Κάποιοι μπορεί να τους έμαθαν
μόλις τώρα, από τους τίτλους αρχής στο «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» και στο
«Κάτω Παρτάλι». Οι περισσότεροι, όμως, συμφωνούν πως οι «Imam Baildi» με τα
«πειράγματά» τους σε παλιά τραγούδια αλλά και με τις δικές τους καινούριες
συνθέσεις, είναι ό,τι πιο φρέσκο και ελπιδοφόρο αυτή τη στιγμή διαθέτει η
ελληνική δισκογραφία.
Μέχρι το 2007 το «ιμάμ
μπαϊλντί» παρέπεμπε στο φαγητό εκείνο της τουρκικής
κουζίνας με βασικό συστατικό τις μελιτζάνες, οι οποίες κόβονται κατά μήκος
και αφού τηγανιστούν γεμίζονται με διάφορα ζαρζαβατικά:
ντομάτα, κρεμμύδι ή μαϊντανό. Από το 2007 όμως, και κυρίως τα
τελευταία 2-3 χρόνια, «imam baildi» σημαίνει επίσης «Ακρογιαλιές δειλινά», «Το
δικό σου το μαράζι», «Πόσο λυπάμαι» «Αργοσβήνεις μόνη», «Όσο με μαλώνεις»,
«Σημείωμα», ήχοι και στίχοι που παραπέμπουν σε μία άλλη εποχή, ιδωμένοι όμως με
σύγχρονη, ολόφρεσκη ματιά. Σαν καινούργιοι. Είναι εκείνοι οι μουσικοί που με
μία ιδιόρρυθμη «τρέλα» ισορροπούν εξαιρετικά, με ιδιαίτερη τέχνη και τεχνική,
υψηλή αισθητική και με προσεκτικά αριστοτεχνικές κινήσεις, μεταξύ των παλιών
τραγουδιών που επιλέγουν να «πειράξουν» και των σύγχρονων ενορχηστρώσεων. Και
δείχνουν να τα καταφέρνουν εκπληκτικά μέχρι στιγμής, αν παρακολουθήσει κανείς
τα κατάμεστα live τους και το ολοένα αυξανόμενο κοινό τους που τους ακολουθεί
πιστά, αφού ξέρει πως μ’ αυτή την μπάντα θα περάσει καλά, χωρίς να προσβληθεί
ούτε η ακουστική του, ούτε τα ίδια τα τραγούδια που τόσο καίρια μιξάρουν. «Την
ιδέα την πήραμε από το εξωτερικό», ξεκινούν να μου λένε οι leaders και
εμπνευστές του συγκροτήματος, τα αδέλφια Ορέστης και Λύσανδρος Φαληρέας. «Τη
δεκαετία του ’90 υπήρχαν διάφοροι παραγωγοί που άρχισαν να σαμπλάρουν ο καθένας
τραγούδια της δικής του μουσικής κουλτούρας. Το sampling είναι η διαδικασία του
να παίρνεις παλιές ηχογραφήσεις, να απομονώνεις μικρά αποσπάσματα και να τα
χρησιμοποιείς ξανά με τη δική σου ενορχήστρωση και παραγωγή. Σκεφτήκαμε,
λοιπόν, πώς θα ήταν αν κάναμε το ίδιο με παλιά ελληνικά κομμάτια».
Το πρώτο τραγούδι που
«πείραξαν» θυμούνται πως ήταν το «Ντυμένη σαν αρχόντισσα», γύρω στο 2000.
Μεταξύ του 2000 και του 2003 είχαν ήδη ετοιμάσει επίσης το «Δε θέλω πια» και το
«Η ζωή μας είναι λίγη». Και τα τρία αυτά τραγούδια τα έστειλαν μέσω ενός φίλου
τους στην EMI, είχαν αρέσει πολύ στην εταιρεία και το 2007 κυκλοφόρησε το πρώτο
τους cd. «Όταν βγήκε ο δίσκος δεν περιμέναμε καν ότι θα φτιάξουμε μπάντα!», μου
εξηγούν ο Ορέστης και ο Λύσανδρος. «Όλη τη δουλειά στο στούντιο την κάναμε οι
δυο μας, οπότε δεν είχαμε σκεφτεί με ποιο τρόπο θα παίζαμε live. Με τον καιρό
καταλήξαμε στην μπάντα που έχουμε τώρα». Δηλαδή στους: Γιάννη Δίσκο, ο οποίος
παίζει κλαρίνο και σαξόφωνο, Περικλή Αλιώπη, που παίζει τρομπέτα, Λάμπη
Κουντουρόγιαννη και Στέλιο Προβή οι οποίοι είναι στην ηλεκτρική κιθάρα, Αλέξη
Αραπατσάκο, που παίζει μπουζούκι, Ρένα Μόρφη στο τραγούδι και τον MC Yinka.
