8.2.15

ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΕΛΕΣΙΩΤΟΥ: ΣΤΑΡ ΕΤΩΝ 56

Ενδιάμεσα του σχολείου όπου δίδασκε, των χωραφιών που καλλιεργούσε και της οικογενειακής της ζωής, η Φωτεινή Βελεσιώτου δημιουργούσε ήδη το μύθο γύρω από τη φωνή και την εικόνα της, ο οποίος έγινε εντονότερος από τότε που οι «Μέλισσες» έγιναν «η μεγάλη ανέλπιστη επιτυχία του εντέχνου».
Αν η Φωτεινή ζούσε ακόμη στο Πλαγιάρι, ένα χωριό λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, από τις αρχές του χειμώνα, με το που θα είχαν πέσει τα φύλλα του αμπελιού της, θα καταλάβαινε πως είχε φτάσει πια η εποχή που θα γινόταν ο κάθαρος και το ξελάκκωμα, θα αφαιρούνταν οι βέργες και τα κλαδιά που ήταν άχρηστα και περιττά στο κλήμα, ώστε μέχρι το Μάρτιο τα «μάτια» να έδιναν τα νέα τους βλαστάρια. Ό,τι ξερό και σάπιο υπήρχε, θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί. Ακόμη κι’ αν δεν μου περιέγραφε τη διαδικασία εκείνο το απόγευμα Κυριακής στο σαλόνι του σπιτιού που νοικιάζει στη Νέα Φιλαδέλφεια, θα «μαρτυρούσαν» την παλιά καθημερινότητά της τα χέρια της – τα ροζιασμένα, σκληρά και κάπως πληγωμένα. «Για μένα η καλλιέργεια του αμπελιού είναι ένα πολύ σημαντικό μάθημα», ξεκινά να μου λέει. «Γιατί έχει κάτι από την ίδια τη ζωή! Το βλέπεις ξερό το χειμώνα και μέχρι την Άνοιξη δεν ξέρεις πώς να πρωτομαζέψεις τα πρώτα βλαστάρια! Μα, είναι κι’ άλλα. Ξέρεις τι σημαίνει να φυτεύεις την ντοματιά, από τόσο δα μικρό σποράκι και να μεγαλώνει, να βγάζει καρπούς; Καταλαβαίνεις τι χαρά είναι αυτή;».
Πίνει καφέ ελληνικό μέτριο και καπνίζει πολύ. Κάπου κάπου ξεροβήχει από ένα ελαφρύ κρύωμα που την έπιασε, αφού δεν έμαθε ακόμη να ξυπνάει αργά τα πρωινά ξεκουράζοντας έτσι το λαιμό της από το προηγούμενο ξενύχτι στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο», εκεί όπου τραγουδάει μαζί με τον Μανώλη Μητσιά, τον Μπάμπη Στόκα και την Παυλίνα Βουλγαράκη. Και ακούει κάπως αποστασιοποιημένα όσα της λέω για το ενάμιση σχεδόν εκατομμύριο «χτυπήματα» που έχουν κάνει στο youtube οι «Μέλισσές» της, τα χιλιάδες air plays, την «άγνωστη» αυτή φωνή που ανακαλύψαμε όλοι ξαφνικά, τους «τίτλους τιμής» που της χαρίστηκαν απλόχερα και χωρίς ποτέ εκείνη να τους έχει επιδιώξει: «γνήσια ρεμπέτισσα», «νέα Σωτηρία Μπέλλου», «η φωνή με μνήμες από το παρελθόν». «Ποτέ δεν μετάνιωσα που δεν με έμαθε πιο νωρίς ο κόσμος. Όλα έγιναν στην ώρα τους. Κι’ είναι όμορφο τα ωραία πράγματα να σου συμβαίνουν σε ώριμη ηλικία. Αρκεί να μπορείς να το διαχειριστείς σωστά. Αλλιώς μπορεί να σε οδηγήσουν σε λάθος δρόμους. Αυτό, ευτυχώς, το απέφυγα».
Ακόμη και την τωρινή μεγάλη της επιτυχία προσπαθεί κάπως να τη δικαιολογήσει. Σα να αισθάνεται αμήχανα με ό,τι της συμβαίνει. «Η φωνή μου είναι κοντράλτο. Και πολλοί την ταυτίζουν με εκείνη της Σωτηρίας Μπέλλου. Δεν είναι έτσι! Η Μπέλλου ήταν μία και μοναδική. Και δεν επαναλαμβάνεται. Εγώ τραγουδάω στον ίδιο τόνο με την Μπέλλου, αλλά έχω εντελώς διαφορετική χροιά από εκείνη. Όποιος ξέρει από μουσική, το αντιλαμβάνεται», καταλήγει.

