29.10.16

ΜΥΡΤΩ ΤΑΣΙΟΥ: "Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ"


Για όλους τους άλλους είναι «Η αναρχική ποιήτρια των Εξαρχείων, Κατερίνα Γώγου» και μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ελληνικής ποίησης. Για τη Μυρτώ, τη μοναχοκόρη της, είναι απλά η μάνα της. Και η εξομολόγησή της για εκείνη ένα τρυφερό, σκληρό -αλλά το πιο ωραίο της- ανολοκλήρωτο ποίημα.
Η Μυρτώ, ζωγράφος και ποιήτρια πια και η ίδια (το πρώτο της βιβλίο «Η Αλίκη δε μένει πια εδώ», κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Καστανιώτη), μοναχοκόρη της Κατερίνας Γώγου από τον γάμο που είχε κάνει η ποιήτρια με το σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο, ζει εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, κυρίως στην Ιταλία, αποκομμένη από όσα συμβαίνουν στην Αθήνα. Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, της είχα εξηγήσει πως θα κάναμε μία μεγάλη κουβέντα για εκείνη και τη σχέση της με τη μητέρα της, η οποία είχε αυτοκτονήσει στις 3 Οκτωβρίου του 1993, σε ηλικία 53 ετών. «Γιατί έχει ενδιαφέρον η ιστορία σου», της είπα. Συμφώνησε. Αν και απέφευγε τις πολύ εξομολογητικές συζητήσεις για τη μαμά της, την ποιήτρια του «εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά, που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών», του «έχω μείνει στη θέση που μ' άφησες για να με ξαναβρείς», του «στο μυαλό είναι ο στόχος. Το νου σου, ε;», που συνεχίζουν να γίνονται συνθήματα σε στόματα ανθρώπων, σε πλατείες και σε τοίχους σπιτιών. Η Μυρτώ έδειξε εμπιστοσύνη και αφέθηκε. Την «ξεκλείδωσε» κυρίως η κοινή μας αγάπη για την Όλια Λαζαρίδου, που τη θεωρεί περίπου σαν αδελφή της. Κλείσαμε ραντεβού την επόμενη κιόλας μέρα. 
-Πώς ξύπνησες σήμερα, Μυρτώ; 
-Πολύ ωραία! Σε περίμενα για να μιλήσουμε! (γελάει).
-Γελάς πηγαία! 
-Α, δεν μου είναι δύσκολο να γελάσω ή να πάρω χαρά. Χαρούμενη με κάνει μία ωραία κουβέντα ή μία παρατήρηση με χιούμορ, μία μέρα με ήλιο κι εγώ να ζωγραφίζω. Η δουλειά μου είναι αγιογράφος. Αυτό κάνω εδώ στο Λέτσε όπου μένω, κοντά στο Πρίντεζι.
-Πώς και μένεις εκεί; 
-Γνώρισα τον άντρα μου στη Γαλλία, ο οποίος είναι Ιταλός, παντρευτήκαμε και ήρθαμε να ζήσουμε στην πατρίδα του.
-Γιατί είχες πάει στη Γαλλία; 
-Είχα πάει σε μία Κοινότητα στο Παλέρμο, η οποία αφορούσε σε διαλογισμούς. Μετά από έξι μήνες, μου έκαναν πρόταση αν θα ήθελα να πάω στη Γαλλία, στην Ορλεάνη, σε ένα κάστρο το οποίο είχε μέσα μία μικρή εκκλησία, για να τη ζωγραφίσω. Εκεί πέρασα απίθανα! Εκεί έγινα φως, εκεί ξεμπουμπούκιασα. Ζωγράφιζα ανεβασμένη σε μία σκάλα, έκανα διαλογισμούς, χόρευα - ξαναγεννήθηκα! Εκεί γνώρισα και τον Φραντζέσκο, τον σύζυγό μου, ο οποίος είναι συντηρητής έργων τέχνης και παλαιών επίπλων. Ερωτευτήκαμε! Είχαμε και οι δύο το ίδιο πάθος για τις αντίκες, τα εκκλησιαστικά όργανα, τις αγιογραφίες. Είμαστε μαζί 20 χρόνια.
-Έχετε παιδιά; 
-Όχι. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Θα το ήθελα όμως! Κι είναι κάτι που με στενοχωρεί. Αν μπορούσα να κάνω ένα παιδί, θα ήταν σα να ξαναγεννιόταν η Κατερίνα! Θα έδινα όλη μου την αγάπη σ' αυτό το παιδί, την προστασία, τη στοργή. Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να κάνω ένα παιδί χαρούμενο! Γιατί εγώ δεν ήμουνα χαρούμενη. Δεν πέρασα μία ζωή όπως όλα τα άλλα παιδιά. Η δική μου ζωή ήταν διαφορετική.
-Δεν έπαιζες όταν ήσουνα μικρή; 
-Έπαιζα πόλεμο. Με πιστόλια ψεύτικα και στρατιωτάκια. Γιατί οι δικοί μου πάντα μου έλεγαν «είμαστε συνέχεια σε πόλεμο!».
-Όχι με κούκλες; 
-Όχι. Εξάλλου, δεν μου άρεσαν οι φούστες. Ήθελα να φοράω συνέχεια παντελόνια. Ήμουνα ένα αγοροκόριτσο. Όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στο προαύλιο του σχολείου ή στον δρόμο, εγώ καθόμουν και ζωγράφιζα. Ήμουνα ένα παιδί διαφορετικό. Και μόνο. Απ' την άλλη, μέσα στο σπίτι περνάγαμε πολύ δύσκολα, ήμασταν πολύ φτωχοί, ζούσαμε με δανεικά, με πολλές δυσκολίες. Όλα άλλαξαν όταν η μητέρα μου έγραψε το «Τρία κλικ αριστερά». Τότε ήρθε η επιτυχία και από τη μία μέρα στην άλλη αποκτήσαμε χρήματα. Είχαμε τρελαθεί που μπορούσαμε να πάμε στο μπακάλικο και να πάρουμε ό,τι θέλαμε!

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΛΟΝΤΟΥ




Η κόρη της Μαρώς Σεφέρη, συζύγου του Νομπελίστα ποιητή, Άννα Λόντου, ανοίγει το σπίτι του στην Αθήνα, και θυμάται περιστατικά, εικόνες, σκέψεις και την καθημερινότητα ενός από τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων.
«Τα σπίτια είναι χαμηλά. Το ύψος τους είναι περιορισμένο στα εννιάμισι μέτρα. Τώρα μόνο άρχισε να απλώνεται και εδώ η επικίνδυνη βουλιμία του ύψους», έγραφε για τη γειτονιά του, το Παγκράτι και την οδό Άγρας, ο Νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, σε ένα σημείωμά του στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 21 Μαΐου 1965, από όπου αντλούνται και οι πληροφορίες για το σπίτι, τις οποίες επιβεβαιώνει στο ΦιλGood η Άννα Λόντου, κόρη της συζύγου του ποιητή, Μαρώς Σεφέρη, από τον πρώτο της γάμο, με το Ναύαρχο Ανδρέα Λόντο.  
Πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, σκαμμένο στην πλαγιά ενός λόφου, το οικόπεδο είχε αγοραστεί τον Δεκέμβριο του 1955 σε μία από τις ολιγοήμερες επισκέψεις του Γιώργου Σεφέρη στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του θητείας, η οποία διήρκεσε 35 χρόνια. «Την πορεία των οικοδομικών εργασιών επέβλεπε η μητέρα μου, με συνεχή ταξίδια, καθώς τα πρεσβευτικά καθήκοντα απέκλειαν την παρουσία του Σεφέρη στην Αθήνα. Η τακτική τους αλληλογραφία, ωστόσο, δείχνει με πόση προσοχή και φροντίδα προσέγγιζαν και οι δύο το μελλοντικό τους σπίτι», μου αναφέρει απ’ την αρχή της συνάντησή μας η οικοδέσποινα, Άννα Λόντου.
Χτισμένο σε νησιωτικό ύφος, την περίοδο 1957-1959, από τον Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή αρχιτέκτονα Παναγή Μανουηλίδη (έργα του οποίου είναι το Σισμανόγλειο Φυματιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, πολλές μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, ξενοδοχεία και βιομηχανικά κτίρια της μεσοπολεμικής Αθήνας, αλλά και το «Ξενία», στη Ναύπακτο, που έχει πολλές ομοιότητες με την οικία Σεφέρη), το σπίτι αποτελείται από δύο επίπεδα, με το αιγαιοπελαγίτικο λευκό των εξωτερικών τοίχων, τους γεωμετρικούς όγκους και κυρίως τα μπλε παράθυρα να δίνουν την πρώτη εντύπωση. Κατοικήθηκε τελικά το 1962, όταν το ζευγάρι επέστρεψε μόνιμα πια στην Ελλάδα από τον τελευταίο σταθμό της σταδιοδρομίας του ποιητή, την πενταετή παραμονή του ως πρέσβη της Ελλάδας στο Λονδίνο. «Το σπίτι αυτό, όπως θα δείτε, έχει μέσα πολύ Κύπρο. Είναι όλα ενθύμια του Σεφέρη από αυτό τον αγαπημένο του τόπο: κάποια αγγεία, ο χάρτης του νησιού σε γκραβούρα, ο Μακάριος. Είναι σα να του χρωστάω αυτή την φωτογραφική έκθεση του σπιτιού του στους Κυπρίους σήμερα», συνεχίζει να μου λέει η Άννα Λόντου, όσο καθόμαστε στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, με φόντο μικρές κατασκευές του ποιητή, τον κήπο, βιβλία με σημειώσεις του, πίνακες του Τέτση και του Σόρογκα, ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο ίδιος στο φορμά των 35mm (χρησιμοποιώντας ένα μόνο νορμάλ φακό, ένα φωτόμετρο χειρός κι ένα τριπόδι) οι οποίες βρίσκονται ακόμη τοποθετημένες, ακριβώς όπως τις είχε αφήσει ο ίδιος μέσα στο γραφείο του, λίγο πριν πεθάνει, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. 

