31.8.14

ΤΖΟΥΣ ΕΥΕΙΔΗ: "ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ, ΒΡΗΚΑ ΤΗ ΧΑΡΑ!"



Η πιο φωτεινή πλευρά της Τζόυς, έχει κέντρο της και αιτία ένα βαρύ, πνιγηρό σκοτάδι, που προϋπάρχει πάντα της χαράς. Δεν πήγε σε κάποιο ψυχολόγο για να το «διαχειριστεί», δεν διάβασε ποτέ βιβλία αυτοβοήθειας ή αυτογνωσίας για να το αναγνωρίσει, ούτε άναψε κεριά στην εκκλησία που βρίσκεται κοντά στο σπίτι της, στη Νέα Σμύρνη, την Αγία Παρασκευή, ώστε να καταφέρει να «σωθεί». Συνήθως, το παγόβουνο της λύπης της, όσο έχει από πάνω, διπλάσιο όγκο κρύβει κι’ από κάτω του-και η Τζόυς μπορούσε να πάει πολύ βαθιά μέσα σ’ αυτό. Αυτό δεν το ήξερε παλιά. Το έμαθε. The hard way. «Η δουλειά έχει λειτουργήσει σαν ψυχοθεραπεία για μένα, με έχει σώσει από πολύ δύσκολες καταστάσεις, αυτή με έβγαζε πάντα από το προσωπικό μου λούκι. Όταν φέρεις ένα οποιοδήποτε είδους πένθος μέσα σου για κάτι που τελείωσε-είτε είναι ανθρώπινη ζωή, είτε σχέση, είτε προσωπικά και οικονομικά προβλήματα-, πάντα έρχεται ένα σκοτάδι που σε σκεπάζει. Πιστεύω, όμως, ότι οφείλεις να δώσεις χώρο και χρόνο σε κάθε είδους πένθος, ώστε να μην το πιέσεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει, να το αφήσεις να εκδηλωθεί. Κάποια στιγμή, αναγκαστικά, θα πας προς τα πάνω-όταν δεν θα υπάρχει άλλο πιο κάτω. Και εγώ πια δεν έχω άλλη εναλλακτική».
Από τη μέρα που έχασε τους γονείς της, η Τζόυς απώλεσε και κάθε σημείο αναφοράς της, κάθε ίχνος DNA που αναγνώριζε και ως δικό της. Ένιωσε ότι απλά φύτρωσε. Και παραδέχεται στο «thema people», πως τα μεγαλύτερα διαστήματα δυσκολίας τα έζησε όταν χρειάστηκε να γίνει πια η ίδια ο ενήλικας της ζωής της, να μεγαλώσει απότομα το παιδί που χάιδευαν εκείνοι, όσο ζούσαν. «Είμαι πια ένα πεντάρφανο πλάσμα, που δεν θα με φροντίσει κανένας αν δεν φροντίσω πρώτα εγώ η ίδια τον εαυτό μου», μου εξηγεί αφοπλιστικά. «Είτε χάσεις τους γονείς σου στην ηλικία των 10, είτε στην ηλικία των 40, ο πόνος είναι ίδιος-μόνο η διαχείρισή του διαφέρει. Αυτή, όμως, είναι ταυτόχρονα και η καλύτερη κινητήριος δύναμη! Και, ξέρεις, αν και ήμουν μοναχοπαίδι, υπήρξα ένα παιδί που μεγάλωσε πολύ αυστηρά και με κριτική από τους γύρω του. Δεν με έπαιρνε ποτέ να κάνω, για παράδειγμα, τη χαριτωμένη στη μαμά μου, μου αρκούσε μία άγρια ματιά της για να μαζευτώ επί τόπου. Γι’ αυτό και δεν είχα περιθώριο να την ψωνίσω ποτέ και για τίποτα. Πόσο μάλλον για τις όποιες “τηλεοπτικές μου επιτυχίες”. Η μάνα μου ήταν-καλοπροαίρετα-πολύ αυστηρή μαζί μου, ακόμη και όταν δούλευα ως ιδιαίτερα σε πολυεθνική», καταλήγει.
