Η διεθνούς φήμη προσωπικότητα, το φωτεινό αυτό μυαλό με διεθνές κύρος, μιλάει για τη σημαντικότητα των στιγμών απέναντι στο συνεχές πάθος για ζωή.
Τα μάτια της είναι γαλάζια -φωτεινά!- ο ήχος της φωνής της
δυνατός και ακέραιος, συχνά χαμογελάει, δεν αφαιρείται, κοιτάει συνεχώς προς το
μέρος μου, οι προτάσεις της λέγονται σα να γράφονται την ίδια στιγμή – κανένα
ρήμα δεν πετιέται, τα ουσιαστικά και τα επίθετα στη σωστή τους θέση, ο
προφορικός λόγος μετατρέπεται σε γραπτό αυτόματα. «Δεν θα πούμε πολιτικά, ε;»,
μου λέει καθισμένη στο γραφείο της, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών της
οδού Φρυνίχου στην Πλάκα, εκείνο το μεσημέρι της προηγούμενη Πέμπτης που
συναντηθήκαμε. «Όλοι πάντως για πολιτικά σας ρωτάνε», της εξηγώ. «Και στην
τηλεόραση που σας είδα τις προάλλες, πάλι για την επικαιρότητα μιλούσατε. Αλλά,
ναι, να το πάμε αλλιώς εμείς». Της δίνω ένα κουτί με φρέσκα κυπριακά δάχτυλα
κυριών, βουτηγμένα στο μέλι και στα αμύγδαλα, «για το απογευματινό σας τσάι».
Χαίρεται. «Τα ξέρω αυτά, είναι τόσο νόστιμα! Έχετε καταπληκτική κουζίνα στην
Κύπρο», μου αναφέρει. «Πιστεύετε πως η Κύπρος είναι Ελλάδα;», τη ρωτώ
καθισμένος πλάι απ’ τη δική της καρέκλα. «Ο Τσαρούχης είπε πως “η Ελλάδα είναι εκτός
συνόρων”. Είπε και κάτι άλλο για την Κύπρο: “Είχαμε μια αποικία και θέλαμε να
τη χάσουμε”», μου απαντά.
Όχι άδικα, η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ θεωρείται μία από τις
πιο λαμπρές πνευματικές και πανεπιστημιακές προσωπικότητες παγκοσμίως –
«ιδιοφυία» και «σοφή» την ονομάζουν, αν και εκείνη αρνείται τέτοιους
χαρακτηρισμούς. Έλαβε μέρος σε πολλά παγκόσμια συνέδρια ιστορίας, προσκλήθηκε
για διαλέξεις στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, ενώ έχει τιμηθεί με πολλές
διακρίσεις. Το 1967 είχε γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας
στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και το 1976 εκλέχθηκε Πρύτανης (η πρώτη γυναίκα που
τιμήθηκε με μια τέτοια θέση στα 700 χρόνια παράδοσης του Πανεπιστημίου). Έχει
διατελέσει, μεταξύ άλλων, Πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου, Πρόεδρος του
Πανεπιστημίου του Παρισίων και του Κέντρου Τέχνης και Πολιτισμού Ζωρζ
Πομπιντού-Μπομπούρ, σήμερα είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και επίτιμη
πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου των Δελφών, ενώ η πλούσια
εργογραφία της (με τελευταίο της βιβλίο το «Γιατί το Βυζάντιο» που κυκλοφορεί
στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, και μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες)
είναι ιδιαίτερα σημαντική παραμένοντας σημείο αναφοράς των μελετητών.
-Διδάσκονται όλα στη
ζωή, κυρία Αρβελέρ;
-Τα πάντα. Όταν οι σοφιστές κάνανε για πρώτη φορά την ερώτηση
«διδάσκεται η αρετή;», ουσιαστικά έκαναν την πρώτη πραγματική ερώτηση ουσίας.
Γιατί όταν απάντησαν πως «η αρετή διδάσκεται», δημιουργήθηκε η δημοκρατία. Αν,
λοιπόν, η αρετή διδάσκεται, διδάσκονται τα πάντα.
-Τι είναι η αρετή;
-Αρετή σημαίνει να είσαι όρθιος και ορθός. Ορθός με την έννοια
του να σκέφτεσαι σωστά. Και όρθιος θα πει να έχεις τα πόδια στη γη και τα μάτια
στον ουρανό.
