Ο Πέτρος Τατσόπουλος στο μυθιστόρημά του «Η καλοσύνη των ξένων»
εξομολογείται τη δική του-προσωπική-ιστορία υιοθεσίας. Βουτάει τα χέρια του
στο αίμα της αλήθειας του και ανακαλύπτει μύθους και πραγματικότητες σχέσεων,
δεσμών και αληθινής αγάπης.
Ο Πέτρος ανακάλυψε στα 19 του ότι το ιδανικό γενεαλογικό
πλαίσιο του παιδιού ενός αξιωματικού της χωροφυλακής και μιας δασκάλας απ την Αθήνα,
είχε εισαγωγή από μελόδραμα ελληνικής ασπρόμαυρης κινηματογραφικής ταινίας
(χωρίς όμως τη σύμπραξη της Μάρθας Βούρτση στους πρώτους ρόλους) και μια μεγάλη
τρύπα στην πρώτη γραμμή του «Μια φορά κι ένα καιρό…».Σκαλίζοντας συρτάρια,
βρίσκοντας μπροστά στα πόδια του αναπάντητα ερωτηματικά με ελλιπείς (ή μισές)
απαντήσεις, πατάει στο χρόνο rewind
και προσπαθεί να βρει πόσο ίδια κόκκινο είναι το δικό του αίμα με τους
ανθρώπους που συγκατοικεί από παιδί, για να ανακαλύψει τελικά ότι στις 15
Σεπτεμβρίου 1969 το πολυμελές πρωτοδικείο Αθηνών «κήρυσσε τον Πέτρο Βασσάλο
θετό τέκνο της οικογένειας Τατσοπούλου». Αυτά για το γενικό πλαίσιο αυτών που
θα διαβάσουν τα λόγια του στις απαντήσεις, αυτών που δεν συμπεριλαμβάνονται
στους 30 χιλιάδες αναγνώστες που απόλαυσαν από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας
του την συναρπαστική ιστορία ζωής του σημαντικού συγγραφέα (και ευτυχισμένου
ανθρώπου) που ζει σήμερα μαζί με τη σύντροφό του στον δεύτερο όροφο μιας
(μεσοαστικής) πολυκατοικίας στο Χαλάνδρι με πολλά λουλούδια, όμορφες εικόνες
και μυρωδιές του Χειμώνα. Με τον Πέτρο είχε συμβεί αυτό που παθαίνουμε οι
περισσότεροι στα 12 όταν υποθέτουμε σε μία παράκρουση να παίξουμε real games με τη ζωή μας, ότι ο
άνθρωπος που ακούει Καζαντζίδη στο παλιό κασετόφωνο της κουζίνας, παίζει ποδόσφαιρό
μανιωδώς (ενώ τα δικά μας γόνατα είναι άθικτα από χτυπήματα και γραμμές στεγνές
από πληγές στον τένοντα) ή συζητάει μανιωδώς με τους φίλους του συνωμοτικά στο
τηλέφωνο μην τον ακούσει η γυναίκα του αλλά (κατά λάθος το παιδί του) για τα
ωραία βυζιά της γειτόνισσας που μένει στον κάτω όροφο και φαίνονται απ το
σουτιέν, δεν μπορεί να είναι ο πατέρας μας (ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ πατέρας), δεν γίνεται
να είναι γονιδιακά το ίδιο κύτταρο με το δικό μας κεφάλι. 10 χρόνια μετά οι
περισσότεροι από μας που ατύχησαν να παίξουν στους τίτλους τέλους τον Βασίλη
Καΐλα με χαρτομάντιλα σφιγμένα στην παλάμη αισθάνονται ευτυχισμένοι αλλά και
απολύτως αδιάφοροι απέναντι στην «αλαζονεία του γονιδίου» (έκφραση της Μιμής
Ντενίση όταν υιοθέτησε τη Μαριτίνα).
-Γιατί αποφασίσατε να
κάνετε μία τόσο δημόσια εξομολόγηση;
-Γιατί ως ιστορία, καθαρά από την αναγνωστική της πλευρά, θα
ήταν μια ενδιαφέρουσα ιστορία για να τη γράψω. Πέρα από τα προσωπικά δεδομένα,
πέρα από το αν με αφορά ή δεν με αφορά είναι-κατά την γνώμη μου-μια ιστορία
άξια να την αφηγηθείς. Απ’ ότι βλέπω μέχρι στιγμής από την εμπορική της πορεία
μάλλον και κατά τη γνώμη των αναγνωστών συμβαίνει το ίδιο.
