-Θυμάσαι κάποια ατάκα που σου
έχουν πει σε συνέντευξη με την οποία ταυτίστηκες;
-Με πολλές ατάκες έχω ταυτιστεί. Συνήθως βγαίνω από συνεντεύξεις και αισθάνομαι τέλεια σύμπνοια με τον συνεντευξιαζόμενο…εκτός από τον Παπακαλιάτη, που μου είπε ότι δεν πάει σχεδόν ποτέ διακοπές. Μα πώς αντέχει;
-Αν «η ζωή (δεν) είναι ταινία», τότε τι είναι;
-Στην ταινία μπορείς να βάλεις happy end, να φέρεις τους ανθρώπους κοντά, να στήσεις ιδανικές σχέσεις…το ίδιο και στα βιβλία. Στην ζωή δυστυχώς δεν γίνεται αυτό. Άλλος γράφει το φινάλε. Μη σου πώ, άλλος γράφει και τις σημαντικές σκηνές. Η ζωή είναι ζωή. Η Τέχνη προσπαθεί να μας κάνει να την καταλάβουμε.
-Τι είναι η ζωή;
-Ζωή σημαίνει να είμαστε γεροί και υγιείς, η οικογένειά μου κι εγώ. Από και κι ύστερα, όλα γίνονται-όλα είναι εφικτά (για να δανειστώ ένα καλό κλισέ).
-Τι σημαίνει για σένα ο όρος best seller;
-Best seller στην Ελλάδα είναι οτιδήποτε πουλάει πάνω από 10.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας– αντικειμενικά. Το μόνο πραγματικό best seller μου ήταν το «Φεύγα!» που όντως πούλησε πάνω από 25- 30.000 κομμάτια όταν έγινε σήριαλ στο Mega. Τα υπόλοιπα…φτάνουν τις 10.000, αλλά μόνον τα μυθιστορήματα (οι συλλογές διηγημάτων δεν είμαι σίγουρη καν κατά πόσον πλησιάζουν αυτό το νούμερο, δεδομένου ότι «το διήγημα στην Ελλάδα δεν πουλάει» όπως λένε και οι ειδικοί). Best seller είναι κάτι που δεν μπορώ να μπώ στη διαδικασία να γράψω, αν κάτσει, οκέυ. Όταν κάποιος που δεν μου αρέσει η φάτσα του έρχεται και μου λέει «διάβασα το βιβλίο σου» μπερδεύομαι. Αναρωτιέμαι γιατί το αγόρασε, αφού είναι άσχετος με μένα, γιατί τα βιβλία είναι σαν να τα γράφω για κολλητούς μου.
-Αισθάνεσαι ότι είσαι μπεστσελλερίστρια;
-Όχι, δεν αισθάνομαι μπεστεσελερίστας. Αισθάνομαι σαν να γράφω για τους φίλους μου.
-Πως αντιδρούσες στην αρχή όταν οι κριτικοί πυροβολούσαν τα βιβλία σου και τα χαρακτήριζαν «ελαφρά» ή «ροζ»;
-Μου φαινόταν περίεργο όταν με έθαβαν αλλά ποτέ δεν με είπαν «ροζ». Το θάψιμο αφορά συνήθως τη γλώσσα (πολλές βρισιές) και το σεξ (μπόλικο). Νομίζω ότι αν με έλεγαν «ροζ» θα τα έπαιρνα στο κρανίο. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Την γλώσσα την υποστηρίζω-αυτήν που χρησιμοποιώ όταν γράφω, εννοώ. Με την ίδια γλώσσα μιλάω, και δεν ξέρω πολύ κόσμο που να λέει «διάβολε!» αντί για «γαμώτο!». Το σεξ…το υποστηρίζω επίσης, είμαι υπέρ. Και βαριέμαι να διαβάζω βιβλία στα οποία κανένας ποτέ δεν κάνει σεξ με κανέναν.
-Τώρα πως αντιδράς;
-Τώρα αντιδρώ με τον ίδιον τρόπο. Εχω καιρό να βγάλω βιβλίο, 2-3 χρόνια, και ετοιμάζω ένα για την άνοιξη ’07. Είναι εγχειρίδιο «πώς να γράψεις», αλλά με βρισιές και με σεξ (λίγο), οπότε περιμένω θάψιμο. Δε βαριέσαι. Αυτοί που «με» διαβάζουν τουλάχιστον δεν είναι φλώροι…
-Θυμάμαι τον τίτλο ενός άρθρου σε καθημερινή εφημερίδα που είχε τον τίτλο «Ο εθισμός στη Μανίνα Ζουμπουλάκη». Φανταζόσουν όταν ξεκινούσες να γράφεις ότι θα προκαλέσεις … εθισμό;
-Το άρθρο που λες ήταν του συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου, και ήταν θεϊκό: έλεγε πώς ενώ υπάρχουν κενά στα γραπτά μου και τεχνικές ατέλειες ένα σωρό, είναι τόσο «συναισθηματικά δυνατά» που προκαλούν εθισμό. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα, καλύτερη κριτική να σου γράψει κανείς. Δηλαδή αν έλεγε ότι τα κείμενά μου είναι τέλεια τεχνικά αλλά κενά συναισθημάτων, θα ανησυχούσα πάρα πολύ. Με το άρθρο του, πετούσα στα σύννεφα για μήνες. Του έστειλα λουλούδια, κι είμαστε φίλοι από τότε.
