«Τα τραγούδια, πολλές φορές, μοιάζουν με τα λουλούδια: Πρέπει να τους αλλάζουμε το νερό στο βάζο. Υπάρχουν όμως κοτσάνια λουλουδιών που, μέσα στο νερό, βγάζουν ρίζες και είναι έτοιμα να φυτευτούν στην γλάστρα, για να ακολουθήσουν μία νέα ζωή. Αυτό συμβαίνει με τα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου», Μάνος Ελευθερίου, ποιητής.
« “Μεγάλος” λοιπόν “ο Λευτέρης Παπαδόπουλος”. “Ο κορυφαίος!”. Όμως αυτό δεν φτάνει. Συχνά, βαφτίζεις κάπως έναν άνθρωπο, τον κολακεύεις, τον τιμάς, με απώτερο στόχο να τον περάσεις στο παρελθόν. Είναι επικίνδυνες οι βαρύγδουπες λέξεις. Σε δαφνοστεφανώνουν και σε κλείνουν στο χρονοντούλαπο. Η νίκη του Λευτέρη Παπαδόπουλου είναι, πάνω απ όλα, η επικαιρότητά του», λέει γι αυτόν ο (για πολλούς, συνεχιστής του) στιχουργός, Νίκος Μωραίτης. Και αυτό συμβαίνει. Οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές της Ελλάδας είπαν τραγούδια του, όλοι οι μεγάλοι μας συνθέτες τον μελοποίησαν, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην έχει σιγοψιθυρίσει- έστω, κάποια στιγμή στη ζωή του- ένα στίχο του, έναν από τους 1200 του που βγήκαν στην δισκογραφία. Να τον κάνει αίμα του. «Όλες του κόσμου οι Κυριακές», «Αχ, χελιδόνι μου», «Κουτσή κιθάρα», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Δεν θα ξαναγαπήσω», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», «Το άγαλμα», «Τι γλυκό να σ αγαπούν», «Ο αρχηγός», «Δελφίνι- δελφινάκι», «Στην αλάνα», «Ο Σαλονικιός», «Χρόνια Χελιδόνια» και δεκάδες άλλα, όλα ζωντανοί μύθοι μιας εποχής που μοιάζει να μην τελείωσε ποτέ, να αναπνέει ακόμα και να ξαναζεί. Σαν τον δημιουργό τους, τον σημαντικότερο εν ζωή έλληνα στιχουργό.
«Έγραψα 1200 τραγούδια, έχασα 1200 μέρες απ τη ζωή μου. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να ζεις, διότι με το να γράφεις τραγούδια, βιβλία, ή με το να ζωγραφίζεις δεν ζεις, χάνεις ζωή. Η ζωή είναι στην εξοχή, στο δρόμο, στην ταβέρνα, στην παρέα, στον έρωτα, παντού. Θα προτιμούσα να έχω ζήσει διπλά τη ζωή μου, να έχω διασκεδάσει περισσότερο, να έχω ταξιδέψει πολλαπλά, παρά να έχω γράψει αυτά τα 1200 τραγούδια. Το οποίο τι σημαίνει; Ατελείωτες ώρες δουλειάς. Διότι ένα τραγούδι, δεν είναι μόνο αυτό που ακούμε. Περνάει από πολλαπλές επεξεργασίες της ψυχής, του νου και της γνώσης. Για να βγουν αυτά τα τραγούδια, εγώ έχω περάσει ατελείωτες ώρες μοναξιάς, υπό συνθήκες- πολλές φορές- τραγικές. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς μου στους στίχους, έχει βγει με τον ίδιο τρόπο που δούλεψα και στη δημοσιογραφία, όπως δηλαδή όταν μου έλεγε ο αρχισυντάκτης μου “γράψε μου ένα κομμάτι γι αυτό το θέμα”. Σε μία δισκογραφική εταιρεία, πολλές φορές σου ζητάνε να γράψεις για έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή ο οποίος έχει τα ειδικά προσόντα ή τις ειδικές απώλειες στη φωνή του. Όλα αυτά όμως πρέπει να τα αντιμετωπίζει κάποιος, από τη στιγμή που μπαίνει στο επάγγελμα και ονομάζεται “επαγγελματίας στιχουργός”».
«Η δουλειά που έκανα μου έδωσε πολλές χαρές, μου χάρισε δόξες και τιμές, με έκανε ένα πρόσωπο πολύ γνωστό σε όλη την Ελλάδα, μου έδωσε τη χαρά της δημιουργίας- να ακούω δηλαδή τη δουλειά μου όπου κι αν βρίσκομαι. Εξαιτίας τραγουδιών μου ερωτεύτηκαν άνθρωποι, μόνιασαν, συμφιλιώθηκαν, έκαναν παρέα, πήγαν στην ταβέρνα, έκαναν καντάδες. Θυμάμαι που, όταν το 1965 έγραψα το “Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι” για τη Μοσχολιού, με είχαν καλέσει για ένα ταξίδι στην Ιταλία και στην Ισπανία ως δημοσιογράφο. Εκεί που καθόμουνα στην Ρώμη είχε έρθει μία ωραιοτάτη κοπέλα, η οποία ήτανε στο γκρουπ που ταξιδεύαμε, και με ρώτησε “είναι καλά το παιδί σας;”. “Γιατί;”, της λέω, “τι έχει το παιδί μου;”. “Μα”, μου απαντάει, “σ αυτό το τραγούδι λέτε το παιδί ξανάρχισε να παίζει, σαν να έχει πάθει κάτι ο γιος σας”. Με έπιασαν τα γέλια. Θυμάμαι επίσης τον συνάδελφό μου, τον Γιώργο Οικονομέα, που μου είπε ότι ο πατέρας του είχε πάθει ένα έμφραγμα και πέθαινε. Ζήτησε από τον γιο του- το Γιώργο- να του βάλει το δίσκο που έλεγε “ποιος το περίμενε πως θα ταν Κυριακή;” και να του το χορέψει. Ακούγοντάς το πέθανε, αυτή όμως ήταν η τελευταία του επιθυμία. Έχω αναρίθμητα τέτοια παραδείγματα, μεγάλου πόνου αλλά και μεγάλης χαράς. Όπως ακριβώς είναι και η ίδια η ζωή. Άλλωστε, τα τραγούδια συνδέονται άμεσα με τη ζωή, το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο».
