«… Εγώ φονιάς δεν
είμαι / Μονιάστε μαζί μου της γλάστρας τα λουλούδια / καλύμματα των κρεβατιών,
καρέκλες / κι εσείς φωτογραφίες μες στο άλμπουμ / Εγώ φονιάς δεν είμαι…», Mehmet Yiashin.
Δεν έχει τελικά
μεγάλη διαφορά το χαλλούμι με πολύ αλάτι από εκείνο με λιγότερο. Ίσως μόνο στην
ποσότητα του νερού που θα χρειαστείς έπειτα από λίγη ώρα, για να κατευνάσεις τη
δίψα σου. Με κοίταξε καλά καλά που κοντοστάθηκα κοιτώντας την, έκοψε με το
μαχαίρι που κρατούσε ένα μικρό κομματάκι και από τα δύο μεγάλα πλαστικά μπολ
τοποθετώντας τα, με μία γρήγορη κίνηση, επάνω στον αυτοσχέδιο, σχεδόν
ετοιμόρροπο της πάγκο, και μου τα έβαλε μέσα στην παλάμη. «Φάε. Τούτα είναι
μούχτιν. Αν δεν σ’ αρέσουν δεν αγοράζεις». «Μιλάς ελληνικά;». «Είμαι Κυπραία».
«Τουρκοκύπρια;». «Ναι. Στην Κρήτου Τέρρα γεννηθείσα».
Πέντε χρόνων, το
1963, έφυγε από την Κρήτου για να πάει να ζήσει με την οικογένεια της στην
Τέρρα – «ήταν καλά χρόνια», λέει, ελληνικά έμαθε στο δρόμο, τούρκικα στο
μειονοτικό, στην Πάφο. Από το ’74 ζει στον Λάρνακα της Λαπήθου. Προσαρμόζεται,
λέει. «Εμείς ανακατωνούμαστε πάντα. Εφοήθηκα, άφησα το χωρκό μου και ήρτα ποδά.
Να πούμε τες αλήθκειες. Όπως έγινε και μ’ εσάς». Θέλει να λυθεί το κυπριακό.
«Να βρουν τον τρόπο». Αχ, αχ λέει κι αναστενάζει. Αχ, αχ. «Τόσα χρόνια…».
Πατρίδα της
Περβίνης είναι η γη ολόκληρη, όχι τα κομματιασμένα της μέλη.
Χαλλούμια πουλούσε
πάντα – στην Κερύνεια, στο Κιόνελλι, στο νέο της χωριό. «Έχει μυστικά το καλό
χαλλούμι. Πρέπει να είναι καλό το γάλα, καταρχήν. Είχα δικά μου κτηνά στο χωρικό
αλλά τωρά που τα επούλησα έφαα τον κόσμο να έβρω έναν καλό και φτηνό που να μου
πουλά το καλλύττερο γάλα. Τωρά είμαι ευχαριστημένη – είναι ένας που γαλέφκει στη
Λάπηθο, ασύγκριτος. Αλλά πρέπει να ξέρεις κι εσύ να ψήσεις το χαλλούμι μετά για
να έχει τούτη την γεύση, να το βράσεις αργά αργά, να το πιάνεις στα δάχτυλά σου
και να ανοίγει φύλλα φύλλα – αλλιώς είναι παττάλικο. Είναι τέχνη το καλό
κυπριακό χαλούμι. Η γιαγιά μου μού το έμαθε -και εκείνην την έλεγαν Περβίνη-
που το εδιδάχτηκε και η ίδια από τους προτινούς. Μεν με αρωτάς αν ήταν έλληνες
ή Τούρτζιοι – τι σημασία έχει; Αφού μαζί εζούσαν ούλλα τα χρόνια».
Στη Μόρφου τη
συνάντησα. Το προηγούμενο Σάββατο. Πέντε λεπτά απόσταση από την εκκλησία του
Αγίου Μάμα, μέσα σε ένα χωράφι που μάλλον παλιά ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου – μια
ξεχαρβαλωμένη μπάρα και κάτι κιτρινισμένα δίχτυα μαρτυρούσαν τα αυτογκόλ της
κυπριακής ιστορίας που είχε προηγηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η Περβίνη επίσης
πουλάει αναρή. Φρέσκια και ξερή. Και τραχανά – άλλος αυτός που τον έχει βάλει
να στεγνώσει και άλλος εκείνος που θα μου δώσει για να πάρω μαζί μου στη
Λευκωσία. Ζυμώνει επίσης δικό της ψωμί. Κάνει και το καλύτερο παστέλι – «πιάσε,
πιάσε να δεις αν σπάει». Έχει λάδι η πραμάτεια της, γλυκό ρόδι, κρασί κόκκινο, γιαούρτι
με πέτσα ολόπαχο. Και αυγά έχει μπροστά της «με κρόκους -να, δες!- δικές μου
ένει οι κότες, θέλει τεχνική το τάισμά τους για να φκουν οι κρόκοι μελάτοι και
ολόκληροι». «Θα μου βάλεις δυο δωδεκάδες;». «6 ευρώ και βάλε στη σακούλα κι ένα
αβγό που μένα, χαλάλι σου».
Έχει μία κόρη 40
χρόνων, ένα γιο 38, άλλον ένα 32, και μια κόρη 27. Κι έναν εγγονό που στεκόταν
δίπλα της. Του χαϊδεύει το κεφάλι. «Πόσων χρόνων είσαι, Περβίνι;». «Δε λέω».
«Είστε όλες οι γυναίκες ίδιες. Παντού». Γελάει. «Έχω δαμέ μιαν ομπρέλα. Πάρτην
μαζί σου και μου τη φέρνεις το άλλο Σάββατο».
Θα βρέξει, λέει. Θα γίνει το χώμα
λάσπη. Κι η λάσπη λερωμένα πέλματα που θα αφήσουν αποτύπωμα στα πλακάκια.
«Να σου βάλω και
ελιές τσακιστές για να φάεις πόψε;».
Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο
Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 20 Μαρτίου. Φωτογραφία: Γιάννης
Χατζηγεωργίου.