Η Ναταλία Γερμανού, εξομολογείται για πρώτη φορά τα άγνωστα παιδικά της χρόνια, το χωρισμό των γονιών της στα 2 της χρόνια, την σχέση με τη μητέρα της, Εριέττα Μαυρουδή, το μεγάλωμά της από τη γιαγιά της, τα έντονα συναισθήματα.
Στο καμαρίνι της, στο ισόγειο του studio Pro στο Πικέρμι, το βράδυ της Δευτέρας 29 Νοεμβρίου, λίγο πριν από την εγγραφή της εκπομπής της Chart Show που θα ξεκινήσει να μεταδίδεται σε λίγο καιρό από τον Alpha, ετοιμάζεται έχοντας δίπλα της μία μεγάλη κορνιζαρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα της, Φρέντυ Γερμανού. «Την κουβαλάω πάντα μαζί μου αυτή τη φωτογραφία, όπου και να πάω», λέει στο People, έτοιμη να πει όσα δεν ανέφερε μέχρι σήμερα, σε καμία άλλη συνέντευξή της, για την παιδική της ηλικία. «Έχω έντονες αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, αλλά και λίγο σκόρπιες, γιατί οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουνα πάρα πολύ μωρό, δεν είχα καν συμπληρώσει τα δύο μου χρόνια», λέει. «Πέρασα αρκετά χρόνια πιστεύοντας ότι ήμουνα ένα “άτυχο” παιδάκι χωρισμένων γονιών, ζηλεύοντας πάρα πολύ τους συμμαθητές μου στο δημοτικό αφού, πηγαίνοντας στα σπίτια των συμμαθητών, μου έβλεπα τη μαμά και τον μπαμπά τους μαζί, κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, με κουλουράκια, κέικ, με τα οικογενειακά τραπέζια στρωμένα, σε ατμόσφαιρα family. Αυτά εγώ δεν τα ζούσα".
-Δεν μεγάλωσες με τους γονείς σου;
-Ουσιαστικά με μεγάλωσε η γιαγιά μου η Ελένη, η μαμά του μπαμπά μου, στα Κάτω Πατήσια, στον Άγιο Λουκά. Δεν μεγάλωσα με κανέναν από τους δύο μου γονείς διότι κανένας από τους δύο δεν θα ήταν σε θέση να με μεγαλώσει. Και οι δύο είχαν επαγγελματικές υποχρεώσεις. Και οι δύο είχαν την καριέρα τους. Δεν θα μπορούσαν να αφοσιωθούν σε ένα παιδί. Όταν η μαμά μου χώρισε με τον μπαμπά μου, ήτανε μόλις 22 χρόνων, ήταν πάρα πολύ πιτσιρίκα, είχε ήδη ξεκινήσει να ασχολείται με τη διαφήμιση, ήταν πάρα πολύ ταλαντούχα και πάρα πολλά υποσχόμενη. Όταν πια έγινα 16 χρόνων, σε μία ηλικία που, κατά τη γνώμη της, μπορούσα να αντιληφθώ κάποια πράγματα αρκετά καλά, μου εξήγησε ακριβώς πως έγιναν τα πράγματα στη ζωή μας.
-Τι σου εξήγησε;
-Ότι ήμουνα ένα πολύ τυχερό, αλλά ταυτόχρονα και πολύ άτυχο παιδάκι. Είχα την τύχη να γεννηθώ από δύο γονείς οι οποίοι ήταν και οι δύο συγκλονιστικά συναρπαστικοί άνθρωποι. Αλλά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Όταν γεννιέσαι από δύο τέτοιους ανθρώπους, δύο εκρηκτικές προσωπικότητες, όπως ο Φρέντυ Γερμανός και η Εριέττα Μαυρουδή, έχεις την τύχη να κουβαλάς στο DNA σου τα καλά στοιχεία δύο τέτοιων ανθρώπων, δύο τέτοιων προσωπικοτήτων. Από την άλλη όμως, πρέπει να πάρεις απόφαση, ότι δεν θα ζήσεις μία φυσιολογική ζωή έχοντας τη μαμά και τον μπαμπά γύρω από το οικογενειακό τραπέζι όπου η μαμά θα μαγειρεύει φασολάκια, ο μπαμπάς θα γυρνάει το μεσημέρι, θα λέει «honey, I m home!» και η μαμά «γύρισες αγαπούλα μου; Σας μαγείρεψα υπέροχο παστίτσιο!». Αυτό το σενάριο δεν έπαιξε στη δική μου ζωή. Οι γονείς μου κατάλαβαν πάρα πολύ νωρίς ότι, παρά το γεγονός ότι ήτανε τρελά ερωτευμένοι μεταξύ τους, μαζί δεν κάνανε.