Θυμούνται μάλιστα ότι στον πρώτο τους εκείνο δίσκο είχαν μεγάλη αγωνία για την αντίδραση του κόσμου, κυρίως μήπως αυτή κατέληγε να ήταν αρνητική. Μήπως θεωρηθεί το μιξάρισμα στον Τσιτσάνη ή στον Ζαμπέτα «ιεροσυλία». «Τελικά δεν συνέβη, παρά μόνο μεμονωμένα», μου λένε. «Κάποιοι από τους κληρονόμους των συνθετών στην αρχή ήταν αρνητικοί, δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί μπαίναμε σε αυτή τη διαδικασία, ποιος ήταν ο λόγος. Μετά τους γνωρίσαμε, τους εξηγήσαμε τι προσπαθούμε να κάνουμε και σε κάποιες περιπτώσεις κάναμε και αλλαγές με βάση όσα μας πρότειναν. Τελικά, συμφώνησαν και νιώσαμε και εμείς ότι κερδίσαμε από αυτή τη συνεύρεση. Καταλαβαίνουμε πως είναι μεγάλη η ευθύνη εκείνων που έχουν να διαχειριστούν το έργο ενός μεγάλου συνθέτη ή στιχουργού, προσπαθούν κι’ αυτοί να φανταστούν τι θα έλεγε ο ίδιος ο συγγενής δημιουργός τους αν άκουγε αυτό που φτιάξαμε. Κάποιοι από αυτούς είναι πιο δεκτικοί, άλλοι είναι πιο επιφυλακτικοί. Και είναι λογικό».
Θυμούνται μάλιστα ότι στον πρώτο τους εκείνο δίσκο είχαν μεγάλη αγωνία για την αντίδραση του κόσμου, κυρίως μήπως αυτή κατέληγε να ήταν αρνητική. Μήπως θεωρηθεί το μιξάρισμα στον Τσιτσάνη ή στον Ζαμπέτα «ιεροσυλία». «Τελικά δεν συνέβη, παρά μόνο μεμονωμένα», μου λένε. «Κάποιοι από τους κληρονόμους των συνθετών στην αρχή ήταν αρνητικοί, δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί μπαίναμε σε αυτή τη διαδικασία, ποιος ήταν ο λόγος. Μετά τους γνωρίσαμε, τους εξηγήσαμε τι προσπαθούμε να κάνουμε και σε κάποιες περιπτώσεις κάναμε και αλλαγές με βάση όσα μας πρότειναν. Τελικά, συμφώνησαν και νιώσαμε και εμείς ότι κερδίσαμε από αυτή τη συνεύρεση. Καταλαβαίνουμε πως είναι μεγάλη η ευθύνη εκείνων που έχουν να διαχειριστούν το έργο ενός μεγάλου συνθέτη ή στιχουργού, προσπαθούν κι’ αυτοί να φανταστούν τι θα έλεγε ο ίδιος ο συγγενής δημιουργός τους αν άκουγε αυτό που φτιάξαμε. Κάποιοι από αυτούς είναι πιο δεκτικοί, άλλοι είναι πιο επιφυλακτικοί. Και είναι λογικό».
Στο άκουσμα του ονόματος της
μπάντας κάποιοι συνεχίζουν να ξαφνιάζονται. Άλλοι χαμογελούν ευχάριστα. Κι’
αυτό είναι άλλο ένα «παιχνίδι» τους, ένα «πείραγμα», ένα αθώο κλείσιμο ματιού.
