Η Έλενα Μακρή-Λυμπέρη, εκδότρια των σημαντικότερων
περιοδικών αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου της
μυθιστορήματος, «Μια ζωή πολλές φορές», δίνει μία σπάνια και
απολύτως εξομολογητική συνέντευξη, μιλώντας για δεδομένα που ανατράπηκαν και
απομυθοποιώντας έναν «λαμπερό» κόσμο, του οποίου η ίδια ποτέ στην
πραγματικότητα δεν υπήρξε ουσιαστικό κομμάτι.
Το γραφείο της στον τρίτο όροφο των «Εκδόσεων Λυμπέρη» στο
Κορωπί, όπου συναντηθήκαμε 5 μέρες πριν από τις εθνικές εκλογές της 6ης Μαΐου, σκορπά
ευωδιές από αρωματικά κεριά και φύλλα τσαγιού από το φλιτζάνι που έχει μπροστά στην
οθόνη του υπολογιστή της, μυρωδιές που αποπνέουν γαλήνη - το ακριβώς αντίθετο,
δηλαδή, από εκείνο που υποθέτω ότι συμβαίνει σε κάθε «κλείσιμο τεύχους» του «Life&Style»,
της «Vogue», του «Hello!» και αρκετών ακόμη περιοδικών των οποίων είναι
δημιουργός και εκδότρια. «Θα πάρετε κάτι;» με ρωτάει ενώ συγχρόνως απαντάει σε
κάποιο email συνεργάτη της. «Τσάι. Αυτό φαίνεται υπέροχο», της λέω ξεκινώντας
την κουβέντα μας.
-Τι σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο «Μια ζωή πολλές φορές»;
-Πάντοτε σκεφτόμουν να γράψω ένα μυθιστόρημα. Τα τελευταία
χρόνια, μάλιστα, ήταν έντονη η προτροπή των κοντινών μου ανθρώπων που ήξεραν
πως γράφω -συνειδητά και πολύ- να το επιχειρήσω, κι έτσι ήρθε από μόνο του, μια
φυσιολογική εξέλιξη.
-Πάντοτε γράφατε;
-Από παιδί. Οι καθηγητές μου μού επιβεβαίωναν ότι έχω έφεση
στο γράψιμο και με παρότρυναν να ασχοληθώ σοβαρά μ’ αυτό. Αργότερα, φίλοι με
προέτρεπαν κι αυτοί να το κάνω, αλλά και επαγγελματίες του χώρου, όπως ο συγγραφέας
Βασίλης Βασιλικός, ο οποίος μου είχε πει «Πρέπει να γράψεις, και πρέπει να
γράψεις μυθιστόρημα». Επίσης, με την Κική Δημουλά είχα κάνει μια σχετική
συζήτηση, η οποία μου έγραψε κι ένα γράμμα - κάτι πολύ προσωπικό που το φυλάω
σαν κόρη οφθαλμού.
-Ένα μυθιστόρημα, όμως, θεωρείται σοβαρό εγχείρημα. Δε σας
φόβισε κάτι τέτοιο;
-Δεν κάνω τίποτα αν δεν ξέρω ότι το κατέχω, δεν δοκιμάζω
πράγματα αν δεν γνωρίζω ότι μπορώ να τα φέρω εις πέρας. Κυρίως, γιατί δε θέλω
να τα αφήνω στη μέση.
-Πάντα σας χαρακτήριζε η αποφασιστικότητα;
-Πάντα. Δεν μπορείς να βγάζεις περιοδικά αν δεν είσαι αποφασιστικός.
Ένα περιοδικό δε θα περιμένει εσένα εσαεί να αποφασίσεις αν κάποιο θέμα πρέπει
να μπει, να βγει ή να ξαναγίνει. Ακόμα και στη μυθοπλασία του βιβλίου μου δεν
πήγα ποτέ μπρος πίσω, δεν έσκισα σελίδες, δεν κατάργησα κεφάλαια. Είναι αυτό
που λένε «το μυθιστόρημα γράφτηκε μονομιάς».
