14.2.13

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ: "ΥΠΟΝΟΜΕΥΩ ΣΥΝΕΧΩΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ"


«Δεν είμαι καλά» είναι η απάντηση του στην τυπική ερώτηση μου στο τηλέφωνο. Προσπαθούμε να βρούμε χρόνο, να κάνουμε τη συνέντευξη που του ζητώ. Μιλάμε ξανά. Δύο, τρεις φορές. Στο τέλος το παίζω «παιδική χαρά». «Μα τι λέτε τώρα; Μια χαρά μου ακούγεστε». Σιωπή. Την Πέμπτη που τον συνάντησα στο σπίτι του μου το λέει κατάμουτρα: «Δεν ήμουνα καλά όταν μιλήσαμε, αλλά σήμερα αισθάνομαι καλύτερα.». Το εκλαμβάνω ότι θα ναι μια συνηθισμένη του απάντηση, μία γκρίνια της στιγμής. «Μπορεί έτσι να ναι οι συγγραφείς», δεν ήξερα. Δεν είπα τίποτα. Θα με διέψευδε μισή ώρα αργότερα όταν θα μου λεγε για την παραμονή του- λίγες μέρες πριν- στο νοσοκομείο «Υγεία». Το κεφάλι μου κάνει κύκλους στο σαλόνι ώστε να βρούμε την κατάλληλη γωνία για τη φωτογράφηση. «Στον καναπέ θα ναι καλύτερα», του λέω. Υπακούει. Καταλαβαίνω πως τον κουράζω, πως δεν είναι και ό,τι καλύτερο γι αυτόν η διαδικασία. Ένα κλικ, δεύτερο, τέταρτο. «Λίγο πιο δεξιά κύριε Ελευθερίου». Δυσανασχετεί. «Φτάνει παιδιά». «Ένα τελευταίο σας παρακαλώ, να το χουμε για ασφάλεια». Υπομένει προτού κάνει-στο τέλος-το σταυρό του. «Γιατί δεν κάνουμε το άλλο;», μου αναφέρει γελώντας. «Ποιο;» «Να πάτε να φωτογραφήσετε ένα ερείπιο, και να βάλετε από κάτω λεζάντα “Ο Μάνος Ελευθερίου. Αυτός είναι!”. Δεν θα ήταν πολύ πρωτότυπο; Δεν θα έκανε τη διαφορά;». 
-Μ' αρέσει που αυτοσαρκάζεστε…
-Αυτό είναι βασικό ελάττωμά μου. Υπονομεύω συνεχώς τον εαυτό μου, και κυρίως σε ανθρώπους που μπορούνε να το καταλάβουνε. Σε κάποιους που δεν το καταλαβαίνουνε δεν το κάνω. Το να κοροϊδεύει κανείς τον εαυτό του, λένε, ότι έχει και μία άλφα ποιότητα. 
-Ή ότι είναι πολύ ξύπνιος.
-Α, όχι. Εγώ είμαι τελείως βλαξ. Εντάξει, τελείως-τελείως όχι. Τελείως ναι. Μέχρι εκεί φτάνω. Τον κοροϊδεύω εξαιρετικά τον εαυτό μου γιατί κάνω και πολλές γκάφες.
-Φαντάζομαι με κοροϊδεύατε όταν μου λέγατε στο τηλέφωνο «δεν είμαι καλά» και «δεν είμαι καλά». Ήταν ένας τρόπος να αποφύγετε τη συνέντευξη…
-Κάθε άλλο. Τα αποτελέσματα είναι εδώ (Μου δείχνει ένα φάκελο που περιέχει ιατρικές γνωματεύσεις). Δυστυχώς δεν σε κορόιδευα. Έμεινα όλη νύχτα μέσα στο νοσοκομείο. Στο «Υγεία» με πήγανε…
-Βελτιώθηκε η κατάσταση;
-Όχι. Πρέπει να κάνω μία εγχείρηση καρδιάς κάποια στιγμή…
-Σας τρομάζει η κατάσταση της υγείας σας, ή και αυτήν με χιούμορ την αντιμετωπίζετε;
-Εκεί δυστυχώς δεν έχει εξυπνάδες. Όταν βουλιάζει ο Τιτανικός τι θα πεις; Δεν βουλιάζουμε; Υπάρχει ένα ποίημα που λέει «βυθιζόμεθα κυρία μου, συνέλθετε, βυθιζόμεθα!».
 -Σας φοβίζει όλο αυτό;
-Ε βέβαια. Εκεί δεν έχει ούτε εξυπνάδες, ούτε αντριλίκια, ούτε να κάνεις τον σκληρό. Βουλιάζει το πλοίο!