«Το γράψιμο, είναι πολύ μεγάλη μοναξιά. Αν υπάρχει έστω και μία μύγα στο χώρο να τριγυρνάει, πάει, τελείωσε η περισυλλογή. Η απομόνωση γίνεται κατά μόνας. Επίσης, πολλά τραγούδια μου τα έχω γράψει περπατώντας ή κάνοντας ένα αυτοσχέδιο ψαροντούφεκο- όσο είμαι στη θάλασσα, σκέφτομαι τραγούδια και σχεδιάζω. Μετά από ένα έμφραγμα που έπαθα τα τελευταία χρόνια, περπατώ κάθε μέρα για μία ώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της βόλτας μου- είτε γύρω από την Ακρόπολη, εκεί όπου είναι το σπίτι μου, είτε στο Μόλυβο, στη Λέσβο, εδώ όπου μένω τα Καλοκαίρια- σκέφτομαι και γράφω διάφορα. Δυστυχώς όμως, τα περισσότερα από αυτά, όταν τελειώνει ο περίπατός μου, τα ξεχνάω. Πριν από λίγα χρόνια θυμάμαι, γινόταν σουξέ ένα τραγούδι μου που είχε πρωτοτραγουδήσει η Πόλυ Πάνου, το “τι σου κανα και πίνεις” με την Ασλανίδου, αισθανόμουνα όμως ότι αυτό το τραγούδι ήταν μικρό. Στο περπάτημα με τη γυναίκα μου, έγραψα ακόμη ένα τετράστιχο, και ευτυχώς εκείνη το θυμόταν. Έτσι έμεινε».
«Οι στίχοι είναι μία δουλειά, είναι κάτι βασανιστικό. Ξαφνικά δηλαδή, εκεί που κάνεις κάτι άσχετο, σου πετιέται και ένας στίχος. Κάνεις μία σκέψη και βρίσκεις ή ψάχνεις την πιο παράξενη ομοιοκαταληξία. Προσπαθώ ακόμη να βρω ομοιοκαταληξίες που δεν τις έχουνε πει άλλοι σε προηγούμενα χρόνια. Είναι μία σκληρή προσπάθεια η οποία όμως γίνεται ένα καταφύγιο, κάθε μερα που περνάει ζω αυτό το γεγονός. Ο στίχος συνδέεται με τη ζωή μου, είναι κομμάτι της ύπαρξής μου».
«Από την άποψη της τέχνης, θεωρώ ότι το αρτιότερό μου τραγούδι είναι η “Καισαριανή”, το οποίο έχει ένα στιχο που λέει “Απομεσήμερο έμοιαζε ένα στέκι, σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά” για το οποίο έχουν γραφτεί πάρα πολλά πράγματα, το σημαντικότερο από τα οποία νομίζω είναι ένα που έχει γράψει ο συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης, ο οποίος είπε ότι “αυτό θα έπρεπε να υπάρχει σε όλα τα βιβλία του γυμνασίου και να το διδάσκονται οι μαθητές”. Σε προσωπικό επίπεδο υπάρχουν πολλά τραγούδια που έχω γράψει για τη γυναίκα μου, όπως το “όλες του κόσμου οι Κυριακές, λάμπουν στο πρόσωπό σου”, ή για το γιο μου ένα τραγούδι που είπε η Μαρίζα Κωχ το “θα κεντήσω πάνω στου αλόγου σου τη σέλα με διαμαντόπετρες σωρό” ή για την κόρη μου το “η φωνή της Υακίνθης, είναι από πηλό”. Έχω γράψει πολλά τραγούδια για τα παιδιά, γιατί η ύπαρξη του παιδιού, η ανάγκη να βοηθήσουμε το παιδί, είναι κάτι που με συγκλονίζει. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι και αυτό που έγραψα με τον Μίκη Θεοδωράκη το οποίο είπε ο Παύλος Σιδηρόπουλος: “Κάποτε θα ρθουν να σου πουν, πως σε πιστεύουν, σ αγαπούν και πως σε θένε”. Επίσης, το “Αχ, χελιδόνι μου” που είπε ο Νταλάρας, είναι ένα βασικό τραγούδι της ζωής μου, διότι με πολύ αδρές πινελιές και χωρίς να φωνασκώ, δίνω πλήρη εικόνα της δικτατορίας. Γι αυτό και δημιούργησε πολύ ισχυρές εντυπώσεις στον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και με ένα τραγούδι που είπε ο Λοίζος το “τα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν”. Δώσαμε τόσους αγώνες, αλλά δυστυχώς τα κέρδη που αποκομίσαμε σήμερα είναι ελάχιστα σε σχέση με όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο μας. Εκείνο που μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα τη λύση, είναι ο λαϊκός παράγοντας, να μάθουν τα παιδιά γράμματα για να μπορούν να κινητοποιούνται. Σήμερα δυστυχώς οι νέοι, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τους, ζούνε σε μία κατάσταση ακαμψίας και απάθειας. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι καμιά γκόμενα ή κανένας γκόμενος, κάποιο μπαράκι ή κάποιο πιοτό. Εδώ που έρχομαι τα Καλοκαίρια, στο Μόλυβδο- σ αυτό το ειδυλλιακό χωριό-, από τις επτά το βράδυ και μετά, γεμίζει με μηχανάκια από νέους που κοιτάνε πώς να πιάσουν καμιά γκόμενα. Αυτή η ζωή, μου σπάει τα νεύρα. Χθες, για να κάνουμε μία απόσταση 100 μέτρων με το αυτοκίνητο, σπαταλήσαμε μία ώρα. Χάνεται όμως η ουσία της ζωής με αυτό τον τρόπο».