«Και πριν από τους “Ιmam Βaildi”, που κάναμε διάφορες μουσικές, το είχαμε σαν
συνήθεια να βάζουμε για τίτλους ονόματα φαγητών αντί για στίχους», μου λένε τα
αδέλφια Φαληρέα. «Από την άλλη, ο τρόπος που δουλεύουμε συνδυάζει διαφορετικά
πράγματα, τα οποία δεν έχουν απαραίτητα σχέση μεταξύ τους, όπως είναι και το
συγκεκριμένο φαγητό. Είναι όπως όταν μαγειρεύεις μία καινούργια συνταγή!»,
καταλήγουν.
Οικογενειακό DNA
Ο Ορέστης και ο Λύσανδρος
μεγάλωσαν στην Αθήνα, πατέρας τους είναι ο Γρηγόρης Φαληρέας και θείος τους ο
Τάσος Φαληρέας -ιδιοκτήτες του θρυλικού δισκάδικου «Pop Eleven» και δύο από
τους πιο σημαντικούς ανεξάρτητους παραγωγούς της ελληνικής δισκογραφίας-, αν
και οι σπουδές που επέλεξαν αρχικά να κάνουν δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που
αγαπούν σήμερα, αφού ο Ορέστης σπούδασε ηλεκτρονικός μηχανικός και ο Λύσανδρος
πολιτικές επιστήμες. «Όταν ήμαστε μικροί ακούγαμε αυτά που άκουγαν όλα τα
παιδιά: ξένη μουσική, ροκ, ηλεκτρονική μουσική, jazz, hip hop. Θυμόμαστε τον
πατέρα μας να μας βάζει να ακούσουμε τις παραγωγές που έκανε με ρεμπέτικα
προτού κυκλοφορήσουν και, μέσα από αυτή τη διαδικασία, είχαμε ήδη αποκτήσει μία
οικειότητα και μία γνώση του ρεπερτορίου. Όλο αυτό μας πρόσφερε ένα κριτήριο
ώστε να διαλέγουμε το τι μας αρέσει, ίσως και την αισθητική που λειτούργησε σε
μας υποσυνείδητα. Το ίδιο είχε συμβεί και από τον θείο μας, αλλά όχι γι’ αυτό
το ρεπερτόριο αφού την περίοδο που εμείς ήμασταν έφηβοι εκείνος ασχολούνταν με
σύγχρονες κυρίως παραγωγές».
Τους ρωτάω πόσο ενδιαφέρον
μπορεί να έχουν για έναν 32χρονο, το Λύσανδρο και για έναν 36χρονο, τον Ορέστη,
ο Τόνυς Μαρούδας, ο Μητσάκης, ο Ζαμπέτας ή η Βέμπο. Χαμογελούν. «Ο παλιός ήχος
είναι ένα δημιουργικό έναυσμα για μας. Συχνά ακούμε ένα παλιό κομμάτι και
σκεφτόμαστε “αυτό θα μπορούσε να γίνει έτσι ή αλλιώς”. Αλλά και όταν γράφουμε
καινούρια κομμάτια προσπαθούμε να τους δώσουμε ένα παλιό χρώμα, μία πατίνα. Αν
και σαν παιδιά ακούγαμε σχεδόν αποκλειστικά ξένη μουσική, με το που τελειώσαμε
το σχολείο και μπήκαμε στη φοιτητική ζωή, αρχίσαμε να ακούμε αρκετά ρεμπέτικα,
αλλά και γενικότερα να έχουμε ακούσματα από όλη αυτή τη μουσική. Και μας
συγκινούσε πολύ.».