Η δασκάλα με τη χρυσή φωνή
Για 24 χρόνια η Φωτεινή εργαζόταν ως δασκάλα κάτι που, όπως λέει, «με βοήθησε να γίνω καλύτερος άνθρωπος». Μέχρι που αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα και να έρθει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα «για προσωπικούς λόγους» και σίγουρα όχι για να κάνει καριέρα στο τραγούδι. «Για ποια “καριέρα” μου λες; Αυτό το θέμα ούτε με αφορούσε ποτέ ούτε με ενδιαφέρει!», μου λέει και γελάει πηγαία. «Προτεραιότητά μου, για πολλά χρόνια, ήταν άλλα πράγματα. Τώρα βρίσκομαι στην Αθήνα και μένω στην πόλη τα τελευταία 4 χρόνια, γιατί εδώ είναι η δουλειά που κάνω. Σκέψου ότι μέχρι το 2010 ήξερα μόνο το Σύνταγμα και το λιμάνι του Πειραιά!».
Όσο μιλάμε ακούγονται από την κουζίνα του σπιτιού της τραγούδια της Χαρούλας Αλεξίου, του Βαγγέλη Κορακάκη, της Λιζέτας Καλημέρη, του Σωκράτη Μάλαμα, του Παντελή Θαλασσινού – φωνές που αγαπά και η ίδια. Της αρέσει επίσης να ακούει -εκτός από ρεμπέτικα- ροκ, blues και jazz. Κάτι που ίσως να έρχεται σε αντίθεση με την λαϊκή μουσική της εικόνα. «Τραγουδάω περίπου 35 χρόνια», λέει. «Ξεκίνησα από μικρά ταβερνάκια στη Θεσσαλονίκη, όπου εμφανιζόμουν Παρασκευές ή Σάββατα. Εκτός από την εργασία μου ως δασκάλα σε δημοτικά, μεγάλωνα επίσης τα δύο μου παιδιά, ενώ καθημερινά συντηρούσα 4 στρέμματα γης μαζί με τον άντρα μου. Η ζωή μου κάπως έτσι κυλούσε. Πολλή δουλειά με τον μπαξέ μου και με τα ζώα μου, εισπράττοντας όμως και πολλή χαρά». Όχι, το τραγούδι δεν είναι αυτοσκοπός για εκείνη. «Γιατί έχω κι’ άλλα ωραία πράγματα που κάνω στη ζωή μου!», μου εξηγεί. «Όπως το να μαγειρέψω κάτι νόστιμές που ξέρω να φτιάχνω, για φίλους που αγαπώ. Ή το να πάω να παίξω μπάσκετ σε ένα μικρό γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Ή το να βγω με μία βάρκα και να ψαρέψω. Ή το να ράψω στη ραπτομηχανή μου, όπως έκανα σήμερα το πρωί. Το τραγούδι, λοιπόν, είναι κι’ αυτό μία από τις χαρές μου. Αλλά δεν είναι η μόνη. Και δεν θέλω να χάσω τίποτα από τα υπόλοιπα. Γιατί η ζωή είναι πολλά πράγματα!».
Τα παιδικά της χρόνια, «τα δύσκολα, αλλά όμορφα», τα έζησε στην Καρδίτσα. Θυμάται να παίζει ποδόσφαιρο μαζί με τους φίλους της και να ονειρεύεται να γίνει γυμνάστρια. «Όχι τραγουδίστρια;», τη ρωτώ. «Καθόλου! Αυτό μου προέκυψε. Εξάλλου, δεν δηλώνω ότι είμαι τραγουδίστρια, άσχετα αν μ’ αρέσει». Ο μπαμπάς της, βαθιά θρησκευόμενος και βοηθός ψάλτη στην εκκλησία της περιοχής όπου έμεναν, διαφωνούσε με το να ασχοληθεί η κόρη του με το τραγούδι. Αντίθετα, ο -πρώην πια- σύζυγός της και η μητέρα της, στην οποία είχε πολύ μεγάλη αδυναμία η ίδια -δεν ήταν τυχαίο που όταν εκείνη πέθανε έκανε ένα χρόνο να ξανατραγουδήσει η Φωτεινή- επικροτούσαν κάθε της επιλογή. «Υπήρχαν φορές που ο άντρας μου ερχόταν μαζί μου στα ταβερνάκια που τραγουδούσα, εφόσον μπορούσαμε να αφήσουμε κάπου τα παιδιά μας. Εγώ αυτό που καταλαβαίνω είναι πως η Ελλάδα είναι γεμάτη από πάρα πολύ ωραίες φωνές. Τη διαφορά κάνει ο τρόπος που επικοινωνείς με τον κόσμο ο οποίος έρχεται για να σ’ ακούσει», εξηγεί.  