-Πόσο καιρό ήταν μαζί;
-Συνολικά γύρω στα 4 χρόνια, ήταν παντρεμένοι δύο περίπου χρόνια. Κατάλαβαν λοιπόν πολύ νωρίς ότι, παρά το πάθος μου μοιράστηκαν- ένα πάθος μέχρι τρέλας- δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί για όλη τους τη ζωή. Το πάθος είναι πολύ ωραίο να το ζεις, αλλά για γάμο δεν κάνει. Ο μπαμπάς μου ήθελε πάρα πολύ μία γυναίκα να τον θαυμάζει, η μαμά μου τον θαύμαζε, αλλά όχι όσο εκείνος θα ήθελε. Γιατί η μαμά μου ήταν εξίσου έξυπνη με εκείνον. Δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε, από το πρωί μέχρι το βράδυ, να του λέει «πω πω ρε παιδί μου, τι υπέροχος που είσαι!». Δύο πολύ έντονα έξυπνοι άνθρωποι, στο ίδιο σπίτι δεν χωράνε. Ευτυχώς για μένα, κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να βιώσουν καταστάσεις ακραίες και πως, αυτό το μωρό που είχαν φέρει στη ζωή, δεν είχε κανένα λόγο να ζήσει τσακωμούς, καβγάδες, να δει ποτήρια να φεύγουν πάνω από το κεφαλάκι του, να ακούσει φωνές και ουρλιαχτά. Πολύ σωστά, είπαν να το λήξουν νωρίς.
-Δεν είχαν καταλάβει ότι δεν ταίριαζαν, προτού γεννήσουν εσένα;
-Αυτό που μου εξήγησε η μαμά μου ήταν ότι όταν γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον μπαμπά μου, τα πράγματα φάνταζαν πιο ρόδινα. Τότε δεν υπήρχε η προοπτική παιδιού και οικογένειας, υπήρχε μόνο η προοπτική μίας υπέροχης ερωτικής σχέσης, η οποία είχε τις προδιαγραφές ταξιδιών, μιας ωραίας ζωής. Εκείνος της είχε πει «δεν θέλω να αφήσεις για χάρη μου το Εθνικό θέατρο»- αφού η μαμά μου ήταν αριστούχος του Εθνικού θεάτρου, προτού ασχοληθεί με τη διαφήμιση-, όπως επίσης «δεν θέλω να κάνεις γρήγορα παιδιά, θέλω να κάνεις ότι γουστάρεις». Όταν όμως παντρεύτηκαν, ο μπαμπάς άλλαξε λίγο γνώμη, ήθελε να κάνουν παιδιά. Πολύ γρήγορα η μαμά μου έμεινε έγκυος, πολύ νωρίτερα από ό,τι η ίδια ήθελε, στα 20 της χρόνια, αν και είχε εξηγήσει στον μπαμπά μου «θέλω να ζήσω λίγο τη σχέση μας, θέλω να το χαρώ». Εγώ λοιπόν ήρθα πολύ νωρίτερα από ό,τι με είχαν προγραμματίσει. Ο μπαμπάς επέμενε «αυτό το παιδί το θέλω», η μαμά «μα, άστο λίγο ακόμα», την πίεσε αρκετά. Όλα αυτά όμως φέρνουν, εκ των πραγμάτων, ένα αδιέξοδο. Και το αδιέξοδο ήρθε μέσα σε ενάμιση χρόνο. Είναι λάθος για κάθε γυναίκα να πιστεύει ότι ένα μωρό θα σώσει τα προβλήματά της και στο λέω εγώ, από την μικρή μου πείρα ως μωρό, που δεν έσωσα κανένα πρόβλημα, δεν έσωσα το γάμο των γονιών μου. Το αντίθετο: Έφερα το τέλος πιο γρήγορα.
