Στα 41 του τα έχει ζήσει όλα. Ή σχεδόν όλα. Η αναγνωρισιμότητα του «Master Chef» μας έκανε να ανακαλύψουμε ένα πρόσωπο που δεν μιλάει συχνά- αν και το τηλέφωνό του χτυπάει συνεχώς για συνεντεύξεις-, που είναι ένας πολύ ενδιαφέρων άντρας, που λέει ιστορίες, που είναι «ωραίος τύπος» και που το «καθωσπρέπει» δεν ήταν ποτέ κομμάτι της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Ίσως και να το σιχαίνεται. Ο Δημήτρης είναι ένας άντρας που παραμένει στη λεπτή κόκκινη κλωστή της δημοσιότητας, αλλά όχι πλέον των ορίων του.
Στο εστιατόριο όπου είναι σεφ, το «Αλάτσι», του δημοσιογράφου Σταύρου Θεοδωράκη, με κερνάει τσικουδιά, το κινητό του χτυπάει συνεχώς- είτε με κλήσεις, είτε με μηνύματα-, το βάζει στο αθόρυβο «για να κάνουμε δουλειά» και έχει μισή περίπου ώρα στη διάθεσή του. Μου μιλάει για την Κύπρο, πόσο πολύ αγαπάει το νησί, πόσο θετικά αλλάζει η διάθεσή του όταν φτάνει εκεί. «Θέλεις λίγη ακόμη τσικουδιά;», μου λέει και ξαναγεμίζει το ποτήρι. Είναι πολύ κουρασμένος, το βράδυ της Τετάρτης που συναντιόμαστε. Όλη μέρα σε γυρίσματα για το Master Chef Junior του Mega, τρέξιμο με το μαγαζί, για κάτι άλλες δουλειές, δεν πρόλαβε ούτε να φάει. Τρία παξιμάδια μόνο. «Γιατί είμαι και σε δίαιτα», λέει και γελάει.
«Μου λείπει πολύ το να καθίσω για ώρες μόνος στο σπίτι. Έχω να το ζήσω πολλά χρόνια αυτό. Περνάω 12-13 ώρες κάθε μέρα στο “Αλάτσι”, άλλες 3-4 ώρες κάνοντας διάφορα γύρω γύρω, κάποιες άλλες σε γυρίσματα και μου μένει ένα πολύ μικρό διάστημα για το σπίτι. Με ξεκουράζει να αδειάζω το μυαλό μου. Να φεύγουν όλα και να κάτσω λίγο κάτω με άδειο μυαλό. Και αυτό μπορείς να το κάνεις οπουδήποτε, αρκεί να έχεις εκπαιδεύσει τον εαυτό σου να το κάνει. Μένουν έτσι μόνο τα ωραία πράγματα μέσα στο μυαλό σου όπως, στην περίπτωση μου, το πόσο ωραία πέρασα για παράδειγμα με το γιο μου τη Δευτέρα που ήμασταν μαζί στα Χανιά, όπου μένει με τη μητέρα του, που τρώγαμε μαζί και γεμίζαμε με κέτσαπ τις πατάτες. Αν δεν ήταν εδώ ο γιος μου, δεν θα μενα ούτε μία μέρα στην Ελλάδα. Ναι μεν είμαι μακριά από αυτόν, αλλά δεν είμαι διαδρομή Αμερική- Ελλάδα, είμαι Αθήνα- Χανιά, που παίρνω ένα αεροπλάνο και σε 20 λεπτά είμαι εκεί».
«Παλιά έφτανα στα όριά μου πολύ πιο γρήγορα και σχεδόν καθημερινά. Για οτιδήποτε. Ακόμη και για τα πιο ασήμαντα. Το χω ελαττώσει, όμως, πάρα πολύ αυτό».