-Για ποιο λόγο γράφεις βιβλία;
-Γράφω επειδή μου αρέσει, επειδή έχω μια βίδα κουνημένη κάπου και λειτουργώ καλά μόνον όταν «έχω κάτι να γράψω». Το γράψιμο με κρατάει γερή κατά κάποιον τρόπο, με σώας τας φρένας (αν και θα βρείς κόσμο να σου πεί ότι δεν ισχύει καθόλου αυτό και από φρένα είναι που πάσχω). Είναι η επικοινωνία μου με τον έξω κόσμο, ο τρόπος που έχω βρεί να διαπραγματεύομαι και να καταλαβαίνω την πραγματικότητα. Αυτό ισχύει για κάθε μορφή γραφής – αν έχω καιρό να γράψω (άρθρο ή κομμάτι για βιβλίο, μια και τα βιβλία τα γράφω κομμάτι-κομμάτι) αισθάνομαι περίεργα. Λες και το κενό που (προφανώς) υπάρχει μέσα μου μεγαλώνει ολοένα κι αν δεν στρωθώ να γράψω μερικές σελίδες ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ θα ανοίξει ξαφνικά και θα με καταπιεί. Τα βιβλία…είναι πιο δύσκολη υπόθεση από τα κείμενα, ακόμα και από τα σενάρια. Συνήθως ξεκινάω ένα βιβλίο επειδή κάτι θέλω να πώ σε κάποιον και δεν έχω άλλον τρόπο να το πώ. Μετά σιγά σιγά όσο γράφω ο κάποιος γίνεται «κάποιοι», αποκτά πολλά πρόσωπα. Αλλα πάντα έτσι ξεκινάω. Επειδή αυτό που έχω να πώ στον κάποιον, αν δεν το βγάλω από μέσα μου θα σκάσω.
-Πως ξεκίνησες να γράφεις;
-Εγραφα από μικρή, δεν «ξεκίνησα» σε κάποια συγκεκριμένη φάση. Στην εφηβεία είχα ξεπατωθεί-έγραφα σελίδες και σελίδες, γράμματα, ημερολόγια, τα πάντα. Ερεθίσματά μου ήταν τα βιβλία που διάβαζα ασταμάτητα. Όταν ένα βιβλίο κατάφερνε να με απορροφήσει τόσο στον κόσμο του ώστε να ξεχνάω τον υπόλοιπο κόσμο, έσκαγα από τη ζήλια μου γιατί ήθελα να το είχα γράψει εγώ. Το έχω ξαναπεί ως ιστορία: πήγα στην Αμερική με υποτροφία το ’79, έστειλα ένα κείμενο σε διαγωνισμό διηγήματος στην Ελενα Ακρίτα στον «Ταχυδρόμο», κέρδισα το βραβείο, ήρθα στην Ελλάδα να πάρω τα λεφτά (3.000 δραχμές τότε) και από κει κι ύστερα, ξέμεινα. Με προσέλαβαν στον «Ταχυδρόμο» κι άρχισα να γράφω για το ψωμάκι μου.
-Νιώθεις ότι φέρνεις ένα καινούριο είδος στη λογοτεχνία;
-Στην Ελλάδα, ίσως. Με την έννοια ότι υπάρχουν πολλοί άγγλοι και αμερικάνοι που γράφουν έτσι, «ωμά» όπως λένε και οι κριτικοί, αλλά δεν ήξερα κανέναν έλληνα. Ο πρώτος που το έκανε, που έγραψε «νεανικά», «ωμά» και «άμεσα», ήταν ο Πέτρος Τατσόπουλος το ’81. Μετά άλλαξε στυλ, αλλά το πρώτο του βιβλίο-που δεν θυμάμαι τώρα τον τίτλο-ήταν ένα «καινούργιο είδος λογοτεχνίας». Κατ΄αυτήν την έννοια, ήρθα δεύτερη στο καινούργιο είδος.
-Τελικά όντως η δημοσιογραφία οδηγεί παντού;
-Η δημοσιογραφία…μπορεί και να σε οδηγήσει στην τηλεόραση, δηλαδή πουθενά (από δημιουργική άποψη). Αλλά μη φανταστείς ότι «μου άνοιξε δρόμους» η δημοσιογραφία, τους δρόμους τους ανοίγεις μόνος σου. Βασικά επειδή δεν είχα λεφτά έψαχνα για άλλες δουλειές και άρχισα να κάνω μεταφράσεις στον Κάκτο. Μετάφρασα το «Πέρα από την Αφρική» της Κάρεν Μπλίξεν και κάπως σαν να μου μπήκε η ιδέα να γράψω κι εγώ βιβλίο. Μόνο που, δεν είναι τόσο απλό. Δεν ειχα ιδέα από πού να αρχίσω και πώς να συνεχίσω. Τότε περίπου γνώρισα τον Μανόλη Σαββίδη, που έβγαζε ένα υπέροχο περιοδικό, τον «Ιστό». (Αν το πώ «λογοτεχνικό», ακούγεται σαν βρισιά: ένα έξυπνο περιοδικό ήταν). Μου είπε να του γράψω ένα κείμενο χύμα, να το δημοσιεύσει. Του έγραψα τρία. Τα ένωσε σε ένα και το δημοσίευσε ως διήγημα. Μετά μου ζητούσε κι άλλα, έγινα τακτική συνεργάτης. Μετά…έφτιαξε εκδοτικό οίκο, τον Ιστό, και μου έβγαλε το πρώτο βιβλίο («Κενά μνήμης»).
