Στα χωριά Κένταυρος, Γλάυκη, Ωραίο, Κοτύλη, Σάτρες, Θέρμες, μία άλλη
Ελλάδα σηκώνει σταυρό προσκυνώντας σε τζαμιά και διαβάζοντας το κοράνι.
Γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Κοιτούσα μόνο τις χειρονομίες, τις
αγκαλιές, τα φιλιά που της έδιναν οι άνθρωποί της στη Σμίνθη, το μεγαλύτερο
χωριό της ορεινής περιοχής της Ξάνθης, τρία χιλιόμετρα έξω από τη Γλαύκη.
Σήκωνε τα χέρια, τους έδειχνε το βουνό απέναντι, το δάσος με τα πεύκα, και τους
ξαναγκάλιαζε. Στο «Merhaba!» που είχε πει στη γυναίκα με την μαντίλα επάνω σε
ένα μηχανάκι, της μετέφραζα το «καλημέρα». Γέλασε. «Γεια σου», να λες.
Απ’ το πρωί, εκείνη τη μέρα που την είχα συναντήσει σ’ ένα μαγικό
ταξίδι μου στον τόπο της, απαντούσε στα τηλεφωνήματα του άντρα της, Ριτβάν, τον
ρωτούσε τι κάνει ο 4χρονος γιος τους, Κεβίν, και προσπαθούσε να προλάβει να
πάει να δει τη μητέρα της στο χωριό μετά από την εγχείρηση που είχε κάνει λίγες
μέρες πριν στην Καβάλα.
Μια άλλη Ελλάδα μέσα στην Ελλάδα.
Λίγα μέτρα πριν απ’ το Χρυσό, ένα μικρό σπίτι ιδιοκτησίας του
δήμου Μήκης, και τα απομεινάρια από τις μπάρες, τα «σύνορα» των πομακοχωρίων
από την ευρύτερη περιοχή του νομού. «Μέχρι πριν από 20 χρόνια που υπήρχε η
μπάρα και έπρεπε να δείξεις ταυτότητα για να πας στο χωριό σου, ένα αιώνιο
“γιατί;” υπήρχε στο μυαλό μας», θα μου πει αργότερα. «Γιατί να μας κάνουν να
αισθανόμαστε σα να ζούμε σαν καραντίνα; Αφού κι εμείς Έλληνες είμαστε. Ελληνικά
διδασκόμαστε στο σχολείο, φορολογούμαστε, τα παιδιά μας τα στέλνουμε στο στρατό
όπως κάνουν όλοι οι Έλληνες. Δεν καταλαβαίνω αυτό το διαχωρισμό».
«Είσαι Τουρκάλα ή Ελληνίδα;», τη ρώτησα. Σχεδόν προσβλήθηκε.
«Είναι σα να με ρωτάς αν το γάλα είναι λευκό ή άσπρο».
Όπου κι αν κυκλοφορούσε, θυμήθηκε, έπρεπε συνεχώς να αποδεικνύει
ότι είναι Ελληνίδα, να απαντάει σε ερωτήσεις για τους Πόντιους, τους Αρμένιους,
τις σφαγές, τον Πατριάρχη, τους Τζιχαντιστές – τελευταία τη ρώτησαν για τους
κουβαλητές των προσφύγων και τη θέση της Τουρκίας για τη Συρία. Υπόλογη. «Πόσα
λεφτά θέλει η Τουρκία για να σταματήσει τις ροές; Τι ανταλλάγματα; Πάλι
παζαρεύεται η Κύπρος;».
«Όταν εσένα σε ρωτάνε “πως σε λένε;”, εμένα μου λένε: «αισθάνεσαι
Ελληνίδα;». Αναστεναγμός. «Είμαι 27 χρόνων, έχω μεγαλώσει στην Ελλάδα, έχω
σηκώσει την ελληνική σημαία, έχω σπουδάσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο, εργάζομαι
στην Ελλάδα, το παιδί μου πάει σε ελληνικό Γυμνάσιο, έχω φίλους έλληνες.
Κάποιοι από αυτούς είναι έλληνες μουσουλμάνοι και κάποιοι έλληνες χριστιανοί.
Τι σημασία έχει αυτό; Όλοι έλληνες είμαστε…».
Δεν είμαστε.
Η κοινωνία στη Γλαύκη κλειστή, απομονωμένη, ο σύγχρονος τρόπος
σκέψης δεν είχε, για πολλά χρόνια, καμία θέση σε ένα κόσμο που κάθε Φθινόπωρο
μάζευε τα σπαρτά του -αγρότες που έφευγαν απ’ τα σπίτια τους για να πάνε στα
χωράφια απ’ τις 4:30 το πρωί- και έκρυβε το πρόσωπο στο δρόμο που οδηγούσε στο
τζαμί. Στο δημοτικό σχολείο η διδασκαλεία γίνεται στην ελληνική και στην
τουρκική γλώσσα ενώ, σε αντιστοιχία με αυτή των θρησκευτικών στα δημόσια
σχολεία της Ξάνθης, στα μειονοτικά σχολεία της Γλαύκης μαθαίνουν το κοράνι.
Αδιανόητο για τα κορίτσια να σπουδάσουν. Οι κοπέλες έπρεπε να μαγειρεύουν, να
προσέχουν τα παιδιά, και να βοηθάνε τους άντρες στα αγρούς. «Γιατί να χάνεις
τις ώρες σου;», της έλεγε η μάνα της. «Αφού έτσι κι αλλιώς θα παντρευτείς, θα
κάνεις παιδιά, και θα καθίσεις στο σπίτι σου να τα μεγαλώσεις. Τη μόρφωση τι
την θέλεις; Θα σε χαντακώσει». Τι την ήθελε;
Στα Πομακοχώρια της Ελλάδας μπορείς να φας το καλύτερο ιμάμ
μπαιλντί της ζωής σου. Να δεις μια άλλη χώρα και να αναπνεύσεις φρέσκο αέρα,
καθισμένος στα παγκάκια. Να μιλήσεις με κατοίκους και να σκεφτείς λιγάκι την
ιστορία. Μπορεί και να ερωτευτείς – τι μάτια έχουν αυτοί οι άνθρωποι, τι
πρόσμιξη έχει γίνει!
Τις μπάρες, όχι, δεν πρόκειται ποτέ να τις συναντήσεις αν δεν τις
κουβαλάς ήδη μέσα σου.
Δημοσίευση στο ένθετο
"ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την
Κυριακή 13 Μαρτίου.