31.8.14

ΦΥΛΙΩ ΠΥΡΓΑΚΗ - ΓΩΓΩ ΤΣΑΜΠΑ: ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΝΤΙΒΕΣ ΤΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟΥ




Σε μία από τις σπάνιές τους συναντήσεις σε πανηγύρι, οι δύο μεγάλες stars του δημοτικού μας τραγουδιού, Φιλιώ Πυργάκη και Γωγώ Τσαμπά, μας υποδέχονται στο πανηγύρι του χωριού Ύπατο της Θήβας, για να μας δείξουν πως διασκεδάζει τον Αύγουστο μία άλλη Ελλάδα που συνεχίζει να κουβαλάει στο DNA της λαϊκό μεγαλείο και διονυσιασμό, αναλλοίωτο ακόμη μες στα χρόνια.
Στο «σαν περπατάς παραπατάς, κουνιέσαι και λυγιέσαι, τη μέση σου κουνάς, περνάς μα δεν μιλιέσαι» δίνεται το σήμα ενός ιδιότυπου «ξεσηκωμού» πιστών στο κλαρίνο και στο τουμπερλέκι ανθρώπων, σαν να είναι η δική τους μεγάλη στιγμή, λες και μόλις εκείνο το λεπτό συνέβη ό,τι, για τις επόμενες 6 ώρες πρόκειται να χωρίσει τη χαρά από την «πικρή και μαύρη» καθημερινότητά τους, τη «δύσκολη» και «μίζερη». «Πανάθεμα τα προβλήματα!», φωνάζουν και σηκώνονται, σαν ηλεκτρισμένοι, από τις γκρίζες πλαστικές καρέκλες τους, με τραγούδια που τους είναι τόσο οικεία όσο και ξένα μαζί, αλλά και πάλι δικά τους, με μια μυστική, κυτταρική γνώση. «Μεγάλη η Χάρη του! Σήμερα είναι το μεγάλο μας πανηγύρι», μου λέει μία από τους 350 περίπου κατοίκους της κοινότητας του Υπάτου, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θήβα, δείχνοντας μου το καμπαναριό της νέας εκκλησίας, ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μας. Παραδίπλα, ο στύλος της ΔΕΗ, σηκώνει ένα άλλο, ιδιότυπο λαϊκό «προσκυνητάρι»: τις αφίσες με τις αυστηρές μορφές της μεγάλης ντίβας των δημοτικών τραγουδιών, Φιλιώς Πυργάκη και της νεότερης, Γωγώς Τσαμπά. 


Ο Κώστας της ταβέρνας του «Πατίκα»-φάτσα στον φρεσκοβαμμένο Ναό-ανάβει λίγα ακόμα φώτα έξω στο δρόμο «για να φωτίζεται για τους ξένους», οι λουκουμάδες του Σάκη «με μέλι, σοκολάτα και καρύδια, σπέσιαλ» λερώνουν στο πρόσωπο μικρά παιδιά που τρώνε μέσα σε χάρτινα στρογγυλά πιατάκια, το αρνί σερβίρεται στη λαδόκολλα με το σήμα κατατεθέν της ταβέρνας «“Πατίκας” της κοινότητας Υπάτου», τα κρασιά-σπονδή ανοίγουν και χύνονται στα πόδια της Πυργάκη, της Τσαμπά, του Μπέκα, που κάθονται σε σειρά στο «πατάρι» ή «παλκοσένικο»-το αντίστοιχο του αθηναϊκού stage-, επάνω σε ξύλινες καρέκλες με κεντημένα σταυροβελονιά μαξιλαράκια, η ασφαλτένια «πίστα» γεμίζει από ανοιγμένα χέρια, ανοιχτά πουκάμισα, ιδρωμένα μέτωπα. Κι’ ύστερα, πλαστικά πιατάκια με γαρύφαλλα να αφήνονται με ευλάβεια στα πόδια των τραγουδιστών. Λες και ο Μεταμορφωμένος Σωτήρας βγήκε από την φωταγωγημένη του εκκλησία εκείνο το δροσερό βράδυ του Αυγούστου, για να χορέψει κι’ εκείνος «μα δεν σου κάνω τον άγιο, αχ, αμάρτησα!».