«Υπάρχουν τραγουδιστές με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί- και ηλικιακά και επαγγελματικά. Αυτό συμβαίνει και με τον Νταλάρα και με την Αλεξίου. Στην ομάδα των τραγουδιστών που θα ονόμαζα “παιδιά μου” θα έβαζα οπωσδήποτε και τον Πουλόπουλο, ο οποίος είναι ένας μεγάλος τραγουδιστής που σταμάτησε ατυχώς να τραγουδάει. Εγώ είμαι παιδί του Μπιθικώτση, ενώ δάσκαλός μου- ήθους κυρίως- στάθηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Όλα είναι δάνεια, το τραγούδι είναι σκυταλοδρομία. Ο Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος έλληνας τραγουδιστής, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της Μεσογείου, υπήρξε ένας άνθρωπος που αντιστάθηκε στο χρήμα, που πήγαινε στην Καισαριανή και τραγουδούσε για τους φίλους του, που δεν φόραγε περιποιημένα ρούχα, που δεν σύχναζε σε σαλόνια, που ζούσε από τα ψάρια που έπιανε με τη βάρκα του στον Άγιο Κωνσταντίνο».
«Εγώ δεν ακούω πια τραγούδια. Ακούω πολύ λίγα- και αυτά παρεμπιπτόντως. Συνήθως τα ακούω μέσα στο αυτοκίνητο από την κόρη μου η οποία είναι 28 χρόνων και έχει το δικό της ρεπερτόριο- λέει διάφορα τραγούδια που διασκεδάζουν εκείνη και τη μάνα της, κάτι προκλητικά. Προχθές έλεγε ένα τραγούδι της Βανδή που μιλούσε για ένα “ξενοδοχείο” και το χόρευε, είναι διασκεδαστικά όλα αυτά, με κάνουν να γελάω. Από τους καινούργιους τραγουδιστές υπάρχουν πολλοί που μου αρέσουν, όπως ο Τερζής, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης- ο οποίος είναι υψηλής στάθμης-, ο Μάλαμας, ο Χατζηγιάννης, αυτοί μου έρχονται τώρα στο μυαλό. Εκείνο που δεν μου αρέσει σήμερα είναι ότι δεν έχουμε πια καλούς συνθέτες- σαν τον Ξαρχάκο, το Λοίζο ή τον Μούτση-, ενώ, αντίθετα, έχουμε εξαιρετικούς στιχουργούς όπως την Νικολακοπούλου, τον Τριπολίτη, τον Μωραίτη, τον Σούση. Το ότι όμως δεν έχουμε καλούς συνθέτες, εμένα με λυπεί».
«Η ζωή μου, να χτυπήσω ξύλο, είναι υπέροχη! Ξυπνάω γύρω στις 8, μου φέρνει ο ψιλικατζής τις εφημερίδες μου στο σπίτι, διαβάζω καμιά ώρα και έχω πια στο μυαλό μου ένα πρόπλασμα για να γράψω το χρονογράφημά μου στα Νέα. Παίρνω το πρωινό μου, περπατάω στη γειτονιά και, γύρω στις 11, γράφω και στέλνω τη δουλειά μου στην εφημερίδα. Αυτό το κομμάτι που γράφω καθημερινά, μοιάζει με το τρίτο μου χέρι. Είμαι συνταξιούχος από το 1990 και ενώ δεν έχω καμία ανάγκη να δουλεύω επαγγελματικά στην εφημερίδα, φοβάμαι ότι αν σταματήσω θα μου λείπει κάτι πάρα πολύ ουσιαστικό απ τη ζωή μου. Από το απόγευμα ξεκινάω να βρίζω, να τραγουδώ, να γράφω στίχους και βιβλία. Όλα αυτά με κρατάνε ζωντανό και ευτυχισμένο, με όλα όσα περικλείει μια ζωή: Τις χαρές, τους καβγάδες, τις τσαντίλες. Η κόρη μου είναι ηθοποιός, η γυναίκα μου σκηνοθέτης, ο γιος μου δημοσιογράφος και ό,τι ζουν μου το μεταφέρουν, το συζητάμε, βγάζω το ζουμί και γράφω. Το ίδιο συμβαίνει και με τους φίλους μου, τους “Λευτεριστές”- τη Χαρούλα, τον Νταλάρα, το Γιώργο Σταθόπουλο, την Ειρήνη Παππά, τον Καρούζο, πολλούς ακόμη- εκεί όπου συναντιόμαστε- σπάνια πια-, στην ταβέρνα της Μίνας. Οι εμπειρίες τους γίνονται κομμάτια δικά μου. Τρώμε, πίνουμε, λέμε καλαμπούρια και διάφορες μαλακίες. Παλιά αυτά τα κάναμε πολύ συχνά και φεύγαμε από εκεί σουρωμένοι, ήταν μία ατμόσφαιρα αθηναϊκής δημοκρατίας όπου ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του».
