Η αγάπη είναι το μόνο συναίσθημα από το οποίο είναι πλημμυρισμένη η τέχνη, αλλά και η καθημερινότητα του ηθοποιού του Εθνικού θεάτρου. Αυτή που τελικά έφερε τη σοφία και την ουσία σε ό,τι ο ίδιος διάλεξε συνειδητοποιημένα να ζήσει από δω και πέρα.
Από την άλλη άκρη του ακουστικού ακούγονται παιδικές φωνές, η διεκδίκηση των δύο κορών του στο «20 λεπτά, να μιλήσει λίγο ο μπαμπάς στο τηλέφωνο και ξανάρχομαι» που τους είχε πει ο Θανάσης λίγο πριν. Δεν ξέρει τίποτα για το δημοψήφισμα που μόλις ανακοινώθηκε- δεν πρόλαβε να μάθει, την προηγούμενη Δευτέρα, γύρω στις 8:30 το βράδυ που μίλησε στο People-, για την ομιλία του πρωθυπουργού, την αντίδραση της αντιπολίτευσης και της Αριστεράς. Εκπλήσσεται. Και ξαναλέει στη μεγάλη του κόρη πως δεν θα αργήσει, πως σε λίγο θα βρει ένα καινούργιο παραμύθι για να διαβάσει σ αυτήν και στην αδελφή της, να ονειρευτούν για ακόμη μία φορά όμορφες εικόνες, λίγο πριν πέσουν για ύπνο.
-Εσύ φέτος ζεις άνετα οικονομικά από το Εθνικό θέατρο;
-Πως είναι δυνατόν να ζεις άνετα με 1200 ευρώ το μήνα; Τι είναι αυτά που λες;
-Αυτός είναι ο μισθός σου;
-Αυτός είναι ο μισθός στο Εθνικό θέατρο, με μια σύμβαση για λίγους μήνες- δεν είναι καν μόνιμος μισθός. Καθαρά τόσα είναι. Και δεν έχεις ούτε δώρα, ούτε επιδόματα- έχουν κοπεί όλα αυτά, τελείωσαν. Είναι, όμως, μία «καλλιτεχνική θυσία», στην οποία συμμετέχουμε όλοι. Ξέρω ότι έχουν υποστεί περικοπές και οι μισθοί των ανθρώπων που δουλεύουν στα γραφεία, των καθαριστριών, όλων. Γίνεται μια «πολιτιστική θυσία» για να κρατηθεί τουλάχιστον ζωντανό το Εθνικό μας θέατρο. Άλλωστε, ήταν σαφής η δήλωση που έκανε πρόσφατα στη συνέντευξη τύπου ο καλλιτεχνικός διευθυντής, Γιάννης Χουβαρδάς, που είπε ότι «μπορώ και ανακοινώνω αυτό το ρεπερτόριο στο Εθνικό θέατρο, όχι επειδή βασίζομαι αποκλειστικά στην επιχορήγηση του υπουργείου, αλλά επειδή πήγαμε καλά πέρσι».
-Αυτό, όμως, δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο και στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα;
-Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει μιζέρια. Από την άλλη, δεν σε ξεγέλασε κανείς, συμφώνησες και γνώριζες ότι τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα φέτος στο Εθνικό θέατρο- όπως και σε όλα σχεδόν τα θέατρα-, οι περικοπές θα ήταν γενναίες και από τη στιγμή που πήραμε όλοι- και ο καθένας μεμονωμένα- την ευθύνη να συμμετέχουμε σε αυτό, όλοι είμαστε με την καρδιά μας εκεί. Δεν ξέρω βέβαια αν θα το ξανάκανα και του χρόνου, γιατί έχω οικογένεια με δύο παιδιά. Παρόλα αυτά φέτος είμαστε όλοι σε αυτή την παράσταση ψυχή τε και σώματι.
-Και πως τα βγάζεις πέρα οικονομικά;
-Ας είναι καλά η τηλεόραση. Μαζέψαμε κάποια λεφτά από την τηλεόραση, για να μπορούμε να κάνουμε τις επιλογές μας.
