σε πείσουν. / Έχε το νου σου στο παιδί / κλείσε την πόρτα με κλειδί / θα σε
πουλήσουν. / Και όταν θα ’ρθουν οι καιροί / που θα ‘χει σβήσει το κερί / στην
καταιγίδα / υπερασπίσου το παιδί / γιατί αν γλιτώσει το παιδί / υπάρχει ελπίδα».
-Σημαντικό το παιδί…
-Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου είναι το παιδί.
-Όχι οι στίχοι;
-Όχι. Όχι βέβαια! Ένα παιδί για μένα είναι το θαύμα της φύσης,
που σου δίνει κουράγιο, ελπίδα.
-Ποια είναι τα άλλα θαύματα
της φύσης;
-Το μεγαλύτερο θαύμα της φύσης είναι ο έρωτας –ο αστραπιαίος
έρωτας. Και σας το λέω εγώ που πάτησα τα 81. Μπορεί να φεύγει κάποια στιγμή το
εξωτερικό του περίβλημα, το επιδερμικό, αλλά ο έρωτας, ως έρωτας, δεν φεύγει.
Μπορεί ν’ αλλάζει μορφές, αλλά είναι τόσο έντονος, τόσο εκρηκτικός, που είναι
ταυτόχρονα ελπίδα και βοήθεια.
-Δεν απογοητεύει στην
πορεία;
-Και απογοητεύει. Αλλά το θέμα δεν είναι να ψάξεις να βρεις
τις μαύρες στιγμές του έρωτα. Το παν είναι να αγαπάς. Κι όταν αγαπάς όλα
λύνονται.
-Πού εντοπίζετε τη
διαφορά της αγάπης απ’ τον έρωτα;
-Η αγάπη είναι μια ανώτερη μορφή, ο έρωτας έχει ένα στοιχείο
πολύ πιο έντονο.
-Αγαπήσατε πολύ στη
ζωή σας;
-Ναι.
-Θα θέλατε να είχατε
αγαπήσει περισσότερο;
Δεν είχα άλλα περιθώρια. Εμάς, τα παιδιά της κατοχής, το
μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να έχουμε ένα πιάτο φαί. Μετά, στην εφηβεία, λέγαμε
«αχ, να είχαμε έναν έρωτα!». Αλλά, όταν είσαι πάρα πολύ φτωχός, έφηβος, φοράς
ένα παντελόνι που είναι τρύπιο και στις σόλες των παπουτσιών σου βάζεις
εφημερίδες, ποιο κορίτσι θα σε δει και θα σου δώσει σημασία; Πάντως δεν μου
έλειψαν οι έρωτες. Ίσα ίσα, πάρα πολύ με βοήθησαν.
-Σε τι;
-Πολλά τραγούδια μου, τα περισσότερα, είναι ερωτικά και είναι
βιωματικά. Ο έρωτας ήταν και καρπός έμπνευσης για μένα.
-Στους χωρισμούς σας
πώς ήσασταν;
-Ένας απελπισμένος άνθρωπος. Μ’ έπιανε η απελπισία! Αλλά και
πάλι, και εκεί, ψάχνεις να βρεις τρόπους για να γλιτώσεις απ’ αυτή τη μέγγενη
που σε σφίγγει. Ή γράφεις, αν είσαι γραφιάς όπως εγώ.
-Δεν είναι απίθανο να
έχετε γράψει ένα τραγούδι σε μία τέτοια στιγμή και χιλιάδες κόσμου, έπειτα από
χρόνια, να το τραγουδάνε σε κάποιο στάδιο, σε μια συναυλία;
-Αυτό είναι μια χαρά που δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη τόσο
μεγάλη. Εσύ απλά έγραψες ένα τραγούδι μέσα στη μοναξιά σου κι έρχεται έπειτα
αυτό και το τραγουδάνε εκατομμύρια άνθρωποι, όπως έγινε με το «δρόμο».
-Υπάρχουν στιγμές που
θα θέλατε να είχατε ζήσει αλλιώς, κύριε Παπαδόπουλε;
-Όχι. Μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος που έζησα. Με τη φτώχια,
τη δυστυχία, τους χωματόδρομους… Θα ‘θελα πολύ να τα χω ξαναζήσει όλα αυτά.
-Τι τραγούδια ακούτε
σήμερα;
-Δεν ακούω. Το βράδυ βάζω τον «Βήμα Fm», την εκπομπή της Μαρίνας Λαχανά, κι
εκεί ακούω κανά τραγούδι.
