31.10.09

ΝΙΚΟΣ ΧΩΜΑΤΙΑΝΟΣ: Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ ΒΡΑΝΑ.

Μέχρι τη μέρα της κηδείας της, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν ότι η Σπεράντζα Βρανά, είχε δικό της παιδί. Οι περισσότεροι ξέραμε ότι μόνος της συγγενής ήταν ο σύζυγος της Παύλος και πως, φεύγοντας εκείνος από τη ζωή- πριν από ενάμιση χρόνο-, η Σπεράντζα έμεινε ολομόναχη. Μόνο οι πολύ δικοί της άνθρωποι ήξεραν την ύπαρξη του Νίκου, του υιοθετημένου της γιου, που τον μεγάλωσε από ενός έτους και τον υιοθέτησε τελικά σε ηλικία 32 χρόνων. Αυτή είναι η δεύτερη συνέντευξη που δίνει ο Νίκος για τη μητέρα του και η πρώτη μετά το θάνατο της.
«Το κάνω μόνο για τη μνήμη της μητέρας μου, ακόμη δεν έχω συνέλθει, προσπαθώ να βρω τα πόδια μου», μου λέει ανοίγοντάς μου την πόρτα του σπιτιού της Σπεράντζας στην Κυψέλη, εκεί που την είχα συναντήσει κι εγώ πριν από κάποιους μήνες, όταν μου είχε δώσει την τελευταία της συνέντευξη. «Δεν θέλω να βγαίνω και να μιλάω γι αυτήν- ελάχιστες φορές το έχω κάνει-, αλλά νομίζω πως η σιωπή μου θα της έκανε κακό. Τώρα όμως που εκείνη δεν υπάρχει, θα αναγκαστώ να το κάνω. Αποφάσισα να σου μιλήσω σήμερα για να μην ξεχαστεί η σπουδαιότητά της. Άλλος συγγενής πλέον δεν υπάρχει, μόνο εγώ έχω απομείνει». Με κερνάει καφέ, κλείνει την πόρτα του δωματίου της- εκεί όπου η ίδια είχε φύγει πριν από δέκα μέρες- και μου ζητάει να μιλήσουμε μόνο για 20 λεπτά γιατί «δεν αντέχω πολύ να μιλάω για τη Σπεράντζα». Η εικόνα της παντού μέσα στο σαλόνι: Σε φωτογραφίες, σε μεγάλες αφίσες, μαζί με τον Παύλο, από παραστάσεις. Η βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία, μυθιστορήματα, ιστορικά, δικά της και κάποια αστρολογίας. Τελικά, καθίσαμε μαζί για μία ώρα ενώ, όταν τον ρώτησα αν θέλει να διακόψουμε, αν τον έχω κουράσει, με σταμάτησε: «Όχι, συνέχισε. Νιώθω ότι τώρα είναι κάπου εδώ και μας ακούει. Συνέχισε».
-Γιατί μου είπατε στο τηλέφωνο ότι θέλετε να κάνουμε τη συνέντευξή μας στο σπίτι της μητέρας σας; Δεν σας ενοχλεί να σκέφτεστε ότι μέχρι πριν από δέκα μέρες ζούσε εδώ η Σπεράντζα;
-Εδώ αισθάνομαι πιο άνετα. Εδώ την έβλεπα ζωντανή, εδώ τη χαιρόμουνα, εδώ την απολάμβανα. Εδώ είναι ο φυσικός χώρος να μιλάω για εκείνη.
-Τι σας έλεγε τον τελευταίο καιρό;
-Αυτό που μου έλεγε πάντα ήταν να είμαι θαρραλέος στη ζωή μου, όπως υπήρξε και εκείνη με τη δική της, να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις με τσαμπουκά και να κοιτάω τη ζωή στα μάτια, να μην κωλώνω. Εκείνη δεν κώλωσε ποτέ. Πάλευε καλύτερα από έναν άντρα, δεν υπάρχουν πολλοί άντρες σήμερα που να έχουν αυτό το προνόμιο. Η μητέρα μου ήταν γεννημένη να είναι άντρας, δεν ήταν λιπόψυχη. Τους τελευταίους μήνες ερχόμουνα κάθε μέρα εδώ στο σπίτι. Αν δεν ήμουνα παντρεμένος και αν δεν είχα τις δουλειές μου και τα παιδιά μου, θα ήμουνα όλη μέρα δίπλα της. Εκείνη μου έλεγε «σήκω και φύγε Νίκο, εγώ είμαι καλά». Δεν ήθελε ποτέ να νιώθει ότι είναι βάρος σε κανέναν, ούτε καν σ εμένα που ήμουνα ο γιος της. Την έβλεπα όμως που έπαιρνε χαρά όποτε βρισκόμασταν.
-Είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ήθελε να φύγει από τη ζωή και να πάει να συναντήσει τον Παύλο, το σύζυγό της που έχασε;
-Ναι, έτσι είναι περίπου τα πράγματα. Ορισμένες φορές ένιωθε πολύ πεσμένη ψυχολογικά και μου μιλούσε για τον Παύλο. Της έλειπε πολύ ο Παύλος. Εγώ δεν πιστεύω ότι η ίδια ήθελε να φύγει από τη ζωή, την αγαπούσε τη ζωή, απλώς σε ορισμένες στιγμές που υπέφερε ίσως εκφραζόταν με λόγια που ακούγονταν περίεργα, πικρά και στενάχωρα. Όσο και να πεις όμως, ο Παύλος έζησε μαζί της 45 σχεδόν χρόνια, μία ολόκληρη ζωή, από τον Ιούνιο του 1966.
-Πότε έγινε η τελευταία σας συνάντηση;
-Δύο ώρες πριν φύγει από τη ζωή. Είχα έρθει εδώ στο σπίτι, δεν είχε όμως το κουράγιο να σηκωθεί από το κρεβάτι, μου μίλαγε με κούραση. Ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε, προτού κλείσει τα μάτια της. Μου είπε ότι θέλει να είμαι καλά, μου έδινε όμως να καταλάβω ότι κάτι άσχημο αισθανόταν. Όταν έφυγα από δω, έφυγα με ένα βάρος στην καρδιά, πήγα στη γυναίκα μου και της είπα ότι «κάτι δεν πάει καλά με τη Σπεράντζα». Υπήρχαν φορές που μου έλεγε «θέλω να φύγω», αλλά εκείνη τη μέρα δεν μου είχε πει κάτι τέτοιο. Η ανημποριά της, την είχε κουράσει. Στενοχωριόταν γιατί δεν μπορούσε πια να δημιουργήσει, αλλά πάντοτε μου έλεγε ότι ήταν πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή της.
-Είχε παράπονα τον τελευταίο καιρό από κάποιους; Τι σας έλεγε;
-Είχε παράπονα από κάποιους ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου που δεν κάνει να πω τα ονόματά τους, οι οποίοι ολιγώρησαν στην προώθηση του συνολικού της έργου. Εγώ την ένιωθα.
-Σε τι της έχετε μοιάσει;
-Αν και δεν ήμουνα φυσικό παιδί της μητέρας μου, έχω αποκτήσει πολλά από τη Σπεράντζα που δύσκολα θα μπορούσε να τα δεχτεί μία οποιαδήποτε γυναίκα. Κάποιες φορές διαφωνούσαμε έντονα, γιατί και οι δύο ήμασταν λιοντάρια στη ζωή μας, πολύ δυναμικοί χαρακτήρες. Εγώ έχω έναν ιδιότροπο και ιδιόμορφο χαρακτήρα. Και μου έλεγε πάντα να μην στεναχωρώ τη γυναίκα μου γιατί με αγαπάει.
-Πότε σας υιοθέτησε; Είναι κάτι που δεν είναι γνωστό.
