Αν και τους τελευταίους μήνες το πρόσωπό του- χάρις
στις paparazzi
φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν- έγινε ευρέως γνωστό μέσα από τη σχέση του με την
ηθοποιό Δήμητρα Ματσούκα, όσοι τον ξέρουν αναγνωρίζουν ότι το αποτύπωμα της
ιδιαίτερης personas
του, ο εναλλακτικός τρόπος ζωής και σκέψης του, αλλά και ο τρόπος γραφής του
Φώτη (διευθυντή σύνταξης της πρώτης σε αναγνωσιμότητα free press εφημερίδας της Αθήνας, «LifO»),
επισκιάζει το οποιοδήποτε μαζικό γεγονός που μπορεί να έχει πρωταγωνιστή την
προσωπική του ζωή. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, τα media
έχουν επικεντρωθεί σ αυτό: Στον «γάμο του με την ηθοποιό, σε ακριτικό νησί της
Ελλάδας, μέσα στον Αύγουστο». Αλήθεια; Ψέμα; Κανείς δεν επιβεβαίωσε μέχρι
στιγμής το παραμικρό. Με το Φώτη είχαμε συναντηθεί ένα ιδιαίτερα βροχερό
μεσημέρι στα τέλη Μαΐου, φωτογραφήθηκε- με χειμωνιάτικα ρούχα, λόγω του ιδιαίτερα
άσχημου καιρού-, μιλήσαμε για τη ζωή του. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα συμφώνησε να
μιλήσει- πρώτη φορά δημόσια- γι αυτό που
όλοι τις τελευταίες μέρες συζητούσαν. «Για πρώτη και τελευταία φορά!», μου
τονίζει λίγο πριν ξεκινήσει να μου μιλά για την καθημερινότητά του, τις σκέψεις
του, όσα συνθέτουν την δική του κοσμοθεωρία. «Ο γάμος είναι μια σύμβαση που δε με αφορά, και θα
τον έκανα μόνο και μόνο γιατί θα ήθελα να μοιραστώ με τη γυναίκα που υπεραγαπώ
και με τους φίλους μου, μία μοναδική, ανεξίτηλη στιγμή, που θα εκτοξευθεί στο
διάστημα. Αν θα παντρευόμουν θα παντρευόμουν μόνο από έρωτα, δεν θα το μάθαινε
κανένας και θα ήταν ένα διονυσιακό πάρτι με τον Morrissey κουμπάρο, ενώ τη γυναίκα που αγαπάω θα την κουβαλούσε
στους ώμους της ο Αστερίξ και οι Γαλάτες», μου λέει χαμογελώντας.
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω
δημοσιογράφος- απλά δεν το παραδεχόμουν σε κανέναν. Στην έκτη δημοτικού έβγαζα
μόνος μου μια σχολική εφημερίδα, είχα δεκάδες τετράδια που κράταγα σημειώσεις
για το οτιδήποτε, τις Κυριακές άκουγα φανατικά τους ποδοσφαιρικούς αγώνες και
σημείωνα στατιστικά. Είχα πάντα μια φυσική ροπή προς τα μαθηματικά και την
στατιστική, αλλά δεν ήξερα πως να την διαχειριστώ. Μέσα μου έλεγα ότι όταν
μεγαλώσω ήθελα να γίνω αθλητικός δημοσιογράφος. Τελικά κατέληξα να σπουδάσω
κοινωνιολογία και να μην βλέπω ούτε λεπτό αθλητικά στην τηλεόραση».
«Όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, αισθάνομαι άβολα- η
αλήθεια είναι ότι κομπλάρω κάπως. Συνήθως με ρωτάνε οι ταξιτζήδες που μου
πιάνουν την κουβέντα και έχουν μια έμφυτη ροπή να σε κατηγοριοποιούν μαζί με
αυτούς που βλέπουν στην τηλεόραση και προσπαθούν να σου εκμαιεύσουν διάφορα
κουτσομπολιά. Όταν του λέω ότι ασχολούμαι κυρίως με πολιτιστικά, χάνουν το
ενδιαφέρον τους και εγώ βρίσκω την ησυχία μου».
«Δημοσιογράφος είναι αυτός που εργάζεται στην “LifO”,
αυτός που εργάζεται στα “Νέα” και αυτός που εργάζεται στο “Ciao”. Δεν κάνω
κανένα ουσιαστικό διαχωρισμό (αν και ο ποιοτικός είναι τεράστιος), παρόλα αυτά
ξέρω ότι αυτός που εργάζεται στο “Ciao” έχει δεχθεί μια σύμβαση που
λέει ότι η “εξουσία” του να προκαλεί εύκολα (με ένα λαϊκίστικο θέμα, πιθανότατα
ψευδές) το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ανταλλάσσεται με ένα χαμηλό μισθό. Αν
το δέχεσαι αυτό είσαι άξιος της μοίρας σου».
