Ο σουρεαλιστικός συνδυασμός «ανόμοιων» για άλλους προσώπων
και πραγμάτων, ποτέ δεν ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι στη ζωή της φίλης της
Γαλάνη και της Βίσση, της γυναίκας εκείνης απ την οποία εξαρτήσαμε την πιο
τρυφερή μας επιστροφή σε μία σχέση, με το «τράβα σκανδάλη».
Διαφωνεί, δεν πιστεύει ότι μοιάζει στις ηρωίδες των
μυθιστορημάτων της Σώτης Τριανταφύλλου, ούτε υπήρξε ποτέ η «Μπότσαρη» στο «Για
την αγάπη της γεωμετρίας», ούτε είναι μία αλλόκοτη «μαύρη» περσόνα που
κυκλοφορεί με περίεργους τύπους σε ροκ συναυλίες, ενώ ταυτόχρονα κάνει grande σουξέ με τη στήλη της
στην Athens Voice
«Μίλα μου βρόμικα», με το reality
«Όσο έχω φωνή», με τους στίχους που έγραψε στην Πρωτοψάλτη, στην Αρβανιτάκη, στη
Γαλάνη, αλλά και στη Βίσση- συνδυάζοντας σατανικά ταλαντούχα και υπέροχα το
«δεν χωρίζουν έτσι οι καρδιές των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο» με το
«μπορείς απόψε να βγεις μ όλες τις τσούλες της γης». Τη στιγμή που αλλάζει τη
σειρά κάποιων τραγουδιών στο πρόγραμμα «Δώδεκα» της «απόλυτης», που επιμελείται
στο Rex και κάνει
πρεμιέρα την Παρασκευή 16/12, ανάβει τσιγάρο, απαντάει σε ένα sms του φίλου της Σταύρου Θεοδωράκη, αναφέρει
πως θα θελε κάποια στιγμή να γνωρίσει την Κατερίνα Στανίση που «είναι θεά!»
παρόλο που δηλώνει αιώνια ερωτευμένη με τον φίλο της Γιώργο Μαζωνάκη, λέει πως
με όλη αυτή τη δουλειά πάλι παράτησε στη μέση το καινούργιο μυθιστόρημα που
γράφει- αυτό με τα σκοτωμένα γατιά της Αθήνας που τα κουβαλούσε σε κούτες μέσα
από τα χωράφια για να τα θάψει στο χώμα. «Πολλές φορές σκέφτηκα ότι δεν θέλω να
απομακρυνθώ από αυτό που πραγματικά υπήρξα και από την αφετηρία μου. Ήθελα
πάντα να θυμάμαι από πού προέρχομαι, πώς μεγάλωσα, με τι μεγάλωσα, τι μου άρεσε
και ποιο είναι το πραγματικό μου “σπίτι”: Τα βιβλία που διάβασα, οι μουσικές
που ακούγαμε στο πατρικό μου σπίτι, στην Καλλιθέα- αυτό με την μεγάλη
πικροδάφνη στον κήπο, που ακόμα υπάρχει- οι ροκ μουσικές που έπαιζε ο αδελφός
μου και οι φίλοι του στο σαλόνι του σπιτιού μας, οι παιδικές και εφηβικές
παρέες που παραμένουν μέχρι σήμερα, εκείνες που είχαν πολύ συγκεκριμένο “σήμα”
σε ό,τι αφορά στην κουλτούρα τους. Αυτό το είχα πάντα. Και ως άγχος και ως
υπαρξιακό θέμα και ως σκέψη γυρνώντας με το αυτοκίνητό μου στο σπίτι: Μην με
καταπιεί αυτό το «δώρο» που θεωρώ ότι έχω, να είμαι πολλά πράγματα μαζί και
ταυτόχρονα».
-Ποιο ήταν το κυρίαρχο «σήμα» των παιδικών σου χρόνων;
-Η αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά και θα κρατήσουν για πάντα-
και με πιάνει συχνά η μελαγχολία όταν σκέφτομαι εκείνα τα χρόνια. Τελικά,
τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Ο ένας τρόπος είναι να το δεις από τη μία του
πλευρά- ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα και άρα όλα είναι μάταια- και ο άλλος
είναι να το δεις από την ανάποδη πλευρά του και να πεις ότι τίποτα δεν κρατάει
για πάντα, ότι όλα ξεκινάνε μόνιμα από την αρχή και γι αυτό εγώ θέλω να είμαι
παρούσα στο πάρτι. Εγώ επιλέγω τη δεύτερη οπτική των πραγμάτων και, αν υπήρχε
Θεός, θα έπρεπε να είναι πιο σοφός, να μην ξέρουμε τη συνέχεια του έργου.