«Ζω από περιέργεια. Από τη μία είμαι άνθρωπος της πολύς δουλειάς- ίσως επειδή κατάγομαι από πολύ λαϊκή και φτωχή οικογένεια- και από την άλλη είμαι άνθρωπος της πλάκας, της αλητείας, του γηπέδου. Η ΑΕΚ παραμένει μία μεγάλη αγάπη μου, είναι μέσα στο αίμα μου. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Προύσα, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη- στο ορφανοτροφείο της Πριγκίπου-, ήρθε εδώ, έκανε εμένα, και από έξι ετών με πήγαινε στο γήπεδο για να βλέπω την ΑΕΚ. Το αίμα μου είναι κίτρινο. Ο Ντέμης Νικολαίδης είναι ένας πολύ μεγάλος άσος του ποδοσφαίρου, ένας λαϊκός ήρωας, ένας άνθρωπος που έβαζε γκόλ και μπορούσε να παίξει μόνος του τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό- ομάδες οι οποίες έχουν και πολλά λεφτά. Έσωσε την ΑΕΚ από ένα φοβερό κατρακύλησμα, την κράτησε εν ζωή, αλλά νομίζω έκανε λάθη σε σχέση με τις μεταγραφές. Παρά τα λάθη όμως, πρόπερσι, η ΑΕΚ πήρε ουσιαστικά το πρωτάθλημα. Τώρα ευτυχώς, πήραμε τον Μπάγιεβιτς ο οποίος έφτιαξε μία ομάδα που έπαιξε στον τελικό με τον Ολυμπιακό. Σπουδαίος! Πηγαίνω στα ματς. Συνήθως παρέα με τον Δήμο Μούτση, ο οποίος είναι επίσης ΑΕΚτζής».
«Ο έρωτας έχει παίξει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στα τραγούδια και στη ζωή μου, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στη ζωή από τον έρωτα. Με τον έρωτα ευαισθητοποιούμουνα ακόμη περισσότερο, με άγγιζε και με χάραζε το οτιδήποτε. Όταν σου συμβαίνει ο έρωτας, δεν γράφεις. Αλλά όταν μετά όλα αυτά αφομοιωθούν, περάσουν μέσα σου και γίνουν αίμα σου, γράφεις πάρα πολύ ωραία πράγματα».
«Το τραγούδι δεν γράφεται από έναν άνθρωπο, αλλά από τρεις: Τον στιχουργό, τον συνθέτη και τον τραγουδιστή. Εάν κάτι δεν πάει καλά σε αυτά τα τρία, τότε το τραγούδι είναι άχρηστο. Υπάρχει επίσης και ένας τέταρτος παράγοντας για την επιτυχία ενός τραγουδιού: Η συγκυρία. Αν η συγκυρία δεν είναι καλή, τότε όλα πέφτουν κάτω. Αν έγραφα σήμερα το “Άπονη ζωή”- το πρώτο τραγούδι που έγραψα και κυκλοφόρησε το 1963 με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, το πιο ένδοξό μου, εκείνο που με εισήγαγε στο χώρο του τραγουδιού με σημαίες και με ταμπούρλα- κανένας δεν θα το τραγουδούσε. Γιατί να τραγουδήσει σήμερα κάποιος “Άπονη ζωή , μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες;”».
«Έχω βγάλει αρκετά χρήματα από αυτή τη δουλειά, αλλά ήταν κάτι που το διεκδίκησα, είχα πρωτοστατήσει στον αγώνα για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Μην φανταστείς όμως ποτέ ότι οι δημιουργοί- ακόμη και οι καλύτεροι- ζουν μόνο από τα δικαιώματά τους. Ακόμη και εγώ, ενώ είχα γράψει απειράριθμα σουξέ, είχα ταυτόχρονα την εφημερίδα, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα βιβλία μου, έκανα παράλληλα ένα σωρό δουλειές. Ιδίως τώρα, που η δισκογραφία έχει φτάσει πιο κάτω από το πάτωμα και δεν υπάρχουν πια δίσκοι, κανείς- εκτός από ένα δύο- δεν μπορεί να ζήσει μόνο από τα τραγούδια».
«Όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο της κόρης μου, στο σταθμό που συνήθως ακούει, από τα 15- 20 τραγούδια που μεταδίδονται, το ένα τραγούδι είναι δικό μου. Όποτε όμως ακούω δικά μου τραγούδια, δεν αισθάνομαι τίποτα. Τα πρώτα μου τραγούδια τα έγραψα σε ηλικία 27 ετών, τότε ναι αισθανόμουνα ένα συγκλονισμό, υπήρξε μάλιστα περίοδος που στο ραδιόφωνο ακούγονταν μόνο δικά μου τραγούδια, όπως τότε που βγήκε ο “Δρόμος” με το “Άγαλμα” και άλλα σπουδαία τραγούδια- ο δίσκος που έχει πουλήσει περισσότερο απ όλους μέχρι σήμερα στην ελληνική δισκογραφία-, αλλά όλα αυτά πλέον τα έχω ξεπεράσει. Όταν έχεις ακούσει τραγούδι σου κάθε πέντε λεπτά στο παρελθόν, ε , σιγά σιγά, με τον καιρό, βαριέσαι».
«Δεν θα έγραφα ποτέ τραγούδι για τη Eurovision, αυτός ο διαγωνισμός δεν έχει σχέση με το τραγούδι, είναι ένας διαγωνισμός τηλεοράσεων, δεν συμμετέχουν σ αυτόν άνθρωποι που γράφουν τραγούδια. Και, πολύ περισσότερο, δεν είναι διαγωνισμός εθνικών ομάδων τραγουδιών. Το ελληνικό χρώμα τραγουδιού, δεν έχει σχέση με αυτό το πράγμα».
«Μου αρέσει αυτή η κουβέντα, λέω πράγματα που συνήθως δεν αναφέρω. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει στη ζωή μου. Η ζωή μου δηλαδή, είναι γεμάτη από ελαττώματα και λάθη, αλλά η ζωή, χωρίς τα λάθη της, δεν έχει νοστιμιά. Έκανα ό,τι μπορούσα για να είμαι εντάξει, αλλά έχω πάρει και αποφάσεις αψυχολόγητες, κάτω από πίεση, κάτω από συναισθηματικά δεσίματα. Αμφιβάλλω όμως αν θα λειτουργούσα διαφορετικά σε μία άλλη περίπτωση, ύστερα από μερικά χρόνια. Ένα πράγμα όμως που θα άλλαζα στη ζωή μου, θα ήταν να μάθαινα καλό κολύμπι. Και επίσης να ξέρω να οδηγώ, διότι η οδήγηση σου δίνει ελευθερία, έχεις αυτοδυναμία και είσαι αυτεξούσιος. Τώρα είμαι αρκετά μεγάλος, είμαι 73 ετών πια, δεν διορθώνονται αυτά. Είμαι πολύπειρος και πολύπαθος».