-Τα χρόνια της δημοσιογραφίας βοήθησαν το γράψιμό σου;
-Μα και τώρα δημοσιογραφώ, δεν έχω σταματήσει να γράφω στα περιοδικά (πώς θα ζήσω διαφορετικά;) Και η αλήθεια είναι ότι όσο πιο πολύ γράφεις, τόσο καλύτερα γράφεις. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αν είχα άνεση οικονομική θα είχα γράψει 30 βιβλία-δεν θα έγραφα στα περιοδικά, θα είχα ελεύθερο χρόνο κλπ.. Αλλά μπορεί και να μην είχα γράψει κανένα. Είμαι στο τριπάκι του γραψίματος κάθε μέρα, και δεν ξέρω αν αυτό βοηθάει ή όχι, πάντως δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετική τη ζωή μου.
-Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι η δημοσιογραφία «σκοτώνει» ένα καλό συγγραφέα. Ποια είναι η γνώμη σου;
-Αυτή την θεωρία, ότι η δημοσιογραφία σκοτώνει τον συγγραφέα, την έχω ακούσει. Μου φαίνεται μαλακία, τι να σου πώ; Ο Φρέντυ Γερμανός κάποτε μου είπε «μερικοί πιστεύουν ότι το γράψιμο είναι σαν το σπέρμα, ότι έχεις τόσες "ριξιές" μέσα σου και δεν κάνει να τις σπαταλάς, αλλά δεν είναι αλήθεια. Οσο περισσότερο γράφεις, τόσο καλύτερα». Επίσης, δεν έχω εναλλακτική. Δηλαδή τι; Να βρώ δουλειά σε τράπεζα ώστε να γράφω μόνο βιβλία; Βαριέμαι και που το σκέφτομαι…
-Τα δικά σου αγαπημένα βιβλία ποια είναι;
-Τα αγαπημένα μου βιβλία; Θα κάνεις πλάκα. Είναι εκατομμύρια. Κάθε τόσο ανακαλύπτω κι από ένα καινούργιο. Μου αρέσουν από έλληνες ο Κοσμάς Πολίτης, Βασίλης Βασιλικός, Βαλτινός, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος, Πηνελόπη Δέλτα (καλά, σίγουρα θα ξεχάσω τους μισούς)…από ξένους, όλοι οι κλασσικοί μαζί με τον Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο») και τον Μαξιμ Γκόργκυ, ο Ιούλιος Βερν είναι στο πάνω ράφι, ο Robert Graves, E.M. Forster, Δάφνη Ντυ Μωριέ, Σκοτ Φιτζέραλντ, Ερνεστ Χέμινγουαιη, Σάλιντζερ, όλοι σχεδόν οι αμερικάνοι της δεκαετίας του ’50, ’60 και ’70…αγαπημένη μου είναι μια καναδή συγγραφέας, η Alice Munro. Απ΄αυτήν έμαθα να γράφω. Και σου λέω – είναι χιλιάδες που αφήνω απ΄έξω γιατί γενικά είμαι fan της λογοτεχνίας, πώς να τους θυμηθώ όλους…
-Μ αρέσουν πολύ οι συνεντεύξεις που δίνεις κατά καιρούς σε συναδέλφους. Έχουν καταπληκτικές ατάκες....
-Δεν έχω κάνει και πολλές συνεντεύξεις. Θυμάμαι μία που μου έκανε στο Colt ο Πάνος Ζόγκας και μου είχε πεί «όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω Μανίνα Ζουμπουλάκη» και είχα σοκαριστεί. Δηλαδή υπήρχε εκεί έξω κάποιος που με είχε ίνδαλμα; Επεσα ανάσκελα.
-Τι σε συναρπάζει στις συνεντεύξεις που κάνεις εσύ με – άγνωστους ως επί το πλείστον- ανθρώπους;
-Οι συνεντεύξεις που παίρνω από άλλους είναι σχεδόν πάντα από άγνωστους. Με συναρπάζει όταν βρίσκω μια τρύπα, ένα μυστικό διάδρομο στην ψυχή του άλλου που (αισθάνομαι ότι) δεν έχει βρεί κανείς ως τώρα. Όταν από το τίποτα αποκτώ επικοινωνία βάθους με έναν άγνωστο, τον οποίον επιπλέον θαυμάζω. Πριν πολλά χρόνια είχα κάνει συνέντευξη με τον Αλκη Κούρκουλο και υπήρξε μια τέτοια στιγμή: βαθειάς επικοινωνίας χωρίς λόγο σχεδόν. Όχι ότι εγώ προσωπικά είχα καταφέρει κάτι σπουδαίο: είναι σαν να κατρακυλάνε δύο μαγνήτες σε μια πλαγιά και ξαφνικά να δένουν, πόλος με πόλο, στο άσχετο-έτυχε και κύλησαν με τον σωστό τρόπο.
-Σήμερα γιατί γράφεις άρθρα σε εφημερίδες ή περιοδικά; Δεν το χεις βαρεθεί τόσα χρόνια;
-Δεν έχω βαρεθεί τα περιοδικά, μ’αρέσουν, πάντα φτιάχνομαι με μια καλή ιδέα για άρθρο. Δηλαδή με το ίδιο κέφι που τα αντιμετώπιζα στα 25 ή 35 μου τα αντιμετωπίζω και στα 46. Ελπίζω να κρατήσει αυτό. Επίσης…από τα περιοδικά ζώ. Αν και, θα έγραφα ακόμα κι αν ήμουν παμπλούτου.