-Ο έξυπνος καραβοκύρης πως αντιμετωπίζει αυτό το πλοίο που το βλέπει να βουλιάζει;
-Εκεί θέλει γερά νεύρα. Εύχομαι να μην συμβεί ποτέ σε κανέναν, αλλά σε ανθρώπους που το χουνε περάσει μου χουνε πει ότι ήτανε δυσάρεστο.
-Αυτό σας αποσπά απ τα διαβάσματα σας ή κάνετε το αντίθετο, χώνεστε δηλαδή περισσότερο μέσα σ αυτά;
-Όλα αυτά καταγράφονται και μετά τα χρησιμοποιώ στα βιβλία όσο είμαι καλά. Όταν δεν είμαι καλά, δεν γράφω.
-Συνήθως πότε γράφετε;
-Και μέρα και νύχτα. Δεν έχω πρόγραμμα.
-Συνδέεται αυτό με τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεστε τη δεδομένη στιγμή;
-Όχι. Όταν θέλω να εργαστώ σ οποιαδήποτε κατάσταση και να είμαι προσπαθώ να τα βάλω κάτω τα πράγματα και να δω τι έχω σκεφτεί για να γράψω. Μπορεί να γράψω δέκα σελίδες και να μείνουν μόνο δύο προτάσεις. Από κει και πέρα όπως καταλαβαίνεις τα πράγματα δυσκολεύουνε. 
-Είναι «εργασία» δηλαδή η συγγραφή ενός βιβλίου;
-Ναι. Αισθάνεσαι πάρα πολλή κούραση. Ιδίως αν γράψεις και πολλές σελίδες είναι τρομακτικό αυτό που βιώνεις. Βεβαίως υπάρχει και χαρά και λύπη μέσα σ αυτό. Χαρά που έγραψες και λύπη αν αυτό το οποίο σου πήρε τρεις μέρες να γράψεις είναι τελείως ανοησίες. Η χαρά έρχεται όταν διαπιστώνεις ότι με αυτές τις τρεις προτάσεις κάτι πέτυχες.
-Πότε διαπιστώνετε ότι από αυτές τις δέκα σελίδες, μόνο αυτές οι τρεις προτάσεις πρέπει να μείνουν;
-Την άλλη μέρα κιόλας. Όταν είσαι ήσυχος και διαβάσεις αυτά που έγραψες μέσα σε μία ηρεμία το βλέπεις πια ψυχρά αυτό το πράγμα, σαν να είναι κάποιου άλλου. Λες αυτό είναι βλακεία, αυτό όχι, όχι, όχι, όχι. Υπογραμμίζεις μόνο τις προτάσεις που πέτυχες.
-Πόσες σελίδες πετάξατε μέχρι να φτάσετε στο τελικό υλικό του «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές»;
-Πάρα πολλές! Καταρχήν δεν είχα πολλές φορές την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, κάτι που το ήθελε ένας κριτικός και με το δίκιο του. Ήθελε να βάλω ως επίμετρο τι συνέβαινε στην Αθήνα εκείνη την εποχή. Δεν το βαλα.
-Θα πρεπε; 
-Δεν ξέρω. Άλλοι φίλοι μου λένε όχι, θα υπονόμευε το βιβλίο, άλλοι ότι έπρεπε. Εγώ το χω έτοιμο βέβαια. Είναι καμιά πενηνταριά σελίδες. Τυπωμένες θα ήτανε 30 σελίδες, δύο τυπογραφικά. Πιθανότατα στο μέλλον να το βάλω. Θα βοηθήσει ίσως τον αναγνώστη.
-Ενδεχομένως κάποιους νέους.
-Ασφαλώς. Οι νέοι δεν ξέρουνε τίποτα. Εδώ δεν ξέρουνε τι έγινε το 1821, αν νικήσαμε ή αν χάσαμε απ τους Τούρκους.
-Αυτοί οι συγκεκριμένοι απ όσο ξέρω δεν διαβάζουν καν βιβλία.
-Τίποτα.
-Σας ευχαρίστησε που απ την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του βιβλίου έφτασε τις 25 εκδόσεις;
-Αυτά είναι ευχάριστα αρκεί να είναι καλό το βιβλίο.
-Δεν είναι;
-Μακάρι να είναι. Κοιτάξτε, προχτές ένας κριτικός έγραψε ότι δεν είναι ευχαριστημένος. Θα το διαβάσω προσεκτικά το κείμενο του. Έτσι όπως το διάβασα κάποια στιγμή στα γρήγορα νομίζω ότι μάλλον έχει δίκαιο. Μένουνε πολλά πράγματα μετέωρα και πρέπει να λάβω πολύ σοβαρά υπόψιν μου τις παρατηρήσεις του.