Μιλάμε λίγο πριν από τις τελικές πρόβες για το «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε» που, από τη δεκαετία του ’60, όταν το έργο πρωτοπαίχτηκε στο Παρίσι, κατάφερε να κάνει διάσημο μέσα σε ένα βράδυ τον συγγραφέα του, Ρομπέρ Τομά, διασκευασμένο στην Ελλάδα από τους Ρέππα-Παπαθανασίου. Μία παράσταση που πέρσι «έσπασε ταμεία» στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη», η οποία, σε λίγες μέρες, θα ξεκινήσει την περιοδεία της σε όλη την Ελλάδα. Κι’ είναι βέβαιη η Τζόυς πως αυτό θα δώσει τη χαρά που ο κόσμος χρειάζεται, σε μία εποχή με μεγάλες δυσκολίες. «Κανείς δεν έχει πει ότι η ζωή είναι εύκολη. Η ζωή είναι μία περιπέτεια και αυτό πάντα το ήξερα», μου λέει. Συγκινείται. Ανάβει τσιγάρο κι’ είναι σαν να φέρνει μπροστά της όλες εκείνες τις μνήμες που την καθόρισαν όσο τίποτε άλλο στη ζωή της. Που τη χώρισαν στην Τζόυς σε «πριν» και «μετά». «Οι φίλοι μου ήταν πολύ κοντά μου στο δύσκολο αυτό διάστημα της ζωής μου, δεν έχω παράπονο, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μοιράζεται τόσο εύκολα. Γιατί φέρεις πολλή μαυρίλα μέσα σου και είναι άγριο πράγμα να βλέπεις τον γονιό σου, στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, να είναι σαν μωρό και να κρεμιέται από την δική σου τη φροντίδα. Η εμπειρία δε του να είσαι σε ένα νοσοκομείο και να παρατηρείς τι γίνεται γύρω σου είναι τόσο καταλυτική που, όσο σου γδέρνει τα σωθικά, άλλο τόσο σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο: σου επιβάλλει να εκτιμάς αυτά που έχεις, ακόμη και τα ασήμαντα. Να, σαν την μικρή απόλαυση της κουβέντας που κάνουμε τώρα. Και ξέρεις, ως νεαρή δεν το ‘ξερα αυτό, γιατί όταν είσαι σε μικρότερη ηλικία έχεις πολύ μεγάλη έπαρση. Νομίζεις ότι όλη σου η ζωή θα είναι ένα ξέφρενο πάρτυ στο Ρίο Ντε Τζανέιρο και πως, αν έχεις προβλήματα, θα καταφέρεις να τα χειριστείς καταλλήλως και με “λεπτούς χειρισμούς”. Μπούρδες. Γιατί στη ζωή υπάρχει και η συναισθηματική νοημοσύνη. Και αυτή είναι που σου κάνει τελικά τη “ζημιά”. Αλλά, άμα θες να πάρεις δύναμη και είσαι έτοιμος γι’ αυτό, ακόμη και μία ουρά σκύλου που κουνιέται χαριτωμένα θα στη δώσει». Κι’ αυτό δεν μου το λέει τυχαία. Την περίοδο που η Τζόυς έχασε τους γονείς της, που χώρισε από τον τότε σύντροφό της, που έχασε το σκυλί της, τον Ξι, τον οποία είχε 14 χρόνια και τον φρόντιζε σαν κανονικό “παιδί” της, πήρε ένα αδέσποτο σκυλάκι, τη Τζίνα. «Γιατί σκέφτηκα “να, θα βρεθούμε τώρα δύο κορίτσια μαζί, πολύ ταλαιπωρημένα, που θα δίνει κουράγιο η μία στην άλλη”», μου εξηγεί. «Το σκυλί, λοιπόν, με βοήθησε σιγά σιγά να έχω στιγμές νηφαλιότητας. Γιατί, όταν τρέχουν τα γεγονότα και χτυπάς πεντάωρα και εξάωρα στα νοσοκομεία αλλάζοντας αρρώστους, βλέποντας ανθρώπους να υποφέρουν ή να πεθαίνουν, δεν γίνεται να είσαι νηφάλιος. Όμως, μόνο εκείνη την ώρα, μέσα στο νοσοκομείο, συνειδητοποιείς ότι είσαι το απόλυτο τίποτα, πως το ωραίο σου ταξίδι στη ζωή είναι πολύ εύκολο να τελειώσει. Και τελικά ηρεμείς! Ησυχάζεις. Τότε μάλιστα είχα πάθει και μία εμμονή να παίρνω όλους μου τους φίλους τηλέφωνο για να λύσω όλα μου τα θέματα, διότι δεν ήθελα να μείνει κάτι σε εκκρεμότητα, σε περίπτωση που πεθάνω. Δεν ήθελα να “φύγω” με διαφορές, επιθυμούσα μάλλον να σιγουρέψω ότι είμαστε φίλοι και πως όλα είναι καλά».
Τη ρωτάω αν ο χωρισμός της συνέβη ως αποτέλεσμα όλων αυτών που ζούσε ήδη στο νοσοκομείο, αν ο άλλος δεν άντεξε την ταλαιπωρία, αν στη δοκιμασία η προσωπική της σχέση δεν πέρασε τις «εξετάσεις» της. Τα διαχωρίζει. «Αυτό ήταν απόφαση του άλλου ανθρώπου. Δεν έχει καμία σχέση με ό,τι εγώ βίωνα. Υπάρχει, όμως, κάτι σημαντικότερο: το θάνατο εγώ τον είδα μπροστά μου να συμβαίνει, τον έφαγα με το κουτάλι, κι από τότε αποφάσισα να είμαι πολύ πιο επιεικής με τους ανθρώπους και πολύ πιο κοντά στους φίλους μου. Είπα πως, όποια στιγμή κι’ αν πεθάνω, εγώ δεν θα έχω αφήσει τίποτε άλυτο στις σχέσεις μου. Όπως συνέβη και με τους γονείς μου. Επομένως, τα ερωτικά θέματα μοιάζουν και λίγο δευτερεύοντα, αν αναλογιστούμε λίγο το δώρο της ζωής που μας δίνεται καθημερινά». 
