Για όλους τους άλλους είναι «Η αναρχική ποιήτρια των
Εξαρχείων, Κατερίνα Γώγου» και μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της
ελληνικής ποίησης. Για τη Μυρτώ, τη μοναχοκόρη της, είναι απλά η μάνα της. Και
η εξομολόγησή της για εκείνη ένα τρυφερό, σκληρό -αλλά το πιο ωραίο της-
ανολοκλήρωτο ποίημα.
Η Μυρτώ, ζωγράφος και ποιήτρια πια και η ίδια (το πρώτο της βιβλίο «Η Αλίκη δε
μένει πια εδώ», κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Καστανιώτη), μοναχοκόρη της Κατερίνας
Γώγου από τον γάμο που είχε κάνει η ποιήτρια με το σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο, ζει
εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, κυρίως στην Ιταλία, αποκομμένη από όσα συμβαίνουν
στην Αθήνα. Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, της είχα εξηγήσει πως θα κάναμε μία
μεγάλη κουβέντα για εκείνη και τη σχέση της με τη μητέρα της, η οποία είχε
αυτοκτονήσει στις 3 Οκτωβρίου του 1993, σε ηλικία 53 ετών. «Γιατί έχει
ενδιαφέρον η ιστορία σου», της είπα. Συμφώνησε. Αν και απέφευγε τις πολύ
εξομολογητικές συζητήσεις για τη μαμά της, την ποιήτρια του «εμένα οι φίλοι μου
είναι μαύρα πουλιά, που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών»,
του «έχω μείνει στη θέση που μ' άφησες για να με ξαναβρείς», του «στο μυαλό
είναι ο στόχος. Το νου σου, ε;», που συνεχίζουν να γίνονται συνθήματα σε
στόματα ανθρώπων, σε πλατείες και σε τοίχους σπιτιών. Η Μυρτώ έδειξε
εμπιστοσύνη και αφέθηκε. Την «ξεκλείδωσε» κυρίως η κοινή μας αγάπη για την Όλια
Λαζαρίδου, που τη θεωρεί περίπου σαν αδελφή της. Κλείσαμε ραντεβού την επόμενη
κιόλας μέρα.
-Πώς ξύπνησες σήμερα, Μυρτώ;
-Πολύ ωραία! Σε περίμενα για να μιλήσουμε! (γελάει).
-Γελάς πηγαία!
-Α, δεν μου είναι δύσκολο να γελάσω ή να πάρω χαρά. Χαρούμενη
με κάνει μία ωραία κουβέντα ή μία παρατήρηση με χιούμορ, μία μέρα με ήλιο κι
εγώ να ζωγραφίζω. Η δουλειά μου είναι αγιογράφος. Αυτό κάνω εδώ στο Λέτσε όπου
μένω, κοντά στο Πρίντεζι.
-Πώς και μένεις εκεί;
-Γνώρισα τον άντρα μου στη Γαλλία, ο οποίος είναι Ιταλός,
παντρευτήκαμε και ήρθαμε να ζήσουμε στην πατρίδα του.
-Γιατί είχες πάει στη Γαλλία;
-Είχα πάει σε μία Κοινότητα στο Παλέρμο, η οποία αφορούσε σε
διαλογισμούς. Μετά από έξι μήνες, μου έκαναν πρόταση αν θα ήθελα να πάω στη
Γαλλία, στην Ορλεάνη, σε ένα κάστρο το οποίο είχε μέσα μία μικρή εκκλησία, για
να τη ζωγραφίσω. Εκεί πέρασα απίθανα! Εκεί έγινα φως, εκεί ξεμπουμπούκιασα.
Ζωγράφιζα ανεβασμένη σε μία σκάλα, έκανα διαλογισμούς, χόρευα
- ξαναγεννήθηκα! Εκεί γνώρισα και τον Φραντζέσκο, τον σύζυγό μου, ο οποίος
είναι συντηρητής έργων τέχνης και παλαιών επίπλων. Ερωτευτήκαμε! Είχαμε και οι
δύο το ίδιο πάθος για τις αντίκες, τα εκκλησιαστικά όργανα, τις αγιογραφίες.
Είμαστε μαζί 20 χρόνια.
-Έχετε παιδιά;
-Όχι. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Θα το ήθελα όμως! Κι είναι
κάτι που με στενοχωρεί. Αν μπορούσα να κάνω ένα παιδί, θα ήταν σα να ξαναγεννιόταν
η Κατερίνα! Θα έδινα όλη μου την αγάπη σ' αυτό το παιδί, την προστασία, τη
στοργή. Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να κάνω ένα παιδί χαρούμενο! Γιατί εγώ δεν
ήμουνα χαρούμενη. Δεν πέρασα μία ζωή όπως όλα τα άλλα παιδιά. Η δική μου ζωή
ήταν διαφορετική.
-Δεν έπαιζες όταν ήσουνα μικρή;
-Έπαιζα πόλεμο. Με πιστόλια ψεύτικα και στρατιωτάκια. Γιατί
οι δικοί μου πάντα μου έλεγαν «είμαστε συνέχεια σε πόλεμο!».
-Όχι με κούκλες;
-Όχι. Εξάλλου, δεν μου άρεσαν οι φούστες. Ήθελα να φοράω
συνέχεια παντελόνια. Ήμουνα ένα αγοροκόριτσο. Όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στο
προαύλιο του σχολείου ή στον δρόμο, εγώ καθόμουν και ζωγράφιζα. Ήμουνα ένα
παιδί διαφορετικό. Και μόνο. Απ' την άλλη, μέσα στο σπίτι περνάγαμε πολύ
δύσκολα, ήμασταν πολύ φτωχοί, ζούσαμε με δανεικά, με πολλές δυσκολίες. Όλα
άλλαξαν όταν η μητέρα μου έγραψε το «Τρία κλικ αριστερά». Τότε ήρθε η επιτυχία
και από τη μία μέρα στην άλλη αποκτήσαμε χρήματα. Είχαμε τρελαθεί που
μπορούσαμε να πάμε στο μπακάλικο και να πάρουμε ό,τι θέλαμε!