-Μα τι μου λέτε τώρα; Είναι δυνατόν να λαμβάνετε τόσο σοβαρά υπόψιν την κριτική ενός ανθρώπου όταν έχετε άλλες 40 χιλιάδες διθυραμβικές;
-Δεν έχετε δίκαιο. Η κριτική είναι γραμμένη με πολλή προσοχή. Ο κ. Παπασωτηρίου της «Βραδινής», διότι για αυτόν μιλάμε, δεν είναι ένας κακός άνθρωπος. Είναι ένας άνθρωπος που γράφει για το βιβλίο, δεν καταφέρεται εναντίον του συγγραφέα. Γράφει καλόπιστα τις εντυπώσεις του γι αυτό το πράγμα που διάβασε. Εντοπίζει τα λάθη. Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο εγώ θα πρέπει να τον τιμήσω. Αν δεν του άρεσαν σε πολλά μέρη το βιβλίο, θα πρέπει να ξανακοιτάξω αυτά τα μέρη και να κάνω εκείνο που πρέπει να κάνω.
-Τι εισπράξατε λοιπόν από αυτή την πρώτη ματιά που ρίξατε στην κριτική του;
-Ότι έχει απόλυτο δίκαιο...
 -Και τι μπορεί να γίνει τώρα που το βιβλίο κάνει ήδη το ταξίδι του;
-Θα δω τι μπορεί να γίνει αργότερα, σε μία μελλοντική ίσως έκδοση. Κάτι θα κάνω.
-Όταν γράψατε την τελευταία πρόταση γιατί αισθανθήκατε ότι εδώ τέλειωσε το βιβλίο;
-Δεν ξέρεις ποτέ πότε κλείνει ένα βιβλίο. Εγώ το είχα προχωρήσει αυτό το πράγμα, όπως είχε προχωρήσει πολύ και ο «Καιρός των χρυσανθέμων». Έχω άλλο τόσο βιβλίο που δεν το έβαλα μέσα σ αυτό που κυκλοφορεί τώρα. Είναι γύρω στις 170 δαχτυλογραφημένες σελίδες.
-Πότε λοιπόν θα το πετάξετε κι αυτό να ρθω έξω απ το σπίτι σας να το μαζέψω;
-(γελάει) Δεν είναι καλό αυτό που έγραψα. Κάποια στιγμή σταμάτησα και το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο, και είπα «εδώ σταματάει». Θα θελα όμως να προσθέσω στο μέλλον και κάποια πράγματα ακόμα. Πιθανότατα αυτές τις παρατηρήσεις των κριτικών να τις χρησιμοποιήσω μαζί μ εκείνα που έχω γράψει ως συνέχεια στο δεύτερο βιβλίο. Θα ναι καμιά πενηνταριά σελίδες ακόμα.
-Το ξέρετε ότι οι πλείστοι από τους συγγραφείς απλά διαβάζουν μία κριτική και την προσπερνάνε αδιάφορα;
-Όχι όταν είναι καλόπιστη μία κριτική.
-Αρνητικά είχε γράψει κάποιος για τον «Καιρό των Χρυσανθέμων»;
-Νομίζω πως όχι.
-Πρώτη φορά λοιπόν το αντιμετωπίζετε;
-Ναι. Και πρέπει να τους λάβω υπόψιν μου γιατί είναι καταρχήν αξιοπρεπείς άνθρωποι και είναι γνωστή η παρουσία τους στα ελληνικά γράμματα. Δεν είναι τυχαίοι. Σε αντιμετωπίζουν πάρα πολύ σοβαρά, δεν σε αντιμετωπίζουν με υπερβολές και υπερηφάνεια. Και να με καταργούσαν θα το έκαναν υποπτεύομαι με πολύ σικ, πολύ καθωσπρέπει τρόπο. Φαίνεται η στόφα των ανθρώπων. Το δεύτερο μέρος του «Καιρού των χρυσανθέμων» για να σας δώσω να καταλάβετε, δεν μ αρέσει.
-Είναι ασύλληπτη η σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζετε τα βιβλία σας. Μόνο έτσι πιστεύετε προχωράει ένας λογοτέχνης;
-Αυτό δεν το ξέρω.