-Με ανάλαβε ενός έτους, η υιοθεσία μου έγινε όταν εγώ ήμουνα 32 χρόνων, είχαμε 26 χρόνια διαφορά. Εγώ ήμουνα ο γιος μίας γυναίκας- της φυσικής μου μητέρας, της Ασπασίας- την οποία έφερε με τέτοιο τρόπο η ζωή ώστε να τη βοηθήσει κάποια στιγμή η Σπεράντζα. Ήτανε φίλες. Η φυσική μου μητέρα, βοηθούσε τη Σπεράντζα στις δουλειές της, τη βοηθούσε στο σπίτι και η Σπεράντζα έδειχνε στη φυσική μου μητέρα πώς να με αντιμετωπίζει, ήταν πιο «περπατημένη» και σαν δάσκαλος για εκείνη. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Ζούσαμε σε ένα ρετιρέ με όλες τις ανέσεις.
-Γιατί τελικά σας υιοθέτησε σε τόσο μεγάλη ηλικία, όταν ήσασταν πια ενήλικας;
-Η ίδια προσπάθησε να με υιοθετήσει από πολύ μικρό αλλά δεν γινόταν λόγω της μικρής της τότε ηλικίας, λόγω περιουσιακών της στοιχείων και λόγω επαγγέλματος. Θεωρείτω τότε ότι ο ηθοποιός δεν έχει σταθερό εισόδημα και επομένως δύσκολα θα μπορούσε να μεγαλώσει ένα παιδί. Η Σπεράντζα όμως πήρε την ευθύνη να βάλει ένα τόσο μεγάλο βάρος στη ζωή της, όπως είναι ένα παιδί, ίσως γιατί σε όλη της τη ζωή είχε καημό να αποκτήσει ένα παιδί αφού η ίδια δεν είχε ούτε μάνα, ούτε πατέρα, ούτε αδέλφια. Δεν ήθελε ακριβώς να κάνει ένα παιδί, ήθελε να δώσει χαρά σε ένα παιδί. Ήτανε σαν τάμα για εκείνη, επειδή πόνεσε τόσο πολύ η ίδια στη ζωή της όταν έχασε τη δική της μητέρα στην οποία είχε λατρεία. Στον τάφο της της έβαλα τη μοναδική φωτογραφία που είχε βγάλει με τη μητέρα της για να την πάρει μαζί της, εκεί είναι το κλειδί της ζωής της Σπεράντζας. Ήθελε να πάρει αγκαλιά την φωτογραφία της μητέρας της και να φύγει από τη ζωή. Και εγώ υπάκουσα στην επιθυμία της.
-Τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία με τη Σπεράντζα;
-Θυμάμαι ότι μαζί μου ήτανε πολύ ουδέτερη, συγκρατημένη, δεν ήτανε υπερπροστατευτική, ήθελε να είμαι μάγκας και τσαμπουκάς σαν κι εκείνη. Ποτέ δεν μου έλεγε «μη παιδί μου, μην πάρεις εκείνο ή το άλλο». Ξύλο δεν μου έδωσε ποτέ, μου φώναζε όμως αυστηρά, με ταρακουνούσε με τα λόγια της. Αλλά, ποτέ δεν σήκωσε το χέρι της να με χτυπήσει. Και μόνο όμως με το παρουσιαστικό της τρόμαζα, δεν γινόταν να μην την ακούσω. Επίσης, δεν ήτανε ποτέ πολύ διαχυτική μαζί μου.
-Η ίδια γιατί δεν έκανε δικά της παιδιά; Σας είπε ποτέ;
-Δεν μπορούσε λόγω ενός πολύ σοβαρού γυναικολογικού προβλήματος, μίας περίεργης μορφής σαλπιγγίτιδας.
-Και ζούσατε όλοι μαζί; Εσείς, η μητέρα σας και η Σπεράντζα, στο ίδιο σπίτι;
-Ναι, και αργότερα και με τον Παύλο ο οποίος με αγαπούσε σαν να ήμουνα δικό του παιδί. Στα πρώτα μου βήματα μέναμε όλοι μαζί. Από την εφηβεία μου, ξεκίνησα να μένω μόνο με τη Σπεράντζα.
-Είχε πεθάνει η φυσική σας μητέρα;
-Όχι, ζει ακόμα. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να πει «όχι» στη Σπεράντζα. Και η μητέρα μου την αγαπούσε πολύ, την εμπιστευόταν, δεν μπορούσε να της το αρνηθεί. Ίσως να ήθελε η Σπεράντζα, επειδή η ίδια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, να υπήρχε ένας άνθρωπος για να συνεχίσει το όνομά της, δεν ξέρω. Μου έδωσε το δικό της επίθετο, γιατί το πραγματικό της όνομα ήταν Ελπίδα Χωματιανού. Το «Βρανά» είναι το καλλιτεχνικό της.-Βλέπατε τη φυσική σας μητέρα;
-Εννοείται. Δεν αποκόπηκαν ποτέ οι σχέσεις μας, η Σπεράντζα δεν ήθελε να με ξεκόψει από τη φυσική μου μάνα. Πάντα μου έλεγε «Νικολάκη μου, εκείνη είναι η μαμά σου, να την αγαπάς», ήταν από την αρχή ξεκάθαρη, δεν μπερδεύονταν τα πράγματα.
-Η Σπεράντζα σας φώναζε «παιδί μου»;
-Ναι. Αλλά συνήθως με έλεγε «Νικολάκη μου».
-Εσείς τη φωνάζατε «μαμά»;
-Όχι. Όταν είχα τη δική μου μητέρα μπροστά, δεν την έλεγα «μαμά». Μικρός τη φώναζα «θεία».
-Νιώθατε ότι είχατε δύο μητέρες;
-Ναι. Τις εκτιμώ και τις αγαπώ και τις δύο το ίδιο. Ακόμη και ο Παύλος μου φέρθηκε όπως η Σπεράντζα: Σαν γονιός μου, σαν πατέρας μου.
-Ο φυσικός σας πατέρας είχε πεθάνει;
-Δεν τον γνώρισα καθόλου.
-Μεγαλώνοντας, κατά τη διάρκεια της εφηβείας σας, πως ήταν μαζί σας η Σπεράντζα;
-Στο σπίτι, δεν είχε καμία σχέση με το καλλιτεχνικό της προφίλ. Ήταν εξαιρετικά συντηρητική- όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό για κάποιους. Ο τρόπος που ζούσε ήταν νορμάλ, εγώ έναν άντρα της γνώρισα, τον Παύλο, κανέναν άλλον. Όταν έφτασα στην εφηβεία μου, παρόλο που είχε πολλούς φίλους μελανζέ, εμένα μου έλεγε ότι εγώ δεν είμαι από τους ανθρώπους που γέρνω στην τρίτη κατηγορία. Μία φορά, είχα πάει βράδυ στο σπίτι, εκείνη έπαιζε χαρτιά και, χωρίς να της πω οτιδήποτε, κατάλαβε ότι ήθελε να βγω και να πάω να συναντήσω ένα κορίτσι στην πλατεία Βικτωρίας. Μου έβαλε ένα πενηντάρικο στην τσέπη και γέλασε. Στον ερωτικό τομέα, με πήγαινε φουλ. Το χαιρότανε.
-Είχε κάποιες επιθυμίες που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει; Τι σας εκμυστηρευόταν;
-Ο καημός της ήταν μέσα από την αυτοβιογραφία της, το «τολμώ», να γίνει παράδειγμα προς μίμηση μέσω ενός σήριαλ στην τηλεόραση βασισμένου επάνω σ αυτό και στη ζωή της. Ο τρόπος που κατάφερε από μωρό παιδί να επιβιώσει, μόνη της, είναι αξιοθαύμαστος: Έχασε τον πατέρα και τη μάνα της από μικρή, η πείνα την οδήγησε να ξεκινήσει να μπει στα μπουλούκια και στη συνέχεια προέκυψε η επιτυχία στον κινηματογράφο και στο θέατρο.