-Δεν είναι πολύ
σχετικό, όμως, το να σκέφτεται κάποιος «σωστά»; Πώς προσδιορίζεται το «σωστό»;
-Ο Ρήγας είχε γράψει «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάτε
σωστά». Η σωστή σκέψη είναι η ελεύθερη σκέψη.
-Εγκλωβίστηκε ποτέ η
δική σας σκέψη;
-Πάντοτε. Να το πούμε απλά: όταν είσαι γεννημένος στην Αθήνα,
ας πούμε το 1926 σε ό,τι αφορά εμένα, έχεις τον χώρο, το χρόνο και το περιβάλλον,
τα οποία είναι τα ορισμένα ως δικά σου. Επομένως, ο κάθε ένας μας είναι εγκλωβισμένος
στο χώρο και στο χρόνο.
-Ήταν μία νοητική απελευθέρωση
για σας, το να ζήσετε έπειτα στο Παρίσι;
-Τελείως. Γιατί, ακριβώς, η αλλαγή χώρου είναι μια αιτία
κρίσης.
-Πώς εννοείτε αυτή την
κρίση;
-Το να μπορέσεις να περάσεις από τον ένα χώρο στον άλλον και
να κάνεις την προσαρμογή που πρέπει. Μέχρι να κάνεις αυτή την προσαρμογή
βρίσκεσαι σε κρίση. Το ότι, όμως, πέρασα σε άλλο χώρο, με έκανε να είμαι διπλά
πιο ευρύχωρη από ό,τι ήμουνα στον αθηναϊκό χώρο. Η ευρύτητα του χώρου είναι και
ευρύτητα ελευθερίας.
-Τι σας έμαθε το
Παρίσι;
-Πήγα στο Παρίσι το 1954. Τότε, το να είσαι έλληνας, ήταν
μεγάλο προνόμιο, σε αντίθεση με το 2016 που το να είσαι έλληνας καταντάει λίγο
προβληματικό. Το πρώτο που μου δίδαξε το Παρίσι όταν έφτασα, ήταν ότι ήμουνα
-και μόνο λόγω της ελληνοφωνίας- φορέας πολιτισμού. Και μάλιστα ένας φορέας πολιτισμού
ο οποίος κάποια στιγμή είχε γίνει και οικουμενικός – το πρώτο γεγονός της
παγκόσμιας ιστορίας είναι η αφύπνιση του ελληνικού πνεύματος. Επομένως, αυτό
που μου δίδαξε αρχικά το Παρίσι ήταν την υπερηφάνεια του να είσαι έλληνας –
αυτό ήταν κάτι που δεν το είχα στην Ελλάδα.
-Δεν το είχατε συνειδητοποιήσει
στην Ελλάδα;
-Καθόλου. Αυτό που είχα συνειδητοποιήσει στην Ελλάδα ήταν πως
η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα του ελληνισμού. Σαν αυτό που λέει ο Κύπριος
ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης: «η ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιερη του κόσμου». Και αυτό
ήταν κάτι που είχα εννοήσει στην Ελλάδα λόγω της μικρασιατικής μου καταγωγής,
λόγω της μάνας μου που ήταν Πολίτισσα. Αλλά το ότι η Ελλάδα ήταν το κέντρο του
κόσμου, πνευματικά τουλάχιστον κάποια στιγμή, όχι. Φτάνοντας στο Παρίσι το
κατάλαβα. Θυμάμαι πως όταν πήγα να γίνω καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της
Σορβόννης, κάναμε επισκέψεις σε όλους τους καθηγητές -είχα κάνει 127
επισκέψεις- και ο κοσμήτορας τότε μου είχε πει: «κυρία Αρβελέρ, πείτε παντού
ότι είστε ελληνίδα!». Γιατί το να ήσουν τότε ελληνίδα, ήταν ένα μεγάλο
προνόμιο. Το άλλο που μου έμαθε το Παρίσι ήταν κάτι πολύ απλό. Σκεφτείτε πως
για 10 χρόνια -αν και γυναίκα και ξένη- κατείχα, ως πρύτανης και καγκελάριος
των πανεπιστημίων, την έκτη θέση του γαλλικού πρωτοκόλλου – στην πρώτη θέση του
οποίου βρισκόταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτό θα πει πως η αξιοκρατική πρόοδος
είναι κάτι τελείως φυσιολογικό στη Γαλλία. Και το τρίτο που μου έμαθε το Παρίσι
είναι πως δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα! Μεγαλοφυΐες δεν υπάρχουν, υπάρχουν ομάδες.