-Η «αληθινή σταρ» πως προέκυψε;
-Η «Αληθινή σταρ» προέκυψε σαν πρότασή μου για σήριαλ σ΄ένα κανάλι. Η πρόταση απορρίφθηκε, και μετά δεν είχα δουλειά, και λέω «μωρέ δεν το κάνω βιβλίο;» Είναι το μοναδικό βιβλίο που το έγραψα μέσα σε τρείς μήνες. Και ναι μεν είναι «ελαφρύ»…ο Σταμάτης Φασουλής δε, όταν το διάβασε, μου είπε ότι «φωτίζει έναν χώρο, αυτόν της τηλεόρασης, με πολύ ζωντανό τρόπο» και το βρήκε «τέλειο». Είναι βιβλίο για διακοπές, και σε κείνη τη φάση της ζωής μου αυτό είχα ανάγκη να γράψω. Κάτι light, με happy end, αλλά έξυπνο και γρήγορο.. ή τουλάχιστον αυτά είπαν όσοι το διάβασαν.
-Αληθεύει ότι ζήτησες την άδεια να χρησιμοποιήσεις τα ονόματα των σταρ από τους ίδιους που αναφέρεις στο βιβλίο;
-Ναι, ρώτησα την Νικολούλη, τον Απόστολο Γκλέτσο, την Πέμυ Ζούνη-στην Νικολούλη έστειλα όλο το κεφάλαιο με φαξ και δεν είχε καμιά αντίρρηση. Οι άλλοι είναι και φίλοι μου στο φινάλε.
-Υπάρχουν αληθινοί σταρ σήμερα στην Ελλάδα;
-Σταρ είναι ο Ρουβάς. Η Δήμητρα Ματσούκα. Ο Αλέξης Γεωργούλης, ο Παπακαλιάτης…πολλοί. Αυτοί που «λάμπουν» για κάμποσο καιρο.
-Τι σημαίνει για σένα σταρ;
-Σταρ είναι κάποιος που έχει λάμψη. Τον Μάριο Φραγκούλη, για παράδειγμα, τον γνώρισα όταν ήταν 19 χρονών, του έκανα την πρώτη του (ελληνική) συνέντευξη. Βγήκα έξω και έλεγα «παιδιά αυτός θα γίνει μεγάλος σταρ». Ελαμπε. Και σταρ είναι όποιος δουλεύει πολύ σκληρά για να διατηρήσει τη λάμψη του…
-Από όλους αυτούς τους «σταρ» με τους οποίους έχεις μιλήσει, ποιος σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;
-Ολοι όσοι σου ανέφερα πιο πριν μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Και η Καρυοφιλιά Καραμπέτη, η Τάνια Τρύπη, η Εβελίνα Παπούλια, ο Αλκης, ο Γιώργος Καραμίχος…Ο Αργύρης Ξάφης κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλος ηθοποιός αλλά καθόλου δεν τον νοιάζει να΄ναι σταρ.
-Πως είναι η καθημερινότητα σου;
-Δουλεύω νύχτα. Στέλνω το γυιό μου στο σχολείο στις 7 και πέφτω για ύπνο ως τις 12-1.00. Μετά έχω ραντεβού σε εταιρείες παραγωγής, στην Intro Books του Κωστόπουλου, «δουλειές»…και μετά γυρνάω σπίτι, μαγειρεύω, βάζω πλυντήρια. Μετά γράφω.
-Σύζυγος, συγγραφέας, μητέρα, δημοσιογράφος, σεναριογράφος. Ρόλοι διαφορετικοί και ξεχωριστοί ή ρόλοι που ο ένας χωρίς τον άλλο δεν ολοκληρώνουν την προσωπικότητα της Μανίνας;
-Πάντα είχα πολλή ενέργεια, δόξα σοι ο θεός. Δεν κουράζομαι εύκολα, κοιμάμαι μαζικά στο τέλος της εβδομάδας, αντέχω την ταλαιπωρία και δουλεύω σκληρά. Δεν είναι «ρόλοι» όλ΄αυτά, είναι στοιχεία χαρακτήρα. Δηλαδή είμαι και μαμά, και γκόμενα (σύζυγος έπαψα να είμαι εδώ και χρόνια), και δημοσιογράφος, συγγραφέας, σεναριογράφος…Μια χαρά τα βρίσκω. Επίσης, τα κάνω όλα ταυτόχρονα. Εχω συνηθίσει.
-Ποιος απ αυτούς είναι ο σημαντικότερος;
-Ολες οι γυναίκες με παιδιά θα σου πούνε ότι ο κυριότερος ρόλος είναι της μαμάς, το ίδιο λέω κι εγώ. Απλώς αν δεν έκανα άλλα χίλια πράγματα, δεν ξέρω πόσο καλή μαμά θα ήμουν. Και από νοικοκυριό είμαι μπάζο εντελώς, δεν κάνω τίποτα, το σπίτι μου είναι αχούρι.
-Τι τίτλο θα μου πρότεινες να βάλω δίπλα από το όνομά σου σ αυτή τη συνέντευξη;
-Τον τίτλο στον έβαλα: δημοσιογράφος, συγγραφέας, κατά καιρούς σεναριογράφος. Αν θέλεις βάλε και «τρελή», δεν με πειράζει καθόλου…
Δημοσίευση στο "Φιλελεύθερο" της Κύπρου (ένθετο "Υστερόγραφο"), το Δεκέμβριο του 2006.