«Κατά την
επταετή θητεία μου στα περιοδικά της ΙΜΑΚΟ, παρόλο που πάντα υπήρξα ο
εναλλακτικός πόλος του συγκεκριμένου lifestyle που ευαγγελίζονταν τα
περιοδικά του Ομίλου, έτυχε να πάρω συνεντεύξεις και από πρόσωπα που θεωρητικά
δεν άπτονταν της δικής μου ιδιοσυγκρασίας. Αν και δεν με ενδιέφερε ποτέ η άποψη
τους για οποιοδήποτε αντικείμενο, τους προσέγγισα με τον τρόπο της αμερικάνικης
γραφής του “Esquire” ή του “GQ”, όπου οι
“λεγόμενοι” celebrities απογυμνώνονται μπροστά στον δημοσιογράφο
γιατί είναι ακομπλεξάριστοι. Στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοιους. Εκτός από
ελάχιστους».
«Δεν
είμαι σνομπ απέναντι στο mainstream, κάθε άλλο. Έχω καταναλώσει
πολύ mainstream στη ζωή μου, κυρίως για να το αποκωδικοποιήσω. Και
έχω καταλήξει ότι δεν χρειάζεται να χάνεις το χρόνο σου γι αυτό. Τα καλύτερα
πράγματα πάντα ήταν underground. Και πάντα θα είναι. Μου το έχει διδάξει η
Νέα Υόρκη αυτό».
«Γεννήθηκα
στην Αθήνα, σε ένα μαιευτήριο της πόλης που ούτε καν ξέρω το όνομά του.
Μεγάλωσα μεταξύ Κεφαλονιάς και Πάτρας. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μαγικά! Έμενα
στην Κεφαλονιά σε ένα σπίτι δίπλα σε ένα σπήλαιο, πήγαινα για ψάρεμα με τον
παππού μου κάθε μέρα στις 5 το πρωί, το μεσημέρι διάβαζα κόμιξ σε ένα
δεντρόσπιτο, το απόγευμα μάζευα τζιτζίκια σε ένα σπιρτόκουτο και το βράδυ έκλεβα
σύκα από τις αυλές του χωριού. Τι καλύτερο θες από αυτό; Η φαντασία μου είναι
στοιχειωμένη με όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Γι αυτό είμαι και νοσταλγικός
τύπος».
«Πάντα
ξύπναγα αργά. Τώρα ξυπνάω νωρίς. Το πρωινό φως έχει μια ασύγκριτη διαύγεια που
στη μεταφέρει και εσένα. Παρόλο που δεν είμαι καθόλου ελληνολάγνος, πάντα
εντυπωσιάζομαι από το διαυγές φως που έχει η Ακρόπολη κάθε πρωί- ακόμα και σε
μια συννεφιασμένη ημέρα. Είναι σαν να γυρίζουν ταινία εκεί πάνω κάθε μέρα».
«Είμαστε
στο “μεταξύ” μια εποχής, μιας εποχής που στο μέλλον θα είναι το μεταίχμιο
μεταξύ του “πριν” και του “μετά”. Αλλά αισθάνομαι ότι η επίπλαστη ευδαιμονία
του παρελθόντος που μας ευνόησε όλους -η αλήθεια είναι- ήταν συγχρόνως και το
Ελντονράντο μας. Το τέλος του παλιού κόσμου ήρθε επιτέλους και είμαι πολύ
χαρούμενος γι αυτό».
«Η κατάρρευση των media όπως τα ξέραμε είναι
δεδομένη. Σηματοδοτεί δικαιολογημένα τον εκκωφαντικό κρότο της φούσκας που
ζήσαμε όλοι την προηγούμενη δεκαετία. Και δεν ευθύνεται μόνο η κραυγαλέα
επικράτηση αυτού που αποκαλούμε lifestyle, αλλά και η δημοσιοϋπαλληλική
ιδιοσυγκρασία των παραδοσιακών Μέσων που δεν αντιλήφθηκαν νωρίς ότι τα
μικροπολιτικά συμφέροντα θα τους γυρίσουν μπούμερανγκ- αργά ή γρήγορα. Απορώ
ακόμα με κάποια από αυτά που επιμένουν στην ίδια τακτική, ενώ βλέπουν ότι όλα
γύρω τους καταρρέουν σαν τους ουρανοξύστες στο τέλος του “Fight Club”».
