Σε μία από τις σπάνιές τους
συναντήσεις σε πανηγύρι, οι δύο μεγάλες stars του δημοτικού μας τραγουδιού, Φιλιώ
Πυργάκη και Γωγώ Τσαμπά, μας υποδέχονται στο πανηγύρι του
χωριού Ύπατο της Θήβας, για να
μας δείξουν πως διασκεδάζει τον Αύγουστο μία άλλη Ελλάδα που συνεχίζει να
κουβαλάει στο DNA της λαϊκό μεγαλείο και διονυσιασμό, αναλλοίωτο
ακόμη μες στα χρόνια.
Στο «σαν περπατάς παραπατάς,
κουνιέσαι και λυγιέσαι, τη μέση σου κουνάς, περνάς μα δεν μιλιέσαι» δίνεται το
σήμα ενός ιδιότυπου «ξεσηκωμού» πιστών στο κλαρίνο και στο τουμπερλέκι
ανθρώπων, σαν να είναι η δική τους μεγάλη στιγμή, λες και μόλις
εκείνο το λεπτό συνέβη ό,τι, για τις επόμενες 6 ώρες πρόκειται να χωρίσει
τη χαρά από την «πικρή και μαύρη»
καθημερινότητά τους, τη «δύσκολη» και «μίζερη». «Πανάθεμα τα προβλήματα!»,
φωνάζουν και σηκώνονται, σαν ηλεκτρισμένοι, από τις γκρίζες πλαστικές καρέκλες
τους, με τραγούδια που τους είναι τόσο οικεία όσο και ξένα μαζί, αλλά και πάλι
δικά τους, με μια μυστική, κυτταρική γνώση. «Μεγάλη η Χάρη του! Σήμερα είναι το μεγάλο μας πανηγύρι»,
μου λέει μία από τους 350 περίπου κατοίκους της κοινότητας του Υπάτου, ένα
χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θήβα, δείχνοντας μου το καμπαναριό της νέας εκκλησίας,
ακριβώς πάνω απ’ το
κεφάλι μας. Παραδίπλα, ο στύλος της ΔΕΗ, σηκώνει ένα
άλλο, ιδιότυπο λαϊκό «προσκυνητάρι»: τις αφίσες με τις αυστηρές μορφές της μεγάλης ντίβας των δημοτικών
τραγουδιών, Φιλιώς Πυργάκη και της νεότερης, Γωγώς Τσαμπά. Ο Κώστας της ταβέρνας του «Πατίκα»-φάτσα στον φρεσκοβαμμένο Ναό-ανάβει λίγα ακόμα φώτα έξω στο δρόμο «για να φωτίζεται για τους ξένους», οι λουκουμάδες του Σάκη «με μέλι, σοκολάτα και καρύδια, σπέσιαλ» λερώνουν στο πρόσωπο μικρά παιδιά που τρώνε μέσα σε χάρτινα στρογγυλά πιατάκια, το αρνί σερβίρεται στη λαδόκολλα με το σήμα κατατεθέν της ταβέρνας «“Πατίκας” της κοινότητας Υπάτου», τα κρασιά-σπονδή ανοίγουν και χύνονται στα πόδια της Πυργάκη, της Τσαμπά, του Μπέκα, που κάθονται σε σειρά στο «πατάρι» ή «παλκοσένικο»-το αντίστοιχο του αθηναϊκού stage-, επάνω σε ξύλινες καρέκλες με κεντημένα σταυροβελονιά μαξιλαράκια, η ασφαλτένια «πίστα» γεμίζει από ανοιγμένα χέρια, ανοιχτά πουκάμισα, ιδρωμένα μέτωπα. Κι’ ύστερα, πλαστικά πιατάκια με γαρύφαλλα να αφήνονται με ευλάβεια στα πόδια των τραγουδιστών. Λες και ο Μεταμορφωμένος Σωτήρας βγήκε από την φωταγωγημένη του εκκλησία εκείνο το δροσερό βράδυ του Αυγούστου, για να χορέψει κι’ εκείνος «μα δεν σου κάνω τον άγιο, αχ, αμάρτησα!».