«Το σπίτι αυτό είναι χώρος διαμονής, αλλά και κομμάτι της ιστορίας –όσο ζω όμως, δεν θα μετατραπεί σε μουσείο. Γιατί, για μένα, είναι “το σπίτι μου”. Γεννήθηκα το 1930 στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου έμενε η μητέρα μου με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν αξιωματικός του Ναυτικού, μέχρι να χωρίσουν, οπότε μετακομίσαμε στην Πλάκα. Στο μεταξύ, η μητέρα μου γνωρίστηκε με τον Σεφέρη. Καλοκαίρι, στην Αίγινα. Αμέσως ταίριαξαν. Και μάλιστα του είχε πει τότε, σε αυτές τις πρώτες τους συναντήσεις, “εσείς κάποτε θα γίνετε πολύ μεγάλος ποιητής!”. Οι εποχές τότε ήταν δύσκολες –από όλες τις απόψεις. Πόσο μάλλον για ένα διαζύγιο. Όταν πια έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα, ο Σεφέρης είχε πει στη μητέρα μου: “φεύγω, δεν μπορώ να μείνω εδώ γιατί έχω πληροφορίες από το υπουργείο πως, απ’ τους πρώτους που θα βάλουν μέσα, θα είμαι εγώ”. Και της πρότεινε να παντρευτούν γιατί δεν γινόταν να φύγουν μαζί ανύπαντροι. Είχε μάλιστα βάλει ως όρο τότε στη μάνα μου να μην κάνουν παιδιά κατά τη διάρκεια του γάμου τους, με το σκεπτικό πως δεν είναι κόσμος αυτός για να φέρει κανείς παιδιά. Η μητέρα μου το δέχτηκε. Παντρεύτηκαν τελικά το ’41».

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: "Η ΖΩΗ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΠΛΕ, ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΒ"



 Ο πιο εμβληματικός και εμπορικότερος στιχουργός της Ελλάδας, με εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων από το 1963 μέχρι σήμερα («δημοσιογράφος», «συγγραφέας», μας και «οπαδός της ΑΕΚ», θα πρόσθετε, μάλλον, εκείνος), «μύθος» για τους νεότερους, αλλά και «πατέρας» των σημαντικότερων τραγουδιστών στης δισκογραφίας, παραμένει διαυγής στα 81 του χρόνια και ευτυχής σε κάθε στιγμή της ζωής του.
Στο τηλεφώνημά μου για την επιβεβαίωση του ραντεβού μας, στο σπίτι του, κάτω από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με θέα στην Ακρόπολη, μου απάντησε εκνευρισμένος στο «γεια σας, είμαι ο τάδε που συνεννοηθήκαμε για μία συνέντευξη…» μ’ ένα «άντε και γαμήσου με τις συνεντεύξεις, έχω γιατρό στο σπίτι!». Και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρα βαθιές ανάσες. Και, ευτυχώς, θυμήθηκα εκείνο που μου είχε πει κάποτε συνάδελφός του -και «Λευτεριστής» φυσικά κι’ εκείνος- πως «ο Παπαδόπουλος βρίζει, αλλά έχει καρδιά μικρού παιδιού». Είχε δίκιο. Την επόμενη βδομάδα που αποφάσισα να του τηλεφωνήσω ξανά, ήμουν ωστόσο αποφασισμένος να του επιστρέψω τις βρισιές –δεν μ’ ένοιαζε ούτε η ιστορία του, ούτε οι στιγμές που εξάρτησα από τους στίχους του, ούτε τα κείμενά του στα «Νέα» που αγαπούσα, ούτε τα βιβλία του «όλα είναι ένα ψέμα» και «οι παλιοί συμμαθητές» που λάτρεψα. Αλλά, αυτή τη φορά, ήταν ένας άλλος Λευτέρης Παπαδόπουλος: «ό,τι ώρα θες πέρνα, όποτε μπορείς, εγώ σπίτι είμαι. Θα χαρώ να τα πούμε. Τι κάνει ο Τάκης Χατζηγεωργίου; Θυμάμαι που πήγαινα και έλεγα ποιήματα στον Astra –τι ωραίες εποχές εκείνες στην Κύπρο! Είστε συγγενείς;». Το ίδιο κιόλας βράδυ (μη χαλάσει η καλή του διάθεση!) βρισκόμουν στην εξώπορτα της μονοκατοικίας του. Με περίμενε σε ένα δωμάτιο με ανοιχτή την τηλεόραση στις ειδήσεις. Μιλούσε ήδη στο τηλέφωνο με κάποιο φίλο του, δημοσιογράφο, το Δημήτρη Γκιώνη, της πάλαι ποτέ «Ελευθεροτυπίας», κάτι ανέφερε για τον Ντέμη Νικολαίδη (που είναι φίλος του και τον επισκέπτεται συχνά) και για κάποιο παίκτη της ΑΕΚ (της αγαπημένης του ομάδας) που έχει «το καλύτερο δεξί πόδι της Ευρώπης». Έκλεισε το τηλέφωνο με ένα «είσαι μαλάκας, ρε», γελώντας. Απ’ την αρχή, βέβαια, αγαπηθήκαμε. Με ρώτησε για τους αγνοούμενους στην Κύπρο, την «τράπεζα» dna, τις συνομιλίες, τις επόμενες εκλογές, την παράσταση στη Σαλαμίνα –ήξερε τα πάντα! Μου χάρισε, φεύγοντας, κι ένα χαρτί με στίχους του, το οποίο ήταν αφημένο επάνω σε ένα τόμο με τα άπαντα του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «κατηγορούμενο κορμί απολογήσου / γιατί κυλιέσαι μες στο βούρκο της ζωής / αυτά τα ρούχα που φοράς ειν’ η πληγή σου / τα ‘χεις πληρώσει με κουρέλια της ψυχής». «Α, θα το μοσχοπουλήσω στο μέλλον!», του είπα. Εννοείται πως μ’ έβρισε. Αλλά γέλασα αυτή τη φορά. Το ίδιο κι εκείνος.
-Ποια είναι η αγαπημένη σας λέξη;
-Μουνί.
-Με ξαφνιάζετε…
-Γιατί σε ξαφνιάζω; Το μουνί είναι το πιο θαυμαστό πράγμα στον κόσμο –ή όργανο αν θες. Και για τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο, τον σακατεμένο, τον άνεργο, ιδίως στις δύσκολες αυτές εποχές, είναι ένα αποκούμπι, μια αγκαλιά, μια τρυφεράδα. Για σκέψου τον άνθρωπο που δουλεύει σ’ ένα κτήμα, σ’ ένα χωράφι, και σκάβει όλη την ημέρα και ταλαιπωρείται… Τι χαρά θα έχει αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του, το βράδυ που πηγαίνει στο σπίτι του, σκασμένος από την κόπωση και χωρίς να έχει λεφτά; Τι πιο ωραίο από μία αγκαλιά ζεστή, από μια γυναίκα που του προσφέρει το κορμί της και τον αγαπάει;

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΛΙΕΡΗΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΥΓΜΑΧΙΑ ΣΤΟ MODELING





Ο 22χρονος πυγμάχος μπορεί πολύ εύκολα να μεταμορφώνεται από έναν αθλητή που μάχεται σκληρά στους αγώνες του, σε ένα sexy αγόρι που φωτογραφίζεται από διάσημους φωτογράφους του εξωτερικού.
Όσο βρισκόταν στα ρίνγκ κάνοντας προπόνηση στην πυγμαχία και προσπαθώντας να ξεπεράσει τα όριά του για τους επόμενους αγώνες που θα διεξαχθούν το Καλοκαίρι στην Αθήνα, ο 22χρονος Άγγελος Κωνσταντιλιέρης αντιμετώπιζε το ταξίδι του στο L.A για να φωτογραφηθεί από τον Μάρκο Ριαλμόντε, ως μία ακόμη δουλειά του στο modeling στην οποία θα έπρεπε να δώσει τον καλύτερο (και πιοsexy) του εαυτό. Μέχρι τότε είχε συνεργαστεί στην Αθήνα με τους περισσότερους έλληνες σχεδιαστές, είχε συμμετάσχει σε πασαρέλες, φωτογραφήθηκε για γαλλικά και ιταλικά περιοδικά μόδας, ενώ συμμετείχε σε αρκετά διαφημιστικά και videoclips ελλήνων τραγουδιστών – το «unloved» της Τάμτα είναι εκείνο που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, λόγω της οικειότητας που αισθανόταν απ’ την αρχή με τη μουσική της. «Είμαι επαγγελματίας», μου λέει καθισμένος στο café των Ιλισίων, παραγγέλνοντας φρέντο καπουτσίνο σκέτο και δυσανασχετώντας απ’ την ξαφνική ζέστη. «Από τη στιγμή που είχε κανονιστεί να γίνει η συγκεκριμένη δουλειά στην Αμερική, εγώ όφειλα να την κάνω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στην πορεία βέβαια, και μένοντας στο L.A για λίγες μέρες, διαπίστωσα πόσο διαφέρει ο τρόπος δουλειάς εκεί, σε σχέση με την Ελλάδα. Στην Αμερική δεν μπορείς να παρεκκλίνεις από το στόχο σου, είσαι στρατευμένος και επικεντρωμένος στη δουλειά. Αυτό μου έλεγαν και τα άλλα μοντέλα που συνάντησα εκεί. Νομίζω, όμως, πως εγώ δεν θα μπορούσα να αντέξω για πολύ καιρό έναν τέτοιο τρόπο ζωής. Τα σαββατοκύριακα μού αρέσει να βγαίνω με τους φίλους μου και να διασκεδάζουμε σε clubs της παραλιακής και του κέντρου ακούγοντας τέκνο. Αυτό, λοιπόν, δεν θα μπορούσα να το κάνω έχοντας κάποιον μάνατζερ που να μου επιβάλλει να κοιμάμαι καθημερινά απ’ τις 11 το βράδυ».