«Προέρχομαι από φτωχή οικογένεια. Και ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος του χρήματος. Αν με δεις τώρα, φοράω παπούτσια που κάνουν 60 ευρώ, παντελόνι που κάνει άλλα 60 ευρώ και μπλουζάκι που κάνει 10 ευρώ, το οποίο φτιάχνει μια καλή μου φίλη στα Εξάρχεια. Στ αρχίδια μου τα λεφτά! Έχω φάει πολλά λεφτά σε αλκοόλ, σε ναρκωτικά, σε ταξίδια. Για τίποτα δεν μετάνιωσα από όλα αυτά. Όλα εμπειρίες ήτανε. Μετάνιωσα μόνο που δεν τα κοψα όλα αυτά πιο νωρίς κι έτσι έχασα κάποια χρόνια».
«Όλα αυτά δεν μου καναν κακό. Κακό θα μου έκαναν αν δεν ζούσα, αν μου άφηναν κάποιο κουσούρι. Αλλά μου έδωσαν μόνο εμπειρίες. Κρατάς από αυτό το ότι έζησες, το ότι ξαναγεννήθηκες, το ότι έγινες πολύ δυνατός. Όποιος καταφέρει και περάσει από αυτό το πράγμα αλώβητος, σε πληροφορώ ότι βγαίνει πάρα πολύ δυνατός μετά στη ζωή του».
«Αυτός που κάνει ναρκωτικά, στα τελευταία του στάδια έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην αρχή αυτού του πράγματος, έχει πλάκα, είναι ωραία, περνάς καλά, έχει χαβαλέ. Στη μέση αρχίζεις και πέφτεις λίγο και ξεκινάει να σου γίνεται ανάγκη- γιατί στην αρχή δεν είναι. Όταν λοιπόν αυτή η ανάγκη γίνει επιτακτική, γίνει 3-4 φορές τη μέρα και είναι “που θα βρω λεφτα να πάρω την επόμενη μου δόση;”, γίνεται κατάντια. Εκεί έχεις χάσει και την αυτοπεποίθησή σου. Και θεωρώ ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο σε έναν άνθρωπο από το να χάσει αυτό το κομμάτι του εαυτού του. Αν χάσεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζουν και καταρρέουν όλα όσα έχεις μέσα σου. Αυτό έγινε και με μένα. Γιατί ξέρεις ότι οι άλλοι δεν σε κοιτάνε με το ίδιο μάτι, λένε “ο κακομοίρης, κοίτα πώς έχει γίνει!”».
«Δεν αποφασίζεις από τη μία μέρα στην άλλη να τα κόψεις. Οι περισσότεροι ναρκομανείς το σκέφτονται σε όλη τους την πορεία. Θεωρώ μάλιστα ότι όλοι οι χρήστες σκέφτονται “πρέπει να τα κόψω!”. Απλά είναι αυτό το κλικ που πρέπει να κάνεις μέσα σου, για να τα σταματήσεις. Γιατί όλα είναι στον εγκέφαλο. Οι πόνοι δεν κρατάνε, περνάνε. Ο σκοπός, όμως, είναι να βρεις το δρόμο μόνος σου».
«Εγώ, αυτό που είχα σταθερό σε όλα αυτά τα “κακά” χρόνια, τα “πέτρινα”, ήταν η μαγειρική. Είχα μία δουλειά και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Όταν μπήκα για να κάνω αποτοξίνωση, πάλι μαγείρευα, οπότε αυτό με έσωσε, με κράταγε. Έλεγα “τώρα είμαι εδώ, αλλά θα ξυπνήσω και θα πάω στο μαγειρείο για να μαγειρέψω για όλους αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους πρέπει να μαγειρεύω πρωί μεσημέρι βράδυ. Και θα βγω μετά έξω και θα πούνε όλοι αυτοί, Μπράβο ρε μάγειρα, φάγαμε καλά”. Το μυαλό μου έφευγε με αυτό τον τρόπο. Και πρέπει να βάλεις έναν άλλο σκοπό στο μυαλό σου, για να μπορέσεις να ξεφύγεις».
