Ο πιο διάσημος οργανοπαίκτης πανηγυριών στην Ικαρία εξηγεί πώς η παραδοσιακή μουσική, το βιολί και η τσαμπούνα, έγιναν τα νέα trends του Αυγούστου.
Είναι περίεργο πώς, με μία διονυσιακή έκσταση που ξεπερνά
όσα προβλήματα και δυσκολίες μπορεί να αντιμετωπίζει ο κάθε ένας που έχει την
τύχη να βρεθεί στο νησί που είναι περισσότερο από κάθε άλλο ταυτισμένο με τα
πανηγύρια, την Ικαρία, ακούγοντας τις πρώτες νότες από το βιολί ή την τσαμπούνα
να ξεκινούν τον περίφημο Ικαριώτικο χορό, όλα να ξεπερνιούνται, να αδειάζουν τα
τραπέζια και να γεμίζουν οι χωματένιες αυτοσχέδιες πίστες από φανατικούς
πανηγυριστές. Είναι κάτι ανεξήγητο, κυτταρικά ελληνικό που δεν μπορεί να
εξηγηθεί εύκολα με λέξεις, αλλά μόνο βιώνοντάς το στα δεκάδες πανηγύρια της
Ικαρίας, με κορυφαίο εκείνο της Λαγκάδας, στις 15 Αυγούστου, που συγκεντρώνει
περισσότερους από 5 χιλιάδες κόσμου, από όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά και τουρίστες,
κάθε χρόνο. «Οι περισσότεροι από αυτούς έρχονται στην Ικαρία ειδικά γι’ αυτό το
πανηγύρι», μου εξηγεί ο Νίκος. «Τελευταία οργανώνονται ακόμη και πτήσεις από
ξένες χώρες που διαφημίζουν το κέφι που γίνεται σ’ αυτό. Θεωρείται θρυλικό πια!
Και, μην φανταστείς, η πρόσβαση στο χώρο του πανηγυριού, ένα μαγικό μέρος
ανάμεσα σε πλατάνια, είναι αρκετά δύσκολη, αφού δεν υπάρχει σύγχρονο οδικό
δίκτυο που να οδηγεί σ’ αυτό. Παρόλα αυτά, είτε με ωτοστόπ -που θεωρείται
παράδοση στο νησί- είτε με πολύ κόσμο στοιβαγμένο σε κάθε ένα αμάξι, η Λαγκάδα
δημιουργεί εκείνη τη μέρα μία μικρή, ιδιαίτερη κοινότητα γλεντιού, που
συνδυασμένη με άφθονο κρασί, συκωτάκι και τον ενάμιση περίπου τόνο κατσίκι από
αγριοκάτσικο -το λεγόμενο ρασκό, όπως το λέμε στην Ικαρία- που προσφέρεται από
τους ντόπιους, θεωρείται ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η Ελλάδα σε σχέση με τα παραδοσιακά μας πανηγύρια».
Ο Νίκος Φάκαρος, ο διασημότερος σήμερα μουσικός των Ικαριώτικων,
θυμάται, όσο ήταν ακόμη παιδί, στο χωριό του, το Χριστό Ραχών, να βρίσκεται
συχνά ανάμεσα στους οργανοπαίκτες, στα πανηγύρια του νησιού τα Καλοκαίρια, αλλά
και το Χειμώνα, στο Πολιτιστικό Κέντρο της περιοχής, δίπλα στον μουσικό Περικλή
Χαρβά, να προσπαθεί να μάθει τα «μυστικά» του βιολιού που τόσο πολύ τον
γοήτευε. «Τότε τα πανηγύρια δεν είχαν σχέση με τα τωρινά και η Ικαρία δεν ήταν
τόσο γνωστή. Οι περισσότεροι που συμμετείχαν σ’ αυτά ήταν άνθρωποι μεγάλης
ηλικίας, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας, όπου βλέπεις σ’ αυτά
κυρίως νέους, όχι μόνο να συμμετέχουν αλλά και να ξέρουν να χορεύουν Ικαριώτικο
καθώς και άλλους χορούς. Όταν ήμουν μικρός απλά βοηθούσα στα πανηγύρια, και
ιδιαίτερα σε εκείνο του χωριού μου, κάθε χρόνο, στις 6 Αυγούστου –στο
σερβίρισμα, στο ψήσιμο, στο στήσιμο των τραπεζιών. Τώρα είναι σα να συμβάλλω από
άλλο πόστο».