-Πως σας ανακοινώθηκε ότι πήρατε πέρσι το πρώτο βραβείο λογοτεχνίας;
-Με πήρε μία πολύ σημαντική κυρία της ελληνικής λογοτεχνίας στο τηλέφωνο και μου το είπε. Αυτή ήτανε μέσα στα άδυτα ας πούμε, και μου είπε με πολύ συνωμοτική φωνή ότι θα συμβεί αυτό κι αυτό. Αργότερα μου ανακοινώθηκε και επίσημα.
-Αναρωτιέμαι την αντίδραση σας.
-Τίποτα. Λέω τώρα «να αυτοκτονήσω δεν γίνεται, να πάθω κανένα έμφραγμα δεν γίνεται». Είναι κάτι ευχάριστο, εντάξει. Αυτό μόνο. 
-Όταν περπατάτε στην Ακαδημίας, τι σας λένε συνήθως; 
-Υπάρχουν και ορισμένοι που με βρίζουνε. Υπήρχε ένας τύπος στην Ασκληπιού που κάθε 15- 20 μέτρα σταματούσε , με έβριζε κι έφευγε. Μου έλεγε «εσύ από στιχοπλόκος κι έγινες μυθιστοριογράφος. Είσαι ένα τίποτα!». Σταματούσε και μου ξανάλεγε: «Είσαι ένα τίποτα και μισό! Εμείς φταίμε που σε κάναμε». Σταματούσε πάλι. «Όσοι σου γράφουν καλά είναι φούσκες. Να το πάρεις απόφαση. Είναι μαλάκες!». Αυτό συνεχίστηκε μέχρι επάνω στη Λυκαβηττού. Δεν του λεγα τίποτα. Στο τέλος μου λέει «Καλά, τόσο στωικός είστε; Μιλήστε επιτέλους!». Εγώ κουβέντα δεν είπα. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε δικαίωμα να με βρίσει, γιατί όχι; Δεν με είπε κλέφτη, δεν με είπε παλιάνθρωπο. Μου είπε απλά ότι είμαι ένας ασήμαντος συγγραφέας. Εγώ το χαιρόμουν κιόλας. Ήταν ένα happening.
-Ο συγγραφέας μπερδεύει την «πραγματική» ζωή του με αυτά που γράφει;
-Ουσιαστικά πρόκειται πάντα για μία αυτοβιογραφία.
-Τα δικά σας αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα στη «Γυναίκα που πέθανε δυο φορές» ποια είναι;
-Ό,τι έχει σχέση με τις αρρώστιες (γέλια). Α, και ότι έχει σχέση με τους οίκους ευγηρίας γιατί είχα ένα συγγενικό μου πρόσωπο σε οίκο ευγηρίας. Πολλά χρόνια μπαινόβγαινα εκεί και ήξερα τι συνέβαινε.
-Δεν ξορκίζεται η αρρώστια όταν γράφεις γι αυτήν;
-Την ξορκίζουμε, αλλά ό,τι ξορκίζουμε δεν πάει να πει ότι φεύγει κιόλας.
-Με αφορμή το βιβλίο σας, μου γεννήθηκε η απορία γιατί να χρειάζεται σήμερα η Αριστερά. Δεν είναι κάτι που έχει πεθάνει;
-Η Αριστερά χρειάζεται, και όχι μόνον στην Ελλάδα. Η Αριστερά έχει τεράστια ιστορία, έχει αγώνες, έχει θύματα και μην ξεχνάτε τι κέρδισε η ανθρωπότητα από αυτούς τους αγώνες. Σκεφτείτε πόσο βοηθήθηκε ο αγρότης, ο απλός άνθρωπος από αυτήν. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που έδωσαν και τη ζωή τους ακόμα γι αυτό το όραμα, για έναν καλύτερο κόσμο. Το όραμα αυτών των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή είναι κάτι που έρχεται και που θα ξανάρχεται.

-Είναι σύγχρονη η σημερινή Αριστερά;
-Η σημερινή Αριστερά οφείλει να πει καθαρά και ξάστερα τι έφταιξε, πόσο έφταιξε, ποιοι και πόσο έφταιξαν. Σ αυτά τα πράγματα δεν αρκεί μόνο να πεις «τα καταδικάζω». Τι πάει να πει τα καταδικάζω; Μια λέξη μονάχα στον αέρα δεν λέει τίποτα. Ορισμένα πράγματα αποσιωπούνται και δεν υπάρχει λόγος. Ότι κακό όμως έγινε είναι σίγουρο ότι δεν έγινε με την ανοχή της Αριστεράς.
-Ο Συνασπισμός ή το ΚΚΕ είναι σήμερα «η Αριστερά»;
-Ένα είναι. Και οι δυο το ίδιο είναι.