«Εγώ ξαναγεννήθηκα στα 29 μου, όταν τα κοψα όλα αυτά. Εκτιμάς μετά, όχι μόνο την καθημερινότητα, αλλά και την ίδια τη ζωή. Γιατί ξαναγεννιέσαι ουσιαστικά. Με μυαλό, όμως, αυτή τη φορά. Γιατί έχεις περάσει αυτή τη φοβερή εμπειρία. Και, πίστεψέ με, αυτό είναι ένα ταξίδι φοβερά τρομακτικό. Έτσι όπως κατέληξε η ζωή μου, κρίνοντας το αυτό τώρα, θεωρώ καλό το ότι το πέρασα όλο αυτό. Γιατί δεν μου άφησε κουσούρια και γιατί πλέον δεν με ενοχλεί. Γύρω μου υπάρχουν άνθρωποι που πίνουν αλκοόλ. Εγώ έχω να πιω 11 χρόνια. Μου λένε “πιες ένα ποτηράκι κρασί”, λέω “παιδιά δεν θέλω, ευχαριστώ”. Αν βάλω κρασί στο στόμα μου αρρωσταίνω, δεν μπορώ, το χω τελείως αποβάλει. Το ίδιο πράγμα είναι και τα ναρκωτικά. Μπορεί να είναι βουνά από ναρκωτικά δίπλα μου κι εγώ τίποτα. Σε άλλες εποχές θα έκανα βουτιά μέσα. Τώρα λέω “παιδιά να περάσετε καλά, γεια σας”. Χέστηκα. Ξέρεις τι καλό που είναι αυτό; Γιατί έχεις βάλει τον εγκέφαλό σου σε μια ισορροπία και λες “αφού έκανα αυτό και το πέρασα, τα υπόλοιπα μου φαίνονται γελοία”».
«Το πρώτο μου τατουάζ το έκανα στα 15 μου. Πάντα μ άρεσε. Μ άρεσε η τέχνη, κάπου το χα δει, κάπως μου είχε κάτσει, άρχισα να το ψάχνω, πήγα στον “Τζίμη” στην Πλάκα- γιατί τότε μόνο αυτός έκανε τατουάζ στην Ελλάδα, αφού τη δεκαετία του 80 αυτό το πράγμα ήταν συνδεδεμένο με ναρκομανείς. Με το που ξεμύτισα από το καβούκι μου, έψαξα κάπως το όλο θέμα, έκανα και ένα ταξίδι στο εξωτερικό, έκανα το πρώτο μου τατουάζ και μετά απλά συνέχισα. Αν μου έλεγες τότε “τι θες να γίνεις;” θα σου έλεγα “τατουατζής”. Για να γίνεις όμως καλός τατουαζτής πρέπει να χεις το χέρι, πρέπει να μπορείς να ζωγραφίζεις και εγώ δεν το χω αυτό καθόλου. Οπότε έγινα μάγειρας».
«Ζούσα σε ένα σπίτι όπου όλοι μαγείρευαν. Δύο τρία φαγητά κάθε μέρα, μυρωδιές, ερχόντουσαν θείες, έφερναν φαγητά, έφευγαν φαγητά από το σπίτι απ τη μάνα μου κι από τη γιαγιά, ερχόντουσαν γειτόνισσες στο σπίτι για να μαγειρέψουν. Άλλη κοινωνία τότε, άλλη Ελλάδα. Υπήρχε ανταλλαγή φαγητών, ανταλλαγή συνταγών, όλες οι γυναίκες είχαν τετράδια που έγραφαν συνταγές. Το τετράδιο της γιαγιάς μου ήταν γεμάτο από λάδια και ζάχαρη».
«Δεν είμαι τύπος της οργάνωσης. Μπορώ να οργανώσω οποιαδήποτε κουζίνα μου δώσεις, αλλά αν μου πεις “οργάνωσε τα δικά σου θέματα”, δεν θα το κάνω εύκολα. Έχω κάτι φλασάκια με συνταγές, αλλά κι αυτά δεν τα χω κάπου μαζεμένα. Απ την άλλη, είναι και λίγο η καύλα να μην το κάνεις αυτό, γιατί έτσι βάζεις το μυαλό σου να σκέφτεται συνέχεια. Μπορεί, από μία συνταγή που θυμάσαι ότι την έχεις κάνει πριν από 7 χρόνια και ήταν πολύ καλή, να δοκιμάζεις να την κάνεις τώρα, να μην την θυμάσαι ακριβώς, να την κάνεις λίγο αλλαγμένη και να σου βγαίνει ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Ίσως και καλύτερο».