 Κλαρινόβια μέχρι το κόκαλο
«Είναι μεγάλη μου η τιμή που τραγουδάω απόψε, σε αυτό το πανηγύρι, μαζί με τη Φιλιώ Πυργάκη. Η γυναίκα αυτή είναι ο μύθος του δημοτικού μας τραγουδιού! Και συνεχίζει να τραγουδάει ακόμη…», ξεκινά να μου λέει η Γωγώ Τσαμπά, διαχωρίζοντας απ’ την αρχή ρόλους, τίτλους και «αξιώματα», «για να μην υπάρξει παρεξήγησις». Λίγο μετά, στο «να ‘ χα τη χάρη σου αητέ, ν’ αγνάντευα τη Λειβαδιά, τη Θήβα και τα Βάγια», κάποιος ηλικιωμένος θα την πλησιάσει, εκείνη θα σκύψει, κάτι θα της ψιθυρίσει στ’ αφτί, και θα της φιλήσει τα χέρια. «Συμβαίνουν πολλά στα πανηγύρια», θα μου εξηγήσει λίγο αργότερα η 33χρονη τραγουδίστρια, αλλά δεν θέλει να επεκταθεί, με περιγραφές από «εκδηλώσεις θαυμασμού». Από σεμνότητα μάλλον. «Ευτυχώς, όταν εγώ ξεκίνησα στο δημοτικό τραγούδι, είχα δίπλα μου τον πατέρα μου, τον Θοδωρή Τσαμπά, ή Μποδοσάκη, όπως τον γνώριζε ο κόσμος, ο οποίος ήταν τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών και απέναντι τη μανούλα μου, που μου έδινε κουράγιο. Εγώ μεγάλωσα μέσα στα κλαρίνα και, μέχρι τα 16 μου, δεν άκουγα άλλη μουσική! Τον Σάκη Ρουβά, τη Νατάσα Θεοδωρίδου, το Νίκο Βέρτη και αυτού του είδους τους τραγουδιστές, τους ανακάλυψα μετά την εφηβεία μου. Έγινα 20 χρόνων για να μάθω ποιος είναι ο Σάκης, αλλά ήξερα την Τασία Βέρρα!», μου εξηγεί, παρατηρώντας την έκπληξή μου. «Το κλαρίνο είναι θρησκεία. Είμαι χριστιανή ορθόδοξη και κλαρινόβια μέχρι το κόκαλο», συνεχίζει. «Το Καλοκαίρι έχει 92 ημέρες, είναι ζήτημα αν κάθομαι τις δέκα και λέω πάντα “δόξα τω Θεώ” για την αγάπη του κόσμου. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, είναι κουραστικό-γιατί θέλω να οδηγώ και μόνη μου-, αλλά είναι ωραίο. Μακάρι να τραγουδώ για πολλά χρόνια ακόμη, να ευχαριστιέται ο κόσμος και να με αγαπάει, όπως αγαπά τη Φιλιώ Πυργάκη», μου λέει, παραπέμποντάς με όλο σεβασμό στην «ιέρεια» του δημοτικού τραγουδιού, την ακριβοθώρητη στην έκθεση, στα media, σε τηλεοπτικές εκπομπές. «Από επιλογή» όπως θα μου εξηγήσει η ίδια αργότερα.    

Το δημοτικό τραγούδι είναι η αρχή και το τέλος της ζωής των Ελλήνων
«Είμαι 70 χρονών, τραγουδάω από τα 14 μου, κάνε μόνος σου τον υπολογισμό. Είμαι αυτοδίδακτη, δεν εσπούδασα το τραγούδι», ξεκινά να μου αφηγείται η Φιλιώ Πυργάκη, καθισμένη στην άκρη της ταβέρνας, πλάι στο στενό, κεντρικό δρόμο του χωριού, για να μπορώ να την ακούω καλύτερα. «Μικρό παιδί φύλαγα πρόβατα στην Ορεινή Κορινθία, στον Ασπρόκαμπο. Το πρωί ήμουνα στα πρόβατα και το βράδυ με έπαιρνε ο πατέρας μου και πηγαίναμε στα πανηγύρια. Έβλεπα πως γίνονταν, μου άρεσαν και του είχα πει “εγώ θα φύγω κάποια στιγμή και θα ασχοληθώ μ’ αυτό”. Αυτό έκανα. Βέβαια, στην αρχή, δεν ήμουνα πολύ έτοιμη, δεν ήξερα πολλά τραγούδια, τραγούδαγα μαζί με άλλους, εκείνοι έπαιρναν λεφτά και εγώ ψίχουλα. Δεν με πείραζε, όμως, αυτό. Το τραγούδι ήταν που μ’ ένοιαζε. Ήθελα να φτάσω εκεί που έφτασα. Και το προσπάθησα πολύ με πολλή δουλειά. Σιγά σιγά εξελίχθηκα».