-Ήταν εύκολη αυτή η
απόφαση;
-Ήτανε μια απόφαση που διαρκώς την ανέβαλα και γι’ αυτό και
μου πήρε πάρα πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί. Αρκεί να σκεφτείτε ότι τον βασικό
κορμό αυτή της ιστορίας τον γνωρίζω εδώ και 27 με 28 χρόνια, από τα δεκαεννιά
μου δηλαδή. Δεν ήταν μια απόφαση που πάρθηκε εν θερμώ. Αντίθετα μάλιστα, κόντευε
να σαπίσει από την πολύ αναβολή. Πριν από δυο τρία χρόνια όταν ξεκίνησα την
παράπλευρη έρευνα για την υιοθεσία είπα «ή το κάνεις τώρα ή το αφήνεις για
πάντα στην πάντα και δεν ασχολείσαι πλέον με το ζήτημα». Και αποφάσισα να το
κάνω.
-Γιατί έπρεπε να
ειπωθεί τώρα αυτή η ιστορία;
-Θα μπορούσε κάλλιστα να μην ειπωθεί ποτέ. Πρέπει να σας πω
όμως ότι ενσυνείδητα διάλεξα-στο βαθμό που διάλεξα-αυτή την εποχή, ως μια
πράξη «αντίστασης» στα reality
και σε όλη αυτή την φιλοσοφία. Η τάση στη λογοτεχνία, του να λέμε αληθινές
ιστορίες που μας αφορούν άμεσα ή είναι δικές μας ή είναι του στενού
οικογενειακού μας περιβάλλοντος είναι μια τάση που έχει αποδώσει πολύ πλούσιους
καρπούς μέσα στον προηγούμενο αιώνα και μάλιστα από συγγραφείς πολύ μεγάλου
βεληνεκούς οι οποίοι εκφράστηκαν και με πολύ πιο τολμηρό από εμένα στο
παρελθόν. Αυτό το δικαίωμα δεν σκέφτηκα να το απεμπολήσω και να το παραχωρήσω
σε οποιοδήποτε reality.
-Δεν γνωρίζατε τον
κίνδυνο;
-Βεβαίως και τον γνώριζα. Φυσικά και με προσέγγισαν για να
εμφανιστώ με όλους τους συγγενείς μου σε τηλεοπτική εκπομπή αλλά έχω σιχαθεί το
ότι είναι κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι μας κάνουν ότι θέλουν και μας καλούν στην
τηλεόραση και δεν μπορούμε εμείς να πούμε όχι. Φυσικά και μπορούμε να πούμε όχι
και φυσικά και τους είπα όχι, και εννοείται ότι δεν έστειλαν την αστυνομία για
να με συλλάβει και να με πάει στο studio. Γιατί να μην υπάρχει η προσωπική μας ευθύνη τελικά για το
τι χρήση θα γίνει μιας ιστορίας;
-Από ποιες εκπομπές
είχατε πρόσκληση;
-Και από την Τατιάνα Στεφανίδου και από την Δρούζα. Με
κάλεσαν ακόμη να συμμετάσχω στο πάνελ των δέντρων στο Μάκη
Τριανταφυλόπουλο. Πάντα έχουμε το
δικαίωμα νομίζω να λέμε όχι. Δεν ξέρω όμως αν την επόμενη δεκαετία θα μας
ρωτάνε καν.