« “Μεγάλος” λοιπόν “ο Λευτέρης Παπαδόπουλος”. “Ο κορυφαίος!”. Όμως αυτό δεν φτάνει. Συχνά, βαφτίζεις κάπως έναν άνθρωπο, τον κολακεύεις, τον τιμάς, με απώτερο στόχο να τον περάσεις στο παρελθόν. Είναι επικίνδυνες οι βαρύγδουπες λέξεις. Σε δαφνοστεφανώνουν και σε κλείνουν στο χρονοντούλαπο. Η νίκη του Λευτέρη Παπαδόπουλου είναι, πάνω απ όλα, η επικαιρότητά του», λέει γι αυτόν ο (για πολλούς, συνεχιστής του) στιχουργός, Νίκος Μωραίτης. Και αυτό συμβαίνει. Οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές της Ελλάδας είπαν τραγούδια του, όλοι οι μεγάλοι μας συνθέτες τον μελοποίησαν, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην έχει σιγοψιθυρίσει- έστω, κάποια στιγμή στη ζωή του- ένα στίχο του, έναν από τους 1200 του που βγήκαν στην δισκογραφία. Να τον κάνει αίμα του. «Όλες του κόσμου οι Κυριακές», «Αχ, χελιδόνι μου», «Κουτσή κιθάρα», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Δεν θα ξαναγαπήσω», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», «Το άγαλμα», «Τι γλυκό να σ αγαπούν», «Ο αρχηγός», «Δελφίνι- δελφινάκι», «Στην αλάνα», «Ο Σαλονικιός», «Χρόνια Χελιδόνια» και δεκάδες άλλα, όλα ζωντανοί μύθοι μιας εποχής που μοιάζει να μην τελείωσε ποτέ, να αναπνέει ακόμα και να ξαναζεί. Σαν τον δημιουργό τους, τον σημαντικότερο εν ζωή έλληνα στιχουργό.
«Έγραψα 1200 τραγούδια, έχασα 1200 μέρες απ τη ζωή μου. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να ζεις, διότι με το να γράφεις τραγούδια, βιβλία, ή με το να ζωγραφίζεις δεν ζεις, χάνεις ζωή. Η ζωή είναι στην εξοχή, στο δρόμο, στην ταβέρνα, στην παρέα, στον έρωτα, παντού. Θα προτιμούσα να έχω ζήσει διπλά τη ζωή μου, να έχω διασκεδάσει περισσότερο, να έχω ταξιδέψει πολλαπλά, παρά να έχω γράψει αυτά τα 1200 τραγούδια. Το οποίο τι σημαίνει; Ατελείωτες ώρες δουλειάς. Διότι ένα τραγούδι, δεν είναι μόνο αυτό που ακούμε. Περνάει από πολλαπλές επεξεργασίες της ψυχής, του νου και της γνώσης. Για να βγουν αυτά τα τραγούδια, εγώ έχω περάσει ατελείωτες ώρες μοναξιάς, υπό συνθήκες- πολλές φορές- τραγικές. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς μου στους στίχους, έχει βγει με τον ίδιο τρόπο που δούλεψα και στη δημοσιογραφία, όπως δηλαδή όταν μου έλεγε ο αρχισυντάκτης μου “γράψε μου ένα κομμάτι γι αυτό το θέμα”. Σε μία δισκογραφική εταιρεία, πολλές φορές σου ζητάνε να γράψεις για έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή ο οποίος έχει τα ειδικά προσόντα ή τις ειδικές απώλειες στη φωνή του. Όλα αυτά όμως πρέπει να τα αντιμετωπίζει κάποιος, από τη στιγμή που μπαίνει στο επάγγελμα και ονομάζεται “επαγγελματίας στιχουργός”».
«Η δουλειά που έκανα μου έδωσε πολλές χαρές, μου χάρισε δόξες και τιμές, με έκανε ένα πρόσωπο πολύ γνωστό σε όλη την Ελλάδα, μου έδωσε τη χαρά της δημιουργίας- να ακούω δηλαδή τη δουλειά μου όπου κι αν βρίσκομαι. Εξαιτίας τραγουδιών μου ερωτεύτηκαν άνθρωποι, μόνιασαν, συμφιλιώθηκαν, έκαναν παρέα, πήγαν στην ταβέρνα, έκαναν καντάδες. Θυμάμαι που, όταν το 1965 έγραψα το “Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι” για τη Μοσχολιού, με είχαν καλέσει για ένα ταξίδι στην Ιταλία και στην Ισπανία ως δημοσιογράφο. Εκεί που καθόμουνα στην Ρώμη είχε έρθει μία ωραιοτάτη κοπέλα, η οποία ήτανε στο γκρουπ που ταξιδεύαμε, και με ρώτησε “είναι καλά το παιδί σας;”. “Γιατί;”, της λέω, “τι έχει το παιδί μου;”. “Μα”, μου απαντάει, “σ αυτό το τραγούδι λέτε το παιδί ξανάρχισε να παίζει, σαν να έχει πάθει κάτι ο γιος σας”. Με έπιασαν τα γέλια. Θυμάμαι επίσης τον συνάδελφό μου, τον Γιώργο Οικονομέα, που μου είπε ότι ο πατέρας του είχε πάθει ένα έμφραγμα και πέθαινε. Ζήτησε από τον γιο του- το Γιώργο- να του βάλει το δίσκο που έλεγε “ποιος το περίμενε πως θα ταν Κυριακή;” και να του το χορέψει. Ακούγοντάς το πέθανε, αυτή όμως ήταν η τελευταία του επιθυμία. Έχω αναρίθμητα τέτοια παραδείγματα, μεγάλου πόνου αλλά και μεγάλης χαράς. Όπως ακριβώς είναι και η ίδια η ζωή. Άλλωστε, τα τραγούδια συνδέονται άμεσα με τη ζωή, το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο».