55 χρόνια μετράει στο δημοτικό τραγούδι. Της ζητώ να μου κάνει συγκρίσεις του τότε με το τώρα. Να θυμηθεί, να νοσταλγήσει, να επαναφέρει εικόνες. «Τα παλιά τα χρόνια, ο κόσμος ήταν αλλιώτικος. Βγαίνανε στο πανηγύρι και χόρευαν με τη σειρά, χωριστά, κατά παρέες. Τώρα αυτό άλλαξε, χορεύουν πλέον όλοι μαζί. Τότε, τα μεγαλύτερα πανηγύρια γίνονταν στη Φθιώτιδα, μετά στην Τρίπολη. Οι καμπίσιοι το αγαπούνε πολύ το πανηγύρι. Θυμάμαι ότι ξεκινούσαμε να τραγουδάμε από τις 8 το βράδυ και πηγαίναμε μέχρι τις 8 το άλλο το πρωί. Για πολλά χρόνια συνέβαινε αυτό, μέχρι πρόσφατα. Ο κόσμος, αγόρι μου, έχει λαχτάρα για το δημοτικό, το ‘χει στο αίμα του από γεννησιμιού του! Το δημοτικό τραγούδι ήταν και είναι η παράδοση των Ελλήνων, είναι η αρχή και το τέλος της ζωής μας. Εγώ το ζω κάθε μέρα αυτό που σου λέω, λεβέντη μου».
Την ξαναπάω στο παρελθόν. Στην αρχή της. Θυμάται. «Όταν ξεκίναγα την πορεία μου, οι μεγάλοι της εποχής μού γυρνάγανε την πλάτη, αλλά είχα τον Κοντογιώργο, έναν κλαρινιτζή που με πίστευε, με προώθησε στα πανηγύρια και μου έλεγε “μην στενοχωριέσαι, Φιλιώ. Θα ‘ρθει μια μέρα ωραία, που όλοι θα πέσουν στα πόδια σου”. Με τη δύναμη του Θεού και της αγάπης του κόσμου, έφτασα σε ένα καλό σημείο πιστεύω. Γιατί εμένα, ξέρεις, η δύναμη μου είναι ο κόσμος, ο οποίος πάντα με αγαπούσε και εγώ του επέστρεφα αυτή την αγάπη, δεν έχουμε παράπονα ο ένας από τον άλλον, το αλισβερίσι μας ήταν το σωστό. Η νεολαία τώρα με λατρεύει! Και εγώ τους αγαπώ».
Της αραδιάζω τους χαρακτηρισμούς που έχουν ειπωθεί, κατά καιρούς, για ‘κείνη, για «τη μεγάλη σταρ του δημοτικού τραγουδιού», την «σημαντικότερη», τη «βασίλισσα όλων». Ενοχλείται. «Δεν θα πω ποτέ για τον εαυτό μου, αν εγώ είμαι “η κορυφαία” ή όλα αυτά που μου λες, γιατί όλοι οι τραγουδισταί είμαστε υπηρέτες του δημοτικού μας τραγουδιού. Αυτό είναι πάνω απ’ όλα», μου εξηγεί.

Η φωνή μου είναι εγκεφαλική
Κάπου στο βάθος, η Γωγώ Τσαμπά ξεκινά να τραγουδά «το παραδέχομαι ότι αμάρτησα και τον λόγο μου δεν τον εκράτησα. Πήγα το σπίτι μου να καταστρέψω, μα στην αγάπη μου θα επιστρέψω». «Από τα δικά μου αγαπημένα τραγούδια είναι το “εμένα μου το ‘παν δυο πουλιά, δυο μαύρα χελιδόνια” και το “ν’ αναστενάξω μάνα δεν μ ακούς, να κλάψω δεν με βλέπεις”. Αυτό το τελευταίο είναι ειδικά για τη μανούλα μου», μου λέει η Φιλιώ Πυργάκη.
Ο Γιάννης Γκορίτσας, λίγα μέτρα μπροστά μας, κάνει φιγούρες, στροβιλίζει στον αέρα με δεξιοτεχνία το κλαρίνο του, τα μάτια του κοιτάνε τα δάχτυλά του, το βλέμμα του στο χώμα. Έχει ιδρώσει, συνεχίζει, στην αυτοσχέδια πίστα οι πιστοί «προσκυνούν» στο «εσύ είσαι ένας καημός που δεν γιατρεύεται με τίποτα, αγαπώ μια μικρούλα απ’ το Παγκράτι, δεν μπορώ και την έβαλα στο μάτι». «Το κλαρίνο για μένα είναι η ζωή μου!», συνεχίζει η Φιλιώ Πυργάκη. «Αυτό που κάνω δεν το κάνω προσθετό, το κάνω επειδή το αγαπώ. Και δεν τραγούδησα ποτέ άλλο είδος τραγουδιού, δεν μ’ άφησαν, εμένα με είχαν ταγμένη για το δημοτικό. Η εταιρεία μου τότε, η Columbia, με είχε μόνο γι’ αυτό το είδος τραγουδιού. Στην αρχή, βέβαια, ξεκίνησα για να πω και αυτά τα άλλα είδη τραγουδιού, αλλά δεν με πήγαινε ο λαιμός μου, γιατί ο λαιμός μου ήτανε φτιαγμένος για τα δημοτικά. Πιστεύω ότι η φωνή μου είναι εγκεφαλική, ό,τι βγάζει το κεφάλι πάει μετά και στη φωνή. Έτσι πάει η σειρά».