-Εσείς παρακολουθείτε
τέτοιες εκπομπές, έστω και από περιέργεια;
-Όχι. Αν καμιά φορά την ώρα που κάνω ζάπινγκ πέσουν στην
αντίληψη μου ομολογώ ότι με εκνευρίζουν λίγο και με εκνευρίζουν αμφίδρομα. Δεν
με εκνευρίζουν μόνο από την πλευρά του παρουσιαστή. Με εκνευρίζουν και από την πλευρά των καλεσμένων. Πρώτα πρώτα
μου προκαλεί κατάπληξη η ετοιμότητα των καλεσμένων να κλάψουν ή να γελάσουν στη
σωστή κάμερα. Γελάνε πάντα μέσα στο κάδρο, δεν γελάνε ποτέ εκτός κάδρου. Αυτό
με εντυπωσιάζει. Βεβαίως σε αυτές τις εκπομπές υπάρχει μια απίστευτη
εκμετάλλευση συναισθήματος. Δεν χρειάζεται να παρακολουθήσεις μια εκπομπή από
την αρχή έως το τέλος. Αυτές οι εκπομπές είναι σαν τις τσόντες. Σε πέντε λεπτά
κατάλαβες το νόημα τις ιστορίας. Και οι καλεσμένοι εκμεταλλεύονται τις εκπομπές
για να πάρουν αυτά τα πέντε καημένα λεπτά δημοσιότητας που τι τα κάνουν μετά
κανείς δεν ξέρει…Ίσως να πηγαίνουν στη γειτονιά τους και να λένε «Με είδατε
τι ωραία ξεφτιλίστηκα χτες;» Δεν μπορώ
να καταλάβω με ποιο τρόπο ακριβώς την βρίσκουν αλλά φαίνεται ότι οι άνθρωποι
αυτοί έχουν αυτή την ανάγκη.
-Πόσο λεπτή είναι η
κλωστή του να μετατρέπεται μια αληθινή ιστορία σε ένα σκληρό reality;
-Είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε κάτι τέτοιο. Το πιο
εύκολο είναι να γαργαλίσεις τους αδένες του ανθρώπου για να γελάσει ή να
κλάψει. Το δύσκολο είναι να μην γίνει reality. Αυτό είναι κάτι που προσπαθώ να κάνω εγώ με το βιβλίο.
Γιατί και το δικό μου το βιβλίο έχει μια μελοδραματική ψίχα μέσα, ένα
μελοδραματικό μεδούλι θα έλεγα. Ένα εξώγαμο παιδί ψάχνει να βρει τη φυσική του
μητέρα. Τι πιο μελοδραματικό από αυτό; Το να αποφύγεις να εμπλέξεις τον
αναγνώστη μέσα στο μελόδραμα, και κυρίως να απεμπλακείς ο ίδιος απ αυτό είναι
κάτι πολύ δύσκολο.
-Ποιες δυσκολίες
αντιμετωπίσατε στη συγγραφή του βιβλίου;
-Το να αποφύγω την επιδερμίδα του συναισθήματος και να προχωρήσω πιο βαθειά, ήταν η πρώτη δυσκολία. Το δεύτερο ήταν ότι έπρεπε να συμπληρώσω κενά μνήμης, γιατί ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται όταν εγώ δεν έχω πια μνήμη από εκείνη την περίοδο. Δεν έχω καθόλου μνήμη από το ΠΙΚΠΑ το ίδρυμα όπου έμεινα τα δύο με τρία πρώτα χρόνια της ζωής μου μέχρι να πάω στην ανάδοχη οικογένεια. Εκεί η εύκολη λύση θα ήταν να επινοήσω σκηνές για να καλύψω τα κενά. Προτίμησα όμως να μην επινοήσω καμία σκηνή. Όπου δεν θυμάμαι λέω «δεν θυμάμαι» και προσπαθώ να τις αντικαταστήσω με μνήμες άλλων, των ετεροθαλών μου αδελφών για παράδειγμα. Χρησιμοποίησα τη δική τους μνήμη από το ίδρυμα για να καλύψω το έλλειμμα της δικής μου. Αυτό το ονομάζω κάτι σαν «μεθαδώνη μνήμης». Δεν μπορείς να πάρεις το ναρκωτικό, και παίρνεις ένα υποκατάστατο.
-Το να αποφύγω την επιδερμίδα του συναισθήματος και να προχωρήσω πιο βαθειά, ήταν η πρώτη δυσκολία. Το δεύτερο ήταν ότι έπρεπε να συμπληρώσω κενά μνήμης, γιατί ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται όταν εγώ δεν έχω πια μνήμη από εκείνη την περίοδο. Δεν έχω καθόλου μνήμη από το ΠΙΚΠΑ το ίδρυμα όπου έμεινα τα δύο με τρία πρώτα χρόνια της ζωής μου μέχρι να πάω στην ανάδοχη οικογένεια. Εκεί η εύκολη λύση θα ήταν να επινοήσω σκηνές για να καλύψω τα κενά. Προτίμησα όμως να μην επινοήσω καμία σκηνή. Όπου δεν θυμάμαι λέω «δεν θυμάμαι» και προσπαθώ να τις αντικαταστήσω με μνήμες άλλων, των ετεροθαλών μου αδελφών για παράδειγμα. Χρησιμοποίησα τη δική τους μνήμη από το ίδρυμα για να καλύψω το έλλειμμα της δικής μου. Αυτό το ονομάζω κάτι σαν «μεθαδώνη μνήμης». Δεν μπορείς να πάρεις το ναρκωτικό, και παίρνεις ένα υποκατάστατο.