-Σας είναι ξένη πια η ζωή των περιοδικών, δεδομένης και της
οικονομικής συγκυρίας;
-Ξένη δε μου είναι καθόλου, είναι κι αυτό μέρος της ζωής
μου. Κοιτάξτε, πολλές φορές γράφουν «Ο λαμπερός κόσμος των περιοδικών», «Η λαμπερή
κυρία Λυμπέρη των περιοδικών», «Τα λαμπερά βραβεία», και αναρωτιέμαι: Ποιος πραγματικά
με ξέρει; Είμαι η ξανθιά κυρία, η εκδότρια του «Hello!», του «Life&Style» -που
τόσος λόγος γίνεται πια για το lifestyle, λες και είναι μολυσματική αρρώστια- ή
«η κυρία της Vogue», «η γκουρού της βίβλου της μόδας»; Σας πληροφορώ, λοιπόν,
ότι κανείς δεν ξέρει ποια είμαι, κανείς δε γνωρίζει τι έχω μέσα στο κεφάλι μου,
τι κουβαλάω, τι παρακαταθήκες έχω, πού θέλω να φτάσω, από πού ξεκίνησα και τι
δαίμονες με κυνηγάνε. Για να γράψεις ένα βιβλίο ή ένα ποίημα, για να καταθέσεις
την ψυχή σου σε ένα -όσο γίνεται- σοβαρό πόνημα, σημαίνει ότι κάτι τρέχει με
σένα και την ψυχή σου.
-Λένε για τους ανθρώπους που γράφουν ότι είναι ιδιαίτερα
μοναχικοί. Αυτό ισχύει και στη δική σας περίπτωση;
-Μοναχική δεν είμαι, με έλκει η μοναξιά, έχω χαρακτηριστικά
καλλιτέχνη, αλλά είμαι αρκετά κοινωνική. Είμαι, όμως, άνθρωπος με μεταβαλλόμενο
συναισθηματικό κόσμο - έχω συναισθηματικές μεταπτώσεις.
-Ξαφνικά συμβαίνει αυτό;
-Ναι. Μπορεί να με τραυματίσει ανεπανόρθωτα κάτι που σε
κάποιον άλλο θα περνούσε απαρατήρητο. Αυτόματα αποτραβιέμαι και απομονώνομαι.
Από την άλλη, η δουλειά μου είναι ο κατεξοχήν χώρος που απαιτεί γερά νεύρα και
γερό στομάχι, και μου ήταν πολύ δύσκολη στην αρχή η καθημερινή ενασχόληση. Κι
όταν εμπλέκεσαι και με αυτό που λέγεται showbiz, τότε τα πράγματα γίνονται
ακόμα πιο δύσκολα.
-Οι φίλοι σας -ή έστω κάποιοι απ’ αυτούς- δεν προέρχονται κι
αυτοί από τον ίδιο χώρο, άνθρωποι «λαμπεροί» που παρουσιάζονται στα εξώφυλλα ή
στις σελίδες των περιοδικών που εκδίδετε;
-Τι εννοείτε λαμπεροί; Λαμπεροί και κενοί, ματαιόδοξοι ή
εννοείτε διάσημοι stars; Έχω διάφορους γνωστούς, αλλά και φίλους. Κυρίως, όμως,
οι κοντινοί μου φίλοι προέρχονται από τα παιδικά μου χρόνια, απ’ όταν
εργαζόμουν ως σχεδιάστρια και στυλίστρια. Μερικοί βρέθηκαν τυχαία στα φώτα της
δημοσιότητας στην πορεία των χρόνων, αλλά η φιλία μαζί τους ξεκίνησε στην πολύ
νεανική μου ηλικία.
-Μήπως η ισορροπία ανάμεσα στη showbiz και στην πραγματική
ζωή που ζείτε είναι λίγο λεπτή, για να μην πω σχιζοφρενική;
-Ο καθένας από μας έχει φτιάξει τον δικό του κόσμο, τον δικό
του μυστικό κήπο, τη δική του κρυψώνα - όπως είναι και για μένα αυτό το βιβλίο.
Λατρεύω τις αντιθέσεις και τις ανατροπές στη ζωή. Ειδικά αυτή την εποχή, η
συγγραφή ήταν για μένα η τέλεια κρυψώνα: Για να συγκεντρωθώ, να μπορέσω να
σταθώ στα πόδια μου αυτή την εφιαλτική εποχή που διανύουμε, να στηρίξω τον
σύζυγό μου σε πολύ δύσκολες αποφάσεις, να μπορέσω την άλλη μέρα να έρθω στο
γραφείο και να αποδώσω στη δουλειά - διατηρώντας, όμως, και δυνάμεις ώστε να
επανέλθω ξανά στην μυστική κρυψώνα του βιβλίου μου.