-Από ποια ηλικία έμενες με τη γιαγιά σου;
-Αμέσως μετά το χωρισμό των γονιών μου. Από δύο χρόνων, όταν πια ο γάμος φαινόταν ότι οδηγείται σε χωρισμό και σε διαζύγιο, η μαμά μου του είπε «Φρεντούλη μου, εγώ τώρα είμαι 22 χρόνων, αυτό το μωρό εσύ το ήθελες πάρα πολύ, νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να το μεγαλώσεις κιόλας αφού το ήθελες τόσο πολύ». Ο μπαμπάς μου είπε «εγώ είμαι άντρας, δεν ξέρω να μεγαλώνω ένα παιδί», η μαμά μου απάντησε «ναι, αλλά κι εγώ τώρα πρέπει να ζήσω όλα αυτά που ήθελα πάντα να ζήσω», κάποια στιγμή, από ό,τι μου διηγήθηκαν, έπεσε στο τραπέζι και η λύση «ποιο καλό σχολείο υπάρχει στην Ελβετία, για να στείλουμε εκεί το μωρό;» και εκεί επενέβη η γιαγιά η οποία τους είπε «ηρεμήστε, δεν υπάρχει λόγος να τρελαίνεστε, ζήστε ο καθένας τη ζωή που θέλετε και θα μεγαλώσω εγώ το παιδί».
-Μεγαλώνοντας, αισθάνθηκες απόρριψη;
-Μεγαλώνοντας ένιωσα τα πάντα, πολλά. Ευτυχώς, όχι σε υπερθετικό βαθμό, όχι σε βαθμό του να αρχίσω να παίρνω αντικαταθλιπτικά χάπια, να πέσω στα ναρκωτικά ή να πάθω κάποιο ψυχολογικό τραύμα. Τα κατανόησα όλα. Και ο λόγος που δεν τα πέρασα αυτά, είναι γιατί είχα τρεις πάρα πολύ δυνατές δικλείδες ασφαλείας: Τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, οι οποίοι φρόντισαν να είναι παρόντες ουσιαστικά- και όχι ως «γονείς του Σαββατοκύριακου»- και τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου έπαιξε το ρόλο του μπαμπά, της μαμάς, του προστάτη, του φύλακα άγγελοι και της καλύτερης φίλης, με τέτοιο τρόπο, που δεν υπάρχουν λόγια για να στον περιγράψω. Στις 22 Μαρτίου του 1991 που πέθανε η γιαγιά μου, ένιωσα τον πιο δυνατό πόνο που έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου (συγκινείται).
-Μεγαλύτερο και από τον θάνατο του πατέρα σου;
-Μεγαλύτερο. Εννοείται ότι, όταν έχασα τον πατέρα μου, κόντεψα να πεθάνω κι εγώ, είχα χάσει τον έρωτα της ζωής μου, την καψούρα μου. Αλλά, όταν πέθανε η γιαγιά μου, ο άνθρωπος που με μεγάλωσε από τα δύο μου χρόνια μέχρι τα 18 που πήγα να ζήσω μόνη μου- και για μένα ήτανε σαν να έχανα πέντε γονείς μαζί-, ορφάνεψα. Εγώ τότε ένιωσα ορφανή.