16.10.16

ΟΔΗΣΣΟΣ: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ






Είναι σαν ο Εμπειρικός να βουίζει στ’ αφτιά σου εκείνους τους περίφημους του στίχους, από το αεροδρόμιο κιόλας, με το που φτάνεις από τη Λάρνακα, με ενδιάμεσο σταθμό το Κίεβο, στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας και σημαντικό λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο, εκεί όπου υπήρχε κάποτε μία μεγάλη και αρκετά οργανωμένη ελληνική παροικία στις αρχές του 19ου αιώνα, κατευθυνόμενος στις παρόμοιες με την Κύπρο ζεστές θερμοκρασίες του ιστορικού κέντρο μιας άλλης Ελλάδας: «Καημένη Οντέσα, και καημένη, κατακαημένη Ρωσία, εσύ η πλατυτέρα όχι των ουρανών, μα σίγουρα όλων των χωρών…».
Κατεβαίνοντας τη «Σκάλα Ποτέμκιν» προς το λιμάνι της Οδησσού, μία από τις ομορφότερες της Ευρώπης που κατασκευάστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον αρχιτέκτονα F. K. Boffo και αποτελούσε την κεντρική είσοδο που οδηγούσε στην προβλήτα, με τα 192 σκαλιά και τα 19 πλατύσκαλά της, και ονομάστηκε έτσι προς τιμή της εξέγερσης του περίφημου θωρηκτού Ποτέμκιν, δε γίνεται παρά να επαναφέρεις στη μνήμη σου την σκηνή από την ομώνυμη αριστουργηματική ταινία του Sergey Eisenstein με το καροτσάκι του μωρού που κατρακυλάει σε αυτές, σκηνή που αντέγραψε ο Ντέ Πάλμα στους Αδιάφθορους –ευθεία αναφορά στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Οδησσού που διεξαγόταν το προηγούμενο σαββατοκύριακο στην πλημμυρισμένη από ποιητική ομορφιά πόλη.
Απέναντί σου είναι πια το λιμάνι -το βλέπεις!-, τα πλοία, οι σιδερένιοι ανυψωτήρες, καλάμια, γλάροι και νέοι άνθρωποι. Κι η μελαγχολία του –η διανθισμένη από ερωτισμό, αισθησιασμό και νοσταλγία της Οδησσού σε μια ιστορία που έχει ευθεία αναφορά στην Ελλάδα. Μπροστά σου, αν έχεις φτάσει με την μεσημεριανή πτήση, είναι τα μαγικά χρώματα του απογεύματος που βουτάνε μέσα στο νερό φιλοξενώντας μικρά καραβάκια που πάνε βόλτα τους τουρίστες με 100 Hryvnia, για μία ώρα διαδρομή μέσα στη Μαύρη Θάλασσα, κάποιοι ψαράδες μπροστά από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου -με το όνομά του γραμμένο στα ελληνικά να κοιτάει προς την προκυμαία-, Ουκρανοί και λίγοι ξένοι να κάνουν βόλτες σε αυτό που όλες οι παραλιακές πόλεις του κόσμου θεωρούν κέντρο τους και πυξίδα στην διαμόρφωση της πολεοδομίας τους –όλα οδηγούν στη θάλασσα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ: 4 ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ







O 29χρονος παρουσιαστής και μοντέλο, ανακοινώνει την ανανέωση της συνεργασίας του με την Ελένη Μενεγάκη και τον έρωτα που ζει, χωρίς όμως να τον ονομάζει.
-Θα βρίσκεσαι και την επόμενη σεζόν στην εκπομπή της Ελένης Μενεγάκη στον Alpha;
-Ναι, είναι επίσημο. Θα είναι η τέταρτη χρονιά που θα είμαι μαζί με την Ελένη και χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό, γιατί έχω ήδη μάθει αρκετά πράγματα δίπλα στην νούμερο ένα παρουσιάστρια της ελληνικής τηλεόρασης. Συνεχίζω να μαθαίνω πολλά στην εκπομπή και αυτό με ικανοποιεί. Θεωρώ πως αυτή τη στιγμή «χτίζω» πράγματα που ενδεχομένως χρειαστούν και στην μετέπειτα πορεία μου.
-Έχεις φιλοδοξίες να παρουσιάσεις δική σου εκπομπή;
-Προς το παρόν πρέπει να μάθω.
-Σου έχουν ήδη γίνει τέτοιου είδους προτάσεις;
-Ναι. Και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Προτιμώ, όμως, προς το παρόν να λειτουργώ ως μαθητής σ’ αυτή τη δουλειά, να μάθω περισσότερα και αργότερα, ενδεχομένως, το βλέπουμε. Πιστεύω πάντως πως είμαι στην καλύτερή μου φάση επαγγελματικά, σε συνδυασμό και με άλλες μου συνεργασίες, γιατί έχω όση δουλειά θέλω, με τη συχνότητά που επιθυμώ, και αυτό με χαροποιεί περισσότερο.
-Δεν κουράστηκες 4 χρόνια στην ίδια εκπομπή; Δεν νιώθεις πως επαναλαμβάνεσαι;
-Καθόλου. Φέτος ασχολήθηκα με διαφορετικά πράγματα. Έκανα videos, κάτι που μου άρεσε πολύ, οπότε αυτό με κράτησε σε εγρήγορση, δημιούργησα κάτι ξεχωριστό και με χαροποίησε ιδιαίτερα. Πέραν του ότι είμαι μαζί με την Ελένη -κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για κάθε επαγγελματία, αφού είμαι ακόμη στα πρώτα τηλεοπτικά μου βήματα-, θεωρώ πως κάποιος, μέσα σε 4 χρόνια, δεν μπορεί να ξέρει και να χειρίζεται τα πάντα στην ελληνική τηλεόραση. Πατάω γερά τα πόδια μου στη γη, ξέρω αυτή τη στιγμή μέχρι πού φτάνω και θέλω να πιστεύω πως εξελίσσομαι βήμα βήμα.
-Η επαφή σου με την Ελένη διαφοροποιήθηκε σε σχέση με την πρώτη σεζόν που ξεκίνησες στην εκπομπή;
-Σίγουρα διαφοροποιήθηκε. Με βλέπει και τη βλέπω αλλιώς, αισθάνομαι πλέον ως μέλος μιας οικογένειας. Η πρώτη σεζόν ήταν περισσότερο ανέμελη, τη δεύτερη κατάλαβα πώς λειτουργεί η τηλεόραση και την τρίτη πώς ακριβώς είναι αυτό το Μέσο μπροστά και πίσω από τις κάμερες.
-Τι είσαι ακριβώς; Μοντέλο ή παρουσιαστής;
-Ποτέ δεν θα ξεχάσω από πού ξεκίνησα. Στην παρούσα, όμως, φάση, λειτουργώ περισσότερο ως παρουσιαστής. Ωστόσο, το modeling συνεχίζεται. Και στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στο Παρίσι όπου εκεί έχω πολύ στενούς δεσμούς με συνεργάτες με τους οποίους γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, φωτογράφους, στυλίστες, ανθρώπους της παραγωγής. Όλα συνδυάζονται.
-Δεν σκέφτηκες να ζήσεις μόνιμα στο εξωτερικό, για να κάνεις ενδεχομένως μία διεθνή καριέρα;
-Έχω ζήσει στο εξωτερικό για σχεδόν μία πενταετία, έχω γυρίσει κάθε πρωτεύουσα της μόδας -Παρίσι, Μιλάνο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη-, γνωρίζω πώς είναι η ζωή εκεί, αλλά προτιμώ να έχω τη βάση μου στη χώρα μου και να ταξιδεύω με τη συχνότητα που μου επιτρέπει η δουλειά μου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ - ΡΟΥΚ: "ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΛΗ ΤΗΣ ΠΛΗΓΗΣ"



Το διαμέρισμά της είναι μικρό. Σε λίγα μόνο τετραγωνικά χωράνε ένα ντιβάνι με μία μονόχρωμη κουβέρτα να το σκεπάζει, μία έγχρωμη τηλεόραση ανοιχτή στην εικόνα -χωρίς ήχο κανένα, με αποκωδικοποιητή στο πλάι-, βιβλία, πολλά χαρτιά με σημειώσεις, ένα φλιτζάνι με καφέ που κρύωσε, λίγοι πίνακες στους τοίχους και φωτογραφίες δικές της, αλλά και με τον σύζυγό της που πέθανε πριν από λίγα χρόνια –ακριβώς απέναντι από τη δική της καρέκλα, κοιτώντας τον συνεχώς σα να πρόκειται να της μιλήσει και να του απευθυνθεί. Έχει ξεχάσει σχεδόν πως το 1962 είχε πάρει το Α’ Βραβείο Ποίησης της Γενεύης (Prix Hensch), πως το 1985 τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, πως έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των Η.Π.Α και του Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y.State, Princeton, Columbia κ.α.), πως το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών και μόλις πέρσι με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της – «λεπτομέρειες», λέει, παραμένοντας αθόρυβα συνεπής στην ομορφιά που δημιούργησαν τα ποιήματά της, εδώ και μισό αιώνα που κυκλοφορούν ποιητικές της συλλογές, αφού πλέον θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες ελληνίδες ποιήτριες, με γλώσσα βαθιά, απλή, εσωτερική, ολόδική της.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ήταν χαρούμενη εκείνο το μεσημέρι Σαββάτου που συναντηθήκαμε. Είχε βάψει τα μαλλιά της λίγο πριν, της βγήκε κατά λάθος διχρωμία -κάτι μεταξύ λιλά και ροζ χρώματος- «α, αυτό σας δείχνει πολύ νεότερη», της είπα. «Αλήθεια λες; Κατά λάθος συνέβη!», απάντησε και περπατώντας -κάπως χορευτικά- στο χολ, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του δευτέρου ορόφου της παλιάς εκείνης πολυκατοικίας στη Νεάπολη Εξαρχείων, ακούμπησε το μπουκάλι κουμανταρίας που κρατούσε και με τα δυο της χέρια επάνω στο τραπεζάκι, αν και μου διευκρίνισε που είχε σταματήσει το αλκοόλ εδώ και τρία χρόνια, κουνώντας ταυτόχρονα δεξιά αριστερά τα χέρια της υπερθεματίζοντας στην οριστική της τότε απόφαση – «τέλος, τέλος μ’ αυτό. Ούτε ένα δαχτυλάκι». Προχωρήσαμε στο μικρό σαλονάκι με θέα στο στενό της Συνεσίου Κυρήνης. «Λίγο πιο κάτω, ένα λεπτό από ‘δω, στη Μάρκου Ευγενικού, το ξέρετε πως έμενε η Γαβριέλλα Ουσάκοβα, η μεγαλύτερη πόρνη των Αθηνών;», της ανέφερα κοιτώντας στην ατζέντα της που κάτι που είχε γράψει, κάπως να σπάσει ο πάγος. «Αυτό είναι απίθανο!», μου είπε γουρλώνοντας τα μάτια. «Εκπληκτικό! Τι τιμή!». Και γέλασε. «Αλήθεια σου λέω!».
-Του Αγίου Ευψυχίου σήμερα…
-Ακούγεται λίγο νεκτοραφειακό αυτό. Το «ευ» είναι σα να δίνει χαρά μετά θάνατον, σα να προσδίδει πως θα ‘χεις ωραία ψυχή όταν θα ‘σαι εκεί πάνω. Προσωπικά, όμως, εμένα δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει μετά τη νεκρώσιμο. Δεν πιστεύω σε Θεό, αλλά λέω πάντα πως τα ερωτήματα «πώς ήρθαμε», «γιατί ήρθαμε», «ποιος μας έφερε», «ποιος θα μας πάρει», είναι μία μεταφυσική υπόθεση. Αν και αυτά είναι που τελικά μας κρατάνε ζωντανούς.
-Γι’ αυτό γράφετε ποιήματα;
-Είναι σα να με ρωτάς «γιατί γεννήθηκες ξανθιά;».

ΛΟΥΛΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ: "ΕΖΗΣΑ ΩΡΑΙΑ ΖΩΗ. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΗΞΕΡΑ"


Η διασημότερη θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, σύζυγος του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά, που πέθανε το 2000, και μικρότερη αδελφή του ποιητή, Μανώλη Αναγνωστάκη, μπόρεσε να γράψει για τους ανθρώπους έργα που να τους αγγίζουν διαχρονικά (σαν μεγάλα ποιήματα) γιατί τους ήξερε καλά, τους παρατηρούσε, και μπορούσε να τους ακούει ακόμη και μέσα από το βόμβο που κάνουν οι μεγάλες σιωπές.
Έξω απ’ την πόρτα του διαμερίσματος της στο Κολωνάκι, σε μεταλλική πλακέτα με καρφιά στις άκρες, «χτυπημένα» το όνομά της και εκείνο του Γιώργου Χειμωνά. Καθόταν στον καναπέ. Φορούσε μαύρα – και τα γυαλιά της μαύρα ήταν. Η οικιακή βοηθός μου παινεύει το κραγιόν που της πρότεινε να βάλει για να με υποδεχτεί – «είναι, πράγματι, πολύ ωραίο και έντονο αυτό το χρώμα, κυρία Αναγνωστάκη», της είπα και της έδωσα το κουτί με τα σοκολατάκια που της είχα αγοράσει. Ήταν το πρώτο της χαμόγελο. «Θα φάτε κι εσείς απ’ αυτά!», είπε. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα, γκρίζα και λίγα μαύρα, χτενισμένα όμορφα – περίεργος χρωματικός συνδυασμός. Θέλει να της ξαναθυμίσω το όνομά μου. Το ρωτάει με συστολή. Η τηλεόραση ανοιχτή σε κάποια μεσημεριανή εκπομπή, απέναντί της ο Γιώργος Χειμωνάς φωτογραφημένος μ’ ένα μακό μπλουζάκι, κάποια φωτογραφία του γιου της Θανάση πλάι στην αφίσα από το τελευταίο του μυθιστόρημα, μία έγχρωμη φωτογραφία του αδελφού της, ποιητή, Μανόλη Αναγνωστάκη, αφίσες απ’ τον «ουρανό κατακόκκινο» και το «σ’ εσάς που με ακούτε» που ανέβηκαν πρόσφατα στην Αθήνα, ένα κορνιζαρισμένο σκίτσο του Χειμωνά που σχεδίασε κάποτε ο Γιάννης Τσαρούχης, ένα άλλο με τον Θανάση μωρό «που έφτιαξε ο Γιώργος με μολύβι, πριν από 40 χρόνια», μία δική της pop art φωτογραφία μ’ ένα «I love you» επάνω δεξιά που με ενθουσίασε μόλις την αντίκρισα –το ίδιο κι εκείνην. «Είναι χαρούμενο αυτό», είπε. Δεξιά απ’ τον καναπέ, στο κομοδίνο, φωτογραφία του Γιώργου, του Μποτλέρ, του Γιώργου (πάλι) νεότερου. Τα παντζούρια ήταν ανοιχτά – έμπαινε ήλιος και καθαρός αέρας και της άρεσε πολύ. Απ’ το μπαλκόνι φαίνονταν μαγαζιά με ανοιξιάτικα ρούχα, κάποιος θυρωρός που είχα συναντήσει λίγο πριν στην είσοδο της πολυκατοικίας ρωτώντας με πού πάω, η πλατεία Κολωνακίου, ένα υπόγειο parking, κόσμος που πηγαινοερχόταν βιαστικός για να κάνει τις δουλειές του, εκείνο το απόγευμα της Πέμπτης που με υποδέχτηκε -τι τιμή!- στο σπίτι της. Η συνέντευξή μας συνέβη σαν σκηνή μακρόσυρτου διαλόγου από κάποιο θεατρικό της έργο –κι ήταν ειλικρινής, γι αυτό και τις περισσότερες φορές κοφτή στις απαντήσεις της. «Δεν δίνω συνεντεύξεις, αλλά τέλοσπαντων», είπε. «Μ’ άρεσε πάντως έτσι όπως τα είπατε», της είπα στο τέλος. «Γιατί δεν είστε μέσος όρος σαν τους ανθρώπους που περπατάνε τώρα στην οδό Καψάλη», συνέχισα. «Λέτε;» αναρωτήθηκε. Κι έπειτα το ξανασκέφτηκε. «Δεν ξέρω αν είναι καλό τελικά να μην είναι κάποιος μέσος όρος». 
-Σας αρέσουν τα σοκολατάκια;
-Πολύ! Δεν ξέρω κανέναν που να μην του αρέσουν. Άλλο αν τα αποφεύγουν…
-Γιατί φοράτε μαύρα γυαλιά;
-Συνήθως φοράω μαύρα γιατί πενθώ (χαμογελάει). Αστειεύομαι. Είναι πιο σεμνά, πιο κομψά. Από μικρή τα έβαλα και δεν τα έβγαλα. Από 18 χρονών.

ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ - ΑΡΒΕΛΕΡ: "ΠΕΡΑΣΕ ΠΟΛΥ ΝΕΡΟ ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΜΟΥ..."


Η διεθνούς φήμη προσωπικότητα, το φωτεινό αυτό μυαλό με διεθνές κύρος, μιλάει για τη σημαντικότητα των στιγμών απέναντι στο συνεχές πάθος για ζωή.
Τα μάτια της είναι γαλάζια -φωτεινά!- ο ήχος της φωνής της δυνατός και ακέραιος, συχνά χαμογελάει, δεν αφαιρείται, κοιτάει συνεχώς προς το μέρος μου, οι προτάσεις της λέγονται σα να γράφονται την ίδια στιγμή – κανένα ρήμα δεν πετιέται, τα ουσιαστικά και τα επίθετα στη σωστή τους θέση, ο προφορικός λόγος μετατρέπεται σε γραπτό αυτόματα. «Δεν θα πούμε πολιτικά, ε;», μου λέει καθισμένη στο γραφείο της, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών της οδού Φρυνίχου στην Πλάκα, εκείνο το μεσημέρι της προηγούμενη Πέμπτης που συναντηθήκαμε. «Όλοι πάντως για πολιτικά σας ρωτάνε», της εξηγώ. «Και στην τηλεόραση που σας είδα τις προάλλες, πάλι για την επικαιρότητα μιλούσατε. Αλλά, ναι, να το πάμε αλλιώς εμείς». Της δίνω ένα κουτί με φρέσκα κυπριακά δάχτυλα κυριών, βουτηγμένα στο μέλι και στα αμύγδαλα, «για το απογευματινό σας τσάι». Χαίρεται. «Τα ξέρω αυτά, είναι τόσο νόστιμα! Έχετε καταπληκτική κουζίνα στην Κύπρο», μου αναφέρει. «Πιστεύετε πως η Κύπρος είναι Ελλάδα;», τη ρωτώ καθισμένος πλάι απ’ τη δική της καρέκλα. «Ο Τσαρούχης είπε πως “η Ελλάδα είναι εκτός συνόρων”. Είπε και κάτι άλλο για την Κύπρο: “Είχαμε μια αποικία και θέλαμε να τη χάσουμε”», μου απαντά.
Όχι άδικα, η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ θεωρείται μία από τις πιο λαμπρές πνευματικές και πανεπιστημιακές προσωπικότητες παγκοσμίως – «ιδιοφυία» και «σοφή» την ονομάζουν, αν και εκείνη αρνείται τέτοιους χαρακτηρισμούς. Έλαβε μέρος σε πολλά παγκόσμια συνέδρια ιστορίας, προσκλήθηκε για διαλέξεις στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, ενώ έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις. Το 1967 είχε γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και το 1976 εκλέχθηκε Πρύτανης (η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με μια τέτοια θέση στα 700 χρόνια παράδοσης του Πανεπιστημίου). Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου, Πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Παρισίων και του Κέντρου Τέχνης και Πολιτισμού Ζωρζ Πομπιντού-Μπομπούρ, σήμερα είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και επίτιμη πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου των Δελφών, ενώ η πλούσια εργογραφία της (με τελευταίο της βιβλίο το «Γιατί το Βυζάντιο» που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, και μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες) είναι ιδιαίτερα σημαντική παραμένοντας σημείο αναφοράς των μελετητών.
-Διδάσκονται όλα στη ζωή, κυρία Αρβελέρ;
-Τα πάντα. Όταν οι σοφιστές κάνανε για πρώτη φορά την ερώτηση «διδάσκεται η αρετή;», ουσιαστικά έκαναν την πρώτη πραγματική ερώτηση ουσίας. Γιατί όταν απάντησαν πως «η αρετή διδάσκεται», δημιουργήθηκε η δημοκρατία. Αν, λοιπόν, η αρετή διδάσκεται, διδάσκονται τα πάντα.
-Τι είναι η αρετή;
-Αρετή σημαίνει να είσαι όρθιος και ορθός. Ορθός με την έννοια του να σκέφτεσαι σωστά. Και όρθιος θα πει να έχεις τα πόδια στη γη και τα μάτια στον ουρανό.
-Δεν είναι πολύ σχετικό, όμως, το να σκέφτεται κάποιος «σωστά»; Πώς προσδιορίζεται το «σωστό»;
-Ο Ρήγας είχε γράψει «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάτε σωστά». Η σωστή σκέψη είναι η ελεύθερη σκέψη.
-Εγκλωβίστηκε ποτέ η δική σας σκέψη;
-Πάντοτε. Να το πούμε απλά: όταν είσαι γεννημένος στην Αθήνα, ας πούμε το 1926 σε ό,τι αφορά εμένα, έχεις τον χώρο, το χρόνο και το περιβάλλον, τα οποία είναι τα ορισμένα ως δικά σου. Επομένως, ο κάθε ένας μας είναι εγκλωβισμένος στο χώρο και στο χρόνο.