-Σας έχουν προτείνει ποτέ κάποια πολιτική θέση;
-Ποτέ. Είναι έξυπνοι, δεν είναι βλάκες. Ξέρουν ότι θα τους κάνω ρεζίλι (γέλια).
-Ήταν πιο εύκολο για σας όταν γράφατε στίχους; Πετάγατε λιγότερα χειρόγραφα;
-Όχι, κι εκεί το ίδιο. Έγραφα 5 τραγούδια ας πούμε σε μία μέρα και κράταγα το ένα. ή δεν κράταγα και κανένα. Είχα δοθεί με την ψυχή μου σ αυτό το πράγμα.
-Βοήθησαν οι στίχοι στο μυθιστόρημα;
-Δεν τα ξέρει κανείς αυτά. Τις μυστικές διαδρομές δεν τις ξέρει κανείς. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι μένει μέσα σου.
-Το επόμενο σας βιβλίο με τι θα καταπιάνεται;
-Θα είναι μάλλον ένα ερωτικό μυθιστόρημα για να κάνει μια καλή τριλογία. Το σίγουρο είναι ότι αποκλείεται να ξαναασχοληθώ με καλλιτέχνες.
-Τους βαρεθήκατε;
-Δεν είναι και ότι καλύτερο.
-Να ασχοληθείτε με τραγουδιστές…
-Α πα πα.
-Μα γιατί; Τους ξέρετε καλά.
-Κανέναν δεν ξέρω. Δεν πρέπει να αγιοποιούμε τους τραγουδιστές. Κάθε ένας έχει ανασφάλειες και πάρα πολλοί με τα χρόνια γίνονται άφιλοι-και με γιότα και με ύψιλον-, χωρίς φύλο δηλαδή. Γίνονται τσιγκούνηδες, παραδόπιστοι, εκδικητικοί. Με εκείνον που εξακολουθώ και έχω κάποια επαφή είναι ο Γιώργος Νταλάρας. Ξέρεις ότι έχω γράψει τραγούδια και δεν έχω γνωρίσει ποτέ τους τραγουδιστές; Με καμιά δεκαριά τραγουδιστές δεν έχουμε πει ούτε ένα απλό «χαίρω πολύ». 
-Δεν σας έχουν πάρει ούτε ένα τηλέφωνο;
-Τίποτα.
-Ποιο θεωρείτε ότι είναι το σημαντικότερο σας τραγούδι;
-Νομίζω ειν η «Μαρκίζα». Έτσι λένε όλοι.
-Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε πει σε μία συνέντευξη του παλιά στον «Φιλελεύθερο»: «Έγραψα 1000 τραγούδια, έχασα 1000 μέρες απ τη ζωή μου». Το συμμερίζεστε;
-Εγώ έγραψα λιγότερα τραγούδια και έχασα-ευτυχώς-λιγότερες μέρες.
-Τι κερδίσατε απ τους στίχους;
-Το ότι είχα ένα σταθερό ποσό κάθε έξι μήνες, και έτσι μου έδωσαν τη δυνατότητα να έχω πέντε δεκάρες να παίρνω βιβλία, να αγοράζω κάποια συλλεκτικά πράγματα που μάζευα χρόνια και να πληρώνω το ενοίκιο του σπιτιού μου…
-Δεν θελήσατε ποτέ να αγοράσετε ένα σπίτι;
-Δεν έφταναν τα χρήματα. Κι ύστερα οι αναποδιές της ζωής δεν με άφησαν να βάλω χρήματα στην άκρη. Με τρόμο σκέφτομαι ότι αν χρειαστεί να φύγω απ αυτό το σπίτι που μένω, πως θα κουβαλήσω αυτά τα λίγα βιβλία που έχω εδώ. Τα περισσότερα βιβλία τα στέλνω στη Σύρο. Μου χει τύχει πάρα πολλές φορές άλλωστε να αγοράσω ένα βιβλίο δύο και τρεις φορές.
-Πρέπει να αγοράσετε ένα σπίτι.
-Με τι λεφτά;
-Εξήντα εκδόσεις έκανε το τελευταίο και συνεχίζει απτόητο.
-Α, δεν είναι τίποτα. Τα τρως στραγάλια αυτά. Να, ας πούμε μία κοπέλα που διάβασε το βιβλίο μου μου έστειλε χτες ένα τενεκέ λάδι, να ναι καλά. Αν ήτανε κατοχή θα χα τρελαθεί. Δεν ξέρω, είσαι παντρεμένος;
-Όχι.
-Να παντρευτείς, αλήθεια στο λέω. Δες με κι εμένα. Να παντρευτείς.
 Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου (ένθετο "Υστερόγραφο"), τον Σεπτέμβριο του 2008.