-Αισθανόσουνα παραμελημένη από τους γονείς σου;
-Ένιωθα πολλά πράγματα και τους τα λεγα κιόλας. Δεν ήμουνα ένα παιδί εσωστρεφές που τα κατάπινα, ό,τι ένιωθα το εξωτερίκευα. Στην εφηβεία μου, έκανα φασαρίες, τους έλεγα «με παρατήσατε», έκανα πολλά μελοδραματικά. Κάθε φορά που ένας έλεγχος ήταν κάτω από 15, η πρώτη δικαιολογία που είχα πρόχειρη στους γονείς μου ήταν πάντα «εσείς φταίτε!». «Και γιατί φταίμε εμείς, Ναταλάκι;», με ρωτούσε η μαμά μου, «διότι χωρίσατε!» της απαντούσα. Η Εριέττα επειδή με ξέρει πάρα πολύ καλά, μου έλεγε «δεν το αφήνεις τώρα το θεατράκι;». Εκείνοι λοιπόν μου εξηγούσαν «πρέπει να καταλάβεις ότι δεν γίνεται δύο άνθρωποι που δεν μπορούσαν να είναι μαζί, να είναι μαζί για χάρη του παιδιού τους». Δεν γίνεται, για να σαι εσύ καλά ή για να νομίζεις ότι είσαι καλά, να καταδικάζεις δύο ανθρώπους να είναι δυστυχισμένοι.
-Εσύ δεν ζητούσες από τη μαμά σου να ζεις μαζί της στο σπίτι της;
-Όχι. Δεν της το ζητούσα. Και ξέρεις γιατί δεν της το ζητούσα; Γιατί ούτε εγώ θα πέρναγα καλά, ούτε εκείνη.
-Μα είναι η μαμά σου!
-Με τη μαμά μου, ταιριάξαμε και αγαπηθήκαμε, όταν εγώ έγινα 23 χρόνων. Αργήσαμε πάρα πολύ!
-Μέχρι τότε πως ήταν η σχέση σας;
-Περίεργη. Πάντα υπήρχε αγάπη- δεν γίνεται να μην αγαπάς την μάνα σου, είναι αίμα σου, όπως και εκείνη δεν γίνεται να μην αγαπάει το παιδί της-, αλλά πάντα υπήρχε μία κόντρα την οποία εγώ προκαλούσα μονίμως. Νιώθω ότι πάντα έκανα πράγματα για να την εκνευρίζω. Ήξερα, για παράδειγμα, ότι της αρέσει να με βλέπει καλοντυμένη, γιατί εκείνη είναι μία γυναίκα εξαιρετικά καλοντυμένη, η οποία έχει το στυλ στο πετσί της. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι θέλει να με βλέπει καλοντυμένη, κάθε φορά που επρόκειτο να τη συναντήσω για να φάμε μαζί, θα έβαζα το πιο σκισμένο τζιν που είχα στην ντουλάπα μου, το πιο τσαλακωμένο μπλουζάκι και τις πιο παλιές μου μπότες. Ενώ ήξερα ότι έχω ωραία φουστάνια, ωραίες γόβες και μπορούσα να τα βάλω για να πάω να δω τη μαμά μου, να δω ένα χαμόγελο στα χείλη της, εγώ δεν τα βαζα!
-Ήθελες να την εκδικηθείς;
-Δεν ξέρω γιατί το κανα. Σαν να έλεγα μέσα μου «εσύ μου την έσπαγες όταν ήμουνα μικρή, τώρα θα στη σπάσω κι εγώ!». Δεν ξέρω τι παιχνίδια παίζει η ψυχολογία ενός κοριτσιού. Υποτίθεται ότι μεταξύ της μάνας και της κόρης υπάρχει πάντα ένας υπόγειος ανταγωνισμός, γιατί τα κοριτσάκια είναι πάντα καψούρες με τον πατέρα τους. Και αυτό συνέβαινε και με μένα: Εγώ ήμουνα προσκολλημένη στον πατέρα μου από 0 χρόνων μέχρι τη μέρα που πέθανε, στα 30 μου περίπου. Εκείνος ήταν ο έρωτάς μου, ήμουνα η πριγκίπισσα του και ήταν ο βασιλιάς μου.
-Δεν ένιωθες τα ίδια και για τη μητέρα σου;
-Τη μητέρα μου τη θαύμαζα απεριόριστα. Αλλά, αυτός ο θαυμασμός, είχε και μια απόσταση. Την έβλεπα σαν κάτι το απλησίαστο. Την θαύμαζα, αλλά όχι σαν κάτι πολύ δικό μου, σαν κάτι οικείο. Σαν κάτι μακρινό. Έλεγα «τι ωραία κυρία!», όχι «τι ωραία που είναι η μαμά μου!». Για να φτάσω να πω «τι καταπληκτική που είναι η μάνα μου», έπρεπε να γίνω 23 χρόνων.