Μου μιλάει για τον Θανάση Παπαθανασίου και τον Μιχάλη Ρέππα, για την Κάτια Δανδουλάκη, για το ρόλο της που έχει διπλή υπόσταση στο «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε», το οποίο ξεκινάει την περιοδεία του στις 9 Ιουλίου από τους Δελφούς και συνεχίζει στη Λειβαδιά, στη Χαλκίδα, στη Λαμία, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. «Παλιά μπορεί και να γκρίνιαζα για τη δουλειά μου, να αγχωνόμουν άρρωστα, να μην την απολάμβανα. Τώρα, η δουλειά μου μου δίνει μόνο χαρά! Πόσο μάλλον αυτή η υπέροχη παράσταση! Μα, ξέρεις πόσο ωραίο είναι να δουλεύεις με συναδέλφους όπως είναι η Κάτια Δανδουλάκη, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Θάνος Καληώρας, η Ελένη Κρίτα, ο Πρόδρομος Τοσουνίδης; Κάθε μέρα νιώθω πάρα πολύ τυχερή και πάρα πολύ ευτυχισμένη!».
Καθώς ανακατεύει με το κουταλάκι τον φρέντο εσπρέσσο καπουτσίνο που πίνει με μαύρη ζάχαρη, αναλογίζεται στιγμές από τη ζωή της και χαμογελάει. Υποθέτω πως δεν θα αντιδρούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Συμφωνεί. «Πολλές φορές έχω περάσει κατάθλιψη. Ωστόσο, δεν έφτασα ποτέ στο σημείο του να πάω σε γιατρό, γιατί γνωρίζω τις ρίζες της κατάθλιψής μου και δεν είναι κάτι που θα με κολλήσει. Η κατάθλιψή μου μού έφερνε μετά χαρά! Όταν πέσω θα πέσω συνειδητοποιημένα, γνωρίζοντας όμως ότι στην άκρη του τούνελ υπάρχει πάντα φως. Και, ξέρεις, είναι και λίγο ξεσόβαρο το να χοροπηδάμε συνέχεια». Σαν να μην μου μιλάει η «Νανά» από τους «Μεν και Δεν» (που μάλλον θα ξαναδούμε σε επανάληψη, το φετινό Καλοκαίρι), ή η πρωταγωνίστρια των σειρών του Χάρη Ρώμα. Σαν να μην έχει σχέση ο τηλεοπτικός ρόλος με τον άνθρωπο. Γελάει πηγαία. «Την αυτοπεποίθησή μου εγώ την χάνω για πλάκα! Και νομίζω πως αυτό συμβαίνει σε όλους τους ηθοποιούς: όλοι είναι έρμαια της κριτικής του άλλου. Εντάξει, καμιά φορά παρακολουθώ τα σήριαλ στα οποία έχω παίξει, όταν μεταδίδονται σε επανάληψη. Δεν κάνω και εμετό που με βλέπω, αλλά δεν χαίρομαι κιόλας».
Την πλησιάζει ο Μιχάλης Ρέππας, πρέπει να πάει στην πρόβα της, ήδη στη σκηνή η Κάτια Δανδουλάκη τελειώνει τον θεατρικό της διάλογο με τον Πρόδρομο Τοσουνίδη και την περιμένουν. «Είμαι έτοιμη πια για τα πάντα!», μου λέει. «Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα χρόνια που κουβαλάει ο καθένας μας. Φέτος, ας πούμε, η τούρτα μου είχε επάνω της 27 κεράκια, άρα αυτή είναι τώρα η πραγματική μου ηλικία…Ξέρεις, έχω πια πάρα πολλή όρεξη να ζήσω! Μεγάλη όρεξη!», μου εξηγεί φεύγοντας και αντιλαμβάνομαι πως το εννοεί. Γιατί η Τζόυς μπορεί να έφτασε στον πάτο του παγόβουνού της, αλλά τώρα είναι η εποχή που βρίσκεται πάλι στην κορυφή του, «ρουφώντας» λιακάδα. Ξανά. 
Δημοσίευση στο "Πρώτο Θέμα", τον Ιούλιο του 2014. Η φωτογραφία είναι του Charlie Makkos.
http://www.protothema.gr/Stories/article/394213/tzous-eueidimeta-tin-katathlipsivrika-ti-hara-/