Φεβρουάριος 2006. Με τον «κύριο Μιχάλη» (έτσι τον είπα, από την πρώτη στιγμή
που με καλωσόρισε στην πόρτα της μονοκατοικίας του) είχαμε συναντηθεί για τις
ανάγκες μίας «οικογενειακής» φωτογράφησης και συνέντευξης για το «Down Town»,
στο σπίτι της οικογένειας Μενιδιάτη, στην Κηφισιά. Με είχε κεράσει καρυδόπιτα
(«απ τις ωραίες που φτιάχνει η γυναίκα μου, που είναι μαστόρισσα στην κουζίνα»),
λίγο ουζάκι («απ το μεσημέρι ουζάκι, κύριε Μιχάλη;», «Απ το μεσημέρι. Τι; Μωρό
είσαι, μωρέ;»), μου μίλησε για τη «Φαντασία», τις τουρνέ που έκανε σε όλο τον
κόσμο, τις «ζημιές» που γίνονταν με το «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις», το «Όχι,
όχι μην με παρατάς» το «Περιφρόνα με γλυκειά μου», το «Τι σου είπανε για μένα»,
την αποθέωση... Τότε που οι τραγουδιστές ήταν τα είδωλα, και τα τραγούδια οι
θεοί. Μου μιλούσε αρκετή ώρα-για πολλά. Προσεκτικός, ευγενικός και λεβέντης.
«Ωραία χρόνια
ζήσαμε. Χρόνια που έλεγε ο κόσμος το ψωμί ψωμάκι, αλλά και χρόνια πραγματικά
ευτυχισμένα. Τότε που ήξεραν οι άνθρωποι τις αξίες τις ζωής- αυτό που
πραγματικά πρέπει να ονομάζουμε αξίες- και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο
κόσμος, αν και μεγαλύτερα από τα σημερινά, ήξερε να τα αντιμετωπίζει με
χαμόγελο και καλή διάθεση. Θυμάμαι έναν κόσμο πονεμένο, μαυροφορεμένο και
πεινασμένο αλλά και έναν κόσμο που μπορούσε να κοιτάει το μέλλον με το κεφάλι
ψηλά. Το πρώτο μου μεροκάματο θυμάμαι, το 1961, ήταν 40 δραχμές. Ήτανε τότε που
μεσουρανούσαν στη δισκογραφία και στα μαγαζιά ο Τάκης Μπίνης, ο Απόστολος
Καλδάρας, ο Τσαουσάκης ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Δασκαλάκης… Ποιους να
πρωτοθυμηθώ; Τότε που δεν γινόταν να πάμε στη δουλειά αν δεν είχαμε τα πάντα
στην εντέλεια, με την τέλεια τσάκιση στο παντελόνι, το κόντρα ξύρισμα, τα καλά
ρούχα; Οι θαμώνες των μαγαζιών ήταν καλεσμένοι μας κι εμείς, σαν καλοί
οικοδεσπότες, έπρεπε να τους υποδεχτούμε με ό,τι καλύτερο είχαμε πέρα από τη
δεδομένη καλή μας διάθεση. Και σήμερα υπάρχουν τέτοια παιδιά, νέοι τραγουδιστές
που θα σεβαστούν τον κόσμο που κάθεται στα τραπέζια, που έχουν κάτι από την
καλή στόφα των παλιών τραγουδιστών. Τότε μάλιστα υπήρχαν τριών ειδών
λογοκρισίες: Η πρώτη ήταν ο κόσμος, η δεύτερη ήταν η εταιρία και η τρίτη ήταν η
Ε.Ρ.Τ. Άμα περνούσες με επιτυχία από αυτές τις τρεις “εξετάσεις”, είχες
πετύχει. Δεν ήταν εύκολο πράγμα, όπως καταλαβαίνεις, να γίνεις τότε
τραγουδιστής. Σου βγαινε η Παναγία! Καλά είναι όλα αυτά που θυμόμαστε. Και οι
επιτυχίες, και τα λεφτά, και οι καλές και σημαντικές συνεργασίες, αλλά πιο
ωραίο πράγμα στη ζωή απ την οικογένεια δεν υπάρχει. Πάντα το έλεγα αυτό. Και
όταν ήμουνα νέος το έλεγα, απλά τώρα, όσο μεγαλώνω, βλέπω πως αυτό είναι που
έχει τη μεγαλύτερη σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου. Δεν τον καλόμαθα το Χρήστο
μου, το γιο μου. Το αντίθετο. Ήμουν αυστηρός μαζί του, δεν ήθελα να είναι ούτε
ο κανακάρης, ούτε το παιδί που του κάνουν όλα τα χατίρια. Και ειδικά τώρα που
θέλει να ακολουθήσει αυτό το δρόμο του τραγουδιού, προσπαθώ όσο γίνεται να του
λέω κάποια πράγματα που ξέρω πως δεν χάνονται στα χρόνια- όσο κι αν άλλαξαν οι
εποχές. Ήθελα απ την αρχή της ζωής του να είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε, ανά
πάσα στιγμή, να σταθεί στα πόδια του, να είναι προσεκτικός και να έχει
καλοσύνη. Αυτονόητα πράγματα θα μου πεις, ποιος γονιός δεν συμβουλεύει τα
παιδιά του; Ελπίζω με τη μάνα του να τα καταφέραμε. Συνήθως λέω στα παιδιά να
κάθονται φρόνιμα, άμα δεν ξέρουν τις συνέπειες για κάτι να κάθονται στ αυγά
τους. Κι εμένα η ίδια η ζωή μου τα μαθε αυτά, δεν ξύπνησα ένα πρωί και τα
σκέφτηκα. Όταν είσαι καλός άνθρωπος δεν σε πειράζει κανένας. Ήθελα κυρίως, όχι
μόνο ο Χρήστος που είναι ο μεγαλύτερος γιος και όπως καταλαβαίνεις σημαίνει πολλά
για μένα, αλλά και η κόρη μου η Μαρία και ο μικρότερος γιος μας, ο Βαγγέλης, να
έχουν ευγένεια. Σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος να έχει ευγένεια . Αυτό ξεχωρίζει
σήμερα τους ανθρώπους. Εκεί φαίνεται η αγωγή και η καλή ανατροφή. Η ευγένεια
είναι πολιτισμός άλλωστε, δεν το ξέρεις; Από κει ξεχωρίζει η καλή πάστα του
ανθρώπου….».
Δημοσίευση στο "Down Town" τον Φεβρουάριο του 2006. Στη μνήμη του...