-Από τη στιγμή, όμως, που έχεις δύο παιδιά, δεν θα έκανες πια «καλλιτεχνικές υποχωρήσεις»;
-Καταρχήν, εις βάρος της οικογένειάς μου, ποτέ. Από τη στιγμή που παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια, αυτομάτως οι καλλιτεχνικές μου «κλίσεις» και «ανησυχίες» μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Γιατί σε πρώτη μοίρα είναι οι ανάγκες της οικογένειάς μου και οφείλω πια να είμαι συνεπής απέναντι στην οικογένεια μου και όχι απέναντι στις φιλοδοξίες μου. Κατά δεύτερον, αν χρειαστεί να βρεθώ σε μία παράσταση που να μην με εκφράζει καλλιτεχνικά, θα προσπαθήσω να το αποφύγω, αλλά αν χρειαστεί πάση θυσία να το κάνω για να μπορέσω να αντεπεξέλθω στις οικογενειακές μου υποχρεώσεις, τότε θα το κάνω.
-Έτσι όπως είναι πια σήμερα οι συνθήκες στη δουλειά σας, θα επέλεγες και πάλι να γίνεις ηθοποιός αν ήσουν ξανά 18 χρόνων;
-Όχι στην Ελλάδα. Θα προτιμούσα κάπου στο εξωτερικό και, αν ήταν για θέατρο, κάπου στην Ευρώπη. Σε αυτές τις παραστάσεις που παρακολουθούμε και στο Φεστιβάλ Αθηνών, βλέπεις ότι είναι πολύ μπροστά οι Ευρωπαίοι και πρέπει να κάνουμε πολύ μεγάλο δρόμο και μεγάλη προσπάθεια εμείς για να απεγκλωβιστούμε από τον άκρατο συναισθηματισμό μας και να προχωρήσουμε στην ουσία του θεάτρου. Για να γίνει τέχνη και όχι ψυχανάλυση.
-16 χρόνια μετά το Ντόλτσε Βίτα, ποια είναι η αντίδρασή σου όταν βλέπεις το σήριαλ στις συνεχείς επαναλήψεις του;
-Αυτή ήταν η πρώτη μου μεγάλη τηλεοπτική δουλειά και, όταν το έκανα τότε, δεν φανταζόμουν καν ότι μου πάει καταρχήν η κωμωδία. Τότε ήμουν του «ποιοτικού» θεάτρου, ήμουν με τον Λευτέρη Βογιατζή στο θέατρο Αμόρε, με δασκάλους στη σχολή την Κονιόρδου και τον Τσακίρογλου. Ποτέ δεν σκεφτόμουν ότι μπορεί να κάνω εγώ μία τηλεοπτική κωμωδία. Τελικά αυτό είχε επιτυχία και βλέποντας ακόμη και τώρα τις αντιδράσεις των νέων ανθρώπων που δεν είχαν δει τότε το σήριαλ και τους αρέσει, δεν μπορώ να αρνηθώ αυτή την κρίση του κοινού. Όσο είμαι ακόμη νέος ευχάριστα βλέπω το σήριαλ, αλλά φοβάμαι άμα γεράσω μη μου λένε «πω πω γεράσατε κι εσείς, κύριε Ευθυμιάδη!» (γελάει)
-Πως συνδυάζεται, όμως, το Εθνικό, ο Βογιατζής, η Πατεράκη αλλά και η επιλογή σου να συμμετέχεις σε mainstream σήριαλ ή να δίνεις συνεντεύξεις σε πρωινές εκπομπές;