-Δεν φοβηθήκατε κατά
τη συγγραφή του βιβλίου μήπως εκτεθείτε;
-Συγγραφή και έκθεση είναι δυο πράγματα ταυτόσημα. Σκεφτείτε
ότι ακόμα και αυτό το πολύ κακόηχο ρήμα, το «εκδίδεσαι», έχει να κάνει με τη
συγγραφική ταυτότητα. Ο συγγραφέας εκδίδεται. Δημοσιεύει τα κείμενα του και
εκτίθεται στην κριτική, στην μαρτυρία και στα σχόλια των άλλων. Αυτό είναι
μέρος της δουλειάς του. Αν δεν τολμάς, η δουλειά του συγγραφέα είναι ακατάλληλη
για σένα.
-Εδώ όμως μιλάμε για
τη δική σας ιστορία, η οπόια ήταν μια πραγματική ιστορία.
-Η πιο εύκολη και πιο απλή λύση θα ήταν να το κάνω
μυθιστόρημα. Τη μάνα του δεν την λένε Ζωή αλλά Αλίκη. Να πω, δηλαδή, την ίδια
ιστορία παραλλάσσοντας τα ονόματα. Έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, πολλοί
άνθρωποι που δεν ήθελαν να αναλάβουν το ρίσκο βάλανε άλλα ονόματα. Εγώ τις
δικές μου πηγές τις προστάτευσα. Όσοι ήταν ζωντανοί πήρα την συγκατάθεση τους,
ποτέ δεν πήγα με κρυφή κάμερα.
-Μήπως κατά βάθος
ήταν και ένα βιβλίο το οποίο χρωστούσατε στους ανθρώπους οι οποίοι σας
υιοθέτησαν;
-Εγώ το είδα πρώτα απ’ όλα ως μια ευχαρίστηση, δηλαδή κάτι
το οποίο θα ευχαριστηθώ να κάνω ο ίδιος. Ήταν κάτι που δε μου επέβαλε κανείς,
δεν το έβλεπα ως χρέος ούτε προς εμένα ούτε προς τη μνήμη των θετών μου γονιών
ούτε και προς τους αναγνώστες.
-Η προέλευση δεν
παίζει έστω ένα μικρό ρόλο στον προορισμό;
-Αυτή ακριβώς είναι η ψευδαίσθηση όλων των υιοθετημένων και
γι’ αυτό όλοι οι υιοθετημένοι-και συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου σ’ αυτούς-θέλουν να μάθουν την προέλευση τους. Πιστεύουν σε αυτή την ντετερμινιστική
αντίληψη ότι έχεις προκαθοριστεί από τα γονίδια και από την καταγωγή σου. Γι’
αυτό ψάχνουν μανιωδώς όλοι να βρουν τους πραγματικούς τους γονείς, αλλά δεν
μπορώ εγώ να έχω συναισθήματα για σένα που δεν σε είδα ποτέ επειδή μου
ανακοίνωσες ότι είσαι ο πατέρας μου ή επειδή μου ανακοίνωσες ότι είσαι η μητέρα
μου ή επειδή το έμαθα. Το μελό και το στερεότυπο που έχουμε από τις ταινίες,
από τα βιβλία και από τα Reality
είναι ότι αρκεί αυτό για να γίνει μια δραματική επανασύνδεση όπου όλοι νιώθουν
φοβερά συναισθήματα και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μένουν για πάντα ενωμένοι. Δεν έχει συμβεί αυτό.