-Με πολλές ατάκες έχω ταυτιστεί. Συνήθως βγαίνω από συνεντεύξεις και αισθάνομαι τέλεια σύμπνοια με τον συνεντευξιαζόμενο…εκτός από τον Παπακαλιάτη, που μου είπε ότι δεν πάει σχεδόν ποτέ διακοπές. Μα πώς αντέχει;
-Αν «η ζωή (δεν) είναι ταινία», τότε τι είναι;
-Στην ταινία μπορείς να βάλεις happy end, να φέρεις τους ανθρώπους κοντά, να στήσεις ιδανικές σχέσεις…το ίδιο και στα βιβλία. Στην ζωή δυστυχώς δεν γίνεται αυτό. Άλλος γράφει το φινάλε. Μη σου πώ, άλλος γράφει και τις σημαντικές σκηνές. Η ζωή είναι ζωή. Η Τέχνη προσπαθεί να μας κάνει να την καταλάβουμε.
-Τι είναι η ζωή;
-Ζωή σημαίνει να είμαστε γεροί και υγιείς, η οικογένειά μου κι εγώ. Από και κι ύστερα, όλα γίνονται-όλα είναι εφικτά (για να δανειστώ ένα καλό κλισέ).
-Τι σημαίνει για σένα ο όρος best seller;
-Best seller στην Ελλάδα είναι οτιδήποτε πουλάει πάνω από 10.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας– αντικειμενικά. Το μόνο πραγματικό best seller μου ήταν το «Φεύγα!» που όντως πούλησε πάνω από 25- 30.000 κομμάτια όταν έγινε σήριαλ στο Mega. Τα υπόλοιπα…φτάνουν τις 10.000, αλλά μόνον τα μυθιστορήματα (οι συλλογές διηγημάτων δεν είμαι σίγουρη καν κατά πόσον πλησιάζουν αυτό το νούμερο, δεδομένου ότι «το διήγημα στην Ελλάδα δεν πουλάει» όπως λένε και οι ειδικοί). Best seller είναι κάτι που δεν μπορώ να μπώ στη διαδικασία να γράψω, αν κάτσει, οκέυ. Όταν κάποιος που δεν μου αρέσει η φάτσα του έρχεται και μου λέει «διάβασα το βιβλίο σου» μπερδεύομαι. Αναρωτιέμαι γιατί το αγόρασε, αφού είναι άσχετος με μένα, γιατί τα βιβλία είναι σαν να τα γράφω για κολλητούς μου.
-Αισθάνεσαι ότι είσαι μπεστσελλερίστρια;
-Όχι, δεν αισθάνομαι μπεστεσελερίστας. Αισθάνομαι σαν να γράφω για τους φίλους μου.
-Πως αντιδρούσες στην αρχή όταν οι κριτικοί πυροβολούσαν τα βιβλία σου και τα χαρακτήριζαν «ελαφρά» ή «ροζ»;
-Μου φαινόταν περίεργο όταν με έθαβαν αλλά ποτέ δεν με είπαν «ροζ». Το θάψιμο αφορά συνήθως τη γλώσσα (πολλές βρισιές) και το σεξ (μπόλικο). Νομίζω ότι αν με έλεγαν «ροζ» θα τα έπαιρνα στο κρανίο. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Την γλώσσα την υποστηρίζω-αυτήν που χρησιμοποιώ όταν γράφω, εννοώ. Με την ίδια γλώσσα μιλάω, και δεν ξέρω πολύ κόσμο που να λέει «διάβολε!» αντί για «γαμώτο!». Το σεξ…το υποστηρίζω επίσης, είμαι υπέρ. Και βαριέμαι να διαβάζω βιβλία στα οποία κανένας ποτέ δεν κάνει σεξ με κανέναν.
-Τώρα πως αντιδράς;
-Τώρα αντιδρώ με τον ίδιον τρόπο. Εχω καιρό να βγάλω βιβλίο, 2-3 χρόνια, και ετοιμάζω ένα για την άνοιξη ’07. Είναι εγχειρίδιο «πώς να γράψεις», αλλά με βρισιές και με σεξ (λίγο), οπότε περιμένω θάψιμο. Δε βαριέσαι. Αυτοί που «με» διαβάζουν τουλάχιστον δεν είναι φλώροι…
-Θυμάμαι τον τίτλο ενός άρθρου σε καθημερινή εφημερίδα που είχε τον τίτλο «Ο εθισμός στη Μανίνα Ζουμπουλάκη». Φανταζόσουν όταν ξεκινούσες να γράφεις ότι θα προκαλέσεις … εθισμό;
-Το άρθρο που λες ήταν του συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου, και ήταν θεϊκό: έλεγε πώς ενώ υπάρχουν κενά στα γραπτά μου και τεχνικές ατέλειες ένα σωρό, είναι τόσο «συναισθηματικά δυνατά» που προκαλούν εθισμό. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα, καλύτερη κριτική να σου γράψει κανείς. Δηλαδή αν έλεγε ότι τα κείμενά μου είναι τέλεια τεχνικά αλλά κενά συναισθημάτων, θα ανησυχούσα πάρα πολύ. Με το άρθρο του, πετούσα στα σύννεφα για μήνες. Του έστειλα λουλούδια, κι είμαστε φίλοι από τότε.
