«Όσο το Πάσχα
προχωρά / σε συλλογίζομαι / είσαι με άλλη στο χωριό / κι εγώ βουρλίζομαι».
Δεν υπάρχει ζωή
χωρίς καμένα σπίτια. Χωρίς το καλό και το ζόρι που ανεβοκατεβαίνουν αυτόματα
στη ζυγαριά όταν τα στερνά τιμούν τα πρώτα κι όταν η γνώση αντικαθιστά τη φόρα
των νιάτων. Χωρίς λίγο σάπιο αέρα στα ρουθούνια σου ανυπομονώντας για τον
καθαρό ύστερα από τα απανωτά λάθη, τις βλακείες, την άγνοια κινδύνου, τους
κακούς συμβούλους ή την κακομαθησιά σου. Αν μη τι άλλο, η Άντζελα Δημητρίου
ποτέ δεν ζούσε έντρομη, κλεισμένη στο δωμάτιό της, ασθμαίνοντας πάνω απ’ την
καρδάρα για τις αποτυχίες της, αλλά προτιμούσε να αποτολμά το τρεχαλητό στην
άκρη του γκρεμού, διατηρώντας ακέραιο το ατόφιο της λίπασμα σαν έμπειρη που
είναι σχοινοβάτης.
Ανέκαθεν,
άλλωστε, αγαπούσε την έκθεση. Κυρίως της προσωπικής της ζωής η οποία, καθώς
περνούσαν τα χρόνια της λαϊκής -και κλασικής- της πια καριέρας, δεν άφηνε την
μπίλια να καθίσει κάπου. Παλιά καραβάνα.
Κάποτε ήταν ο
«άγνωστος» γιος της, οι καβγάδες της με τον Στηβ Κακέτση, ο έρωτας και ο
(δεύτερος) γάμος της με τον Γιώργο Τρούπη, η απόπειρα αυτοκτονίας της κόρης
της, Όλγας, που στην ανήσυχή της εφηβεία ήθελε να ακολουθήσει την καριέρα της
διάσημης μαμάς της, η σωματική κακοποίησή της στην οποία αναφέρθηκε δημόσια,
ακόμη και οι εκτρώσεις που έκανε από τις πάλαι ποτέ μεγάλες της αγάπες, κάτι
που αποκάλυψε πριν από λίγες βδομάδες η ίδια και ο πρώην (πολύ πρώην) σύντροφός
της, Λευτέρης Πανταζής, ανασύροντας ένα ακόμη κομματάκι από την φαρέτρα της
γνώσης που λέει πως «το κοινό πρέπει συνεχώς να εκπλήσσεται από τους σταρς».
Γιατί η Άντζελα
Δημητρίου είναι σταρ. Και ξέρει πώς να επανεφευρίσκει τον εαυτό της καλύτερα
απ’ τον κάθε λαμπρό μάνατζερ καλλιτεχνών. Η διαφήμιση-viral των Jumbo εντάσσεται στο σωστό μερίδιο που ξέρει να
λαμβάνει από τη διαχείριση του ονόματος 45 χρόνων καριέρας και 39 δίσκων.
Αυτού, δηλαδή, που λέγεται «διαχρονικότητα».
Πάει πολύς καιρός
από τότε που μία λουλουδού μού περιέγραφε στη «Νεράιδα» με τι ταχύτητες θα
έπρεπε να πηγαινοφέρνει τα πανέρια από γαρύφαλλα στις παλάμες της λαίδης, ώστε
κανείς θαμώνας και θαυμαστής της να μην δυσαρεστηθεί, καθώς ακούγονταν οι
πρώτες νότες από το «Ουρανέ», το «Ποια θυσία», το «Φωτιά στα Σαββατόβραδα» – το
αδιαμφισβήτητα πιο επιτυχημένο ζεϊμπέκικο των ‘80s, σύμφωνα με τον επίσημο «κατάλογο
ελληνικής δισκογραφίας». Τα σκαμπανεβάσματα στην καριέρα της ήταν
προδιαγεγραμμένο ήδη από την εφηβική της ηλικία συμβάν: σα να περνούσε πάντα σε
διάφανη κλωστή το μέλλον της από την τρυπούλα της βελόνας των υφαντουργίων
«πεταλούδα» στα οποία κάποτε εργαζόταν, ρισκάρωντας. Τότε που έκανε βόλτες στο
περήφανο Περιστέρι και δεν υπήρχε λόγος να ξέρει ποια είναι η ετυμηγορία της
λέξης «σκίρτημα» αφού το ζούσε, αφού το ταλέντο της βαθιάς χροιάς στη φωνή της
δεν χρειαζόταν να αντικαταστήσει κάτι που δεν αφορούσε τον νταλκά ή την καψούρα
των αγοριών και των κοριτσιών καθώς διονυσιάζονταν με τα (άλλοτε πολύ καλά,
άλλοτε πολύ κακά) τραγούδια της.
«Εγώ, αγόρι μου,
δεν τελείωσα ούτε πανεπιστήμιο, ούτε είμαι καμία δικηγόρος για να βγαίνω και να
λέω μεγάλα λόγια. Εγώ είμαι μια τραγουδίστρια που τραγουδάει στις πίστες, είτε
το θέλουν κάποιοι είτε όχι. Το να λέω σε μία συνέντευξη μου “δημοφιλή
τραγουδίστρια”, το οποίο δεν είναι το σωστό γραμματικά, λυπάμαι, αλλά δεν το
‘ξερα. Πού είναι το πρόβλημα; Ας βγουν να με πυροβολήσουν οι μορφωμένοι!», μου
είχε πει κάποτε στο καμαρίνι της.
Το ίδιο βράδυ τη
ρώτησα για το «αίμα» στη φωνή της, τη μνήμη που φέρει το «Δυο φωνές» και το «Οι
χωρισμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ», την εύθραυστη ψυχολογία της και το πείσμα της
που ύψωσε αναχώματα. Θυμάμαι πως δάκρυσε. Και μου εξήγησε πολλά – με τον τρόπο
της. Κυρίως για τον μετρονόμο μιας μουσικής που προέρχεται από τη ζωή της και
όχι από το χάος της εγκεφαλικότητας του γύρω της κόσμου που -νομίζει πως- την
κοροϊδεύει.
Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 10 Απριλίου. Φωτογραφία: Γιάννης Χατζηγεωργίου.