«Το γράψιμο, είναι πολύ μεγάλη μοναξιά. Αν υπάρχει έστω και μία μύγα στο χώρο να τριγυρνάει, πάει, τελείωσε η περισυλλογή. Η απομόνωση γίνεται κατά μόνας. Επίσης, πολλά τραγούδια μου τα έχω γράψει περπατώντας ή κάνοντας ένα αυτοσχέδιο ψαροντούφεκο- όσο είμαι στη θάλασσα, σκέφτομαι τραγούδια και σχεδιάζω. Μετά από ένα έμφραγμα που έπαθα τα τελευταία χρόνια, περπατώ κάθε μέρα για μία ώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της βόλτας μου- είτε γύρω από την Ακρόπολη, εκεί όπου είναι το σπίτι μου, είτε στο Μόλυβο, στη Λέσβο, εδώ όπου μένω τα Καλοκαίρια- σκέφτομαι και γράφω διάφορα. Δυστυχώς όμως, τα περισσότερα από αυτά, όταν τελειώνει ο περίπατός μου, τα ξεχνάω. Πριν από λίγα χρόνια θυμάμαι, γινόταν σουξέ ένα τραγούδι μου που είχε πρωτοτραγουδήσει η Πόλυ Πάνου, το “τι σου κανα και πίνεις” με την Ασλανίδου, αισθανόμουνα όμως ότι αυτό το τραγούδι ήταν μικρό. Στο περπάτημα με τη γυναίκα μου, έγραψα ακόμη ένα τετράστιχο, και ευτυχώς εκείνη το θυμόταν. Έτσι έμεινε».
«Οι στίχοι είναι μία δουλειά, είναι κάτι βασανιστικό. Ξαφνικά δηλαδή, εκεί που κάνεις κάτι άσχετο, σου πετιέται και ένας στίχος. Κάνεις μία σκέψη και βρίσκεις ή ψάχνεις την πιο παράξενη ομοιοκαταληξία. Προσπαθώ ακόμη να βρω ομοιοκαταληξίες που δεν τις έχουνε πει άλλοι σε προηγούμενα χρόνια. Είναι μία σκληρή προσπάθεια η οποία όμως γίνεται ένα καταφύγιο, κάθε μερα που περνάει ζω αυτό το γεγονός. Ο στίχος συνδέεται με τη ζωή μου, είναι κομμάτι της ύπαρξής μου».
«Από την άποψη της τέχνης, θεωρώ ότι το αρτιότερό μου τραγούδι είναι η “Καισαριανή”, το οποίο έχει ένα στιχο που λέει “Απομεσήμερο έμοιαζε ένα στέκι, σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά” για το οποίο έχουν γραφτεί πάρα πολλά πράγματα, το σημαντικότερο από τα οποία νομίζω είναι ένα που έχει γράψει ο συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης, ο οποίος είπε ότι “αυτό θα έπρεπε να υπάρχει σε όλα τα βιβλία του γυμνασίου και να το διδάσκονται οι μαθητές”. Σε προσωπικό επίπεδο υπάρχουν πολλά τραγούδια που έχω γράψει για τη γυναίκα μου, όπως το “όλες του κόσμου οι Κυριακές, λάμπουν στο πρόσωπό σου”, ή για το γιο μου ένα τραγούδι που είπε η Μαρίζα Κωχ το “θα κεντήσω πάνω στου αλόγου σου τη σέλα με διαμαντόπετρες σωρό” ή για την κόρη μου το “η φωνή της Υακίνθης, είναι από πηλό”. Έχω γράψει πολλά τραγούδια για τα παιδιά, γιατί η ύπαρξη του παιδιού, η ανάγκη να βοηθήσουμε το παιδί, είναι κάτι που με συγκλονίζει. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι και αυτό που έγραψα με τον Μίκη Θεοδωράκη το οποίο είπε ο Παύλος Σιδηρόπουλος: “Κάποτε θα ρθουν να σου πουν, πως σε πιστεύουν, σ αγαπούν και πως σε θένε”. Επίσης, το “Αχ, χελιδόνι μου” που είπε ο Νταλάρας, είναι ένα βασικό τραγούδι της ζωής μου, διότι με πολύ αδρές πινελιές και χωρίς να φωνασκώ, δίνω πλήρη εικόνα της δικτατορίας. Γι αυτό και δημιούργησε πολύ ισχυρές εντυπώσεις στον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και με ένα τραγούδι που είπε ο Λοίζος το “τα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν”. Δώσαμε τόσους αγώνες, αλλά δυστυχώς τα κέρδη που αποκομίσαμε σήμερα είναι ελάχιστα σε σχέση με όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο μας. Εκείνο που μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα τη λύση, είναι ο λαϊκός παράγοντας, να μάθουν τα παιδιά γράμματα για να μπορούν να κινητοποιούνται. Σήμερα δυστυχώς οι νέοι, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τους, ζούνε σε μία κατάσταση ακαμψίας και απάθειας. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι καμιά γκόμενα ή κανένας γκόμενος, κάποιο μπαράκι ή κάποιο πιοτό. Εδώ που έρχομαι τα Καλοκαίρια, στο Μόλυβδο- σ αυτό το ειδυλλιακό χωριό-, από τις επτά το βράδυ και μετά, γεμίζει με μηχανάκια από νέους που κοιτάνε πώς να πιάσουν καμιά γκόμενα. Αυτή η ζωή, μου σπάει τα νεύρα. Χθες, για να κάνουμε μία απόσταση 100 μέτρων με το αυτοκίνητο, σπαταλήσαμε μία ώρα. Χάνεται όμως η ουσία της ζωής με αυτό τον τρόπο».