Στις περισσότερες επανασυνδέσεις-και δεν μιλάω μόνο για μένα-μου είπαν ότι
ένιωθαν πολύ άσχημα που δεν αισθάνθηκαν τίποτα και λένε «να και κάποιος άλλος
που δεν αισθάνθηκε τίποτα!». Αυτό συμβαίνει στην πλειοψηφία. Νιώθουν μεγάλη
αμηχανία και αδιαφορία απέναντι σε ξένους, γιατί σε αυτή την περίπτωση ξένοι
είναι οι φυσικοί γονείς του υιοθετημένου και οικείος είναι αυτός που έχει φάει
όλο το παραμύθι στη μάπα. Δηλαδή, αυτός που σε έχει ξεσκατώσει αυτός που έχει
ψηθεί στον πυρετό μαζί σου, που έτρεχε τα μεσάνυχτα στο Παίδων. Αυτοί είναι οι
γονείς. Με αυτούς είσαι συνδεδεμένος ψυχολογικά.
-Είναι μια μπούρδα
λοιπόν αυτό που λένε για τις προδιαθέσεις;
-Όχι, δεν είναι
μπούρδα αυτό που λένε για τις προδιαθέσεις. Η σύγχρονη βιολογία δέχεται όλο και
περισσότερο ότι οι προδιαθέσεις, δηλαδή οι ενορμήσεις και τα βασικά μας
ένστικτα όντως προκαθορίζονται. Το αν εσείς θα είστε αύριο τρυφερός ή βίαιος
άνθρωπος ως παρόρμηση δεν μπορώ να σας το αλλάξω ούτε να ρίξω πάνω σας 70 καντάρια πολιτισμού. Θα παραμείνετε
βίαιος.
-Συμφωνείτε με τις υιοθεσίες παιδιών από διάσημους star;
-Καταρχήν θέλω να πω ότι είμαι υπέρ της υιοθεσίας εκτατό
τοις εκατό. Το βιβλίο είναι στρατευμένη λογοτεχνία όσον αφορά την υιοθεσία, δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία γι αυτό. Από εκεί και πέρα μπορούν να υπάρξουν διάφορες
παρενέργειες, από κίνητρα τα οποία μπορεί να μην είναι αγαθά αλλά ιδιοτελή και
κίνητρα δημοσιότητας. Όσον αφορά τους stars βεβαίως και δεν μπορεί κανένας να τους αποκλείσει το
δικαίωμα να υιοθετήσουν επειδή είναι επώνυμοι. Εκεί που με κάνει λίγο
επιφυλακτικό η περίπτωση για παράδειγμα της Νικόλ Κίντμαν ή της Ατζελίνας Τζολί
είναι ότι συνδυάζουν την υιοθεσία με μια εξωτική πλευρά. Πάνε και υιοθετούν
κινεζάκια ή μαυράκια ή βιετναμεζάκια.
-Και γιατί αυτά τα
παιδιά θα πρέπει να αποκλειστούν;
-Καθόλου δεν πρέπει να αποκλειστούν και μια χαρά θα περάσουν
τα παιδάκια αυτά δίπλα στην Ατζελίνα Τζολί και την Νικόλ Κίντμαν αλλά η
καχυποψία μου εντείνεται στο ότι υπάρχουν εκατομμύρια πάμπτωχα και εξαθλιωμένα αμερικανόπουλα.
Γιατί δεν το κάνουν αυτό σε περιορισμένη κλίμακα και να πάρουν ένα από αυτά τα
αμερικανόπουλα και παίρνουν κάτι εξωτικό, κάτι που να δηλώνει κάτι; Να έχει μια πλευρά μπιζού, εκεί κολλάω
εγώ, χωρίς και πάλι να σας λέω ότι είναι σίγουρα οι προθέσεις αυτές αυτών των
ανθρώπων.
-Οι αναγνώστες θα
αναρωτιούνται, όταν μάθατε ότι είστε υιοθετημένος πως νιώσατε;
-Ένιωσα ένα αίσθημα ανακούφισης συνδυασμένο με ένα αίσθημα
βαθιάς ελευθερίας γιατί πραγματικά ένα από τα προσόντα που έχουν οι
υιοθετημένοι είναι το ότι δεν νιώθουν αυτούς τους δεσμούς αίματος που νιώθουν
οι περισσότεροι άνθρωποι. Άρα δεν νιώθουν και υποτελείς σε αυτούς τους δεσμούς.