Μόνο οι ομάδες μπορούν να προχωρήσουν – στην έρευνα, στην επιστήμη, στην πρόοδο.
-Ο κόσμος, αντίθετα,
πιστεύει για σας ατομικά πως είστε μία σοφή γυναίκα, μία ιδιοφυία…
-Αυτά είναι σαχλαμάρες. Έκανα μία δουλειά έχοντας αρχές που
μου είχαν διδάξει η μάνα μου και ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου μού έλεγε: «παιδί
μου, το πρόσωπο είναι σπαθί». Όπου κι αν βρέθηκα, σε οποιαδήποτε θέση, δεν
άφησα ποτέ κανέναν να πάει στη θέση μου. Δηλαδή, θέλαμε να ζητήσουμε κάτι απ’
τον υπουργό, μου έλεγαν οι συνεργάτες μου: «γράψτε». «Όχι», απαντούσα, «θα πάω
η ίδια να τον δω!».
-Πάντα ήσασταν τόσο
δυναμική γυναίκα;
-Δεν ξέρω.
-Δεν δειλιάσατε ποτέ;
-Στην κατοχή ήμουνα 14 ετών και μέλος της Αντίστασης, της
ΕΠΟΝ. Όλη μου η οικογένεια, άλλωστε, ήταν Βενιζελικοί. Με πιάσανε μία μέρα οι
Χίτες – ευτυχώς όταν έβγαινα από τις εξετάσεις του πανεπιστημίου, αλλιώς δεν θα
τελείωνα ποτέ το πανεπιστήμιο. Εντελώς κατά τύχη βρέθηκε κάποιος εκεί που είπε:
«αφήστε την, βρε παιδιά». Απευθύνθηκε σε μένα: «Από όπλα ξέρεις;», με ρώτησε.
«Ουουου», λέω, «πώς δεν ξέρω; Έχω δει στον κινηματογράφο τόσες φορές…». Μ’
αφήσανε στην οδό Φρύνης, λίγο πιο κάτω από το άλσος Παγκρατίου. Ανέβαινα το
δρόμο σίγουρη πως θα μου τραβήξουν από πίσω με τα όπλα. Η Φρύνης ήταν
ανηφοράκι. Με το που τελειώνει το ανηφοράκι και κατέβηκα, το τι τρεχάλα έκανα
δεν περιγράφεται… Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω κάνει μεγαλύτερη τρεχάλα! Τότε, ναι,
δείλιασα.
-Και η ευτυχία
διδάσκεται, κυρία Αρβελέρ;
-Διατείνομαι ότι η ευτυχία είναι μια σειρά στιγμών. Τίποτε
άλλο. Αν ζητήσεις μία ευτυχία διαρκείας είσαι βλάκας. Γιατί η ευτυχία διαρκείας
είναι ο πρόλογος της κάθε αγωνίας, μην τυχόν και χάσεις την ευτυχία. Κι αν
φοβάσαι μήπως χάσεις την ευτυχία, δεν είσαι πια ευτυχισμένος. Άρα δεν πρέπει να
αφήσεις τη στιγμή να περνάει χωρίς τουλάχιστον να είσαι παρών. Για μένα η
ευτυχία είναι η παρουσία – απέναντι στον άλλον, απέναντι στα πράγματα, απέναντι
στα όνειρα. Η ευτυχία και η δυστυχία αφορούν τα συναισθήματα.
-Μήπως αφορούν και την
τύχη του κάθε ανθρώπου;
-Η ευτυχία και η δυστυχία είναι και μέσα στο μυαλό. Η τύχη
δεν είναι στο μυαλό. Αν πέσεις άρρωστος είναι ατυχία. Αλλά το να θεωρείς τον
εαυτό σου δυστυχισμένο χωρίς αιτία είναι βλακεία. Υπάρχει μία άρια, νομίζω πως
είναι από το «rigkoleto» του Giuseppe Verdi, που λέει: «μίλησέ μου, πώς
τυχαίνει, εσύ, η βλακεία, να έχεις τόσους θαυμαστές, τόσους εραστές, τόσους
φίλους, χωρίς να κάνεις και πολλά πράγματα;». Θα σας έλεγα, λοιπόν, πως ναι,
και η ευτυχία διδάσκεται – το να μπορείς να αποστασιοποιηθείς από τη δυστυχία.