15.10.16

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΒΗΓΚΟΣ: ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΜΕ ΑΙΤΙΑ



Κρατώντας με το αριστερό του χέρι το κινητό του τηλέφωνο, θέλει να μου δείξει ένα κολλάζ που έχει φτιάξει. Μπαίνει στα άλμπουμς των φωτογραφιών του, ανεβοκατεβάζει με τα δάχτυλά του τις εικόνες, τα μαλλιά του πέφτουν μπροστά από τα μάτια του, κάπου σταματάει απότομα, χαμογελάει για λίγο -προφανώς για την επαναφορά στη μνήμη κάποιας χαριτωμένης ανάμνησής του- συνεχίζει το γρήγορο ψάξιμο, ενώ καταλαβαίνει πως ταυτόχρονα και το δικό μου μάτι σκανάρει κάποια από τα «μυστικά» του προσπαθώντας, ανεπιτυχώς, να φαίνεται διακριτικό. Γυρνάει απότομα το κεφάλι του κοιτώντας με περίεργα, αλλά όχι με θυμό και στραβώνει λιγάκι την οθόνη του κινητού του προς τα δεξιά για να μη μπορεί το βλέμμα μου να «κλέψει» τα δικά του δεδομένα. «Κοίτα αυτό!», μου λέει ξαφνικά, δείχνοντάς μου τη φιγούρα κάποιας μεγάλης ηλικιακά γυναίκας με λευκά κοντά μαλλιά που αντί για το δικό της στόμα είχε κολλημένο κάτω από τη μύτη της ένα άλλο, μιας νεαρής κοπέλας, με έντονο κόκκινο κραγιόν και ένα κιτρινόμαυρο φίδι ανάμεσα στα χείλη. «Περίεργο, ε;», του λέω έκπληκτος. «Το φίδι συμβολίζει διάφορα. Δεν είναι κάτι κακό για μένα. Το θέμα είναι το στόμα που δαγκώνει ένα φίδι». «Λίγο τρομακτικό, δεν είναι;». «Ναι, είναι. Γιατί μπορεί να φαινόμαστε ωραίοι, αλλά ποιος ξέρει τι κρύβεται πίσω από την εικόνα!». 
Σ’ αυτή την πρόταση ίσως να βρίσκεται και η όλη φιλοσοφία σκέψης του Σταύρου γύρω από τη δουλειά που κάνει, τη δημοσιότητα, το star system, τους celebrities, τις συνεντεύξεις και την προβολή – λέξεις που δεν του ανέφερα ποτέ αλλά υπονοούνταν καθ όλη τη διάρκεια της συνάντησής μας στην οδό Πραξιτέλους, στο κέντρο της Αθήνας. «Το γεγονός ότι κάποια στιγμή μπορεί να έχεις αναγνωρισιμότητα ή λεφτά δεν σημαίνει ότι είσαι ταυτόχρονα χαρούμενος ή υγιής άνθρωπος», μου εξηγεί. «Κάποτε, όταν ήμουν παιδί, πίστευα ότι οι πλούσιοι είναι ευτυχισμένοι και μια χαρά. Αλλά δεν είναι! Από αυτούς που έχω γνωρίσει, κατάλαβα ότι έχουν πολύ περισσότερα προβλήματα από μένα που είμαι φτωχός. Που τα βγάζω πέρα, σε πολλές περιόδους και ανάλογα με το τι κάνω, τσίμα τσίμα οικονομικά».
Η ευτυχία είναι για το Σταύρο μία περίεργη έννοια. Και δεν περιορίζεται στις «απλές στιγμές» των πολλών. Λίγο απροσδιόριστη και σχεδόν άπιαστη. Μάλλον, όπως ίσως θα εξηγούσε κάποιος, επειδή δεν αφήνει εύκολα το μυαλό του να ησυχάσει, να επικεντρωθεί περισσότερο στον εαυτό του και όχι στα κοινωνικά ή πολιτικά προβλήματα για τα οποία έχει σαφή και ισχυρή θέση, την οποία μπορεί να αναλύει για ώρες, ανάβοντας και σβήνοντας απανωτά τσιγάρα με υψηλό βαθμό νικοτίνης. Γιατί ο Σταύρος δεν μπορεί να μη νιώθει ο ίδιος προσωπική ευθύνη για όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Έτσι είναι φτιαγμένος.

ΣΑΚΗΣ ΡΟΥΒΑΣ: "ΔΕ ΣΤΑΜΑΤΩ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ"


-Εδώ και πολλά χρόνια βλέπουμε να εισπράττεις πολλή αγάπη στην Κύπρο. Όλοι, άλλωστε, ανυπομονούν για τη μεγάλη συναυλία της Τετάρτης 7/9 στο ΓΣΠ, στη Λευκωσία, όπου θα εμφανιστείς ως guest star. Τι είναι αυτό που σε συνδέει τόσο πολύ με το νησί μας;
-Η Κύπρος είναι στην καρδιά μου! Από τα πρώτα μου βήματα, μας συνδέει μία σχέση ανακύκλωσης αγάπης που, χρόνο με το χρόνο, εξελίσσεται και γίνεται όλο και πιο ισχυρή. Κάθε φορά που βρίσκομαι στην Κύπρο εισπράττω αυτή τη δύναμη της αγάπης και είμαι πραγματικά ευγνώμων. 
-Όμως, η αγάπη σου και η σχέση σου με την Κύπρο δεν περιορίζεται στο καλλιτεχνικό πεδίο. Βλέπουμε ότι την αποδεικνύεις έμπρακτα και ουσιαστικά στηρίζοντας συνανθρώπους μας ως Πρεσβευτής του προγράμματος «Συμμετοχή». Μάλιστα, αφιέρωσες την εμφάνισή σου στο ΓΣΠ στη «Συμμετοχή»… 
-Η «Συμμετοχή» είναι ένα παγκύπριο πρόγραμμα κοινωνικής αλληλεγγύης, το οποίο έχουμε ξεκινήσει με τη Χαραλαμπίδης-Κρίστης εδώ και τρία χρόνια και προσφέρουμε έμπρακτα σε κοινωνικές ομάδες που χρειάζονται βοήθεια, αλλά κυρίως στα νέα παιδιά που είναι και το μέλλον όλων μας. Όλο αυτό το διάστημα συμβάλλουμε στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των παιδιών σε ανάγκη, αναβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής και ψυχαγωγίας τους, χαρίζοντας δεκάδες χιλιάδες παιδικά χαμόγελα σε όλη την Κύπρο.
-Τι θα δούμε και τι θα ακούσουμε από εσένα, λοιπόν, σε αυτή τη μεγάλη συναυλία;
-Ανυπομονώ να βρεθώ, μετά από αρκετά χρόνια, στη σκηνή του ΓΣΠ την ερχόμενη Τετάρτη. Ανυπομονώ όλοι μαζί να στείλουμε ένα μήνυμα συμμετοχής, αλλά και αισιοδοξίας. Να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε και να απογειωθούμε όλοι μαζί στον ρυθμό, στην ένταση και στο πάθος της μουσικής!
-Αλήθεια, τι είδους συναισθήματα σού δημιουργεί σήμερα η εικόνα της ημικατεχόμενης πόλης, της Λευκωσίας, εδώ όπου θα πραγματοποιηθεί και η μεγάλη αυτή συναυλία;
-Είναι μια εικόνα που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν μπορεί να μη σε θλίβει. Πρέπει, όμως, να μη σταματάμε να ονειρευόμαστε, να διεκδικούμε τα όνειρά μας, να σκεφτόμαστε θετικά και η μουσική είναι ένα όχημα που μπορεί να λειτουργήσει πέρα από εθνικότητες, συγκρούσεις και μπορεί και ενώνει τους ανθρώπους.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΙΚΟΥΔΗ: "ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ"



Τη στιγμή που μιλάμε βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για εμφανίσεις. «Όλο αυτό που μου συμβαίνει με τον κόσμο, είναι πολύ όμορφο!», ξεκινά να μου λέει, ενώ μου αναφέρει πως το νέο της video clip «Πιράνχας», πάει πολύ καλά στο you tube, κάτι που την κάνει ιδιαίτερα χαρούμενη. «Αυτό δεν γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη, χτίζεται λιθαράκι λιθαράκι κι εγώ όλο αυτό που βιώνω τώρα το προσπαθώ εδώ και μια δεκαετία σχεδόν. Είμαι ευγνώμων!».
-Ποια είναι η απάντηση στο «ποια Στικούδη»;
-Η Κατερίνα και η Στικούδη πάνε μαζί. Απλά, μερικές φορές, όπως όλοι οι άνθρωποι, έχουμε τις καλές και τις κακές μας μέρες, τις καλές και τις δύσκολές μας πλευρές, δύο διαφορετικούς εαυτούς, γι’ αυτό και μέσα από τα τραγούδια μου εκφράζομαι αναλόγως. Άλλες φορές είμαι πιο ρομαντική, άλλες πιο επιθετική.
-Τι σου βγάζει τον καλό και τί τον κακό σου εαυτό;
-Τον καλό μου εαυτό μού τον βγάζουν οι φίλοι μου, οι κολλητοί μου, όταν μαζευόμαστε παρέα και περνάμε ωραία. Τον κακό μου εαυτό μού τον βγάζουν το ψέμα και η ειρωνεία.
-Μετανιώνεις για παρορμητικές σου αντιδράσεις, ιδιαίτερα μέσα από τα social media;
-Δεν έχει νόημα να μετανιώσω ή όχι για κάτι. Αυτό είμαι! Είναι και αυτό μέρος του εαυτού μου –αν και προσπαθώ να αυτοσυγκρατούμαι. Θέλω να είμαι ευγενική. Ναι, κανά δυο φορές έχει τύχει να απαντήσω αναλόγως δημόσια αλλά αυτό έχει να κάνει και με το τι διαβάζω ή τι σχολιάζεται, το οποίο μπορεί να με αφορά προσωπικά. Γενικότερα, πάντως δεν ασχολούμαι.
-Είσαι γυναίκα-μαγκάκι;
-Μάλλον.

ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΔΙΩΤΗΣ: ΜΠΑΜΠΑΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ



Ο ηθοποιός και παρουσιαστής περιμένει το δεύτερό του παιδί, αλλά δεν απαρνιέται τον σέξι του εαυτό.
Μου μιλάει απ’ την Κύπρο, όσο βρίσκεται στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λάρνακας κατευθυνόμενος προς το αεροδρόμιο, αφού τις τελευταίες βδομάδες βρίσκεται στο νησί για τα γυρίσματα της νέας σειράς του ΑΝΤ1 «5 κλειδιά», η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Λένας Μαντά. «Η προσαρμογή μου δεν είναι δύσκολη, αλλά το μόνο που δεν υποφέρεται εδώ είναι η ζέστη!», ξεκινά να μου λέει.
-Λίγο δύσκολο δεν είναι τώρα που η Βασιλική, η σύζυγός σου, περιμένει το δεύτερό σας παιδί, εσύ να λείπεις αρκετές μέρες από την Αθήνα;
-Την απόφαση δεν την πήρα μόνος μου, το συζητήσαμε και σκεφτήκαμε από κοινού πως αυτό θα ήταν το καλύτερο, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και μία τέτοιου είδους πρόταση από ένα μεγάλο κανάλι δεν την απορρίπτεις εύκολα. Άλλωστε, το περιβάλλον στην Κύπρο είναι οικείο και η απόσταση που μας χωρίζει είναι μόλις μιάμιση ώρα με το αεροπλάνο.
-Συνεχίζει να σε γοητεύει η υποκριτική;
-Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Περνάω πολύ καλά στα γυρίσματα, στο να μπω στη διαδικασία να υποδυθώ κάποιο χαρακτήρα και να καταλάβω πώς σκέφτεται ο εκάστοτε ήρωας. Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσεγγίζεις κάτι που συνήθως είναι πολύ διαφορετικό από σένα. Με συναρπάζει.
-Πώς αντιδράς όταν βλέπεις τον εαυτό σου στην τηλεόραση; Κάνεις αυτοκριτική;
-Κάνω. Αν και δεν με παρακολουθώ πάρα πολύ.
-Αισθάνεσαι αμηχανία;
-Συνήθως οι δουλειές μου προβάλλονται σε ώρες που εγώ δεν βρίσκομαι στο σπίτι. Αλλά, αν τύχει και δω κάτι στο οποίο συμμετέχω, είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Νομίζω πως μόνο έτσι βελτιώνομαι.
-Αν βαθμολογούσες τον εαυτό σου στην υποκριτική, τι βαθμό θα του έβαζες;
-Μόνο και μόνο λόγω εμπειρίας δεν θα μου έβαζα παραπάνω απ’ το μέτριο. Αλλά, σε σχέση με το παρελθόν, θεωρώ πως έχω βελτιωθεί πάρα πολύ, έχω μεγαλύτερη άνεση πια.
-Ένιωσες ποτέ αμφισβήτηση από άλλους ηθοποιούς που μπορεί να σκεφτούν πως παίρνεις τις δουλειές λόγω της εξωτερικής σου εμφάνισης και όχι λόγω του ταλέντου σου;
-Ποτέ δεν το εισέπραξα αυτό. Απορώ γιατί με ρωτάτε αυτό! Θαυμάζω πάρα πολλούς ηθοποιούς -και άντρες και γυναίκες-, και το όνειρό μου είναι να καταφέρω κάποια στιγμή να συνεργαστώ με κάποιους από αυτούς. Μακάρι να γίνονταν περισσότερες παραγωγές!
-Η Βασιλική τι σου λέει όταν σε βλέπει στο θέατρο; Είναι αντικειμενική μαζί σου;
-Ναι, είναι. Εμπιστεύομαι τη γνώμη της περισσότερο απ’ όλους. Πάντα βέβαια μέσα από το δικό της υποκειμενικό πρίσμα. Γιατί ξέρω πως, ακόμη και να μην της αρέσει κάτι, θα βρει έναν ωραίο τρόπο να μου το πει, με αγάπη, για να το βελτιώσω.

ΖΩΗΣ ΜΠΑΛΛΑΣ: ΤΟ "ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΚΟΡΜΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ



Ο 28χρονος αθλητής εκπροσώπησε την Ελλάδα στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό fitness, στην Ιταλία, και κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση.
Την Κυριακή 3 Ιουλίου ο Ζώης Μπάλλας αισθάνθηκε πως δικαιωνόταν για την απόλυτη πειθαρχία που είχε τους προηγούμενους μήνες, για όλα όσα είχε στερηθεί, προκειμένου να πετύχει το στόχο του και να αποκτήσει ένα καλογυμνασμένο κορμί ώστε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στους Παγκόσμιους Αγώνες Fitness (I.B.F.AMr. Universe) που έγιναν κοντά στη Νάπολι της Ιταλίας, το πρώτο σαββατοκύριακο του Ιουλίου. «Σε αυτό το Διαγωνισμό πρέπει οι αθλητές να συνδυάζουν την εξωτερική εμφάνιση -γι’ αυτό και είχαμε εμφανίσεις και με ρούχα- αλλά και το πολύ καλά γραμμωμένο σώμα», μου εξηγεί. «Φέτος συμμετείχαν αρκετοί αθλητές, από πολλές χώρες και φαινόταν από την αρχή πως η Ελλάδα θα ήταν ανάμεσα στα φαβορί. Το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό, περίμενα πως θα πήγαινα καλά, αλλά η πρώτη θέση ήταν τελικά ένα πολύ μεγάλο δώρο για μένα και την μετέπειτα πορεία μου. Το παράδοξο είναι πως τον προηγούμενο μήνα, στους αντίστοιχους πανελλήνιους αγώνες, είχα κερδίσει την τέταρτη θέση, αν και πίστευα πως άξιζα την πρωτιά. Τότε ήμουν οριακά στο να τα παρατήσω, είχα εκνευριστεί πάρα πολύ, αλλά, ευτυχώς, κάτι με κράτησε για να δώσω άλλη μία ευκαιρία στον εαυτό μου. Τελικά, οι διεθνείς κριτές, αξιοκρατικά, με δικαίωσαν και ουσιαστικά επιβράβευσαν το πείσμα μου και τις σκληρές προσπάθειες που έκανα το προηγούμενο διάστημα, προκείμενου να καταφέρω να εκπροσωπήσω επάξια τη χώρα μου σε τόσο υψηλού επιπέδου αγώνες. Σκέψου πως ήμουνα ο μόνος από τους συναθλητές μου που δεν είχα δικό μου προπονητή στην Ιταλία ή κάποια ομάδα ειδικών να με συνοδεύει, ενώ ακόμη και τη διατροφή μου την οργάνωνα μόνος μου».
Το πάθος του Ζώη Μπάλλα με τον αθλητισμό ξεκίνησε, όσο ήταν ακόμη μικρό παιδί, στις Σπέτσες όπου μεγάλωσε μέχρι την εφηβεία του, παίζοντας τότε στις αλάνες του νησιού, κοντά στη θάλασσα και στα γήπεδα, ποδόσφαιρο και καλαθοσφαίριση με τους φίλους του. Ωστόσο, από τα 14 του χρόνια άρχισε ουσιαστικά η επαγγελματική του ενασχόληση με το μπάσκετ, αρχικά από τον Α.Ο Κρανιδίου, στη συνέχεια στον Πανιώνιο, στον Ίκαρο Νέας Σμύρνης, στον Μύλωνα, στην ΑΕΚ, στο Δούκα, στον Κρόνο Αγίου Δημητρίου, περνώντας στο μεταξύ  από την Εθνική παίδων, την Εθνική Εφήβων και φυσικά την Α1. «Τότε δεν ασχολιόμουν με το fitness, ήθελα μόνο να είμαι καλός αθλητής. Η εμπειρία μου, ωστόσο, από το μπάσκετ, μέχρι τα 24 μου που σταμάτησα απ’ αυτό λόγω ενός πολύ σοβαρού τραυματισμού μου, ήταν γλυκόπικρη. Ήμουν πάντα βασικός παίκτης, δούλευα πολύ σκληρά, ήθελα πάντοτε να ξεχωρίζω έχοντας μία τάση στην υπερβολή, στο over training. Ωστόσο, λόγω δυσκολιών στις πληρωμές από τις ομάδες, έπρεπε κάθε Καλοκαίρι να δουλεύω παράλληλα στην υποδοχή μεγάλων clubs, όπως το Villa, το Balux ή το Guzel, για να καταφέρνω να επιβιώνω, αφού οι περισσότερες ομάδες, λόγω της κρίσης, αδυνατούσαν να είναι συνεπείς στις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στους παίκτες τους. Κάποια στιγμή, είχα φτάσει να έχω χρωστούμενα από τρεις ομάδες ταυτόχρονα, είχα απελπιστεί! Η ενασχόλησή μου με αυτό που είχα σπουδάσει, ήταν πλέον μονόδρομος για μένα».