Της ζητώ να μου μιλήσει για τη ζωή της σήμερα, για άλλους τραγουδιστές, για το μέλλον της και τη φιλοσοφία της στο δημοτικό τραγούδι. «Στο σπίτι μου ακούω και λαϊκό ρεπερτόριο. Η μεγάλη μου αγάπη είναι ο Γιάννης ο Πλούταρχος-μου αρέσει πολύ αυτό το παλικάρι! Ο Γιάννης είχε ξεκινήσει με μένα, δούλευε στα χωράφια, στον Ορχομενό που ήτανε, και το βράδυ ερχόταν και τραγούδαγε μαζί με μένα. Γιατί, να ξέρεις, τα πανηγύρια είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο για τον τραγουδιστή. Τα δημοτικά τραγούδια είναι το πιο δύσκολο είδος για τους τραγουδιστές, διότι πρέπει να το ζεις για να το πεις το τραγούδι. Δεν μπορείς να ανοίγεις το στόμα σου και να λες απλά τα λόγια, άμα προηγουμένως δεν έχουν περάσει διαμέσου της καρδιάς σου. Εγώ αυτό που λέω στη Γωγώ και στην κάθε μία καινούργια τραγουδίστρια που έρχεται να με συμβουλευτεί είναι “άμα δεν βασταχτείς γερά και εξοκείλεις, τελείωσες. Πρέπει να στεκόμαστε στο ύψος μας”». «Και, για πόσο ακόμα, κυρία Πυργάκη, θα τραγουδάτε στα πανηγύρια;», τη ρωτώ. Παίρνει βαθιά ανάσα. «Αντέχω ακόμα... Γιατί, αυτό που μου ‘δωκε ο κόσμος, είναι δύσκολο να το αποκτήσουνε άλλοι τραγουδιστές. Άμα βλέπω ότι ο κόσμος συνεχίζει να με θέλει συνεχίζω, αν δω ότι στραβώνουν τα μούτρα, θα σταματήσω. Προτού ανέβω στο “πατάρι” λέω “ωχ, πως θα ανέβω τώρα; Τι θα κάνω; Πως θα τα καταφέρω;”. Μόλις, όμως, ανέβω εκεί απάνω, ο Θεός μου δίνει δύναμη! Πιστεύω πολύ στο Θεό! Γιατί, αν έχω τη ζωή μου σήμερα, στο Θεό το χρωστάω. Πέρασα μεγάλο κανάλι, αλλά ο Θεός με έσωσε...». Συγκινείται, αλλά δεν θέλει να πούμε πολλά «για κάτι προσωπικό». «Είμαι πολύ ευαίσθητη, κι ας μην φαίνεται εκ πρώτης. Έφαγα σκαμπίλια πολλά, αλλά τα ‘χω ξεπεράσει», μου εξηγεί τη στιγμή που της δίνουν το μικρόφωνό της, έτοιμη για να πει τη δική της «καλησπέρα» στον κόσμο, τον κόσμο της, την γεμάτη από έκο. «Δεν μετανιώνω για τίποτα στη ζωή μου. Τα απόκτησα όλα. Έχω μια κόρη, δύο εγγόνια, το τραγούδι μου, τι άλλο να ζητήσει ο άνθρωπος για να λέει ότι είναι ευτυχισμένος; Τα άλλα είναι περιττά», καταλήγει. 
Της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ανήμερα. Μεγάλη η Χάρη Του. 
Δημοσίευση στο "Πρώτο Θέμα", τον Αύγουστο του 2014. Οι φωτογραφίες, από την 6η κι' έπειτα, ανήκουν στον Βασίλη Γερμάνη.
http://www.protothema.gr/Stories/article/403863/fulio-purgaki-gogo-tsaba-sta-paniguria-me-tis-dives-tou-klarinou/