«Ο γιος μου, ο Δημήτρης, πάει 10 χρόνων. Αυτός με ενθουσιάζει πολύ στη ζωή μου. Αυτός και τα σκυλιά μου. Ο γιος μου δεν είναι διαφορετικός μαζί μου, λόγω της δημοσιότητας. Δεν μπορώ όμως να σου πω ότι, όλο αυτό με την αναγνωρισιμότητα, δεν επηρεάζει το παιδί και είναι κάτι που όντως σκέφτομαι στο πώς θα το χειριστώ. Αυτά είναι οι μαλακίες που δεν είχα σκεφτεί καν όταν είπα το “ναι” για να κάνω τηλεόραση. Είναι από τα πράγματα που δεν πέρασαν καν από το μυαλό μου. Δεν ήξερα την έκταση αυτού του πράγματος. Εγώ πήγα στην τηλεόραση σαν την παρθένα στο γαμήσι. Ενώ η πουτάνα, όταν πάει για γαμήσι, είναι συνειδητοποιημένη. Η παρθένα, όμως, δεν είναι».
«Το κακό με τη δημοσιότητα είναι ότι δεν υπάρχει ένα εγχειρίδιο για να σου πει πώς να τη χειριστείς. Πρέπει να μπεις μέσα σ αυτό για να το ζήσεις. Το τι είναι όμως κακό για μένα, μπορεί να είναι καλό για σένα που είσαι ήδη διάσημος. Εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου διάσημο. Για να μαστε ξηγημένοι».
«Δεν είμαι αχάριστος για την τηλεόραση. Σε δύσκολους καιρούς, όπως αυτούς που ζούμε τώρα, είναι μία ευκαιρία να βγάλεις καλά λεφτά. Η τηλεόραση δεν είναι τέχνη. Και εγώ δεν κάνω στην τηλεόραση κάτι φοβερά ποιοτικό, κάνω ένα παιχνίδι μαγειρικής. Ο πρώτος και κύριος λόγος που αποφάσισα να το κάνω ήταν τα λεφτά. Έβγαλα κάποια από την τηλεόραση, κάποια άλλα από τα γύρω γύρω. Με πολλή δουλειά όμως. Γιατί εκεί που πέρσι δούλευα 12 ώρες τη μέρα, φέτος δουλεύω 17, αφού πλέον κανένας δεν έρχεται να σου δώσει χρήματα έτσι απλά. Πρέπει να τα δουλέψεις πάρα πολύ καλά για να τα χεις. Αν δεν είχα το γιο μου, μπορεί και να μην έκανα τηλεόραση. Δεν είμαι βέβαιος αυτό».
«Δεν βλέπω τηλέοραση. Να φανταστείς, πήρα τηλεόραση στο σπίτι το Καλοκαίρι, όταν έπρεπε να δω τα Master Chef για να καταλάβω τι είναι. Dvd βλέπω, αλλά ξεχνάω να τα επιστρέψω στο video club. Προχθές έδωσα 100 ευρώ για 2 dvd επειδή είχα ξεχάσει να τα γυρίσω πίσω. Διαβάζω, όμως, πολύ. Τώρα έχω ένα κώλυμα με τα αστυνομικά».
«Αυτό το τατουάζ που έχω στο δεξί μου καρπό, είναι ένα χελιδόνι. Είναι κάτι που έχουν οι ναυτικοί, γιατί το χελιδόνι σήμαινε την επιστροφή στην γη μετά από πολλά ταξίδια στη θάλασσα. Το έκανα κι εγώ για να συμβολίζει τη δική μου επιστροφή. Μετά από τις τρικυμίες».
Δημοσίευση στο περιοδικό Icon, τον Ιούνιο του 2011.