«Υπάρχουν τραγουδιστές με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί- και ηλικιακά και επαγγελματικά. Αυτό συμβαίνει και με τον Νταλάρα και με την Αλεξίου. Στην ομάδα των τραγουδιστών που θα ονόμαζα “παιδιά μου” θα έβαζα οπωσδήποτε και τον Πουλόπουλο, ο οποίος είναι ένας μεγάλος τραγουδιστής που σταμάτησε ατυχώς να τραγουδάει. Εγώ είμαι παιδί του Μπιθικώτση, ενώ δάσκαλός μου- ήθους κυρίως- στάθηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Όλα είναι δάνεια, το τραγούδι είναι σκυταλοδρομία. Ο Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος έλληνας τραγουδιστής, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της Μεσογείου, υπήρξε ένας άνθρωπος που αντιστάθηκε στο χρήμα, που πήγαινε στην Καισαριανή και τραγουδούσε για τους φίλους του, που δεν φόραγε περιποιημένα ρούχα, που δεν σύχναζε σε σαλόνια, που ζούσε από τα ψάρια που έπιανε με τη βάρκα του στον Άγιο Κωνσταντίνο».
«Εγώ δεν ακούω πια τραγούδια. Ακούω πολύ λίγα- και αυτά παρεμπιπτόντως. Συνήθως τα ακούω μέσα στο αυτοκίνητο από την κόρη μου η οποία είναι 28 χρόνων και έχει το δικό της ρεπερτόριο- λέει διάφορα τραγούδια που διασκεδάζουν εκείνη και τη μάνα της, κάτι προκλητικά. Προχθές έλεγε ένα τραγούδι της Βανδή που μιλούσε για ένα “ξενοδοχείο” και το χόρευε, είναι διασκεδαστικά όλα αυτά, με κάνουν να γελάω. Από τους καινούργιους τραγουδιστές υπάρχουν πολλοί που μου αρέσουν, όπως ο Τερζής, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης- ο οποίος είναι υψηλής στάθμης-, ο Μάλαμας, ο Χατζηγιάννης, αυτοί μου έρχονται τώρα στο μυαλό. Εκείνο που δεν μου αρέσει σήμερα είναι ότι δεν έχουμε πια καλούς συνθέτες- σαν τον Ξαρχάκο, το Λοίζο ή τον Μούτση-, ενώ, αντίθετα, έχουμε εξαιρετικούς στιχουργούς όπως την Νικολακοπούλου, τον Τριπολίτη, τον Μωραίτη, τον Σούση. Το ότι όμως δεν έχουμε καλούς συνθέτες, εμένα με λυπεί».
«Η ζωή μου, να χτυπήσω ξύλο, είναι υπέροχη! Ξυπνάω γύρω στις 8, μου φέρνει ο ψιλικατζής τις εφημερίδες μου στο σπίτι, διαβάζω καμιά ώρα και έχω πια στο μυαλό μου ένα πρόπλασμα για να γράψω το χρονογράφημά μου στα Νέα. Παίρνω το πρωινό μου, περπατάω στη γειτονιά και, γύρω στις 11, γράφω και στέλνω τη δουλειά μου στην εφημερίδα. Αυτό το κομμάτι που γράφω καθημερινά, μοιάζει με το τρίτο μου χέρι. Είμαι συνταξιούχος από το 1990 και ενώ δεν έχω καμία ανάγκη να δουλεύω επαγγελματικά στην εφημερίδα, φοβάμαι ότι αν σταματήσω θα μου λείπει κάτι πάρα πολύ ουσιαστικό απ τη ζωή μου. Από το απόγευμα ξεκινάω να βρίζω, να τραγουδώ, να γράφω στίχους και βιβλία. Όλα αυτά με κρατάνε ζωντανό και ευτυχισμένο, με όλα όσα περικλείει μια ζωή: Τις χαρές, τους καβγάδες, τις τσαντίλες. Η κόρη μου είναι ηθοποιός, η γυναίκα μου σκηνοθέτης, ο γιος μου δημοσιογράφος και ό,τι ζουν μου το μεταφέρουν, το συζητάμε, βγάζω το ζουμί και γράφω. Το ίδιο συμβαίνει και με τους φίλους μου, τους “Λευτεριστές”- τη Χαρούλα, τον Νταλάρα, το Γιώργο Σταθόπουλο, την Ειρήνη Παππά, τον Καρούζο, πολλούς ακόμη- εκεί όπου συναντιόμαστε- σπάνια πια-, στην ταβέρνα της Μίνας. Οι εμπειρίες τους γίνονται κομμάτια δικά μου. Τρώμε, πίνουμε, λέμε καλαμπούρια και διάφορες μαλακίες. Παλιά αυτά τα κάναμε πολύ συχνά και φεύγαμε από εκεί σουρωμένοι, ήταν μία ατμόσφαιρα αθηναϊκής δημοκρατίας όπου ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του».
«Ζω από περιέργεια. Από τη μία είμαι άνθρωπος της πολύς δουλειάς- ίσως επειδή κατάγομαι από πολύ λαϊκή και φτωχή οικογένεια- και από την άλλη είμαι άνθρωπος της πλάκας, της αλητείας, του γηπέδου. Η ΑΕΚ παραμένει μία μεγάλη αγάπη μου, είναι μέσα στο αίμα μου. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Προύσα, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη- στο ορφανοτροφείο της Πριγκίπου-, ήρθε εδώ, έκανε εμένα, και από έξι ετών με πήγαινε στο γήπεδο για να βλέπω την ΑΕΚ. Το αίμα μου είναι κίτρινο. Ο Ντέμης Νικολαίδης είναι ένας πολύ μεγάλος άσος του ποδοσφαίρου, ένας λαϊκός ήρωας, ένας άνθρωπος που έβαζε γκόλ και μπορούσε να παίξει μόνος του τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό- ομάδες οι οποίες έχουν και πολλά λεφτά. Έσωσε την ΑΕΚ από ένα φοβερό κατρακύλησμα, την κράτησε εν ζωή, αλλά νομίζω έκανε λάθη σε σχέση με τις μεταγραφές. Παρά τα λάθη όμως, πρόπερσι, η ΑΕΚ πήρε ουσιαστικά το πρωτάθλημα. Τώρα ευτυχώς, πήραμε τον Μπάγιεβιτς ο οποίος έφτιαξε μία ομάδα που έπαιξε στον τελικό με τον Ολυμπιακό. Σπουδαίος! Πηγαίνω στα ματς. Συνήθως παρέα με τον Δήμο Μούτση, ο οποίος είναι επίσης ΑΕΚτζής».