-Πέφτεις συχνά σε μελαγχολίες;
-Ναι. Ξέρω ότι είμαι ένας μελαγχολικός άνθρωπος, με πολλές
όμως εκρήξεις χαράς και αισιοδοξίας. Γιατί πάντα σκέφτομαι ότι, αν χάσω τη
φωτεινή μου πλευρά, θα πεθάνω. Μου άρεσε πάντα ο Θεοδωράκης, ο Σαββόπουλος- οι
γονείς μου ανήκαν στην Αριστερά και πάντα ακούγαμε πρώτοι τους καινούργιους
τους δίσκους-, αλλά ταυτόχρονα μου άρεσε τρομερά και η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Επίσης μου άρεσαν- και μου αρέσουν- τα τακούνια, τα τούλια, το ροζ χρώμα.
-Στις συντροφικές σου σχέσεις πως είσαι;
-Ελπίζω να είμαι πολύ συντροφική- και το θέλω. Μερικές φορές
έχω μία τάση δασκαλίστικη, του ξερόλα, αλλά αυτό δεν γίνεται μόνο με τους
άντρες με τους οποίους έχω σχέση, συμβαίνει και με τους φίλους μου: Θέλω να έχω
άποψη για όλα. Αυτό το κομμάτι μου προσπαθώ να το μαζεύω, να μην δημιουργώ
«πρόβλημα», αλλά υποσυνείδητα μάλλον λειτουργεί.
-Πότε κατάλαβες ότι ούτε οι έρωτες διαρκούν για πάντα;
-Πάντα το υποψιαζόμουν. Για πάρα πολλά χρόνια ήθελα να
βρεθεί αυτό που θα διαρκέσει για πάντα- κυρίως γιατί δεν αντέχω καθόλου τους
αποχωρισμούς- και νόμιζα ότι κάποια στιγμή θα βρεθεί αυτό με το οποίο θα ζήσω
μαζί του αγκαλιά έχοντας κι εγώ το καλό τέλος του παραμυθιού. Πριν από 10
χρόνια κατάλαβα ότι αυτό το πράγμα δεν είναι καθόλου έτσι όπως το φανταζόμουν
εγώ ή έτσι όπως θα το θελα- ότι «έρχεται ο άλλος στη ζωή σου και είναι το άλλο
σου μισό»-, γιατί αυτό δεν υπάρχει. Η
ζωή, όμως, μας πάει πάντα εκεί που μας «βολεύει». Όταν ένας άνθρωπος είναι στη
ζωή μου και με «βολεύει» και όταν είμαι εγώ στη δική του και τον «βολεύω»-
δηλαδή, πορευόμαστε μαζί, χωρίς ένταση- αυτό τελικά σημαίνει για μένα το «για
πάντα». Δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει, αλλά σίγουρα δεν έχω την αγωνία του τι θα
γίνει και πώς θα γίνει. Δεν θέλω άλλο άγχος στη ζωή μου, δεν το χρειάζομαι πια.
Πολλές φορές το πλήρωσα το άγχος μου και δεν θέλω να παγιδεύομαι πια σ αυτό.
-Με ποιο τρόπο το πλήρωσες;
-Πάθαινα βαριές κρίσεις πανικού, έχω πάει στο νοσοκομείο,
αρκετές φορές σε γιατρούς για να μου κάνουν μία γρήγορη ένεση να συνέλθω,
ψάχνοντας ταυτόχρονα να βρω τι μου συμβαίνει. Και αυτά συνέβησαν από τότε που
ξεκίνησα να δουλεύω στην τηλεόραση, τότε που εργαζόμουν ταυτόχρονα στον
«εκατομμυριούχο», στο reality
«Bar» και στο «Κλικ».
Ξαφνικά αισθανόμουν ιλίγγους, είχα αστάθεια και, την πρώτη φορά, θυμάμαι ότι
λιποθύμησα σε ένα πολυκατάστημα, αφού προηγουμένως έτρωγα σε ένα εστιατόριο με
ένα φίλο μου δίπλα από το Vox
και καθώς μιλούσαμε αισθανόμουν ότι μετακινείται η εικόνα του. Αρχικά πήρα zanax, μετά τα σταμάτησα.
Ύστερα κατάλαβα ότι αυτό είναι ένας μηχανισμός, ίσως και προστασίας, που μου
λέει «με έχεις εξοντώσει, ξεκόλλα, θα παθαίνεις πάντα κρίσεις πανικού όταν θα
αγχώνεσαι και πρέπει να ζήσεις μ αυτές».