Νιώθουν ξαφνικά ότι είναι ελεύθεροι να κάνουν το οτιδήποτε αφού ο πατέρας σου
μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, και ως άμεση συνέπεια σκέφτεσαι ότι κι εσύ
μπορείς να γίνεις ο οποιοσδήποτε. Αυτό είναι ένα απίστευτο αίσθημα ελευθερίας
που σε κατακλύζει. Αυταπάτη είναι κι αυτό βέβαια γιατί δεν θα γίνεις ο οποιοσδήποτε,
όπως και ο πατέρας σου είναι κάποιος συγκεκριμένος αλλά εσύ δεν τον ξέρεις.
Αυτή η άγνοια όμως είναι πολύ ανακουφιστική και σε γεμίζει με πιθανότητες και
ελευθερία. Ξαφνικά γίνεσαι πιο παράτολμος. Παίρνεις πιο εύκολα αποφάσεις απ’
ότι αν πιστεύεις ότι είσαι ο γιος ενός τραπεζικού υπαλλήλου άρα και η μοίρα σου
εσένα θα πρέπει να είναι να μείνεις στην τράπεζα για την υπόλοιπη ζωή σου.
-Για τη φυσική σας
μητέρα με την οποία συναντηθήκατε τι νιώθετε;
-Από την πλευρά
μου πάντα θα θαυμάζω την γυναίκα αυτή. Θα θαυμάζω το γεγονός ότι είχε ένα
εξώγαμο παιδί στην Κρήτη και προτίμησε να μην το ρίξει αλλά να πάρει το ρίσκο
να το γεννήσει. Βεβαίως μετά ενέδωσε γιατί δεν είχε ούτε τις δυνατότητες τις
οικονομικές ούτε μπορούσε να αντιμετωπίσει την κοινωνική αντίδραση. Εξώγαμο
στην Κρήτη το 1959 φαντάζομαι ότι θα ήταν κάτι φοβερό εκείνη την εποχή. Αλλά θα
μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της και την αγωνία της με το να με ρίξει. Δεν το
έκανε και γι’ αυτό της χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη. Πρώτον διότι υπάρχω, και δεύτερο
γιατί επιβάρυνα την ελληνική λογοτεχνία με 14 βιβλία παραπάνω, τα οποία επίσης
δεν θα υπήρχανε. Από εκεί και πέρα όμως ήμασταν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Την
αμηχανία που σας είπα και πιο πριν δεν καταφέραμε να την νικήσουμε ούτε εγώ
ούτε κι εκείνη.
-Εσείς θέλετε να
μάθετε τι κληρονόμησε ο γιος σας από σας;
-Ο γιος μου είναι 14 χρονών. Είναι στην ηλικία που προσδιορίζει την ταυτότητα του μέσω της διαφοράς.
Ηδονίζεται να μη μου μοιάζει με φοβερές συνέπειες. Παίρνει εικοσάρια στη φυσική
που εγώ ήμουνα σκράπας και παίρνει κάτω από τη βάση στα νέα ελληνικά που εγώ
ήμουν αριστούχος. Κάνει ότι μπορεί για να δείξει ότι δε μου μοιάζει.
Εμφανισιακά βέβαια μου μοιάζει σε σημείο φωτοτυπίας.
-Δεν αναρωτήθηκε
ακόμη αν είναι κι αυτός υιοθετημένος;
-Ακόμα κι αν αναρωτιέται κάτι τέτοιο, θα πρέπει να απαντήσει
και σε ένα δεύτερο ερώτημα για την ομοιότητα μας. Επίσης έχει κι αυτός τα ίδια
χούγια με μένα.
-Δηλαδή;
-Έχει μια ανέμελη στάση απέναντι στη ζωή. Μια στάση
ερασιτέχνη και όχι επαγγελματία της ζωής. Δηλαδή, εγώ έχω την αίσθηση ότι
είμαστε περαστικοί αλλά επειδή ακριβώς είμαστε περαστικοί θα πρέπει αυτά τα
χρόνια που θα ζήσουμε να τα περάσουμε, όχι χαζοχαρούμενα, όχι με αδιαφορία
απέναντι στο τι συμβαίνει αλλά σίγουρα όχι με το καταθλιπτικό βάρος με το οποίο
τα περνάνε πάρα πολλοί άνθρωποι.
-Εσείς περνάτε καλά;
-Ναι, νομίζω ότι περνάω καλά. Βασανίζω την γυναίκα μου όπως
με βασανίζει κι αυτή. Νομίζω ότι στην καθημερινότητα μου περνάω καλά.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου (ένθετο "Υστερόγραφο"), τον Ιανουάριο του 2007.