-Υπάρχει κάτι που δεν είναι γνωστό για τη Σπεράντζα; Κάτι που θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;
-Πολλοί δεν ξέρουν ότι το κρυφό όνειρο της μητέρας μου ήταν αν γίνει φιλόλογος, αλλά δεν τα κατάφερε λόγω συνθηκών, έπρεπε να βγει νωρίς και να δουλέψει για να ζήσει. Γι αυτό και στη συνέχεια κάθισε και έγραψε 12 βιβλία. Μου έλεγε μάλιστα ότι όλο αυτό το έργο – ένα μελλοντικό σήριαλ- θα ήθελε να το αναλάβουν ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Άγγελος Πυριόχος. Η ζωή προίκισε τη μητέρα μου να αντιπροσωπεύσει ένα είδος στο οποίος ελάχιστες γυναίκες μέχρι τότε είχαν. Το μάγκικο, το ντεκλαρέ, το είχε μόνο η Σπεράντζα, είχε γνωρίσει κόσμο και κοσμάκη, είχε πολύ μεγάλη εμπειρία από τους ανθρώπους. Μου έλεγε, για παράδειγμα, ότι όσο πιο σφικτά σου σφίγγει κάποιος το χέρι και όσο πιο πολύ σε κοιτάει στα μάτια, τόσο πιο πολύ να τον εμπιστεύεσαι. Αυτά είναι η μεγαλύτερη διαθήκη για μένα, με όσα μου έλεγε και όσα η ίδια έκανε πράξη οδηγούμαι στη ζωή μου.Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town", τον Οκτώβριο του 2009.

ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ ΒΡΑΝΑ: "ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΟΒΑΡΗ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ SEX, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ"- Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ.

Μάτια μεγάλα, στόμα πλατύ, δάχτυλα μακριά, γέλιο που της τραντάζει το σώμα, μυαλό γεμάτο με τις πολύτιμες αναμνήσεις από τη «χρυσή εποχή» του θεάτρου και του κινηματογράφου στα οποία πρωταγωνιστούσε. Όλα στον υπερθετικό, όλα χορτασμένα. Όπως και η ζωή της...
Απ το θυροτηλέφωνο η γυναικεία φωνή μου λέει να ανέβω στον τέταρτο. Στην πόρτα η βοηθός που έχει η Σπεράντζα στο σπίτι. «Ελάτε, η Σπεράντζα κάθεται στο σαλόνι». Παντού κάδρα που αναπαριστούν εικόνες από την Αφρική, φωτογραφίες της Βρανά στα κομοδίνα, πίνακες με μορφές μελαμψών ανδρών και γυναικών, και στην τηλεόραση να παίζει το mega star ένα βίντεο κλιπ του Πετρέλη. Η Σπεράντζα κεντάει ένα λευκό ύφασμα και το περνάει στη ραπτομηχανή της. Κλωστή, βελόνι και μάτι ορθάνοιχτο μην περαστεί λάθος η κοψιά. Φοράει κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι και μαύρο σορτ. Πολλή η ζέστη στην «Τρίτης Σεπτεμβρίου». «Ωχ πουλάκι μου, και που να μπει το Καλοκαίρι…Εσείς πρέπει να είστε ο δημοσιογράφος», παρατηρεί όταν περνάει απ τη μηχανή και την τελευταία λεπτή κλωστή σ αυτό που κεντάει. Μου δίνει καθισμένη το χέρι. Στο «χαίρω πολύ» μου, την πιάνουν τα γέλια. «Αυτό έλειπε να μην χαιρόσουνα παιδάκι μου». Κάτι σημειώνει σ ένα χαρτί. «Κάθε λίγο και λιγάκι παραγγέλνω και μου φτιάχνουν ένα cd για να τ ακούω. Περίμενε μην τα ξεχάσω... Κοίτα τι έχω σημειώσει για το επόμενο. «Ζιγκολό», «Everything», πολλά της Μαρινέλλας, Αλεξίου, «Δε φεύγω», «Έλα μωράκι μου»…». Μου χαμογελά. «Τη ζω την εποχή μου αγόρι μου όσο μπορώ. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είναι συνέχεια ανοιχτά… Θα με ρωτήσεις λοιπόν για ό,τι θες να μάθεις; Δεν έχω και πολύ χρόνο, σε λίγο θα ρθει ο γιατρός. Έχουμε ραντεβού σε λίγο.» Ξεκινάμε αμέσως. «Στη ζωή ερχόμαστε με μια μοίρα που μας ακολουθεί μέχρι το θάνατο μας. Αυτή είναι η άτιμη μας μοίρα, για να μην την πω πουτάνα. Δεν είμαι μοιρολάτρης, ζω και βλέπω. Αυτά που συνέβησαν στη ζωή μου δεν μπορεί να μην ήτανε μοιραία.. Ίσως άλλη γυναίκα στη ζωή μου να θεωρείται γριά. Δεν είμαι γριά, αλλά μεγάλωσα. Έρχονται στιγμές που νομίζω ότι έχω ζήσει τρεις ζωές. Η πρώτη μου ζωή είναι απ τον καιρό που γεννήθηκα μέχρι τον πόλεμο, η δεύτερη μου ζωή είναι αυτή που έχει σχέση με το θέατρο, η τρίτη είναι τώρα. Το θέατρο ήταν ο μεγάλος μου έρωτας. Ένας εραστής που τώρα μου χει περάσει, αλλά όσο υπήρχε με συνάρπαζε. Όλα τα λεφτά που έβγαζα απ τον κινηματογράφο πήγαιναν στο θέατρο, στα ρούχα. Όλες μου οι ντουλάπες είναι γεμάτες με ρούχα. Από τότε μου μεινε και συνεχίζω και τώρα ακόμη να ράβω και να κεντάω. Είμαι αν θες ένα αρσενικό με γυναικείες συνήθειες». Της λέω ότι αυτό είναι που άρεσε και στους άντρες που την φλέρταραν, αυτή η «κόντρα» που είχε ο χαρακτήρας της, και που την ανέδειξε ως το «απόλυτο θηλυκό». «Ποτέ δεν έχω εγκαταλειφθεί από άντρα. Ποτέ! Έχω ζηλευτεί και έχω αγαπηθεί πάρα πολύ. Δεν έχω απωθημένα, αγόρι μου. Είμαι χορτασμένη από αγάπη, έρωτα και sex.». Η οικιακή της βοηθός μου φέρνει την πορτοκαλάδα που της ζήτησα. Η Σπεράντζα την ξαναρωτάει πότε θα ρθει ο γιατρός και μετά της κάνει νόημα να μας αφήσει μόνους.«Μην και δεν την πιεις όλη. Είναι πολύ δυναμωτική για σας τους νέους». Στην πρώτη γουλιά της λέω πως μ αρέσει ο τρόπος που μιλάει για το sex, έτσι ακομπλεξάριστα. «Άλλοι στη θέση σας θα κρατούσαν τα προσχήματα και τη σοβαρότητα για την υστεροφημία τους». «Τι θα πει σοβαρό; Δεν υπάρχει σοβαρή ζωή χωρίς sex, αγάπη μου! Ακούω κάτι γυναίκες που έρχονται και μου λένε «Εγώ άμα δεν ερωτευτώ, δεν μπορώ να κάνω sex:» Τι λες μωρή; Η σάρκα αγάπη μου, είναι σάρκα. Έχει τις δικές της επιταγές.» «Συνήθως λένε για τις γυναίκες ότι είναι πιο συναισθηματικές, ότι θέλουν ένα «παραμύθι», της επισημαίνω. «Δεν ξέρω για τις άλλες, αλλά εγώ δεν το θέλω καθόλου αυτό το παραμύθι. Εγώ από πολύ μικρό παιδί ξεχώριζα το sex από τον έρωτα. Καμία σχέση το ένα από το άλλο. Αλίμονο μας αν περιμέναμε να κάνουμε sex όταν ερωτευτούμε. Το sex είναι τροφή. Μπορείς να ζήσεις χωρίς να φας;» Μιλάμε για τον έρωτα, για το πόσο ευτυχής είναι η ίδια που έζησε όσα έζησε, για τη σημερινή εποχή. «Τα περισσότερα κορίτσια σήμερα έχουν χάσει τη θηλυκότητα τους. Με άλλες ορμόνες γεννιούνται οι άντρες, με άλλες οι γυναίκες. Το ίδιο και κάποιοi gay που είναι γεννημένοι gay. Τους αγαπάω πολύ τους gay, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι gay. Άκου μια ιστορία: Ήμουνα 16 ετών και σύχναζα στο καφέ σπορ. Εκεί πήγαινε και ένα παιδάκι στην ίδια ηλικία με μένα, ο οποίος ήτανε πολύ θηλυπρεπής, και με είχε ερωτευτεί. Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος gay ήταν που μ είχε ερωτευτεί. Οι άλλοι εκεί του έλεγαν «Βρε μαλάκα, μα είσαι ερωτευμένος μ αυτήν; Αυτή είναι θηλυκό, δεν είναι αρσενικό χριστιανέ μου, κοίτα καλύτερα!» Αυτός επέμενε και τους έλεγε ότι του αρέσω. Μου λένε λοιπόν ότι έχουν βάλει στοίχημα ότι θα με κατακτήσει. Λέω λοιπόν σε κάποιους, «πείτε στον Κωστάκη να έρθει να μιλήσουμε». Έρχεται λοιπόν αυτός σ ένα ξενοδοχείο, μου φέρνει και κάτι πάστες, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου κανε έρωτα σαν αγόρι. Το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, το στοίχημα το κέρδισε ο μικρός. Περνάνε τα χρόνια. Το 83 δουλεύω στο Διάνα, και κάθονται μπροστά μπροστά δύο πολύ ωραίες κοπέλες. Στο τέλος της παράστασης έρχονται στο καμαρίνι να μου ζητήσουν αυτόγραφο. Η μία από τις δύο μου λέει να της υπογράψω ως «Ντίνα». Μου λέει δεν θα με ρωτήσετε από πού βγαίνει το «Ντίνα»; Από πού προέρχεται παιδί μου; «Απ το Κωστάκης», μου απαντάει. Δεν πήγε το μυαλό μου. Την ξανακοίταξα καλύτερα, και εκεί καταλαβαίνω ότι η κοπέλα που είναι μπροστά μου είναι το αγόρι που έκανα έρωτα στα 16 μου». Της λέω πως το «απόλυτο θηλυκό», δεν μπορεί, θα το ερωτεύτηκαν και γυναίκες. «Ουουου. Πολλές. Οι γυναίκες όμως δεν με ενδιέφεραν. Με ενδιέφερε το όργανο. Υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται από πολύ έως πάρα πολύ με το σεξουαλικό τους όργανο. Ιδιαίτερα αυτοί που έχουν το μεγάλο προσόν να έχουν ωραίο, δυνατό και σε σωστές διαστάσεις σεξουαλικό όργανο. Το χαϊδεύουν, το πλένουν, το αρωματίζουν, του μιλάνε, ακόμα και ευχαριστούν το Θεό για το δώρο που τους χάρισε, γιατί όπως και να το κάνουμε ένα τέτοιο όργανο, είναι θείο δώρο. Το όργανο φυσικά που είναι και ποίημα, γιατί όπως λένε και κάποιοι φίλοι μου gay, είναι μερικά όργανα που είναι «τι να φας, τι να μείνει». Ο άντρας που διαθέτει ένα τέτοιο όργανο είναι ισορροπημένο άτομο. Άμα ακούσεις άντρα που λέει «την τάδε την πήδηξα» και «την τάδε την πήδηξα» πάει να πει ότι το όργανο του δεν είναι της προκοπής. Και οι γυναίκες λοιπόν με γουστάρανε πάρα πολύ. Όταν λάμπει όμως μία γυναίκα είναι φυσικό να τη λατρεύουν οι πάντες.». Γελάει και το σώμα της τραντάζεται ολάκερο πάνω στην πολυθρόνα. «Εγώ τη λατρεύω τη ζωή, αγόρι μου. Τη ζωή την αγάπησα από τότε που βγήκα απ το αιδοίο της μαμάς μου. Η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής μου ήταν η μαμά μου. Εγώ δεν είχα κανέναν άλλο στη ζωή εκτός από τη μάνα μου, η οποία πέθανε στα 30 της. Έμεινα μόνη μου από πολύ μικρή ηλικία. Δεν είχα κανέναν να με φροντίζει. Μόνη μου τα κατάφερα και επιβίωσα. Έχω πεινάσει πάρα πολύ στη ζωή μου. Ακόμα κι όταν είχα φτάσει να είμαι φίρμα, πείναγα. Μου φτιαχνε το γκαρσόνι του θεάτρου δυο αυγά κι ένα λουκάνικο για να κρατηθώ. Το 52 ευτυχώς, βρέθηκε στη ζωή μου ο Σαλίβερος ο οποίος μου φτιαξε τη ζωή. Μου φέρθηκε και του φέρθηκα πάρα πολύ εντάξει. Εγώ αγάπη μου, να ξέρεις, στις σχέσεις μου ήμουνα πάρα πολύ πιστή. Διάλεγα τον άντρα που ήθελα να είμαι μαζί του και μ άρεσε να καθόμουνα μαζί του πολύ καιρό. Δεν ήμουνα αρπακολλατζού. Η σάρκα ικανοποιήτο με τον εκάστοτε δεσμό, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω με δεσμό αν δεν ικανοποιήτο πρώτα η σάρκα. Έχω κάνει και δύο γάμους στη ζωή μου, όλοι οι άντρες που πέρασαν απ τη ζωή μου με σημάδεψαν και τους σημάδεψα.» Αναρωτιέμαι αν έχουν κάνει ακραία πράγματα γι αυτήν οι άντρες που πέρασαν απ τη ζωή της. «Τα πιο απλά είναι τα ακραία. Όταν εγκατέλειψα το Γιώργο, τον άνθρωπο που από παιδί μ έκανε γυναίκα, την ώρα που έφευγε το φορτηγό που ήμουν μέσα για να κάνει το δρομολόγιο να ρθει στην Αθήνα, τον είδα να σωριάζεται στο πεζοδρόμιο και να κλαίει. Όταν πια έκανα καριέρα σε κάθε πρεμιέρα ερχόταν ο Γιώργος απ τη Λαμία και όταν τέλειωνε το νούμερο μου σηκωνόταν κι έφευγε. Ερχόταν μόνο για να δει εμένα, χωρίς εγώ να το ξέρω». Μου μιλάει για τις συνεργασίες που είχε στο θέατρο, για τις στιγμές δόξας και αποθέωσης, για τον άντρα της τον Παύλο στον οποίο «χρωστάει τα πάντα», για τη σημερινή εποχή στην πειθεώρηση που «όλα γίνονται για το χρήμα», για τις πολύτιμες αναμνήσεις της. Όταν φεύγω την χαιρετάω και τη φιλώ στο μάγουλο. Μου δίνει το χέρι της «Με συγχωρείς παιδάκι μου που δεν σηκώνομαι να σ αποχαιρετήσω, αλλά δεν μπορώ. Έχω πρόβλημα με την υγεία μου, δεν μπορώ να περπατήσω. Περπατώ με δύο μπαστούνια και πάρα πολύ λίγο γιατί πονάω. Άλλη στη θέση μου δεν θ άντεχε, μπορεί και ν αυτοκτονούσε. Εγώ αντέχω όμως, την αγαπάω την ζωή. Αχ, κι αυτός ο γιατρός, δεν λέει να ρθει. Τόση ώρα μιλάμε και ακόμη δεν εμφανίστηκε …».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Σεπτέμβριο του 2009. Η συνένετυξη είχε γίνει στο σπίτι της, λίγους μήνες πριν πεθάνει.