«Ο έρωτας έχει παίξει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στα τραγούδια και στη ζωή μου, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στη ζωή από τον έρωτα. Με τον έρωτα ευαισθητοποιούμουνα ακόμη περισσότερο, με άγγιζε και με χάραζε το οτιδήποτε. Όταν σου συμβαίνει ο έρωτας, δεν γράφεις. Αλλά όταν μετά όλα αυτά αφομοιωθούν, περάσουν μέσα σου και γίνουν αίμα σου, γράφεις πάρα πολύ ωραία πράγματα».
«Το τραγούδι δεν γράφεται από έναν άνθρωπο, αλλά από τρεις: Τον στιχουργό, τον συνθέτη και τον τραγουδιστή. Εάν κάτι δεν πάει καλά σε αυτά τα τρία, τότε το τραγούδι είναι άχρηστο. Υπάρχει επίσης και ένας τέταρτος παράγοντας για την επιτυχία ενός τραγουδιού: Η συγκυρία. Αν η συγκυρία δεν είναι καλή, τότε όλα πέφτουν κάτω. Αν έγραφα σήμερα το “Άπονη ζωή”- το πρώτο τραγούδι που έγραψα και κυκλοφόρησε το 1963 με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, το πιο ένδοξό μου, εκείνο που με εισήγαγε στο χώρο του τραγουδιού με σημαίες και με ταμπούρλα- κανένας δεν θα το τραγουδούσε. Γιατί να τραγουδήσει σήμερα κάποιος “Άπονη ζωή , μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες;”».
«Έχω βγάλει αρκετά χρήματα από αυτή τη δουλειά, αλλά ήταν κάτι που το διεκδίκησα, είχα πρωτοστατήσει στον αγώνα για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Μην φανταστείς όμως ποτέ ότι οι δημιουργοί- ακόμη και οι καλύτεροι- ζουν μόνο από τα δικαιώματά τους. Ακόμη και εγώ, ενώ είχα γράψει απειράριθμα σουξέ, είχα ταυτόχρονα την εφημερίδα, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα βιβλία μου, έκανα παράλληλα ένα σωρό δουλειές. Ιδίως τώρα, που η δισκογραφία έχει φτάσει πιο κάτω από το πάτωμα και δεν υπάρχουν πια δίσκοι, κανείς- εκτός από ένα δύο- δεν μπορεί να ζήσει μόνο από τα τραγούδια».
«Όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο της κόρης μου, στο σταθμό που συνήθως ακούει, από τα 15- 20 τραγούδια που μεταδίδονται, το ένα τραγούδι είναι δικό μου. Όποτε όμως ακούω δικά μου τραγούδια, δεν αισθάνομαι τίποτα. Τα πρώτα μου τραγούδια τα έγραψα σε ηλικία 27 ετών, τότε ναι αισθανόμουνα ένα συγκλονισμό, υπήρξε μάλιστα περίοδος που στο ραδιόφωνο ακούγονταν μόνο δικά μου τραγούδια, όπως τότε που βγήκε ο “Δρόμος” με το “Άγαλμα” και άλλα σπουδαία τραγούδια- ο δίσκος που έχει πουλήσει περισσότερο απ όλους μέχρι σήμερα στην ελληνική δισκογραφία-, αλλά όλα αυτά πλέον τα έχω ξεπεράσει. Όταν έχεις ακούσει τραγούδι σου κάθε πέντε λεπτά στο παρελθόν, ε , σιγά σιγά, με τον καιρό, βαριέσαι».
«Δεν θα έγραφα ποτέ τραγούδι για τη Eurovision, αυτός ο διαγωνισμός δεν έχει σχέση με το τραγούδι, είναι ένας διαγωνισμός τηλεοράσεων, δεν συμμετέχουν σ αυτόν άνθρωποι που γράφουν τραγούδια. Και, πολύ περισσότερο, δεν είναι διαγωνισμός εθνικών ομάδων τραγουδιών. Το ελληνικό χρώμα τραγουδιού, δεν έχει σχέση με αυτό το πράγμα».
«Μου αρέσει αυτή η κουβέντα, λέω πράγματα που συνήθως δεν αναφέρω. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει στη ζωή μου. Η ζωή μου δηλαδή, είναι γεμάτη από ελαττώματα και λάθη, αλλά η ζωή, χωρίς τα λάθη της, δεν έχει νοστιμιά. Έκανα ό,τι μπορούσα για να είμαι εντάξει, αλλά έχω πάρει και αποφάσεις αψυχολόγητες, κάτω από πίεση, κάτω από συναισθηματικά δεσίματα. Αμφιβάλλω όμως αν θα λειτουργούσα διαφορετικά σε μία άλλη περίπτωση, ύστερα από μερικά χρόνια. Ένα πράγμα όμως που θα άλλαζα στη ζωή μου, θα ήταν να μάθαινα καλό κολύμπι. Και επίσης να ξέρω να οδηγώ, διότι η οδήγηση σου δίνει ελευθερία, έχεις αυτοδυναμία και είσαι αυτεξούσιος. Τώρα είμαι αρκετά μεγάλος, είμαι 73 ετών πια, δεν διορθώνονται αυτά. Είμαι πολύπειρος και πολύπαθος».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Αύγουστο του 2009.