-Με τόσο φορτωμένο πρόγραμμα στα περιοδικά, πότε γράφατε;
-Εκτός από τέσσερα περιοδικά, έχω και τρία παιδιά. Περίμενα
λοιπόν να τα βάλω και τα τρία για ύπνο, να υπάρχει ησυχία στο σπίτι και μετά να
αφοσιωθώ στο γράψιμο. Το αποτέλεσμα ήταν να γράφω από τις 12:30 το βράδυ μέχρι
τις 4, ενώ αρκετές φορές με έβρισκε το χάραμα. Είχα καταντήσει τραγουδίστρια
πια! (γελάει). Το ήθελα όμως! Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν κάθε βράδυ στο τετράγωνο
τραπέζι παιχνιδιών στη γωνία του σαλονιού μου, εκεί όπου είχα επιλέξει να
απομονώνομαι και να γράφω. Και ήταν πολύ ωραίο! Είναι σαν να έχεις ένα
κουκλόσπιτο και να κινείς εσύ τα νήματα: φτιάχνεις την πλοκή, τη συνέχεια, το απρόοπτο,
το τραγικό.
-Η ηρωίδα σας έχει μια πολύ έντονη σχέση με τη μητέρα αλλά
και με την κόρη της. Εσείς αισθανθήκατε ποτέ ενοχές ως μητέρα;
-Ποτέ. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ ενοχή ως κόρη αλλά ούτε ως
μητέρα. Γιατί, καταρχήν, ποτέ δε με στερήθηκε επί της ουσίας η μητέρα μου,
ιδίως απ’ όταν έμεινε μόνη χάνοντας τον πατέρα μου - ήμουν συνέχεια δίπλα της. Καταπατούσα
το δικό μου χρόνο, ποτέ το δικό της, άφηνα στη μέση τις δικές μου υποχρεώσεις
και πήγαινα στο σπίτι της όταν ήθελε να μου εξομολογηθεί τον πόνο της. Και,
ξέρετε, οι άνθρωποι όταν μεγαλώνουν, όταν γερνάνε -και ειδικά όταν
αρρωσταίνουν- χρειάζονται καταμέτρηση των γεγονότων της ζωής τους, εξομολόγηση.
Όχι από παπά, από δικό τους άνθρωπο. Θέλουν κάποιον για να του πουν τι πήγε
σωστά, τι λάθος. Εγώ ήμουν εκεί για τη μητέρα μου, γιατί κάθισα και μέτρησα τον
χρόνο που είχαμε μπροστά μας: Εγώ τον είχα, εκείνη όχι. Και οι λογαριασμοί με
τους γονείς μας πρέπει να κλείνουν όσο αυτοί είναι εν ζωή. Αντίστοιχα τήρησα
αυτήν τη σχέση και με τα παιδιά μου και το χρόνο που είμαι μακριά τους. Ο
καθένας μας στο σπίτι έχει αναλάβει μια δουλειά- εγώ στο γραφείο κι αυτά στο
σχολείο. Ποτέ δεν είχα τύψεις και δεν αλλάζω με τίποτα το να είμαι στο σπίτι
μου. Έχω αρνηθεί άπειρες προσκλήσεις σε απίθανα πάρτυ των Dolce & Gabbana, του
Valentino, του Gaultier και άλλων προκειμένου να βρεθώ στο σπίτι μου και να πω
«καληνύχτα» στα παιδιά μου ή να ξαγρυπνήσω δίπλα τους στις αρρώστιες και τους
πυρετούς τους. Μάλιστα, πολύ πρόσφατα, για οικογενειακό λόγο παρέμεινα στην
Ελλάδα και δεν πήγα σε μια παγκόσμια διοργάνωση της Vogue στην Ιαπωνία. Μοιράζω
το χρόνο μου όπως πρέπει: Θα βρεθώ κοντά στα παιδιά μου πολύ νωρίς, δε θα θυσιάσω
ποτέ την ιερή ώρα μαζί τους, θα κάνω διάφορα «μαγικά» και θα συναντηθούμε με
ποιοτικό χρόνο για να μιλήσουμε σε απαρτία ως οικογένεια στο τραπέζι.
-Η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής σας ήταν όταν χάσατε τη
μητέρα σας;
-Όχι. Ήταν πιο παλιά, όταν στα 23 μου έχασα τον πατέρα μου.
Συνέβη τότε η δική του οικονομική κατάρρευση, που συνδυάστηκε με την αρρώστια.
Όλα αυτά ήταν πολλά και εφιαλτικά και δυστυχώς τα επωμίστηκα για καιρό μετά. Έπρεπε
να στηρίξω και τη μητέρα μου συγχρόνως. Κοιτάξτε, σε όλα αυτά τα δύσκολα να
είστε σίγουρος πως μια γυναίκα ξέρει να βάζει πίσω απ’ όλα το δικό της εαυτό.