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΠΑΣ: Ο ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΜΟΝΤΕΛΟ



«Δάνεισε» το σώμα του στον Αντόνιο Μπαντέρας για να το χρησιμοποιήσει στην διαφήμιση που έκανε για το καινούργιο του άρωμα, έχει ποζάρει σε δεκάδες καμπάνιες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, φωτογραφήθηκε από διάσημους φωτογράφους ξένων περιοδικών. Στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη τον ξέρουν απλά σαν τον «Alexis from Greece». Αλλά, όταν ο 23χρονος Αλέξης έρχεται στην Ελλάδα, προτιμά να ζει όπως παλιά: Να οδηγεί τη μηχανή του με μεγάλες ταχύτητες στους δρόμους και να παίζει ποδόσφαιρο με τους κολλητούς του στη Νέα Φιλαδέλφεια.
-Από μικρός καταλάβαινες ότι είσαι ωραίος;
-Ναι, πάντα είχα ανταπόκριση στις κοπέλες. Αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό όσο για να μπω στη διαδικασία κάνω μόντελιγκ. Δεν είμαι καθόλου νάρκισσος. Σκέψου ότι για ένα μεγάλο διάστημα, από τα 17 μέχρι τα 20 μου χρόνια, δεν έβγαζα καν φωτογραφίες, δεν τύχαινε. Οτιδήποτε ωραίο έχω δεν θέλω να το επιδεικνύω και, στο κάτω κάτω, αυτό που βλέπεις δεν είναι κάτι που προσπάθησα για να το κάνω, έτσι βγήκα. Μου φαίνεται χαζό να βγαίνω και να στο παίζω ωραίος αλλά, από την άλλη, δεν γίνεται- όταν οι περισσότεροι με θεωρούν όμορφο- να βγαίνω εγώ τώρα σε μία συνέντευξη μαζί σου και να σου υποκρίνομαι ότι δεν ξέρω τι συμβαίνει όταν με κοιτάνε, να σου παριστάνω τον σεμνό. Ναι, το ξέρω ότι είμαι ωραίος, αλλά μέχρι εκεί.
-Πως ξεκίνησες να ασχολείσαι με το μόντελιγκ;
-Ήμουνα 19 χρόνων και μία κοπέλα με την οποία είχαμε σχέση, μου έλεγε συνεχώς ότι θα πρέπει να ασχοληθώ με το μόντελιγκ, ότι είναι αυτό που μου ταιριάζει. Εγώ ήμουνα αντίθετος με αυτό- από τη φύση μου είμαι ισχυρογνώμων-, και της έλεγα ότι δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο, πίστευα ότι δεν μου πήγαινε, ότι είναι κάτι έξω από τα νερά μου. Εγώ δεν ήξερα μέχρι τότε ούτε να ποζάρω, ούτε να φωτογραφίζομαι, δεν ήθελα να ξεκινήσω μία δουλειά που δεν γνώριζα καν και να αρχίσω να δουλεύω με κάτι άγνωστο. Ίσως να με φόβιζε.
-Μέχρι τότε που δούλευες;
-Είχα τελειώσει ψυκτικός και δούλευα ως ηλεκτρολόγος, ενώ έχω κάνει στη ζωή μου δεκάδες χειρονακτικές δουλειές, ό,τι μπορείς να φανταστείς: Από οικοδομές μαζί με τον πατέρα μου, μέχρι θερμοκήπια. Τα πάντα. Τελικά εκείνη η κοπέλα με έπεισε. Πήγα σε ένα γραφείο μοντέλων για 6 μήνες και κάπως έτσι ξεκίνησα.
-Που μεγάλωσες;
-Στην Νέα Φιλαδέλφεια. Δεν ήμουνα ένα παιδί που διάβαζε, ήθελα πάντα να είμαι έξω από το σπίτι και να παίζω. Δεν έχω σπουδάσει κάτι. Μέχρι σήμερα έχω τρέλα με το ποδόσφαιρο, με το μπάσκετ, γενικότερα με τη γυμναστική. Η οικογένειά μου είναι οικογένεια του μεροκάματου και φυσικά οι δικοί μου άνθρωποι- ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ο μεγαλύτερός μου αδελφός- παραξενεύονται που με βλέπουν τώρα να ποζάρω σε αφίσες στους δρόμους, σε περιοδικά ή σε διαφημίσεις στην τηλεόραση. Τους φαίνεται περίεργο. Εμένα μου αρέσει όλο αυτό που κάνω, ειδικά τα ταξίδια. Έχω ταξιδέψει και έχω δουλέψει σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, στην Αμερική, στη Βραζιλία. Περισσότερο από τον μισό μου χρόνο τον περνάω στο εξωτερικό, όλο αυτό έχει μοναξιά, ανταγωνιστικότητα, τρέξιμο, πρέπει να καταφέρνεις να ζεις μόνος σου, αλλά εγώ το λατρεύω. Προσπάθησα πολύ να πετύχω κάποια πράγματα, συνάντησα πολλές λακκούβες, έπεσα μέσα αλλά ξανασηκώθηκα. Είδα περίεργες καταστάσεις, δυσκολεύτηκα, αλλά τώρα είμαι σε καλό δρόμο, ωρίμασα. Ακόμη και σε απλά πράγματα: Παλιά κάπνιζα πολύ ή έπινα, τώρα τα χω κόψει όλα.
-Ανήθικες προτάσεις σου έχουν κάνει ποτέ, κατά τη διάρκεια της δουλειάς;
-Πολλές. Και από άντρες και από γυναίκες. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που αντιμετωπίζεται και αποφάσισα πλέον να μην με απασχολεί, θα είναι καταστάσεις που θα βρίσκω συνέχεια στο δρόμο μου και δεν θέλω ούτε να τσαντίζομαι πια ούτε να δίνω περισσότερη σημασία από όση πρέπει σε τέτοια άτομα. Εξάλλου, δεν είμαι άνθρωπος που θυμώνει, φωνάζει, τσακώνεται ή εκνευρίζεται με το παραμικρό. Είμαι πολύ ήρεμος. Αλλά όταν τύχει και θυμώσω πολύ, μία φορά το χρόνο, θα τα σπάσω όλα.
-Δεν είναι μία εύκολη δουλειά να ποζάρεις και να πληρώνεσαι, Αλέξη;
-Όχι. Είναι πολύ ψυχοφθόρο, αν και βγάζω καλύτερα λεφτά τώρα από ότι στο παρελθόν- τότε που ήμουν ηλεκτρολόγος. Δεν είναι μόνο η διαδικασία της φωτογράφησης που βλέπεις, υπάρχει πολλή δουλειά από πίσω. Χρειάζονται γερά νεύρα, γερή κράση, αλλά το γουστάρω. Και δεν θέλω να ασχοληθώ στο μέλλον ούτε με την τηλεόραση, ούτε με την ηθοποιία, ούτε γενικά με την σόουμπιζ που μου λένε κάποιοι- αυτό που κάνω με καλύπτει απόλυτα. Το τι δρόμους όμως θα μου ανοίξει στην πορεία το μόντελιγκ, ακόμη δεν το ξέρω. Αυτή τη στιγμή νιώθω σαν ένα μαγαζί το οποίο πάει καλά.