-Δεν είναι εύκολο…
-Τίποτα δεν είναι εύκολο στη διδασκαλεία. Τα θέματα της τύχης
είναι αλλού. Τύχη, για παράδειγμα, είναι να πέσεις στο άνθρωπο που χρειάζεσαι.
-Υπήρξατε τυχερή πάντως
στην προσωπική σας ζωή…
-Πολύ. Θεωρώ ότι αν δεν ήμουνα παντρεμένη με τον άνθρωπο που παντρεύτηκα,
δεν θα ήμουν αυτό που είμαι.
-Καθοριστικό.
-Καθοριστικό, ναι. Το σπουδαίο δεν είναι από πού έρχεσαι,
αλλά πού πας, με ποιον και γιατί.
-Θέμα επιλογής…
-Επιλογής αλλά και ευθύνης.
-Πάντα ξέρατε πού
θέλατε να πάτε ή να φτάσετε, κυρία Αρβελέρ;
-Όχι. Εκείνο που ήξερα ήταν πως αν καταπιανόμουν να κάνω
κάτι, ήθελα να το κάνω με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα.
-Τελειομανής;
-Όχι. Όσο μπορώ τόσο κάνω. Αλλά δεν έκανα ποτέ λιγότερα από
αυτά που μπορούσα να κάνω. Σας είχα πει προηγουμένως γι’ αυτό που μου έλεγε ο
πατέρας μου, αλλά δεν σας είπα αυτό που μου έλεγε η μάνα μου: «παιδί μου, να
ξέρεις τη θέση σου. Ούτε πιο πάνω ούτε πιο κάτω». Αυτό ήξερα. Αυτό μπορώ, αυτό
κάνω. Όσο για τις «ιδιοφυίες» που μου αναφέρατε πριν, όσοι τα λένε αυτά, τα
λένε για παρηγοριά.
-Αν επιτρέπεται, πόσων
ετών είστε;
-Ενενήντα.
-Στο Θεό πιστεύετε;
-Ξέρετε τι είχε πει ο Μαρκέζ για το Θεό; «Δεν πιστεύω ότι
υπάρχει, αλλά τον φοβάμαι». Ποτέ δεν είπα ότι δεν υπάρχει Θεός. Ποτέ. Ποτέ. Αλλά
μόλις αρχίσουμε να λέμε τι είδους είναι, ποιος είναι κλπ, εκεί λέω: «παιδιά,
σταματήστε». Προτιμώ να μιλώ για αγγέλους παρά για θεούς.
-Στον έρωτα πιστέψατε
ποτέ;
-Πιστεύω πάντα στον έρωτα. Και δεν νομίζω ότι ο έρωτας είναι
θέμα ηλικίας.
-Δεν τελειώνει κάποια
στιγμή; Δεν έχει φυσικό τέλος;
-Δεν μιλάω μόνο για τον σωματικό έρωτα – ο οποίος, ναι,
τελειώνει. Αλλά το να έχεις κατακουτελιά με άνθρωπο για το πνεύμα του, για το
χιούμορ του, αυτό πιστεύω βαθύτατα πως μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε. Είχα μία
φίλη, τη μάνα του Χρήστου Λαμπράκη, την Έλζα, η οποία ήταν 104 ετών όταν
πέθανε. Μου έλεγαν τότε οι δημοσιογράφοι «κυρία Αρβελέρ, έχετε φίλες στην
Ελλάδα;» και απαντούσα: «ναι, την κυρία Έλζα Λαμπράκη». «Μα», μου έλεγαν, «αυτή
είναι τόσων χρονών». «Ναι, και πάντοτε ερωτεύσιμη», τους απαντούσα. Γι’ αυτό
και κανένας άντρας δεν είναι χήρος και μόνος. Εγώ μόνο χήρους ξέρω (γελάει). Έφευγε
κάποτε μία από τις συνεργάτιδες μου για να πάει σε μια κηδεία και μου είχε πει:
«είναι ένα ράκος ο άντρας της…». «Όχι για πολύ!», της είχα απαντήσει. Επομένως,
ξέρω μόνο χήρες και μόνες. Γιατί είναι πιο ανθεκτικές οι γυναίκες. Μια μέρα που
η Έλζα Λαμπράκη έπαιζε χαρτιά με τις φίλες της, την είχα ρωτήσει: «Βρε Έλζα, τι
ώρα τελειώνετε;». «Κατά τις 12», μου είχε απαντήσει, «εκτός από την Μαρία». Λέω:
«γιατί;». «Ε, η κακομοίρα», μου είχε πει, «έχει τον άντρα της ακόμη αυτή…»
(γελάει).