-Εντοπίσατε
καινούργιες φωνές, καινούργια τραγούδια που να σας άρεσαν;
-Βαριέμαι πια… Στην εποχή τη δική μου, ο μεγαλύτεροι
τραγουδιστές ήταν ο Καζαντζίδης κι ο Μπιθικώτσης. Τώρα ποιος είναι; Ο Ρέμος;
-Δεν σας αρέσει ο
Ρέμος;
-Τον συμπαθώ, είναι καλό παιδί. Αλλά τι σχέση μπορεί να έχει
ο Καζαντζίδης με το Ρέμο; Είναι θέμα βιωμάτων. Έλεγε κάποτε ο Καζαντζίδης, κι
είχε δίκιο: «πώς τραγουδάει έτσι αυτός; Αίσχος! Αυτός δεν έχει φάει ποτέ
χαστούκι από χωροφύλακα». Ξέρεις τι σοφία έχει αυτό; Αλλιώς τραγουδάς αν έχεις
πεινάσει ή αν έχεις ξαγρυπνήσει κάτω από ένα μπαλκόνι. Η ψυχή σου είναι αλλιώς.
Είναι γεμάτη αλλιώς.
-Βλέπετε όνειρα όταν
κοιμάστε;
-Βλέπω. Βλέπω τελευταία κάτι όνειρα πολύ φρικαλέα. Κάτι
θανάτους, κάτι διωγμούς, κάτι εξορίες… Γι’ αυτό, για να κοιμάμαι, παίρνω
χαπάκι. Γιατί αναταράζομαι στον ύπνο μου. Έχω ένα φίλο, στη Δραπετσώνα, που
φτιάχνει τον ωραιότερο χαλβά του κόσμου. Νίκος Γαβριήλης, λέγεται. Σηκώνομαι,
λοιπόν, τη νύχτα, τρώω λίγο χαλβά, παίρνω και μισό χάπι και ξανακοιμάμαι. Δε
γίνεται αλλιώς. Ύστερα, βασανίζομαι από αρρώστιες. Έχω πάθει έμφραγμα, κόντεψα
να πεθάνω. Μετά έκανα εγχείρηση. Είναι διάφορα που με απασχολούν.
-Συνεχίζετε να κλαίτε
συχνά, όπως συνέβαινε στα παιδικά σας χρόνια;
-Δεν κλαίω πια.
-Σκληρύνατε;
-… Ξέρεις, υπάρχουν πολλές αφορμές για να κλάψει κάποιος
σήμερα. Απλά νομίζω πως έγινα αλλιώτικος άνθρωπος. Κοίτα πώς ζει ο κόσμος! Μες
στη λάσπη. Είναι το στομάχι μου ανακατεμένο απ’ αυτά που συμβαίνουνε. Μ’ έχει
καταλάβει μια αηδία για πάρα πολλά πράγματα.
-Και για ανθρώπους;
-Δεν αισθάνομαι αηδία για τους ανθρώπους. Λυπάμαι τους
ανθρώπους! Γιατί περνάνε κι αυτοί απ’ την ίδια κρίση στην οποία βρίσκομαι κι
εγώ. Είπες μια λέξη πριν… Ναι, σκλήρυνα. Δυστυχώς.
-Θα ‘θελα, όμως,
αλλιώς να τελειώσουμε, κύριε Παπαδόπουλε… Με μια ωραία εικόνα…
-Θα σου πω. Είδα μια ωραία ταινία τελευταία. Με μια γυναίκα,
που τη γενιά μου τη σφράγισε. Την ωραιότερη, για μένα, γυναίκα στον κόσμο: τη
Ρίτα Χέιγουορθ. Τη «Τζίλντα» είδα. Κι έλεγα «μην τελειώσει ποτέ αυτή η ταινία!».
Πώς περπάταγε… Πολύ κοντά της ήτανε στο στυλ η Μελίνα. -Κοιτάξτε εκεί μία
φωτογραφία…
-Ω! Φιλάτε στο στόμα
την Ειρήνη Παππά και σας αγκαλιάζει το κεφάλι…
-Δεν το ‘πες καλά… Αυτή με φιλάει στο στόμα! Δες!
-Δεν το ‘πες καλά… Αυτή με φιλάει στο στόμα! Δες!
Δημοσίευση στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου (ένθετο "ΦιλGood"), τον Οκτώβριο του 2016. Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος (Studio Αμυντα 13).
http://www.philenews.com/el-gr/politismos-anthropoi/389/336506/lefteris-papadopoulos-i-zoi-prochoraei-me-ola-ta-ble-ta-mayra-tis-kai-ta-mov
http://www.philenews.com/el-gr/politismos-anthropoi/389/336506/lefteris-papadopoulos-i-zoi-prochoraei-me-ola-ta-ble-ta-mayra-tis-kai-ta-mov