-Πως διασκεδάζεις;
-Δεν βγαίνω, δεν πάω σε μπουζούκια ή clubs. Προτιμώ να μένω στο σπίτι, να διαβάσω κάποιο μυθιστόρημα, να ξεφυλλίσω κάποιο περιοδικό, να σερφάρω στο ίντερνετ ή να πηγαίνω σε σπίτια φίλων. Εξάλλου το ξένο ροκ που μου αρέσει, δεν το παίζουν συνήθως σε αυτά τα μαγαζιά στα οποία πάνε όλοι. Η παρέα επίσης παίζει σημαντικό ρόλο για να βγω. Είμαι πολύ κοινωνικός, προσαρμόζομαι ανάλογα με το περιβάλλον και την παρέα. Απ την άλλη, μου αρέσει πολύ να κάνω πράγματα τη μέρα, δεν μου αρέσει καθόλου η νύχτα, γι αυτό και δεν δούλεψα ποτέ βράδυ. Θέλω να ξυπνάω, κάθε μέρα, πολύ νωρίς.
-Τι φοβίες έχεις;
-Παλιά φοβόμουνα τα αεροπλάνα, αλλά τώρα το έχω ξεπεράσει μετά από τόσα ταξίδια. Φοβάμαι τα σκυλιά, με έχουν φάει τρεις τέσσερις φορές κι έτσι, όταν δω κάποιο σκυλί, κάνω λίγα βήματα πίσω.
-Δεν είναι πολύ εύκολο για σένα να έχεις όποια κοπέλα θελήσεις με αυτή την εξωτερική εμφάνιση;
-Μου είναι εύκολο να έχω μία οποιαδήποτε κοινή κοπέλα αλλά δεν μου αρέσει να επαναπαύομαι, ούτε να κάνει η κοπέλα την πρώτη κίνηση αντί εγώ. Ξενερώνω. Δεν μου αρέσει δηλαδή να μου κάνουν κοπέλες πεσίματα. Θέλω να είμαι εγώ ο κυνηγός και να κυνηγάω μία κοπέλα στα επίπεδά μου. Μου αρέσουν οι γυναίκες που λατινοφέρνουν, οι μελαχρινές με καμπύλες.
-Δεν ζηλεύουν οι γυναίκες που είναι μαζί σου; Δεν αισθάνονται ανασφάλεια;
-Αυτό συμβαίνει με τις μικρότερες. Εξάλλου, δεν έχω κάνει πολλές σχέσεις στη ζωή μου, η μεγαλύτερή μου κράτησε 4 χρόνια- από τα 18 μου μέχρι πέρσι που χωρίσαμε. Τώρα είμαι μόνος μου και δίνω βάση στη δουλειά και στα ταξίδια μου, πιο πολύ με ενδιαφέρει αυτό παρά να έχω μία κοπέλα κάπου που να με περιμένει να γυρίσω από κάποιο ταξίδι μου. Δεν μπορώ να νιώθω πιεσμένος και να αναγκάζομαι να αλλάξω τα πράγματα στη δουλειά μου, γιατί αυτή είναι τώρα η προτεραιότητα μου. Όταν είμαι ερωτευμένος τα δίνω όλα, κάνω μεγάλες ανατροπές και επειδή η ζωή μου το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει μπει σε ένα πολύ καλό δρόμο, το αποφεύγω. Από μικρός το είχα αυτό: Όταν βάζω ένα στόχο θέλω να το παλεύω.
-Είσαι τόσο δυνατός χαρακτήρας στα 23 σου μόλις χρόνια;
-Είμαι από τη φύση μου δυνατός χαρακτήρας και ανεξάρτητος. Από παιδί, επειδή ήμουνα ο μικρότερος στην οικογένεια, με έβλεπαν όλοι σαν «τον μικρό» και εμένα δεν μου άρεσε. Μου έλεγαν οι γονείς μου «εσένα σε έχουμε σαν κοπέλα, εσύ θα μας προσέχεις στα γεράματα επειδή είσαι ο μικρός μας». Αυτό με έκανε να αντιδρώ, γι αυτό και δουλεύω από πολύ μικρό παιδί για να μην εξαρτιέμαι από κανένα.
-Και πως το ξεκόβεις λοιπόν στις γυναίκες, όταν μετά ίσως θα θέλουν να είναι μαζί σου σε σχέση;
-Από την αρχή είμαι φιλικός, όλα τα κάνω φιλικά. Δεν είναι κάτι που κάνω επίτηδες, είμαι αυθόρμητος, δεν έχω στο μυαλό μου τη «σχέση» και τους το ξεκαθαρίζω. Ό,τι γίνεται, συμβαίνει τελείως φιλικά και συνεχίζει φιλικά. Το φιλί που μπορεί να δώσουμε, το δίνουμε φιλικά. Μετά μπορεί να τσαντίζονται, να κλαίνε, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό. Όταν ξεκινάνε αυτές οι ιστορίες, είμαι από την αρχή ξεκάθαρος, σαφής και έχω ξηγηθεί: Μπορούμε να έχουμε μία υποτυπώδη σχέση, αλλά αυτή δεν θα έχει ουσία και βάθος. Γιατί λοιπόν θα πρέπει μετά να νιώθω γουρούνι;
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Σεπτέμβριο του 2009 (οι φωτογραφίες είναι του Βαγγέλη Κύρρη. Δες επίσης συνέντευξη του Αλέξη Παππά στο περιοδικό In Style)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ: "ΕΧΩ ΜΝΗΜΗ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟΥ".

Όταν ο Ρομπέν θέλει να κάνει κάτι, κάτι από εκείνα «τα άτακτα πραγματάκια», που ίσως η αφεντικίνα του δεν επιτρέπει, ξέρει ένα πολύ κόλπο για να την πείσει: Κατεβάζει τη μουσούδα του στο πάτωμα, ξαπλώνει, κάνει πως κλαίει, κουνάει την ουρά του δεξιά αριστερά- γρήγορα, σαν να χαίρεται, ενώ στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται καθόλου έτσι- και βγάζει από το στόμα του έναν παράξενο ήχο, κάτι σαν κραυγή. Ή σαν περίεργο παρακαλετό. Συνήθως η Κατερίνα υποκύπτει, θέλει να του το δείχνει ότι του έχει αδυναμία, αλλά τώρα τελευταία έχει αποφασίσει πως δεν θα αφήνει πάντα το σκυλί της να κάνει ό,τι αυτό θέλει. Όχι. Όλα πρέπει να έχουν κανόνες. Όλα; «Συνήθως έτσι λειτουργώ και μόλις ξεκινήσω να κάνω μια σχέση: Αφήνω τον άλλον να πιστεύει πως μπορεί να κάνει ό,τι εκείνος θέλει. Μέχρι που γίνεται το μπαμ και δεν μπορεί να καταλάβει από πού του ήρθε. Είμαι πάντοτε παρούσα, αλλά όταν νιώσω ότι κάτι δεν πάει καλά- είτε φταίω εγώ σ αυτό, είτε η άλλη πλευρά- έχω φύγει την ίδια στιγμή». Γυρνάει ξανά στον Ρομπέν, του κουνάει το χέρι της σαν «μαμά» του- έτσι αισθάνεται-, τον κοιτάει στα μάτια, την κοιτάει κι αυτός, σε ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι επικοινωνίας μεταξύ τους. Του πιάνει τα αφτιά με τα χέρια της, τα κουνάει πέρα δώθε, βάζει τη μύτη της στη δική του. «Δεν θα πάμε πάλι βόλτα, αγαπούλα μου. Το πρωί πήγαμε. Τώρα κάθισε εδώ να ξεκουραστεί λίγο η Κατερινούλα σου». Νάζια και χαμόγελα που κάνουν λακκάκια στα μάγουλά της. Και τον βάζει να ξαπλώσει ακριβώς δίπλα της, στον διθέσιο λευκό καναπέ της, στο σαλόνι του σπιτιού της στον Βύρωνα που καθόμαστε εδώ και μια ώρα, με ζεστό γαλλικό καφέ στα χέρια που μόλις μου έχει ετοιμάσει. Το σπίτι βέβαια