-Όταν ερωτευόσασταν
ήσασταν βουτηγμένη μέσα σ’ αυτό το συναίσθημα και αποκομμένη απ’ όλα τ’ άλλα;
-Ω, ναι. Τελείως. Αλλά είχα την τύχη -αυτό ήταν μεγάλη τύχη-
να μην έχω μία δουλειά που θα μ’ ανάγκαζε να πηγαίνω στις 8 η ώρα το πρωί, με
ωράριο. Αυτή η μεγάλη ελευθερία τού να διαχειρίζομαι το χρόνο μου, με έκανε να
αφήνομαι κιόλας. Υπήρχαν περίοδοι που έκανα μόνο τα μαθήματά μου. Το να
αφοσιωθώ, επομένως, σε κάποιον ή σε κάτι μού συνέβη πολλές φορές, με τρόπο που
να μην υπάρχει άλλη σκέψη –κι αυτό είναι έρωτας!
-Οι ιδιότητες της
δασκάλας και της μητέρας ήταν πάντα ανώτερες όλων των άλλων που είχατε στη ζωή
σας;
-Της μάνας, ναι. Δεν θα μπορούσα ποτέ να αφήσω κάτι άλλο να υπερισχύσει
του μητρικού ενστίκτου.
-Υπάρχουν πράγματα που
θα θέλατε να τα ‘χατε κάνει αλλιώς στη ζωή σας, κυρία Αρβελέρ;
-Όταν μου βάζετε αυτή την ερώτηση στα 90 μου χρόνια… Θα ήθελα
να ζούσα σε άλλη εποχή ίσως. Γιατί ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα στην κατοχή – εσείς
δεν τα γνωρίσατε αυτά. Αν βλέπατε τους Γερμανούς να τραβάνε το όπλο επειδή απέναντι,
κάποιο παιδί, γέλασε – και να του τραβάνε μες στο στόμα τη σφαίρα…. Πέρασε πολύ
νερό κάτω απ’ το γεφύρι μου…
-Ζώντας τέτοια
γεγονότα, σας φαίνεται ίσως και λιγάκι περίεργο να ακούτε το «περνάμε κρίση»;
-Όταν έχεις ζήσει αυτά τα πράγματα… Σκεφτείτε πως ήμουνα 13
ετών και πήγαινα στο σχολείο μου πηδώντας επάνω από πτώματα ανθρώπων που
πέθαναν απ’ την πείνα. Δεν θεωρώ, όμως, ότι η σημερινή «κρίση» είναι
οικονομική. Κρίση είναι ο ανερμάτιστος κόσμος. Να το πω λίγο διαφορετικά: ο
άνθρωπος έβαλε ως προτεραιότητά του την υλική ευμάρεια, την οποία δεν έχει όσο
θα ήλπιζε και όσο θα ήθελε. Αυτή η απώλεια υλικών αγαθών -και όχι μόνο αγαθών-,
είναι η μεγάλη κατάπτωση. Το global good είναι αυτό που μπορείς να καταναλώσεις χωρίς να το στερήσεις
από κανέναν άλλον. Και οι ειδήμονες λένε ότι ούτε καν το νερό δεν είναι global good, διότι όταν το πίνεις
από κάποιον το στερείς. Το μόνο global good είναι ο πολιτισμός – τον καταναλώνεις και δεν τον στερείς
από κανέναν άλλον. Είναι το μόνο αγαθό που μοιράζεσαι με άλλους και γίνεσαι πιο
πλούσιος. Θα έπρεπε να είχαμε άλλες προτεραιότητες.