-Ήσουνα θυμωμένη μαζί της;
-Ίσως της είχα κάποια παράπονα, αλλά της τα πα κάποια στιγμή και ξεθύμανα. Τη μέρα που, η μαμά μου κι εγώ, γίναμε πια ένα, ήταν όταν έφυγε ο Φρέντυ. Εκεί πια ένιωσα ότι αυτή η γυναίκα με καταλαβαίνει πολύ περισσότερο από όσο εγώ νόμιζα. Δεν είχε να κάνει με λόγια, ήταν κάτι στο βλέμμα της…(συγκινείται). Με είχε πάρει αγκαλιά, της μιλούσα και είδα μέσα στα μάτια της ότι τελικά αυτή η γυναίκα με καταλαβαίνει. Όσο κι αν εγώ νόμιζα ότι προσπαθώ να την κάνω να με καταλάβει αλλά εκείνη είναι σε άλλο μήκος κύματος, αισθανόμουνα εκείνες τις στιγμές ότι αυτή η γυναίκα με καταλαβαίνει απόλυτα. Τα τελευταία 10 χρόνια, αισθάνομαι τη μαμά μου, πιο μαμά μου από ποτέ. Πιο δικό μου άνθρωπο από ποτέ.
-Ποια ήταν τα δικά σου λάθη σε αυτή τη σχέση;
-Δεν της μίλησα νωρίτερα. Ήταν μία συζήτηση μακρυά, μέχρι να σπάσει ο πάγος. Εκείνη ήταν πάντα εκεί, ήταν πάντα τόσο ανοιχτή. Την ένιωθα αποστασιοποιημένη, ενώ στην ουσία η αποστασιοποιημένη ήμουνα εγώ. Η απομακρυσμένη δεν ήταν η Εριέττα, η απομακρυσμένη ήταν η Ναταλία. Την απόσταση την κρατούσα εγώ, δεν την κρατούσε εκείνη. Εγώ έπαιζα το ρόλο «το κοριτσάκι του μπαμπά» και «άσε τη μαμά για αργότερα». Και αυτό ήταν τεράστιο λάθος.
-Μάλλον ήσουνα πληγωμένη.
-Το να κάθομαι και να παίζω το θύμα, ήταν το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Λες και είχα καμιά μάνα σαν την μητριά της Σταχτοπούτας. Δεν ήταν έτσι. Δεν υπάρχει πιο ανοιχτός άνθρωπος στο διάλογο από την Εριέττα, μπορείς να κουβεντιάσεις μαζί της τα πάντα. Και εγώ δεν το κανα.
-Τη φοβόσουνα;
-Όταν ήμουνα μικρή, τη φοβόμουνα πάρα πολύ. Αισθανόμουνα ότι περίμενε από μένα να είμαι «η καλύτερη μαθήτρια, η πιο καλή στο χορό, στο μπαλέτο, η πιο καλή στα αγγλικά, στα γαλλικά, να παίρνω πάντα 20». Αυτό ήταν τεράστιο βάρος για μένα. Επειδή εκείνη ήταν πάντα η πρώτη στο σχολείο, η πρώτη στο χορό, η πρώτη στις ξένες γλώσσες, η αριστούχος, η καλύτερη διαφημίστρια, η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που έγινε πρόεδρος σε πολυεθνική διαφημιστική εταιρεία, έλεγα πάντα «Παναγία μου, εγώ δεν μπορώ να τα κάνω όλα αυτά!». Ενώ ο μπαμπά μου ήταν πάντα πιο διαλλακτικός, έλεγε «δεν πειράζει μωρέ, ας μην πάρεις 20, πάρε 17. Και τι έγινε;». Η μαμά όμως έλεγε «17; Γιατί 17; Αφού υπάρχει το 20!». Αυτό εμένα με άγχωνε φρικτά. Με τρόμαζε. Περίμενε από μένα το καλύτερο.