Δε βγαίνει αποτέλεσμα αν στη δύσκολη στιγμή δεν αφήσεις τον εαυτό σου τελευταίο
στα προνόμια.
-Αυτό κάνετε και τώρα, σ’ αυτήν τη δύσκολη οικονομικά
περίοδο που ζούμε;
-Εννοείται! Πάντα αυτό έκανα. Τον εαυτό μου τον άφηνα τελευταίο.
Αλλά θα τον βρεις τον εαυτό σου κάποια στιγμή. Κι εγώ, αυτούς τους 9 μήνες που
έγραφα το βιβλίο, βρήκα και ασχολήθηκα με τον εαυτό μου. Γιατί τον εαυτό σου
δεν τον βρίσκεις βγαίνοντας και ξοδεύοντας, διασκεδάζοντας ή κάνοντας ταξίδια.
Αυτά γίνονται για άλλους λόγους, σίγουρα όχι για να ησυχάσει το μέσα σου.
-Εσείς ποτέ δεν «παραμυθιαστήκατε» με το lifestyle;
-Εξαρτάται τι εννοείτε με τη λέξη lifestyle. Έτσι βάφτισα το
περιοδικό μου, το 1999, αποδίδοντας κυριολεκτικά την έκφραση «ζωή με στυλ» που
με αντιπροσωπεύει απόλυτα. Για μένα η ζωή χωρίς στυλ στις διάφορες εκφάνσεις
της είναι άγευστη, άοσμη, άνευρη, και φυσικά εννοείται πως το στυλ δεν είναι
θέμα χρημάτων. Στυλ μπορεί να έχει ένα ψαράδικο καλύβι της Μήλου που θα το
φωτογραφίσουμε για το περιοδικό μας, ενώ ένα σαλόνι πολλών τετραγωνικών και
απίστευτης χλιδής στην Εκάλη μπορεί να είναι αποκρουστικό. Θέλω να πω, πως αν
εννοείτε το lifestyle ως επίδειξη πλούτου και έναν ασυγκράτητο μιμητισμό με
χλιδάτες αγορές, αυτό είναι κάτι που δεν με αφορά καθόλου.
-Σας τρομοκρατεί η τεράστια κρίση στην Ελλάδα και ειδικά η μεγάλη
αυτή κρίση στο χώρο των περιοδικών;
-Βρισκόμαστε σε μια δίνη εν μέσω μεγάλης τρικυμίας. Δεν
υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα, όχι μόνο εκδοτική εταιρεία, αλλά γενικά
επιχείρηση που να μην δοκιμάζεται σκληρά. Το θέμα είναι πόσο θα αντέξουμε με
τον δεδομένο τραγικό πολιτικό εκφυλισμό όλοι οι Έλληνες. Θέλω να πιστεύω ότι θα
σταματήσει η θύελλα και ότι θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα.
-Η πιο δύσκολή σας στιγμή ως εκδότρια είναι όταν θα πρέπει
να ανακοινώσετε σε κάποιον -λόγω των οικονομικών δυσκολιών- την απόλυσή του;
-Δεν υπάρχει χειρότερο! Όπως και η μείωση των μισθών. Αλλά δεν
είμαι εγώ αυτή που τα αποφασίζει αυτά ή που τα εκτελεί. Υπάρχει πρόεδρος της
εταιρείας, ο οποίος χαράζει τη στρατηγική κι εμείς υπακούμε. Είμαι υπάλληλος
αυτής της εταιρείας από το 1993. Ξέρετε, δεν ήμουν ποτέ «η κυρία του αφεντικού».
Είμαι η σύζυγος του αφεντικού και από την αρχή είχαμε συμφωνήσει, και μάλιστα
με δική του προτροπή, να υπογράφω πάντα με το πατρώνυμό μου σε όλα μας τα
έντυπα – άλλωστε, και τα βιβλία μου φέρουν πάντα το πατρώνυμό μου, διότι έτσι
αισθάνομαι ανεξάρτητη, αυτόνομη, αυτόφωτη. Είμαι οπαδός της φράσης «αρχηγού
παρόντος πάσα αρχή παυσάτω» και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Λυμπέρης είναι ο
καπετάνιος αυτού του καραβιού.
Δημοσίευση στο περιοδικό "Omikron" Κύπρου, τον Ιούνιο του 2012.