-Για ποιο λόγο γράφεις βιβλία;
-Γράφω επειδή μου αρέσει, επειδή έχω μια βίδα κουνημένη κάπου και λειτουργώ καλά μόνον όταν «έχω κάτι να γράψω». Το γράψιμο με κρατάει γερή κατά κάποιον τρόπο, με σώας τας φρένας (αν και θα βρείς κόσμο να σου πεί ότι δεν ισχύει καθόλου αυτό και από φρένα είναι που πάσχω). Είναι η επικοινωνία μου με τον έξω κόσμο, ο τρόπος που έχω βρεί να διαπραγματεύομαι και να καταλαβαίνω την πραγματικότητα. Αυτό ισχύει για κάθε μορφή γραφής – αν έχω καιρό να γράψω (άρθρο ή κομμάτι για βιβλίο, μια και τα βιβλία τα γράφω κομμάτι-κομμάτι) αισθάνομαι περίεργα. Λες και το κενό που (προφανώς) υπάρχει μέσα μου μεγαλώνει ολοένα κι αν δεν στρωθώ να γράψω μερικές σελίδες ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ θα ανοίξει ξαφνικά και θα με καταπιεί. Τα βιβλία…είναι πιο δύσκολη υπόθεση από τα κείμενα, ακόμα και από τα σενάρια. Συνήθως ξεκινάω ένα βιβλίο επειδή κάτι θέλω να πώ σε κάποιον και δεν έχω άλλον τρόπο να το πώ. Μετά σιγά σιγά όσο γράφω ο κάποιος γίνεται «κάποιοι», αποκτά πολλά πρόσωπα. Αλλα πάντα έτσι ξεκινάω. Επειδή αυτό που έχω να πώ στον κάποιον, αν δεν το βγάλω από μέσα μου θα σκάσω.
-Πως ξεκίνησες να γράφεις;
-Εγραφα από μικρή, δεν «ξεκίνησα» σε κάποια συγκεκριμένη φάση. Στην εφηβεία είχα ξεπατωθεί-έγραφα σελίδες και σελίδες, γράμματα, ημερολόγια, τα πάντα. Ερεθίσματά μου ήταν τα βιβλία που διάβαζα ασταμάτητα. Όταν ένα βιβλίο κατάφερνε να με απορροφήσει τόσο στον κόσμο του ώστε να ξεχνάω τον υπόλοιπο κόσμο, έσκαγα από τη ζήλια μου γιατί ήθελα να το είχα γράψει εγώ. Το έχω ξαναπεί ως ιστορία: πήγα στην Αμερική με υποτροφία το ’79, έστειλα ένα κείμενο σε διαγωνισμό διηγήματος στην Ελενα Ακρίτα στον «Ταχυδρόμο», κέρδισα το βραβείο, ήρθα στην Ελλάδα να πάρω τα λεφτά (3.000 δραχμές τότε) και από κει κι ύστερα, ξέμεινα. Με προσέλαβαν στον «Ταχυδρόμο» κι άρχισα να γράφω για το ψωμάκι μου.
-Νιώθεις ότι φέρνεις ένα καινούριο είδος στη λογοτεχνία;
-Στην Ελλάδα, ίσως. Με την έννοια ότι υπάρχουν πολλοί άγγλοι και αμερικάνοι που γράφουν έτσι, «ωμά» όπως λένε και οι κριτικοί, αλλά δεν ήξερα κανέναν έλληνα. Ο πρώτος που το έκανε, που έγραψε «νεανικά», «ωμά» και «άμεσα», ήταν ο Πέτρος Τατσόπουλος το ’81. Μετά άλλαξε στυλ, αλλά το πρώτο του βιβλίο-που δεν θυμάμαι τώρα τον τίτλο-ήταν ένα «καινούργιο είδος λογοτεχνίας». Κατ΄αυτήν την έννοια, ήρθα δεύτερη στο καινούργιο είδος.
-Τελικά όντως η δημοσιογραφία οδηγεί παντού;
-Η δημοσιογραφία…μπορεί και να σε οδηγήσει στην τηλεόραση, δηλαδή πουθενά (από δημιουργική άποψη). Αλλά μη φανταστείς ότι «μου άνοιξε δρόμους» η δημοσιογραφία, τους δρόμους τους ανοίγεις μόνος σου. Βασικά επειδή δεν είχα λεφτά έψαχνα για άλλες δουλειές και άρχισα να κάνω μεταφράσεις στον Κάκτο. Μετάφρασα το «Πέρα από την Αφρική» της Κάρεν Μπλίξεν και κάπως σαν να μου μπήκε η ιδέα να γράψω κι εγώ βιβλίο. Μόνο που, δεν είναι τόσο απλό. Δεν ειχα ιδέα από πού να αρχίσω και πώς να συνεχίσω. Τότε περίπου γνώρισα τον Μανόλη Σαββίδη, που έβγαζε ένα υπέροχο περιοδικό, τον «Ιστό». (Αν το πώ «λογοτεχνικό», ακούγεται σαν βρισιά: ένα έξυπνο περιοδικό ήταν). Μου είπε να του γράψω ένα κείμενο χύμα, να το δημοσιεύσει. Του έγραψα τρία. Τα ένωσε σε ένα και το δημοσίευσε ως διήγημα. Μετά μου ζητούσε κι άλλα, έγινα τακτική συνεργάτης. Μετά…έφτιαξε εκδοτικό οίκο, τον Ιστό, και μου έβγαλε το πρώτο βιβλίο («Κενά μνήμης»).