ΝΙΚΟΣ ΦΑΚΑΡΟΣ: Ο "ΒΑΣΙΛΙΑΣ" ΤΟΥ ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟΥ



Ο πιο διάσημος οργανοπαίκτης πανηγυριών στην Ικαρία εξηγεί πώς η παραδοσιακή μουσική, το βιολί και η τσαμπούνα, έγιναν τα νέα trends του Αυγούστου.
Είναι περίεργο πώς, με μία διονυσιακή έκσταση που ξεπερνά όσα προβλήματα και δυσκολίες μπορεί να αντιμετωπίζει ο κάθε ένας που έχει την τύχη να βρεθεί στο νησί που είναι περισσότερο από κάθε άλλο ταυτισμένο με τα πανηγύρια, την Ικαρία, ακούγοντας τις πρώτες νότες από το βιολί ή την τσαμπούνα να ξεκινούν τον περίφημο Ικαριώτικο χορό, όλα να ξεπερνιούνται, να αδειάζουν τα τραπέζια και να γεμίζουν οι χωματένιες αυτοσχέδιες πίστες από φανατικούς πανηγυριστές. Είναι κάτι ανεξήγητο, κυτταρικά ελληνικό που δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα με λέξεις, αλλά μόνο βιώνοντάς το στα δεκάδες πανηγύρια της Ικαρίας, με κορυφαίο εκείνο της Λαγκάδας, στις 15 Αυγούστου, που συγκεντρώνει περισσότερους από 5 χιλιάδες κόσμου, από όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά και τουρίστες, κάθε χρόνο. «Οι περισσότεροι από αυτούς έρχονται στην Ικαρία ειδικά γι’ αυτό το πανηγύρι», μου εξηγεί ο Νίκος. «Τελευταία οργανώνονται ακόμη και πτήσεις από ξένες χώρες που διαφημίζουν το κέφι που γίνεται σ’ αυτό. Θεωρείται θρυλικό πια! Και, μην φανταστείς, η πρόσβαση στο χώρο του πανηγυριού, ένα μαγικό μέρος ανάμεσα σε πλατάνια, είναι αρκετά δύσκολη, αφού δεν υπάρχει σύγχρονο οδικό δίκτυο που να οδηγεί σ’ αυτό. Παρόλα αυτά, είτε με ωτοστόπ -που θεωρείται παράδοση στο νησί- είτε με πολύ κόσμο στοιβαγμένο σε κάθε ένα αμάξι, η Λαγκάδα δημιουργεί εκείνη τη μέρα μία μικρή, ιδιαίτερη κοινότητα γλεντιού, που συνδυασμένη με άφθονο κρασί, συκωτάκι και τον ενάμιση περίπου τόνο κατσίκι από αγριοκάτσικο -το λεγόμενο ρασκό, όπως το λέμε στην Ικαρία- που προσφέρεται από τους ντόπιους, θεωρείται ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η Ελλάδα σε σχέση με τα παραδοσιακά μας πανηγύρια».

ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΟΖΑΣ: Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΟΥ MR. WORLD



Ο 26χρονος Ηρακλής Κόζας ήταν το μοντέλο που εκπροσώπησε την Ελλάδα στη φετινή διεθνή διοργάνωση του Mr. World, έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας της Ελλάδας από το διαγωνισμό.
Η Τρίτη 19η Ιουλίου ήταν μία σημαντική μέρα για την καριέρα του Ηρακλή Κόζα στο modeling αφού, έχοντας τον τίτλο του ωραιότερου Έλληνα για το 2016, εκπροσώπησε την Ελλάδα στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ομορφιάς Mr. World που φέτος έγινε στο Southport της Μεγάλης Βρετανίας. Εκείνος βρισκόταν στη βρετανική πόλη, κοντά στο Μάντσεστερ, από τις 8 Ιουλίου, αφού θα έπρεπε και τα 48 μοντέλα από πολλές χώρες του κόσμου να περάσουν απ’ τις δοκιμασίες που προβλέπονταν από τους κανονισμούς, ώστε να επιλεχθούν οι 5 πρώτοι -οι λεγόμενοι fast track winners- από τους συνολικά 10 που θα συναγωνίζονταν για τον τίτλο του πιο ωραίου άνδρα στον κόσμο. Μέχρι τότε είχε αφοσιωθεί στο στόχο του που ήταν μόνο η πρωτιά: καθημερινή γυμναστική, καθόλου ξενύχτια, εξειδικευμένη διατροφή. «Το κύρος του διαγωνισμού είναι πολύ μεγάλο και η ευθύνη που είχα άλλη τόση απέναντι στην Ελλάδα, η οποία είχε απουσιάσει τέσσερα χρόνια από το διαγωνισμό. Σκεφτείτε ότι δεν μας φώναζαν ποτέ με το όνομά μας, αλλά με εκείνο της χώρας μας. Στα Mr. World δεν ήμουν ο Ηρακλής, αλλά ο “Greece”, οπότε όφειλα να κάνω το καλύτερο για την πατρίδα μου, ώστε να αναδείξω το ελληνικό κάλλος», μου εξηγεί. 
Ο διαγωνισμός έγινε στο Southport Theater and Convention Center και θυμάται πως εκείνη τη μέρα βρισκόταν στο χώρο του Venue από τις 9 το πρωί για τις πρόβες, τα χορευτικά και την προετοιμασία των catwalk με την τοποθέτηση των καμερών και τις απαραίτητες σκηνοθετικές οδηγίες, σε μία μεγάλη παραγωγή 200 ατόμων που θα αναμεταδιδόταν σε περίπου 100 χώρες τηλεοπτικά. Μέχρι τότε, το πρόγραμμα του ήταν εξαντλητικό. «Ξυπνούσαμε κάθε μέρα στις 6:30 το πρωί, ακολουθούσαμε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα διατροφής και γυμναστικής ενώ συμμετείχαμε και στις καθοριστικές για την πορεία μας στο διαγωνισμό δοκιμασίες, οι οποίες περιλάμβαναν τρέξιμο σε αμμόλοφους, κολύμπι -σε συγκεκριμένους χρόνους- μέσα σε πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων, γκολφ, αγώνες στη γέφυρα του Southport, προπόνηση από αξιωματικό των Ειδικών Δυνάμεων με ιδιαίτερα σκληρές γυμναστικές ασκήσεις. Υπήρχαν κάποιοι που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν ένα τόσο πειθαρχημένο πρόγραμμα και τα παρατούσαν. Το γεγονός, όμως, ότι ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός ίσως να βοήθησε στο να μην εγκαταλείψω κάποια από όσα δύσκολα μας υπέβαλλαν και να είμαι ανθεκτικός. Σε αυτό ίσως να συνέβαλε και το γεγονός ότι υπήρξα ποδοσφαιρικής αλλά και αθλητής στίβου, προτού ασχοληθώ με το modeling, κι έτσι όλο αυτό ήταν για μένα απλά κομμάτι ενός απαιτητικού αγωνιστικού προγράμματος», λέει.

17.4.16

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΤΑΣ ΤΟ ΜΩΡΟ ΣΟΥ;


Μερικά παιδιά θα μεγαλώσουν απότομα, πολύ νωρίτερα απ' το δικό σου. Δεν θα χρειαστεί να ωριμάσουν ποτέ στη ζωή τους, αφού περνάνε στην ενηλικίωση ήδη από τις πρώτες μέρες της γέννησής τους.

Μόλις είχαμε τελειώσει απ’ την απευθείας σύνδεση του τηλεοπτικού studio με την «τράπεζα μητρικού γάλακτος του “Νοσοκομείου Έλενα”», στο κέντρο της Αθήνας. Μπήκε μέσα συγκινημένη. «Το κορίτσι μου έβαλε τα καλά του!», είπε. Η μικρή ήταν λίγων μόνο μηνών. Φορούσε ροζ μακρύ φορεματάκι, κόκκινη κορδελίτσα στη μεσούλα, παπούτσια γαλάζια και κάλτσες λευκές με πολύχρωμα αρκουδάκια επάνω. Τα μαλλιά της -ήδη ανεπτυγμένα- ήταν ξανθά, μία τούφα ήταν πιασμένη με λαστιχάκι για να μην πέφτουν μπροστά στα μπλε της μάτια – τα λαμπερά!

Η προϊσταμένη την κρατούσε πολύ σφικτά, δεμένη σχεδόν ανάμεσα στα ανοιχτά της χέρια, με μία αόρατη κλωστή που πιανόταν κόμπος μην της φύγει το προδιαγεγραμμένο. «Σήμερα το κοριτσάκι μας θα πάει στο ίδρυμα. Βάλαμε τα πιο ωραία μας για να βρεθεί εκεί όμορφη. Στολιστήκαμε. Το αυτοκίνητο μας περιμένει από κάτω». Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Γύρισα το κεφάλι μου στη Γιώτα που λίγο πριν μου εξηγούσε το καλό που κάνει στα νεογέννητα το μητρικό γάλα, στην ανάπτυξη και στο μεγάλωμά τους. «Ακριβώς δίπλα είναι η μονάδα με τα εγκαταλελειμμένα βρέφη», μου είπε.

Γύρισα ξανά το κεφάλι μου στη μαία που κρατούσε στην αγκαλιά της τη μικρή νεράιδα. «Μπορώ; Για λίγο;». «Έχετε μαζί σας τη δημοσιογραφική ταυτότητα;». «Τα πάντα». «Ανεβαίνω σε λίγο. Θα πάμε μέσα μαζί».

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χτυπήσαμε δύο φορές. Μας άνοιξε μία νοσοκόμα. Φόρεσα τη λευκή ρόμπα που κρεμιόταν στον προθάλαμο και προχώρησα στον μικρό στενό διάδρομο. Κανένα μωρουδιακό κλάμα. Λες και αυτά τα παιδιά είχαν προαποφασίσει, από το πρώτο τους απότομο και ανεπιθύμητο «ουά», να αποκτούν αυτάρκεια, επιβεβλημένη ελευθερία και ανεξαρτησία. Να γίνονται ενήλικες από ανάγκη.

«Αχ, και να ‘μουνα η μέρα που γεννήθηκες / να σου ‘δινα την πρώτη σου αγκαλιά…».

Το μωρό στο πρώτο κρεβατάκι φορούσε μπεζ κορμάκι και καλτσάκια πορτοκαλί, είχε μάγουλα ροδοκόκκινα, μέτωπο πλατύ και μάτια ιριδίζοντα. Μόλις το κοίταξα χαμογέλασε κοιτώντας με με απορία. Άπλωσα τα χέρια μου, άπλωσε τα δικά του αμέσως. «Μπορώ;». «Μπορείτε. Έχουν μάθει αυτά τα παιδιά στις αγκαλιές. Και τις ζητάνε συνεχώς».