Τους επισημαίνω πως το
γεγονός ότι αυτοί, ως «ψυχή» της μπάντας, είναι αδέλφια, ίσως τελικά να
βοηθάει. Κυρίως για να αποφευχθεί η «κατάρα» των συγκροτημάτων που τα θέλει
έπειτα από κάποια χρόνια να διαλύονται. «Είναι σημαντικός παράγοντας η εμπιστοσύνη
που έχουμε μεταξύ μας», μου εξηγούν. «Φυσικά διαφορές και διαφωνίες έχουμε
συχνά. Με τον καιρό, όμως, έχουμε μάθει πότε έχει δίκιο ο ένας και πότε ο
άλλος, ανάλογα με το ποια πτυχή ενός κομματιού είναι το αντικείμενο της
διαφωνίας.», λένε και συνεχίζουν: «Πάντως, είτε κάνουμε ένα δικό μας κομμάτι
είτε ρεμίξ ενός παλιού, πάνω κάτω η διαδικασία είναι η ίδια. Γιατί ο τρόπος που
δουλεύουμε, έχει να κάνει πάντα με την αλλαγή. Παίρνουμε μία μουσική ιδέα και
την αλλάζουμε, τη βάζουμε σε ένα μουσικό πλαίσιο διαφορετικό από αυτό στο οποίο
ήταν αρχικά. Αυτό κάνουμε και με τα δικά μας κομμάτια, όπως συνέβη τελευταία
και με το “Σημείωμα” που ήδη νιώθουμε ότι ο κόσμος το έχει αγαπήσει, όσο και με
τα remix μας».
Τηλεοπτικά «πειράγματα»
Το «Κάτω Παρτάλι» στο Mega
και το «Μην αρχίζεις τη Μουρμούρα» στον Alpha, οι δύο μεγαλύτερες τηλεοπτικές
επιτυχίες της τελευταίας χρονιάς, έχουν στους τίτλους αρχής τους δικά τους
κομμάτια: το «Xωριό μου χωριουδάκι μου» με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο και το «Η
γυναίκα, η μουρμούρα» του Βασίλη Τσιτσάνη. Επιλογή των σκηνοθετών ήταν να
«πειράξουν» τα συγκεκριμένα κομμάτια οι «Imam Baildi». «Ήταν δύο κομμάτια τα
οποία μάλλον δε θα τα διαλέγαμε οι ίδιοι για να τα διασκευάσουμε», μου λένε ο
Λύσανδρος και ο Ορέστης. «Δουλέψαμε με βάση τη λογική των σκηνοθετών και όχι τη
δική μας, κάτι που ήταν αρκετά καινούργιο για μας, σαν τρόπος δουλειάς. Δεν μας
περιόρισε όμως αυτό, ίσα ίσα που μας απελευθέρωσε, σα να μας έλεγε κάποιος
“κάντο έτσι”, τονίζοντας συγκεκριμένα στοιχεία που τους είχαν αρέσει. Γι’ αυτό
και η “μουρμούρα” είναι ένα σπιρτόζικο τραγούδι, αστείο, χιουμοριστικό, ενώ το
“χωριό μου, χωριουδάκι” είναι πιο ονειρικό, μυστηριώδες και κινηματογραφικό.
Μάλλον μόνοι μας δε θα ‘χαμε τολμήσει να τα κάνουμε έτσι. Τα διασκευάσαμε με
“τηλεοπτική λογική”».
Λίγο πριν τους αποχαιρετήσω,
αναρωτιέμαι τι μπορεί τελικά να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον σε κάποιο από τα
δεκάδες παλιά τραγούδια, τι είναι εκείνο που μπορεί να τους βάλει σε
δημιουργική διαδικασία μ’ αυτά. «Μπορεί να είναι μία μουσική φράση, ένας
στίχος, ή ο συνδυασμός αυτών με μία δική μας ιδέα», μου εξηγούν. «Το
αποκλειστικό κριτήριό μας είναι να είναι αξιόλογο το αποτέλεσμα, όχι “να
κάνουμε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη” ή “να κάνουμε ένα τραγούδι πιο γρήγορο, πιο
χορευτικό”. Να αρέσει σε μας τους ίδιους».
Όπως, δηλαδή, συνέβη με το
τόσο αναγνωρίσιμό τους πια «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα, προτού
γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό», με το οποίο πρωτοξεκίνησαν. Το τόσο αθώο,
αργό και ιδιαίτερα νοσταλγικό, κόντρα στη δική τους σημερινή μεγάλη φόρα της
επιτυχίας τους.
Δημοσίευση στο "Πρώτο Θέμα", τον Δεκέμβριο του 2014.
http://www.protothema.gr/Stories/article/438179/oi-imam-baildi-mixaroun-ti-sudagi-tis-epituhias/