-Ερχόντουσαν συχνά οι γονείς σου για να σε δουν, όσο έμενες με τη γιαγιά σου;
-Πολύ. Μα και εγώ πήγαινα, πολύ συχνά, για να τους δω. Σίγουρα, εκτός από μεσοβδόμαδα, περνούσα δύο με τρία Σαββατοκύριακα με τη μαμά μου και ένα ή δύο με τον μπαμπά, γιατί εκείνος ταξίδευε πάρα πολύ, λόγω βιβλίων και εκπομπών. Η ζωή μου όμως με τη γιαγιά, δεν είχε πόνο. Η ζωή με τη γιαγιά, είχε μόνο γέλιο. Αν τη γνώριζες, θα καταλάβαινες από πήρε το χιούμορ του ο Φρέντυ.
-Εκνευριζόσουνα όταν έβλεπες αργότερα τους γονείς σου ερωτευμένους και σε άλλες σχέσεις;
-Όχι. Ήμουνα «εκπαιδευμένο» παιδάκι, δεν ήμουνα στριντζόπαιδο. Μου άρεσε να βλέπω τη μαμά μου ερωτευμένη, όπως και τον μπαμπά μου. Η εικόνα του μπαμπά μου ή της μαμά μου ερωτευμένων, με γέμιζε χαρά.
-Έκαναν άλλα παιδιά;
-Όχι. Είμαι μοναχοπαίδι και από τους δύο.
-Υπήρχαν βράδια, όσο έμενες με τη γιαγιά σου, που σου έλειπε η αγκαλιά του μπαμπά ή της μαμάς;
-Η γιαγιά τα αναπλήρωνε όλα, δεν άφηνε να μου λείψει τίποτα. Μια δυο φορές που της είπα «θέλω τη μαμά, πάρε τη μαμά ή τον μπαμπά μου να ρθου», εκείνη έκανε το τηλεφώνημα και ήρθαν. Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν το εννοούσα απόλυτα. Ήτανε το πείσμα ενός παιδιού που ήθελε να τσεκάρει, όχι γιατί έχει πραγματική ανάγκη. Κακομαθημενιά ήτανε περισσότερο. Θα μπορούσαν και να μην έρθουν, μόνο και μόνο για να μου δώσουν ένα μάθημα. Αλλά, εκείνοι ήρθαν.
-Τώρα πως είναι η σχέση σου με τη μαμά σου;
-Καλύτερη από ποτέ! Βγαίνουμε μαζί, κάνουμε πράγματα μαζί. Το καλύτερό μου είναι όταν την φιλοξενώ στο σπίτι, όταν της λέω «πάρε πιτζαμάκια και έλα στο σπίτι, να δεις και τα εγγόνια σου, την Μίκυ και τη Λούση, τα σκυλάκια μου», να καθόμαστε στον καναπέ, να ανοίγουμε κρασί, να μιλάμε με τις ώρες, να μένει στο σπίτι, να ξυπνάμε το πρωί και να πίνουμε καφέ στη βεράντα.
-Σου ζήτησε ποτέ συγνώμη;
-Μου είπε μία φορά «αχ μωρούλι μου, ήμουνα πάρα πολύ κακή μαμά;». Ήταν όμως αυτό που αιωρείται μεταξύ ερωτηματικού και δήλωσης και της απάντησα «όχι, ήσουνα μια χαρά, μαμά». Γιατί; Γιατί μου είχε εξηγήσει πώς γεννήθηκα.
-Θα ήθελες να ήταν αλλιώς τα παιδιά σου χρόνια; Να μεγάλωνες με τη μαμά και τον μπαμπά σου στο σπίτι;
-Αν το τίμημα για να έχω το παστίτσιο, το σπιτικό τραπέζι και τα ζεστά κουλουράκια, θα ήταν να έπρεπε να έχω άλλους γονείς, η απάντηση είναι «όχι». Θα προτιμούσα να έχω αυτά τα παιδικά χρόνια, να είμαι παιδί χωρισμένων γονιών και να είμαι η κόρη του Φρέντυ και της Εριέττας.
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Δεκέμβριο του 2010.