Ο 38χρονος μουσικός ξεκίνησε να παίζει βιολί στα 12 του, ενώ
στα 16 του συμμετείχε για πρώτη φορά σε πανηγύρι, στο Μάραθο, ένα χωριό κοντά
στον Εύδηλο Ικαρίας. Τότε γνώριζε τον Ικαριώτικο, κάποια βαλς, τοπικές
μελωδίες. Στο μεταξύ, είχε δημιουργήσει με συμμαθητές του ένα μικρό συγκρότημα
για να παίζουν σε χοροεσπερίδες και πολιτιστικές εκδηλώσεις της περιοχής. Τελειώνοντας
το σχολείο ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική στη Σόφια, αλλά σταμάτησε έπειτα από
ένα χρόνο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ώστε να διδαχθεί παραδοσιακή μουσική
κοντά στο δάσκαλο του, Γιώργο Μαρινάκη, γιατί το μόνο που επιθυμούσε ήταν να
μάθει αυτό που αγαπούσε από μικρός: να παίζει καλό βιολί. Από το 1997 άρχισε να δουλεύει επαγγελματικά σε ρεμπετάδικα και μουσικές
σκηνές στην Αθήνα, ενώ κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας έφτιαξε το
πρώτο του μουσικό σχήμα, από μουσικούς που ήξεραν λαούτο, κιθάρα, βιολί, κρουστά,
τουμπερλέκι, τσαμπούνα, μπουζούκι, που ονομάστηκαν Musicaroi –ουσιαστικά ήταν η αρχή γι’ αυτό
που θα ακολουθούσε από το 2001, που ξεκίνησε να παίζει πρώτη φορά επαγγελματικά
σε μεγάλα πανηγύρια και να γίνεται γνωστός. «Υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν να
μάθουν Ικαριώτικο επάνω στο χορό, γιατί δεν ξέρουν τα βασικά βήματα. Το μυστικό
είναι να βλέπεις τί κάνει ο πρώτος στον κύκλο, να το ακολουθείς και να το
αντιγράφεις επί τόπου. Εκτός από τις φιγούρες και τα τσαλίμια που θεωρούνται
πιο εξεζητημένα και μπορούν να γίνουν μόνο από εκείνους που γνωρίζουν καλά το
χορό, θεωρώ πως δεν είναι δύσκολο να μάθει κανείς Ικαριώτικο και να συμμετέχει
με όλο του το κέφι σ’ αυτόν. Ψυχή χρειάζεται και να μην σκέφτεσαι τα προβλήματά
σου εκείνη την ώρα, τίποτ’ αλλο».
Το πανηγύρι εκείνο στο οποίο έπαιξε και είχε τη μεγαλύτερη
διάρκεια θυμάται πως ήταν στο Αυλάκι, ανάμεσα στον Αρμενιστή και στον Εύδηλο,
στις αρχές της πορείας του. «Τότε θυμάμαι ότι είχα ξεκινήσει στις 2 το μεσημέρι
και τελείωσα στις 7 το πρωί της επόμενης μέρας, χωρίς καμία διακοπή. Ο
Ικαριώτικος μπορεί να έχει διάρκεια μισή ώρα κάθε φορά, ενώ σε άλλα πανηγύρια
τυχαίνει να παίξω ικαριώτικο ακόμη και μία ώρα συνεχόμενα διότι προσφέρεται από
τη φύση του ενώ, απ’ την άλλη, δεν μπορείς να τον σταματήσεις στην κορύφωσή
του, όσο ο κόσμος ακόμη χορεύει. Βλέπω τους ανθρώπους να διασκεδάζουν μπροστά
μου και το ευχαριστιέμαι κι εγώ ο ίδιος! Ακόμη και καλά να μην είναι, ακόμη και
να ‘χουν πολλές έγνοιες, ακούγοντας τις πρώτες νότες από τον Ικαριώτικο βλέπεις
να αδειάζουν αμέσως τα τραπέζια και να γεμίζει μπροστά μας η πίστα». Κάτι
αντίστοιχο συμβαίνει και με άλλες παραδοσιακές μελωδίες: το Πιπέρι, το Γλέντι,
τη Συμπεθέρα, τον Τσαμούρικο, τον Ικαριώτικο της Αυγής, με ταγκό και βαλς, που «τοποθετημένα»
σωστά ρεπερτοριακά, σε μία λογική μουσική ροή, οδηγούν τους πανηγυριστές στην
κορύφωση του γλεντιού. «Ανάλογα με τη διάθεση του κόσμου και τον αριθμό των
ανθρώπων που έρχονται σε κάθε πανηγύρι, ακολουθούμε την αντίστοιχη σειρά
τραγουδιών. Πολύς κόσμος μας παραγγέλνει συγκεκριμένα ακούσματα, παραδοσιακές
μουσικές από πολλά μέρη της Ελλάδας, κι εμείς δεν θέλουμε να χαλάμε χατίρι σε
κανέναν! Πάντα, άλλωστε, θα έχω άγχος προτού ξεκινήσω να δουλεύω. Πάντα θα
αναρωτιέμαι: “θα περάσει καλά ο κόσμος σήμερα; Θα σηκωθεί από τη θέση του να
χορέψει μαζί μας;”. Κι αυτό νομίζω είναι και το μυστικό για να μην εφησυχάζουμε
ποτέ. Γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο», μου εξηγεί.