-Πώς διαχωρίζεται το
«θέλω» απ’ το «πρέπει»;
-Χρειάζεται μεγάλη δουλειά. Το «πρέπει» είναι κοινωνικό, το
«θέλω» είναι ατομικό.
-Το «πρέπει» πρέπει να
επιβάλλεται στο «θέλω»;
-Όχι. Γιατί πραγματική κρίση συμβαίνει όταν το άτομο και ο
πολίτης, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός βίος, δεν συμπίπτουν. Αυτή είναι η
πραγματική κρίση. Άρα το «πρέπει» δεν πρέπει να επιβάλλεται στο «θέλω». Αν οι
ανίκανοι διοικούν φταίνε οι ικανοί, κι αν μόνο οι ανάξιοι μιλάνε για αξίες η
απαξίωση είναι γενική. Αυτά να έχουν υπόψιν τους οι ψηφοφόροι για όποια κι αν
πάνε εκλογή.
-Πιστεύετε πως η
ιστορία μπορεί να διδάξει το μέλλον;
-Όχι το μέλλον. Η ιστορία μπορεί να διδάξει κάτι πιο απλό: τη
δυνατότητα προσαρμογής στις αντιξοότητες. Όταν λες «έχουμε μεγάλη κρίση» και
δεις ποιες είναι οι κρίσεις της ιστορίας, θα διαπιστώσεις ότι είναι μικρή η κρίση
που έχουμε. Και εκεί διατείνομαι ότι η σμίκρυνση ή η διεύρυνση του χώρου δράσης
δημιουργεί κρίση. Όταν περνάμε από την πόλη στο βασίλειο, από το βασίλειο στην
αυτοκρατορία, απ’ την αυτοκρατορία στην οικουμενικότητα κι απ’ την
οικουμενικότητα στην παγκοσμιοποίηση -και μάλιστα σε μία παγκοσμιοποίηση χωρίς
όνειρο, χωρίς όραμα, χωρίς ψυχή- τότε μετράς τα πράγματα μόνο με υλικά αγαθά.
Όταν στα στερήσουν, τότε έχεις την μεγάλη απώλεια. Η απώλεια είναι πένθος. Αλλά
η απώλεια των υλικών αγαθών δεν είναι πένθος, είναι οργή.
-Η βαθιά γνώση της
ιστορίας που έχετε, σας κάνει να είστε αισιόδοξη για το μέλλον – όχι μόνο για
την Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια;
-Ναι, είμαι αισιόδοξη. Γιατί είμαι αισιόδοξη για τον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος πάντοτε βρίσκει, κατά κάποιο τρόπο, τη δυνατότητα της προσαρμογής.
Ως και την έννοια της ευτυχίας. Αν και δεν έχουμε την ίδια έννοια της ευτυχίας,
η δική σας γενιά με τη δική μας. Έχοντας εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του ανθρώπου
να προσαρμοστεί στις συνθήκες που έχει ο ίδιος δημιουργήσει, γίνομαι αισιόδοξη.
-Υπάρχουν πράγματα που
να σας δίνουν σήμερα χαρά;
-Πολλά… Για παράδειγμα, τα ωραία τραγούδια! Μ’ αρέσει, όμως,
η μουσική που καταλαβαίνω, όχι άλλου είδους. Τη μοντέρνα δεν την παρακολουθώ,
γιατί δεν την καταλαβαίνω. Μ’ αρέσει ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος…
Όσα καινούργια βγήκαν, τα συγκρίνω μ’ αυτά και τα βρίσκω φτωχά. Στη Γαλλία έχω
δύο ραδιόφωνα στο σπίτι. Το ένα είναι πάντοτε σταματημένο στο μουσικό πρόγραμμα
και το άλλο στο καθημερινό. Στο μουσικό ακούω ό,τι βάζουν σε σχέση με τη «σοβαρή»
λεγόμενη μουσική -προεδρεύω, άλλωστε, και στο ίδρυμα Shostakovich- και αυτό που μου
κάνει εντύπωση είναι πως έχω μάθει πια όλα τα ονόματα των μουσικών απέξω
(γελάει).