-Τα χρόνια της δημοσιογραφίας βοήθησαν το γράψιμό σου;
-Μα και τώρα δημοσιογραφώ, δεν έχω σταματήσει να γράφω στα περιοδικά (πώς θα ζήσω διαφορετικά;) Και η αλήθεια είναι ότι όσο πιο πολύ γράφεις, τόσο καλύτερα γράφεις. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αν είχα άνεση οικονομική θα είχα γράψει 30 βιβλία-δεν θα έγραφα στα περιοδικά, θα είχα ελεύθερο χρόνο κλπ.. Αλλά μπορεί και να μην είχα γράψει κανένα. Είμαι στο τριπάκι του γραψίματος κάθε μέρα, και δεν ξέρω αν αυτό βοηθάει ή όχι, πάντως δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετική τη ζωή μου.
-Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι η δημοσιογραφία «σκοτώνει» ένα καλό συγγραφέα. Ποια είναι η γνώμη σου;
-Αυτή την θεωρία, ότι η δημοσιογραφία σκοτώνει τον συγγραφέα, την έχω ακούσει. Μου φαίνεται μαλακία, τι να σου πώ; Ο Φρέντυ Γερμανός κάποτε μου είπε «μερικοί πιστεύουν ότι το γράψιμο είναι σαν το σπέρμα, ότι έχεις τόσες "ριξιές" μέσα σου και δεν κάνει να τις σπαταλάς, αλλά δεν είναι αλήθεια. Οσο περισσότερο γράφεις, τόσο καλύτερα». Επίσης, δεν έχω εναλλακτική. Δηλαδή τι; Να βρώ δουλειά σε τράπεζα ώστε να γράφω μόνο βιβλία; Βαριέμαι και που το σκέφτομαι…
-Τα δικά σου αγαπημένα βιβλία ποια είναι;
-Τα αγαπημένα μου βιβλία; Θα κάνεις πλάκα. Είναι εκατομμύρια. Κάθε τόσο ανακαλύπτω κι από ένα καινούργιο. Μου αρέσουν από έλληνες ο Κοσμάς Πολίτης, Βασίλης Βασιλικός, Βαλτινός, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος, Πηνελόπη Δέλτα (καλά, σίγουρα θα ξεχάσω τους μισούς)…από ξένους, όλοι οι κλασσικοί μαζί με τον Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο») και τον Μαξιμ Γκόργκυ, ο Ιούλιος Βερν είναι στο πάνω ράφι, ο Robert Graves, E.M. Forster, Δάφνη Ντυ Μωριέ, Σκοτ Φιτζέραλντ, Ερνεστ Χέμινγουαιη, Σάλιντζερ, όλοι σχεδόν οι αμερικάνοι της δεκαετίας του ’50, ’60 και ’70…αγαπημένη μου είναι μια καναδή συγγραφέας, η Alice Munro. Απ΄αυτήν έμαθα να γράφω. Και σου λέω – είναι χιλιάδες που αφήνω απ΄έξω γιατί γενικά είμαι fan της λογοτεχνίας, πώς να τους θυμηθώ όλους…
-Μ αρέσουν πολύ οι συνεντεύξεις που δίνεις κατά καιρούς σε συναδέλφους. Έχουν καταπληκτικές ατάκες....
-Δεν έχω κάνει και πολλές συνεντεύξεις. Θυμάμαι μία που μου έκανε στο Colt ο Πάνος Ζόγκας και μου είχε πεί «όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω Μανίνα Ζουμπουλάκη» και είχα σοκαριστεί. Δηλαδή υπήρχε εκεί έξω κάποιος που με είχε ίνδαλμα; Επεσα ανάσκελα.
-Τι σε συναρπάζει στις συνεντεύξεις που κάνεις εσύ με – άγνωστους ως επί το πλείστον- ανθρώπους;
-Οι συνεντεύξεις που παίρνω από άλλους είναι σχεδόν πάντα από άγνωστους. Με συναρπάζει όταν βρίσκω μια τρύπα, ένα μυστικό διάδρομο στην ψυχή του άλλου που (αισθάνομαι ότι) δεν έχει βρεί κανείς ως τώρα. Όταν από το τίποτα αποκτώ επικοινωνία βάθους με έναν άγνωστο, τον οποίον επιπλέον θαυμάζω. Πριν πολλά χρόνια είχα κάνει συνέντευξη με τον Αλκη Κούρκουλο και υπήρξε μια τέτοια στιγμή: βαθειάς επικοινωνίας χωρίς λόγο σχεδόν. Όχι ότι εγώ προσωπικά είχα καταφέρει κάτι σπουδαίο: είναι σαν να κατρακυλάνε δύο μαγνήτες σε μια πλαγιά και ξαφνικά να δένουν, πόλος με πόλο, στο άσχετο-έτυχε και κύλησαν με τον σωστό τρόπο.
-Σήμερα γιατί γράφεις άρθρα σε εφημερίδες ή περιοδικά; Δεν το χεις βαρεθεί τόσα χρόνια;
-Δεν έχω βαρεθεί τα περιοδικά, μ’αρέσουν, πάντα φτιάχνομαι με μια καλή ιδέα για άρθρο. Δηλαδή με το ίδιο κέφι που τα αντιμετώπιζα στα 25 ή 35 μου τα αντιμετωπίζω και στα 46. Ελπίζω να κρατήσει αυτό. Επίσης…από τα περιοδικά ζώ. Αν και, θα έγραφα ακόμα κι αν ήμουν παμπλούτου.