Ερμηνεία χωρίς πρόσωπο
Αν και επιλέγει να μη δίνει συχνά συνεντεύξεις, να μην εμφανίζεται σε εκπομπές στην τηλεόραση και να μην φωτογραφίζεται (με πολύ μεγάλη δυσκολία συμφώνησε να κάνει μία φωτογραφική λήψη για το «Thema People»), κάποιοι ξεκίνησαν να την αναγνωρίζουν. Και ξαφνιάζεται. Παρόλο που δισκογραφεί από το 2004. Ακόμη και σήμερα, όταν τη ρωτάνε κάποιοι «τι δουλειά κάνετε;», η πρώτη της σκέψη είναι να απαντήσει «συνταξιούχος δασκάλα». «Δυστυχώς συμβαίνει και η αναγνωρισιμότητα σ’ αυτή τη δουλειά. Κάποιες φορές είναι ωραίο, αλλά κάποιες άλλες μου αφαιρεί. Εμένα αυτό που μ’ αρέσει είναι να ξέρουν οι άνθρωποι τα τραγούδια μου και να αναγνωρίζουν τη φωνή μου, όχι το πρόσωπό μου. Αυτό είναι έξω από τους στόχους και τις επιδιώξεις μου».
Το εκπληκτικό με την περίπτωση της είναι πως δεν ακούει ποτέ η ίδια τον εαυτό της στα τραγούδια της, δεν ξέρει το τελικό αποτέλεσμα όσων ερμηνεύει ή πως «γράφει» φωνητικά και δεν την αφορά το «δισκογραφικό της μέλλον». Μπαίνει στο στούντιο, λέει το τραγούδι που έχει επιλέξει να πει «μετά από πολύ αυστηρό ξεσκαρτάρισμα, γιατί δεν θέλω να κάνω εκπτώσεις στο τι τραγούδια θα πω» κι’ έπειτα φεύγει. «Τα παρακάτω είναι αλλωνών δουλειά», λέει.
Στοιχηματίζω επίσης πως οι προτάσεις που έχει δεχτεί φέτος για εμφανίσεις ήταν πάρα πολλές. Και σίγουρα με πολύ μεγάλα ονόματα, ίσως και με πολύ περισσότερα χρήματα από όσα σίγουρα παίρνει από την «Κληματαριά» της πλατείας Θεάτρου, εκεί όπου τραγουδάει κάθε Τετάρτη. Δεν θέλει να αναφερθεί δημόσια σε συναδέλφους της αλλά «πράγματι, υπήρξαν πολλοί τραγουδιστές που με τίμησαν με την επιλογή τους. Ωστόσο, δεν θα έκανα ποτέ κάτι για τα λεφτά!», αποσαφηνίζει. Για τους ίδιους περίπου λόγους επιλέγει να πει, στην επόμενη δουλειά που ετοιμάζει, τραγούδια του Μίνωα Μάτσα και της Ελένης Φωτάκη, της στιχουργού που έγραψε και τις «Μέλισσες». «Γιατί αυτό λέει η ψυχή μου και εγώ μόνο αυτήν ακολουθώ!», εξηγεί.   
Λίγο πριν φύγω από το σπίτι της, της ζητάω να μου τελειώσει κάτι που αφήσαμε στα μισά, στην αρχή της κουβέντας μας. Και ξεκινά να μου λέει πως το ξελάκκωμα στο αμπέλι βοηθάει ώστε να κοπούν οι ρίζες που βρίσκονται στην επιφάνεια, αυτές που «γεννήθηκαν» κατά την διάρκεια της χρονιάς, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα να αναπτυχθούν οι πιο βαθιές, οι πιο χρήσιμες. Της επισημαίνω πως, όπως στο αμπέλι, η βαθύτερη ρίζα της ίδιας είναι μάλλον η παλιά της ζωή στο χωριό. Το σκέφτεται για λίγο, αλλά συμφωνεί. «Οι ρυτίδες μου είναι χαρές, κούραση, προβλήματα», μου λέει στην εξώπορτα. «Κι’ αυτό που εγώ θέλω πια, στα 56 μου χρόνια, έχοντας ωριμάσει και ζήσει αρκετά πράγματα, είναι τώρα που κάνω αυτή τη δουλειά να μου σηκώνεται η τρίχα όταν ακούω το τραγούδι που πρέπει να ερμηνεύσω. Άμα δεν γουστάρω, δεν μπορώ να πω ούτε “α”!», καταλήγει, επιβεβαιώνοντάς μου, με τον τρόπο της, πόσο πολύ τυράννησαν και εκείνην οι ομορφιές. Οι ομορφιές οι φόνισσες… 
Δημοσίευση στο "Πρώτο Θέμα", τον Ιανουάριο του 2015. Φωτογραφία: Πηνελόπη Μασούρη.