-Αδικήσατε ποτέ ανθρώπους
στη ζωή σας;
-Ναι. Κι αυτό για μένα είναι το χειρότερο πράγμα. Όπως λέει η
κόρη μου, γεννήθηκα αφεντικό. Μου έτυχε, λοιπόν, πολλές φορές, σε ανθρώπους με
τους οποίους συνεργαζόμουν, να είμαι σκληρή. Επέτρεπα, όμως, στον εαυτό μου
τέτοια στάση, γιατί ήμουνα πιο σκληρή η ίδια με τον εαυτό μου. Αλλά μετά είχα
τέτοιες τύψεις που γινόμουν μ’ αυτούς τους ανθρώπους χαλί να με πατήσουν απ’
τις ενοχές.
-Τον εαυτό σας τον αδικήσατε
ποτέ;
-Πολλές φορές.
-Με ποιο τρόπο;
-Τα γεράματα για μένα είναι να κάνεις από καθήκον ό,τι έκανες
πριν από ευχαρίστηση. Το ότι κάνω πράγματα από καθήκον είναι η μεγαλύτερη
αδικία που υπάρχει. Και υπάρχουν γεράματα που έχουν άσπρα μαλλιά και μαύρη
καρδιά και γεράματα που έχουν άσπρη καρδιά και μαύρα μαλλιά…
-Κοιμάστε εύκολα τα
βράδια;
-Τέλεια. Και παντού. Μέσα σε αεροπλάνα, περιμένοντας τα
τρένα, όπου να ‘ναι κοιμάμαι.
-Όνειρα βλέπετε;
-Ναι, βλέπω όνειρα. Και μάλιστα τα όνειρά μου είναι έγχρωμα!
-Ποιο ήταν το
τελευταίο που είδατε;
-Έχω πρόβλημα πια με το να περπατήσω. Βλέπω, λοιπόν, στον
ύπνο μου, πάντοτε το ίδιο όνειρο: ότι περπατώ. Ότι περπατώ όμορφα, ωραία,
ανεβαίνω σκάλες, τις κατεβαίνω και επίσης πως κολυμπώ τέλεια – ήμουνα, άλλωστε,
και πρωταθλήτρια κολύμβησης. Το γεγονός ότι δεν μπορώ να περπατήσω εύκολα με
έχει κάνει να βλέπω σε όνειρα πως περπατώ, πως είμαι όρθια, πως μπορώ να κάνω
τα πάντα!
-Βλέπετε αυτό που
επιθυμείτε…
-Θα σας πω και κάτι άλλο. Κάπνιζα 4 πακέτα την ημέρα.
Σκεφτείτε πως όταν πήγαινα να κάνω μάθημα ερχόταν κι ο κλητήρας με ένα τασάκι
στα χέρια. Μετά από 15 χρόνια δίνω το διδακτορικό της Σορβόννης στον μεγαλύτερο
πνευμονολόγο του Χάρβαρντ. Τρώμε το βράδυ, με ρωτάει «πότε σταματήσατε το
κάπνισμα;», γιατί πλέον δεν μπορούσα ούτε να ξαπλώσω, και του λέω την ιστορία
μου με τα τσιγάρα. Μου λέει: «κυρία Αρβελέρ, έχετε ακόμη 10 χρόνια για να
μάθετε αν έχετε πάθει καρκίνο του πνεύμονος». Γιατί σας το ‘πα αυτό; Γιατί
βλέπω, στα όνειρά μου, τον εαυτό μου να καπνίζει! Ενώ το Paris Match είχε
αφιερώσει σε δύο του σελίδες «πώς η Αρβελέρ σταμάτησε το κάπνισμα».
-Σήμερα ποια είναι τα
πάθη σας;
-Λέτε να ‘χω; Δεν έχω πάθη πια. Γιατί κουμαντάρω τον εαυτό
μου πολύ. Κάνοντας, όχι αυτό που θέλω, αλλά αυτό που έχω αποφασίσει να θέλω…
Λέτε να ερωτευτώ; (γελάει).
Θα θέλατε να σας
συμβεί;
Πάντα! (χαμογελάει). Είμαι της αρχής του στίχου του W.H. Auden που
λέει: «If equal
affection cannot be, let the
more loving one be me».
Δημοσίευση στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" (ένθετο "ΦιλGood), τον Φεβρουάριο του 2016. Η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη.
http://www.philenews.com/el-gr/politismos-anthropoi/389/301565/eleni-glykatzi-arveler-perase-poly-nero-kato-ap-to-gefyri-mou