-Η «αληθινή σταρ» πως προέκυψε;
-Η «Αληθινή σταρ» προέκυψε σαν πρότασή μου για σήριαλ σ΄ένα κανάλι. Η πρόταση απορρίφθηκε, και μετά δεν είχα δουλειά, και λέω «μωρέ δεν το κάνω βιβλίο;» Είναι το μοναδικό βιβλίο που το έγραψα μέσα σε τρείς μήνες. Και ναι μεν είναι «ελαφρύ»…ο Σταμάτης Φασουλής δε, όταν το διάβασε, μου είπε ότι «φωτίζει έναν χώρο, αυτόν της τηλεόρασης, με πολύ ζωντανό τρόπο» και το βρήκε «τέλειο». Είναι βιβλίο για διακοπές, και σε κείνη τη φάση της ζωής μου αυτό είχα ανάγκη να γράψω. Κάτι light, με happy end, αλλά έξυπνο και γρήγορο.. ή τουλάχιστον αυτά είπαν όσοι το διάβασαν.
-Αληθεύει ότι ζήτησες την άδεια να χρησιμοποιήσεις τα ονόματα των σταρ από τους ίδιους που αναφέρεις στο βιβλίο;
-Ναι, ρώτησα την Νικολούλη, τον Απόστολο Γκλέτσο, την Πέμυ Ζούνη-στην Νικολούλη έστειλα όλο το κεφάλαιο με φαξ και δεν είχε καμιά αντίρρηση. Οι άλλοι είναι και φίλοι μου στο φινάλε.
-Υπάρχουν αληθινοί σταρ σήμερα στην Ελλάδα;
-Σταρ είναι ο Ρουβάς. Η Δήμητρα Ματσούκα. Ο Αλέξης Γεωργούλης, ο Παπακαλιάτης…πολλοί. Αυτοί που «λάμπουν» για κάμποσο καιρο.
-Τι σημαίνει για σένα σταρ;
-Σταρ είναι κάποιος που έχει λάμψη. Τον Μάριο Φραγκούλη, για παράδειγμα, τον γνώρισα όταν ήταν 19 χρονών, του έκανα την πρώτη του (ελληνική) συνέντευξη. Βγήκα έξω και έλεγα «παιδιά αυτός θα γίνει μεγάλος σταρ». Ελαμπε. Και σταρ είναι όποιος δουλεύει πολύ σκληρά για να διατηρήσει τη λάμψη του…
-Από όλους αυτούς τους «σταρ» με τους οποίους έχεις μιλήσει, ποιος σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;
-Ολοι όσοι σου ανέφερα πιο πριν μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Και η Καρυοφιλιά Καραμπέτη, η Τάνια Τρύπη, η Εβελίνα Παπούλια, ο Αλκης, ο Γιώργος Καραμίχος…Ο Αργύρης Ξάφης κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλος ηθοποιός αλλά καθόλου δεν τον νοιάζει να΄ναι σταρ.
-Πως είναι η καθημερινότητα σου;
-Δουλεύω νύχτα. Στέλνω το γυιό μου στο σχολείο στις 7 και πέφτω για ύπνο ως τις 12-1.00. Μετά έχω ραντεβού σε εταιρείες παραγωγής, στην Intro Books του Κωστόπουλου, «δουλειές»…και μετά γυρνάω σπίτι, μαγειρεύω, βάζω πλυντήρια. Μετά γράφω.
-Σύζυγος, συγγραφέας, μητέρα, δημοσιογράφος, σεναριογράφος. Ρόλοι διαφορετικοί και ξεχωριστοί ή ρόλοι που ο ένας χωρίς τον άλλο δεν ολοκληρώνουν την προσωπικότητα της Μανίνας;
-Πάντα είχα πολλή ενέργεια, δόξα σοι ο θεός. Δεν κουράζομαι εύκολα, κοιμάμαι μαζικά στο τέλος της εβδομάδας, αντέχω την ταλαιπωρία και δουλεύω σκληρά. Δεν είναι «ρόλοι» όλ΄αυτά, είναι στοιχεία χαρακτήρα. Δηλαδή είμαι και μαμά, και γκόμενα (σύζυγος έπαψα να είμαι εδώ και χρόνια), και δημοσιογράφος, συγγραφέας, σεναριογράφος…Μια χαρά τα βρίσκω. Επίσης, τα κάνω όλα ταυτόχρονα. Εχω συνηθίσει.
-Ποιος απ αυτούς είναι ο σημαντικότερος;
-Ολες οι γυναίκες με παιδιά θα σου πούνε ότι ο κυριότερος ρόλος είναι της μαμάς, το ίδιο λέω κι εγώ. Απλώς αν δεν έκανα άλλα χίλια πράγματα, δεν ξέρω πόσο καλή μαμά θα ήμουν. Και από νοικοκυριό είμαι μπάζο εντελώς, δεν κάνω τίποτα, το σπίτι μου είναι αχούρι.
-Τι τίτλο θα μου πρότεινες να βάλω δίπλα από το όνομά σου σ αυτή τη συνέντευξη;
-Τον τίτλο στον έβαλα: δημοσιογράφος, συγγραφέας, κατά καιρούς σεναριογράφος. Αν θέλεις βάλε και «τρελή», δεν με πειράζει καθόλου…
Δημοσίευση στο "Φιλελεύθερο" της Κύπρου (ένθετο "Υστερόγραφο"), το Δεκέμβριο του 2006.