μυρίζει από τα χοιρινά φιλετάκια με μέλι που είχε φτιάξει το προηγούμενο βράδυ για τους φίλους της- ανοίγει λίγο το παράθυρο της κουζίνας μήπως φύγει λίγο η βαριά μυρωδιά. Αλλιώς, όταν είναι μόνη της, προτιμά να φάει κάτι απλό, ένα τοστ με τυρί για παράδειγμα, να διαβάσει κάποιο βιβλίο ή να δει ταινία στο dvd. Μου αρέσει που γελάει τόσο πολύ τελευταία. Είναι πηγαία, αυθόρμητη, είναι η Κατερίνα που είχα γνωρίσει πριν από δύο χρόνια- η Κατερίνα που έχασα πέρσι. «Άνθρωπος είμαι, αλλά δεν θέλω να θυμάμαι όσα αρνητικά ή κακά μου έχουν συμβεί στο παρελθόν. Ευτυχώς έχω μνήμη χρυσόψαρου και τα ξεχνάω εύκολα. Ό,τι με στενοχωρεί ή με πληγώνει δεν του δίνω χρόνο ζωής- την μία μέρα συμβαίνει και την επόμενη έχω κιόλας προχωρήσει. Κοιτάω μπροστά και αυτό είναι κάτι που με βοηθάει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου. Είναι ένα από τα στοιχεία του χαρακτήρα μου που εκτιμώ. Δεν κρατάω πικρίες, δεν έχω δηλητήριο για ανθρώπους, ακόμη κι αν με έχουν πληγώσει. Δεν κρατάω αρνητικά συναισθήματα για κανέναν και για τίποτα. Ειδικά τώρα που περνάω σε μία πολύ φωτεινή φάση, γεμάτη αισιοδοξία, θετική ενέργεια, νέους ανθρώπους, νέους συνεργάτες, νέες ιδέες. Όλα είναι καινούργια και αυτό με κάνει να χαίρομαι το κάθε λεπτό που ζω και αναπνέω». Η συμπεριφορά της Κατερίνας- ιδιαίτερα στα δύσκολα- έχει έναν περίεργο συνδυασμό χαρακτηριστικών των όσων έχει ζήσει, αναφορές ίσως της παιδικής της ηλικίας. Επιρροές από τη Μικρασιάτισσα γιαγιά της που συνυπάρχουν με το τσαγανό της άλλης, της Κρητικιάς, από τη μεριά του μπαμπά. Εκεί στη Σητεία, όπου πέρασε πρόσφατα μερικές από τις ωραιότερες μέρες διακοπών που έχει ζήσει. «Είμαι εκρηκτικός χαρακτήρας, αλλά δεν μου αρέσει να τσακώνομαι, δεν μου αρέσουν οι διαμάχες. Είναι πιο πολύ στοιχεία ταμπεραμέντου αυτά που έχω. Χαίρομαι πολύ, στεναχωριέμαι πολύ, εξοργίζομαι πολύ. Όλα στο πολύ τους. Μπορεί μάλιστα να επέλεξα υποσυνείδητα να γίνω ηθοποιός για να διοχετεύσω κάπου το “πολύ” μου. Δεν μου αρέσουν οι καβγάδες, είμαι πιο πολύ διπλωματική όταν πάει να συμβεί το κακό. Ο οργανισμός μου δεν αντέχει τις φωνές». Γελάει εύκολα, κλαίει εύκολα, αγαπάει με έναν ιδιαίτερο τρόπο που μόνο όσοι την ξέρουν καλά μπορούν να την καταλάβουν στην αλήθεια της. Δηλαδή, οι φίλοι της. «Γελάω πολύ εύκολα! Ήμουνα με κάτι φίλες μου χθες βράδυ, λέγαμε αυτά τα κοριτσίστικα και γελάσαμε πάρα πολύ σε κάποιες φάσεις. Το ίδιο εύκολα όμως, μπορεί να βάλω τα κλάματα. Σήμερα το μεσημέρι, για παράδειγμα. Ένιωσα ότι αδικήθηκα σε κάποια φάση. Το αίσθημα της αδικίας το έχω πολύ έντονο, όταν αισθανθώ ότι θίγομαι χωρίς να φταίω, όταν μου ασκείται αυτή η αδικία- είτε σ εμένα, είτε σε ανθρώπους γύρω μου- κάτι παθαίνω και θυμώνω. Βέβαια το σημερινό, σε σχέση με παλαιότερα κλάματά μου, είναι απλά ένα πταίσμα». Τη θυμάμαι παλιά: Την κοινωνικότητά της, πόσο «αθώα» της έλεγα ότι ήταν, το ότι πολύ εύκολα ονόμαζε κάποιους «φίλους» της- στα όρια της αφέλειας. Ή μπορεί και να ήταν. Στα 30 της χρόνια πια, παραδέχεται ότι έχει αλλάξει. «Τώρα πια θέλω να έχω δίπλα μου ανθρώπους αληθινούς, που να αισθάνομαι ότι με αγαπούν και πως τους αγαπώ κι εγώ πραγματικά. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνω πέντε μήνες να τους δω, να τους συναντήσω για έναν καφέ και, μόλις ξαναβρεθούμε, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Συμβαίνει να χαθείς για κάποιο λόγο με κάποιο φίλο σου, αλλά στο πρώτο τηλεφώνημα να είναι σαν να μιλήσατε μόλις χθες». Όπως ακριβώς συμβαίνει γενικότερα σε κάθε είδους σχέσεις της. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί. «Δίνομαι χωρίς επιφυλάξεις στους ανθρώπους, αλλά έχε χάρη που δεν έχω καλή μνήμη αλλιώς θα είχα γεμίσει πληγές. Η φύση έχει φροντίσει να είμαστε σε ισορροπία. Μπορεί να είναι κάτι που να με στενοχωρεί, αλλά δεν θα ζω εγώ τη ζωή μου μέτρια ή με φόβους και καχυποψίες. Δεν μ αρέσει. Όλα φτιάχνονται και όλα γίνονται ξανά». Μέχρι πριν από λίγο καιρό φοβόταν πολύ τη μοναξιά. Τώρα και αυτό έχει μειωθεί. Ο φόβος υπάρχει, αλλά «τόσο όσο», μου λέει. «Γενικά, στη ζωή μου, πάντα είχα το φόβο της μοναξιάς. Τώρα είμαι σε μία διαδικασία που με προβληματίζει το “γιατί να έχω τόσο μεγάλη ανάγκη ανθρώπους γύρω μου;”. Θέλω να συμφιλιωθώ με τη μοναξιά. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ψάχνω να βρω αιτίες για πολλά πράγματα σε σχέση με συμπεριφορές, είμαι σε φάση αυτογνωσίας. Είμαι σε πολύ καλό δρόμο. Η φύση πάντως, ευτυχώς, έχει φροντίσει να βρίσκομαι σε ισορροπία. Δεν έχω αλλάξει, είμαι και παραμένω ξεροκέφαλη και αφάνταστα αφηρημένη. Έτσι είναι ο χαρακτήρας μου- και δεν με ενδιαφέρει να αλλάξω για να αρέσω σε κάποιους. Μπορεί να είναι κάτι που με κάνει να λυπάμαι, αλλά δεν θα ζω εγώ τη ζωή μου μέτρια ή με φόβους. Δεν θέλω! Θέλω, ακόμη και αν δεν λαμβάνω αγάπη και στήριξη από άλλους, να είμαι καλά μ εμένα, να μην πέφτω, να μην γίνομαι ευάλωτη όταν δεν είναι δίπλα μου το στήριγμά μου. Τελικά, μάλλον είμαι τραγικά ευσυγκίνητη». Ναι, είναι. Μου το ξαναλέει τη στιγμή που αποφασίζει ότι αρκετά βασανίστηκε ο Ρομπέν. «Δεν πειράζει μωρέ», μου λέει στην εξώπορτα, «έλα να τον πάμε μία μικρή βόλτα στη γειτονιά. Δέκα λεπτάκια. Πόσο να αντέξω να του το παίζω αυστηρή;». Και ξανακάνει τα λακκάκια στα μάγουλα με το χαμόγελό της.