-Εγώ είμαι αυτοδημιούργητος και αυτοσυντήρητος. Δεν ξέρω πως ζουν άλλοι συνάδελφοί μου και ποιοι τους βοηθάνε, για να κάνουν συνεχώς μόνο «αυστηρές επιλογές» στο που εμφανίζονται, πού δίνουν συνεντεύξεις ή τι κάνουν γενικότερα με τη δουλειά τους. Αν ερχόταν, όμως, τώρα σ εμένα κάποιο νέο παιδί και μου έλεγε «θέλω να γίνω ηθοποιός», θα του έλεγα «δύο είναι οι δρόμοι: Ή θα υπάρχει κάποιος χορηγός από πίσω, θα σου δίνει τα χρήματα και εσύ θα κάνεις «τέχνη» συμμετέχοντας μόνο σε ό,τι σε εκφράζει ή θα κάνεις και πράγματα τα οποία μπορεί στο σύνολό τους και καλλιτεχνικά να μην σε εκφράζουν, αλλά εσύ θα προσπαθείς να είσαι καλός σε αυτά». Δεν είχαν όλες οι δουλειές που έκανα στην τηλεόραση ψηλά τον «καλλιτεχνικό πήχη», αλλά εγώ προσπαθούσα να παίζω καλά σ αυτές, προσπαθούσα να υπερασπίζομαι με όλο μου το είναι το δικό μου μερίδιο ευθύνης. Και, δόξα τω Θεώ, τα λεφτά που κέρδισα από την τηλεόραση έπιασαν τόπο και μου έδωσαν τη δυνατότητα να είμαι πολύ επιλεκτικός στις θεατρικές μου επιλογές. Εγώ προτιμούσα να κάνω πράγματα στα οποία οι αμοιβές δεν ήταν καλές, αλλά να ήμουν προσωπικά καλά σ αυτά και να συνεργαζόμουν με συναδέλφους και σκηνοθέτες που γούσταρα.
-Οι κόρες σου πόσο άλλαξαν εσένα προσωπικά, αλλά και τον τρόπο σκέψης σου;
-Το να κάνω οικογένεια ήταν κάτι που ευχόμουν και προσευχόμουν γι αυτό από παλιά, γιατί αν σκεφτόμουν τον εαυτό μου μετά από κάποια χρόνια, σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να είναι ένας «καταξιωμένος καλλιτέχνης», αλλά μόνος. Πάντα ήθελα να έχω οικογένεια, γιατί πιστεύω ότι, ειδικά στην Ελλάδα, είναι λίγο μάταιο κάποιος, προς χάριν της καριέρας, να απαρνείται φυσικά αγαθά- όπως είναι και η φιλία, η τρυφερότητα και η πραγματική ευτυχία με τους ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπούν- επειδή μπορεί να μπερδεύει την Ελλάδα με το Χόλυγουντ. Και όταν το σκεφτείς καλά αυτό, λες «εντάξει, τι είμαστε εδώ; Ένα χωριό της Κίνας είμαστε, δεν είμαστε και τίποτα τρομερό». Η Μαρία Κάλλας, η απόλυτη σταρ, όταν είχε ζήσει πια τον απόλυτο θρίαμβο και τη ρώτησαν «τι σας λείπει;», είχε πει «θα ήθελα να με περιμένουν μετά το τέλος της παράστασης τα παιδιά μου». Καλή είναι η καριέρα, αλλά να μην θυσιάζουμε τις απλές και όμορφες στιγμές χάριν αυτής. Μπορεί να μην θέλεις να κάνεις παιδιά, αλλά αν έχεις αγάπη μέσα σου μπορείς να δώσεις μία ζεστή αγκαλιά σε έναν ηλικιωμένο που μένει μόνος του, κοντά στο σπίτι σου, ή να πας σε ένα ορφανοτροφείο- υπάρχουν τέτοια, λίγο έξω από την Αθήνα- και να πας στα παιδιά εκεί κάποια δώρα. Εκεί πιστεύω εγώ ότι είναι η ουσία.
-Σήμερα, τι ωραίο έζησες με την οικογένειά σου;
-Πήγαμε το πρωί μια βόλτα με τις κόρες μου σε ένα λόφο και μάζεψαν λουλούδια για να τα δώσουν στη μαμά τους.
Δημοσίευση στο περιοδικό People, τον Νοέμβριο του 2011.