Ο Νίκος θυμάται πανηγύρια από κάθε μικρό και μεγάλο χωριό
του νησιού του, μεγάλες διασκεδάσεις, κέφι, μικροπαρεξηγήσεις, αλλά και πολύ
κόσμο να χορεύει μπροστά του, κάτι που συμβαίνει πια και σε άλλες περιοχές της
Ελλάδας όπου τον προσκαλούν μαζί με το συγκρότημα του για να παίξουν μουσική. «Νομίζω
πως η ανάταση που σου προσφέρουν τα πανηγύρια, δύσκολα στη δίνουν άλλα πράγματα
στη ζωή, είναι κάτι μαγικό που αν δεν το βιώσεις δεν το καταλαβαίνεις. Είναι το
καλύτερο φάρμακο! Έχω δει ανθρώπους να κλαίνε όταν ακούγονται οι πρώτες νότες
από τον Ικαριώτικο, μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους
και να προσπαθούν να τους μάθουν τα βήματα, ντόπιους να εξηγούν σε τουρίστες
πώς χορεύεται σωστά η “Συμπεθέρα” και εκείνοι να τους αντιμετωπίζουν σα να
είναι οικογένειά τους. Αν δεν το ζήσεις, έστω μία φορά, δεν μπορείς να καταλάβεις
τι σημαίνει να χορεύεται ο Ικαριώτικος από χιλιάδες κόσμου μπροστά σου. Σαν να
είναι κάτι που βγαίνει μέσα από την ψυχή του καθενός».
Τον τελευταίο καιρό ο Νίκος Φάκαρος και το συγκρότημά του
έχουν παίξει και σε δημόσιους χώρους στην Αθήνα, με ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία.
Θυμάται την Ερμού να γεμίζει από 8 χιλιάδες κόσμου όταν οργάνωσαν «παραδοσιακό
Ικαριώτικο γλέντι» κοντά στην Καπνικαρέα, κάτι παρόμοιο που συνέβη και στις
αρχές Ιουνίου στο Πέραμα ή στο Γκάζι, με πρόσκληση κυρίως μέσα από τα social media, χωρίς άλλη διαφήμιση.
«Ο κόσμος έχει στραφεί πια στην παραδοσιακή μουσική. Αυτό δεν συνέβαινε παλιά.
Βλέπεις ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, που έχουν άλλα μουσικά ακούσματα
και τελείως άλλες αναφορές στη ζωή, να ενώνονται σε κάτι που έδινε χαρά στους
γονείς και στους παππούδες μας και που, κάποια στιγμή, ορισμένοι, ίσως να το
σνόμπαραν. Πλέον δεν υπάρχουν στεγανά».
Ανάμεσα σε 30 περίπου πανηγύρια στα οποία παίζει κάθε
Καλοκαίρι, ο Νίκος δεν μπορεί να ξεχωρίσει κάποιο γιατί για εκείνον μεγαλύτερη
σημασία έχει το γεγονός ότι βρίσκεται στο νησί του και προσφέρει χαρά στον
κόσμο. Μου απαριθμεί, ωστόσο, πανηγύρια της Ικαρίας -ημερήσια και βραδινά-,
λιγότερο γνωστά, από ένα σύνολο 60 περίπου πανηγυριών που γίνονται κάθε χρόνο
στο νησί, τα οποία θεωρούνται από τους Ικαριώτες περισσότερο αυθεντικά από άλλα
που είναι μαζικότερα: στις 27 Αυγούστου στον Μάραθο, στις 29 Αυγούστου στο
Μαυράτο, στις 30 Αύγουστου στον Κουνιάδο, λίγο πιο πάνω από τις Ράχες, στις 8
Σεπτεμβρίου στον Άγιο Δημήτριο και στην Πλαγιά, κοντά στον Άγιο Κήρυκο, στις 17
Σεπτεμβρίου στο Μονοκάμπι, στις 20 Σεπτεμβρίου στον Άη Στάθη, κοντά στην
Αρέθουσα. Για το Νίκο Φάκαρο η Ικαρία είναι όλη του η ζωή, «τα πάντα μου!», λέει.
«Η Ικαρία είναι η οικογένειά μου, είναι μουσική, είναι χαρά, είναι κέφι, είναι
κάτι πάντα αγέραστο και αυθεντικό που έχει γίνει πια γνωστό σε όλο τον
πλανήτη!».
Δημοσίευση στην εφημερίδα "Πρώτο Θέμα" (ένθετο "Thema People"), τον Αύγουστο του 2016.