Το κοριτσάκι είχε γεννηθεί τέλη Νοεμβρίου. Αυτό έγραφε στο καρτελάκι. Έβαλε το κεφαλάκι του στο στήθος μου και του το χάιδεψα – μόλις είχε ξεκινήσει να γεννάει τρίχες στα μαλλιά. Οι γονείς του ήταν τσιγγάνοι, η μαμά του -ανήλικη- το είχε γεννήσει μέσα σε ένα αυτοκίνητο, δεν μπορούσε να το κρατήσει λόγω οικονομικών δυσκολιών, το πήγαν κάποιοι γείτονες στο μαιευτήριο, πότε πότε το επισκέπτεται αλλά με απόφαση εισαγγελέα δεν μπορεί να το έχει κοντά της. Ζωές τσακισμένες.

Γιατί το να είσαι γονιός προϋποθέτει στοιχειώδη ικανότητα – πέρα από ταλέντο.

Παθογενείς εξαρτήσεις, ναρκωτικές ουσίες, σοβαρά οικογενειακά και ψυχιατρικά προβλήματα περιπλέκονται γύρω από μία μοίρα που δεν γνωρίζουν αυτά τα μωρά – δεν ξέρουν πως έχουν γεννηθεί με μία πετριά σκληρότητας ενός κόσμου που δεν γνώρισαν ακόμη αλλά τα περιβάλλει, καθώς αναζητάνε ξένα χέρια μήπως αντικαταστήσουν τα πρώτα που τα κράτησαν, συνδεδεμένα με έναν ελαφρύ ομφάλιο λώρο που αποκόπηκε απότομα αποβάλλοντάς τα. Άτυχα από κούνια; Ή, μακροπρόθεσμα, τυχερά;

Γνωρίστηκα με όλα: το κοριτσάκι που το γέννησε ένα άλλο κορίτσι 14 ετών, το αγόρι με τα θαλασσί μάτια που οι γονείς του το είχαν εγκαταλείψει «για λίγο» γιατί δεν μπορούσαν να το μεγαλώσουν μαζί με τα υπόλοιπα 7 τους παιδιά, το βρέφος των τριών μηνών που έπρεπε να φύγει απ’ το σπίτι μετά από καταγγελία των γειτόνων και απόφαση εισαγγελέα αφού ο σύζυγος κακοποιούσε τη μητέρα σχεδόν κάθε βράδυ, το μωρό που είχε κινητικά προβλήματα αλλά το βλέμμα του έτρεχε με ταχύτητες που κανείς δεν μπορούσε να διαβλέψει πού θα κατέληγε – ολομόναχο στον κόσμο, άντρας ήδη δυνατός από 6 μηνών.

Κοίταξα τη μαία. Ύστερα τα μωρά μέσα στα κρεβατάκια τους. Ξανά τη μαία: «εσείς είστε η μητέρα τους!».

Πήγα ξανά στο κρεβατάκι της μικρής. Εκείνης που με προϋπάντησε στο «σπίτι» που αντικατέστησε το μητρικό, με ζωγραφιές στους τοίχους, πλαστικά παιχνίδια και μικρές μπαλίτσες από αφρολέξ. Της έδειξα ξανά τα χέρια μου, πάνω απ’ το κεφάλι της, κουνώντας τα πέρα δώθε. Χαμογέλασε διάπλατα. Προσπάθησε να σηκώσει τα δικά της, πλησιάζοντας τα δικά μου. Μόλις 5 μηνών – μα, τόση δύναμη! Ήθελε πάλι αγκαλιά. Την ξανασήκωσα. Της έβαλα ξανά το κεφαλάκι της στο στήθος μου. «Κοριτσάκι μου! Κοριτσάκι μου! Ποιος μπόρεσε να σε παρατήσει εσένα;».

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 17 Απριλίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.

10.4.16

LADY!


«Όσο το Πάσχα προχωρά / σε συλλογίζομαι / είσαι με άλλη στο χωριό / κι εγώ βουρλίζομαι».

Δεν υπάρχει ζωή χωρίς καμένα σπίτια. Χωρίς το καλό και το ζόρι που ανεβοκατεβαίνουν αυτόματα στη ζυγαριά όταν τα στερνά τιμούν τα πρώτα κι όταν η γνώση αντικαθιστά τη φόρα των νιάτων. Χωρίς λίγο σάπιο αέρα στα ρουθούνια σου ανυπομονώντας για τον καθαρό ύστερα από τα απανωτά λάθη, τις βλακείες, την άγνοια κινδύνου, τους κακούς συμβούλους ή την κακομαθησιά σου. Αν μη τι άλλο, η Άντζελα Δημητρίου ποτέ δεν ζούσε έντρομη, κλεισμένη στο δωμάτιό της, ασθμαίνοντας πάνω απ’ την καρδάρα για τις αποτυχίες της, αλλά προτιμούσε να αποτολμά το τρεχαλητό στην άκρη του γκρεμού, διατηρώντας ακέραιο το ατόφιο της λίπασμα σαν έμπειρη που είναι σχοινοβάτης.

Ανέκαθεν, άλλωστε, αγαπούσε την έκθεση. Κυρίως της προσωπικής της ζωής η οποία, καθώς περνούσαν τα χρόνια της λαϊκής -και κλασικής- της πια καριέρας, δεν άφηνε την μπίλια να καθίσει κάπου. Παλιά καραβάνα.

Κάποτε ήταν ο «άγνωστος» γιος της, οι καβγάδες της με τον Στηβ Κακέτση, ο έρωτας και ο (δεύτερος) γάμος της με τον Γιώργο Τρούπη, η απόπειρα αυτοκτονίας της κόρης της, Όλγας, που στην ανήσυχή της εφηβεία ήθελε να ακολουθήσει την καριέρα της διάσημης μαμάς της, η σωματική κακοποίησή της στην οποία αναφέρθηκε δημόσια, ακόμη και οι εκτρώσεις που έκανε από τις πάλαι ποτέ μεγάλες της αγάπες, κάτι που αποκάλυψε πριν από λίγες βδομάδες η ίδια και ο πρώην (πολύ πρώην) σύντροφός της, Λευτέρης Πανταζής, ανασύροντας ένα ακόμη κομματάκι από την φαρέτρα της γνώσης που λέει πως «το κοινό πρέπει συνεχώς να εκπλήσσεται από τους σταρς».

Γιατί η Άντζελα Δημητρίου είναι σταρ. Και ξέρει πώς να επανεφευρίσκει τον εαυτό της καλύτερα απ’ τον κάθε λαμπρό μάνατζερ καλλιτεχνών. Η διαφήμιση-viral των Jumbo εντάσσεται στο σωστό μερίδιο που ξέρει να λαμβάνει από τη διαχείριση του ονόματος 45 χρόνων καριέρας και 39 δίσκων. Αυτού, δηλαδή, που λέγεται «διαχρονικότητα».

Πάει πολύς καιρός από τότε που μία λουλουδού μού περιέγραφε στη «Νεράιδα» με τι ταχύτητες θα έπρεπε να πηγαινοφέρνει τα πανέρια από γαρύφαλλα στις παλάμες της λαίδης, ώστε κανείς θαμώνας και θαυμαστής της να μην δυσαρεστηθεί, καθώς ακούγονταν οι πρώτες νότες από το «Ουρανέ», το «Ποια θυσία», το «Φωτιά στα Σαββατόβραδα» – το αδιαμφισβήτητα πιο επιτυχημένο ζεϊμπέκικο των ‘80s, σύμφωνα με τον επίσημο «κατάλογο ελληνικής δισκογραφίας». Τα σκαμπανεβάσματα στην καριέρα της ήταν προδιαγεγραμμένο ήδη από την εφηβική της ηλικία συμβάν: σα να περνούσε πάντα σε διάφανη κλωστή το μέλλον της από την τρυπούλα της βελόνας των υφαντουργίων «πεταλούδα» στα οποία κάποτε εργαζόταν, ρισκάρωντας. Τότε που έκανε βόλτες στο περήφανο Περιστέρι και δεν υπήρχε λόγος να ξέρει ποια είναι η ετυμηγορία της λέξης «σκίρτημα» αφού το ζούσε, αφού το ταλέντο της βαθιάς χροιάς στη φωνή της δεν χρειαζόταν να αντικαταστήσει κάτι που δεν αφορούσε τον νταλκά ή την καψούρα των αγοριών και των κοριτσιών καθώς διονυσιάζονταν με τα (άλλοτε πολύ καλά, άλλοτε πολύ κακά) τραγούδια της. 

Όταν το κοινό παραμέριζε για να περάσει διαβλέποντας τη νέα του «βασίλισσα», εκείνη γλεντούσε το όνειρό της χωρίς μετριοπάθεια κι έλεγε όσα είχε στο μυαλό της χωρίς κοσκίνισμα νοημάτων και δεύτερης σκέψης στην περηφάνια της. Και γιατί, άλλωστε, να υποκριθεί;

«Εγώ, αγόρι μου, δεν τελείωσα ούτε πανεπιστήμιο, ούτε είμαι καμία δικηγόρος για να βγαίνω και να λέω μεγάλα λόγια. Εγώ είμαι μια τραγουδίστρια που τραγουδάει στις πίστες, είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι. Το να λέω σε μία συνέντευξη μου “δημοφιλή τραγουδίστρια”, το οποίο δεν είναι το σωστό γραμματικά, λυπάμαι, αλλά δεν το ‘ξερα. Πού είναι το πρόβλημα; Ας βγουν να με πυροβολήσουν οι μορφωμένοι!», μου είχε πει κάποτε στο καμαρίνι της.

Το ίδιο βράδυ τη ρώτησα για το «αίμα» στη φωνή της, τη μνήμη που φέρει το «Δυο φωνές» και το «Οι χωρισμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ», την εύθραυστη ψυχολογία της και το πείσμα της που ύψωσε αναχώματα. Θυμάμαι πως δάκρυσε. Και μου εξήγησε πολλά – με τον τρόπο της. Κυρίως για τον μετρονόμο μιας μουσικής που προέρχεται από τη ζωή της και όχι από το χάος της εγκεφαλικότητας του γύρω της κόσμου που -νομίζει πως- την κοροϊδεύει. 

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 10 Απριλίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.