«Πολλοί μιλάνε για το θάνατο του χαρτιού στην εποχή
της επέλασης του ίντερνετ. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα καταφερόταν εναντίον
του ίντερνετ, όταν έχω υπάρξει φανατικός του δικτύου από το 1997, δεκαπέντε
χρόνια τώρα, από τις ωμές εποχές του IRC και
των dial up συνδέσεων. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο διαφαινόμενος
θάνατος του χαρτιού θα είναι πολύ αργός. Το ίντερνετ μπορεί να
υποκαταστήσει πολύ εύκολα (και το κάνει ήδη) την γρήγορη άμεση ενημέρωση, αλλά
η γοητεία της τυπογραφίας δεν μπορεί να υποκατασταθεί από bites. Στο
μέλλον τα περιοδικά και γενικότερα τα έντυπα θα είναι συλλεκτικές εκδόσεις για
την βιβλιοθήκη σου και πάντα θα υπάρχει η ανάγκη και η ζήτηση για αυτά. Τα καλά
περιοδικά του σήμερα θα είναι τα coffee tables του αύριο. Οι
ευτελείς εφημερίδες του σήμερα θα είναι τα bookmarks του αύριο. Όλα
είναι θέμα ποιότητας. Κι αυτό είναι καλό».
«Λατρεύω
τα ταξίδια. Θα μπορούσα να ταξιδεύω για πάντα. Χωρίς καμία αποσκευή. Κάποτε
παραλίγο να πάω στο Σιάτλ χωρίς τίποτα πάνω μου. Ευτυχώς δεν με άφησαν να
πετάξω επειδή είχα αργήσει. Εκεί έκανε μείον δέκα και εγώ είχα πάει
στο check in φορώντας μόνο ένα κοντομάνικο. Στα ταξίδια είμαι
ο “lonely planet” που πάντα θα ήθελες να έχεις μαζί σου: Έχω
φροντίσει να μάθω από πριν όλα τα μέρη που αξίζουν και δεν τα ξέρει κανένας τουρίστας
και πάντα ανακαλύπτω τα “υπόγεια” που πρέπει να κατέβεις. Βασικά αυτά με
ανακαλύπτουν. Δεν ξέρω πως γίνεται αυτό. Είναι έμφυτο ταλέντο».
«Θα
θυμάμαι πάντα τις γέφυρες του Βοσπόρου, τα ψητά καλκάνια στα αυτοσχέδια
σάντουιτς των πλωτών εστιατορίων της Κωνσταντινούπολης, τα καζαντί και την
συγκινητική αθωότητα των οροσειρών της Κύπρου, τα “χαμένα στη μετάφραση” σούπερ
μάρκετ της Σανγκάης, τη μπαουχαους αρχιτεκτονική του Τελ Αβιβ (η πιο αγαπημένη
μου πόλη στον κόσμο), τα παγόβουνα της Ισλανδίας, τις ρέιβ αποθήκες του
Βερολίνου, τα πολωνέζικα μαγαζιά του Μπρούκλιν,
το Old Cataract στο Aσουάν, ένα Πάσχα στην Βηρυτό και τόσα
άλλα...».
«Δεν έχω
κάποια ατάκα που με ακολουθεί σαν μότο στη ζωή μου. Μόνο η τύχη μου. Και μια
σιγουριά ότι θα επιβιώσω σε κάθε περίσταση».
«Μισώ να
μιλάω και να γράφω συμβουλές για έρωτα και για σεξ. Είναι δυο πράγματα που δεν
μπορώ να ανταπεξέλθω δημοσιογραφικά. Καλύτερα βάλε με σε εμπόλεμη ζώνη- που
παρεμπιπτόντως θα ήθελα να βρεθώ. Θεωρώ πραγματικούς δημοσιογράφους όσους οι
σφαίρες περνούν πάνω από το κεφάλι τους».
«Η
κατάσταση που βρίσκεσαι όταν είσαι ερωτευμένος είναι εφάμιλλη της ελεύθερης
πτώσης. Οι διακυμάνσεις που περνάς μέχρι να σιγουρευτείς ότι θα ανοίξει το
αλεξίπτωτο είναι ίδιες. Εσύ ξέρεις ότι θ ανοίξει. Όλα τα άλλα είναι επίπονα.
Ακόμα και σαν σκέψη».
«Οι
παπαράτσι δεν με αφορούν. Διαφυλάσσω την προσωπική μου ζωή πολύ εύκολα. Αν δεν
πάρεις τους παπαράτσι τηλέφωνο να τους πεις ότι τώρα ψωνίζω ραπανάκια στη λαϊκή,
δεν είναι παπαράτσι. Είναι φωτογράφοι γάμου».
«Ευτυχία
είναι να κοιμάσαι στην αγκαλιά της…».
Δημοσίευση στο "Down Town Κύπρου", τον Ιούνιο του 2012.