-Με το «όσο έχω φωνή» πέρασες κάτι τέτοιο;
-Ναι. Το Μάιο, όταν ξεκίνησα να βλέπω αυτό το ατέλειωτο
υλικό, να το δουλεύω και μέτρησα τους μήνες που είχαμε μπροστά μας μέχρι να
βγει στον αέρα, πανικοβλήθηκα πάρα πολύ. Ένα πρωί ξύπνησα και γύρναγαν όλα-
έπαθα περιστροφικό ίλιγγο.
-Πικράθηκες με την κριτική που δέχτηκε το «Όσο έχω φωνή»;
-Στο καλλιτεχνικό κομμάτι δεν είχε δεχτεί κακή κριτική και
θεωρώ ότι ήταν από τις καλύτερες δουλειές μου σε ό,τι αφορά στο στήσιμό του,
στο μοντάζ και στις μουσικές του. Αυτό το προϊόν δεν είχε στόχο να προκαλέσει
με διάθεση gossip- ήταν
κάτι που δεν ήθελε ούτε η Άννα ούτε εγώ- και όποιος περίμενε ότι θα ανοίξει την
τηλεόρασή του για να δει ξεκατίνιασμα δεν θα το έβλεπε.
-Το σημείο με τον άρρωστο πατέρα της Βίσση στο νοσοκομείο,
γιατί δεν το έκοψες στο μοντάζ;
-Είχα πάρα πολύ μεγάλο υλικό με τον μπαμπά της Άννας... Στο
συγκεκριμένο σημείο έκρινα ότι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούσαμε αυτή την
εικόνα, «ντύνοντας» δηλαδή μία συναυλία της στην Κύπρο, ήταν αξιοπρεπέστατος
και έδειχνε μία στιγμή της Άννας στη σχέση της με τους γονείς της πάρα πολύ
τρυφερή. Το είχα σκεφτεί πάρα πολύ και αποφάσισα ότι ο τρόπος που δόθηκε στον
κόσμο, δεν προσβάλλει κανέναν.
-Περίμενες ότι θα ήταν μεγαλύτερα τα νούμερα τηλεθέασης, από
το δεύτερο επεισόδιο κι έπειτα;
-Από την αρχή ήξερα ποιες ήταν οι ιστορίες, γνώριζα τη φόρμα
και καταλάβαινα από το ξεκίνημα ότι ο τρόπος που θα δουλεύαμε 900 ώρες
γυρισμάτων δεν επέτρεπε λαϊκισμό.
Πρόσεξα πάρα πολύ το «όσο έχω φωνή» να μην απασχολεί την άλλη μέρα τις
εκπομπές με χυδαίο τρόπο, να μην είναι ένα κουτσομπολίστικο προϊόν. Προτιμούσα
να παίζω την Κένυα, παρά σε συνέχεια τους πρώην έρωτες της Άννας.
-Είναι αλήθεια ότι ο συνθέτης του «Μόνο αν τρελαθώ», του
καινούργιου τραγουδιού της Βίσση, ήταν πρώην σύντροφός σου;
-Ναι. Ο Μάριος Τσάγγαρης βασικά και κυρίως είναι ένας από
τους ανθρώπους που, αν χρειαστεί να φέρει το σκύλο μου στο Λαύριο από την Αθήνα
επειδή εγώ είμαι στην Τζιά, να ξυπνήσει 7 η ώρα το πρωί και να μείνει και από
βενζίνη βρίζοντας- πράγμα που συνέβη-, θα το κάνει. Όπως και εγώ θα κάνω ό,τι
χρειαστεί για εκείνον. Ήμασταν μαζί 7 χρόνια και τον θεωρώ πια συγγενή μου.
Πάρα πολλές φορές τηλεφωνιόμαστε το πρωί και λέμε «ευτυχώς που χωρίσαμε», γιατί
κέρδισε αυτή η σχέση όλη της την ουσία όταν έπαψε να είναι ερωτική.
-Για εκείνον έγραψες το «τράβα σκανδάλη»;
-Ναι. Για το Μάριο το έγραψα τότε.
-Το ξέρεις ότι κυκλοφορεί για σένα ένας αστικός μύθος που
λέει ότι είσαι μία υπερήφανη λεσβία;
-(γελάει) Το ξέρω! Δεν με σοκάρει κιόλας, ούτε και το παίρνω
προσωπικά.
Δημοσίευση στο περιοδικό "People", τον Δεκέμβριο του 2011.