Δημοσίευση στο περιοδικό F-Magazine (FOKAS), το Φθινόπωρο του 2009.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ: "ΕΙΜΑΙ ΔΕΙΛΟΣ, ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ".

Το θέατρο Βρετάνια είναι αγνώριστο: Γεμάτο σκαλωσιές, ξύλα, μαστόρους, χωρίς καθίσματα, με πεταμένους δεξιά και αριστερά κουβάδες με μπογιά. «Έχουμε τις πρόβες, έχουμε και την μεγάλη αλλαγή του θεάτρου», μου λέει ο Γρηγόρης, «αλλά, θα γίνει μία κούκλα». Τις προηγούμενες μέρες βρισκόταν καθημερινά εκεί για 15 ώρες, γελάει όταν μου το αναφέρει, όταν με βλέπει να ξαφνιάζομαι για τις αντοχές του, μου λέει ότι είναι κάτι συνηθισμένο γι αυτόν, ότι η οικογένειά του έχει συνηθίσει πια την «αρρώστια» του, το θέατρο. Στο καμαρίνι του φωτογραφίες από παραστάσεις στις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει, ελάχιστες από τις δεκάδες. «Συγνώμη για την ερώτηση», του λέω λίγο πριν ξεκινήσουμε, «αλλά, πόσων χρόνων είστε;». Χαμογελάει. «Νομίζω πως ξεκινάτε πολύ αδιάκριτα. Σήμερα, παρά την κούραση, θα σας έλεγα 29».
-Μετανιώσατε ποτέ που ασχοληθήκατε με το θέατρο όλα αυτά τα χρόνια;
-Όχι. Στο θέατρο χρωστάω το άνοιγμά μου στη ζωή.
-Δεν είναι μία δουλειά το θέατρο;
-Είναι και δουλειά, αλλά πριν γίνει δουλειά είναι ψυχική ανάγκη. Για αυτούς τους λόγους που εγώ έχω σκεφτεί, γίνεται κανείς ηθοποιός: Επειδή θέλει να βαθύνει περισσότερο στον εαυτό του, έχει το ανικανοποίητο στη ζωή και θέλει να ζήσει πολλές ζωές, θέλει να δραπετεύει από το περιβάλλον του, έχει φουρτούνα στην ψυχή του και θέλει να βουτήξει βαθιά ώστε να δει γιατί συμβαίνει αυτό, έχει ανάγκη από αποδοχή, από φίλους, από παρέα. Για πολλούς από αυτούς τους λόγους έγινα κι εγώ ηθοποιός.
-Είχατε κι εσείς φουρτούνα στην ψυχή σας;
-Ναι, πολύ μεγάλη φουρτούνα. Καρμικά, θα έπρεπε να έχω βασανιστεί σ αυτή τη ζωή. Μεγάλωσα στην Ξάνθη, έζησα λίγο καιρό στη Θεσσαλονίκη και μετά ήρθα στην Αθήνα. Έζησα δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν είχα πατέρα. Χώρισαν οι δικοί μου όταν ήμουν ενός έτους. Αργότερα απέκτησα έναν πατριό.
-Είχατε καλή σχέση;
-Δεν είχαμε καν σχέση. Υπήρχε βέβαια το πρότυπο του άντρα μέσα στο σπίτι, αλλά χωρίς να μπορώ να πάρω και τίποτα θετικό από αυτό. Πιστεύω ότι ένα από τα πράγματα που με έσπρωξαν στο θέατρο ήταν το γεγονός ότι ένιωθα πως αν μείνω στα πλαίσια που κάποιος ή η ζωή είχε καθορίσει για μένα, δεν θα ήμουνα ευτυχισμένος. Ενστικτωδώς, κατάλαβα ότι η δραπέτευση είναι από εκεί. Βυθίστηκα μέσα σε έναν απέραντο κόσμο ψυχών, όπου κολύμπησα και κολυμπάω ευτυχισμένος.
-Αυτό δεν είναι υποκατάστατο της αληθινής ευτυχίας;
-Αυτό μου έφερε την αληθινή ευτυχία. Η δουλειά, οι φίλοι και το τι καταφέρνει κανείς να φτιάξει στην οικογένειά του, φέρνουν την αληθινή ευτυχία. Η τέχνη μου είναι ένα διαβατήριο για την ευτυχία και τη δραπέτευση, κατάφερα και έκανα επάγγελμα την τέχνη μου.-Πως ήσασταν ως παιδί;
-Ήμουνα κοινωνικός, αλλά με μία μόνιμη τάση μελαγχολίας και ανασφάλειας. Φυσικό όμως ήταν να υπάρχει ένα τραύμα στην ψυχή, αφού δεν υπήρχε μία υγιής οικογενειακή στέγη.
-Υπάρχει ακόμη αυτό το τραύμα;
-Αυτά γίνονται κάποια στιγμή πετρώματα. Δεν μπορεί κανείς εύκολα να απαλλαγεί από αυτά, είναι δύσκολο. Για εκείνο όμως που μπορώ να υπερηφανευτώ, είναι πως το πάλεψα, ότι δούλεψα πολύ γι αυτό. Μόνος μου. Ό,τι έχω κερδίσει στη ζωή μου- είτε υλικό, είτε πνευματικό, είτε ψυχικό- δούλεψα πολύ για να το καταφέρω.-Από πού αντλούσατε δύναμη;
-Από την ανάγκη μου για αυτοσυντήρηση. Είχα δυνατό κύτταρο. Έπρεπε να αλλάξω τα πράγματα στη ζωή μου- για όσο μείνω σε αυτή τη ζωή- και τα άλλαξα. Είναι θεαματικές οι αλλαγές που έχω κάνει. Το κομβικό σημείο βέβαια αυτής της αλλαγής, ήταν το θέατρο.
-Ήταν σύμφωνη η μητέρα σας για να ασχοληθείτε με το θέατρο;
-Ναι. Η μητέρα μου ήτανε πάντοτε αρωγός και συμπαραστάτης, της χρωστάω πολλά (συγκινείται). Θυμάμαι πως όταν στην αρχή έπαιζα και ερχόταν για να με δει, έπιανε πάντα κουβέντα με τους διπλανούς της: «Σας αρέσει;», τους έλεγε, «Γιος μου είναι». Καμιά φορά, άμα πέθαινα επάνω στη σκηνή, άκουγα έναν βαθύ αναστεναγμό από κάτω, ένα «αχ παιδί μου, παιδάκι μου» ή, τότε που κάναμε ένα δικαστικό έργο και έλεγε ο δικαστής «αθώος ή ένοχος;» η μάνα μου φώναζε από κάτω «αθώος, αθώος!». Μια μέρα θύμωσα. Της είπα «έτσι και σε ακούσω να αναπνέεις, θα σταματήσω την παράσταση και θα σε διώξω. Δεν θα αναπνέεις καν». Πέρσι δεν ήρθε στην πρεμιέρα γιατί είχε σπάσει το πόδι της, δεν τα κατάφερε, αλλά φέτος θα έρθει. Θέλω να την ανεβάσω ψηλά στη γέφυρα, να αγναντέψει.
-Που αλλού έχετε δουλέψει;
-Δούλεψα σε εμπορικό κατάστημα, σε πλεκτήριο, σε οικοδομή, σε αποθήκη, μηχανικός προβολής σε κινηματογράφο, έχω κάνει δεκάδες δουλειές για να επιβιώσω. Μου αρέσει αυτό που έχω κατακτήσει και φοβάμαι ότι αν άλλαζα κάτι από το παζλ, δεν θα ήμουνα αυτό που είμαι τώρα. Δεν έχει νόημα να αλλάζεις κατόπιν εορτής τη ζωή σου, το θέμα είναι να την αλλάξεις τη στιγμή που συμβαίνουν οι δυσκολίες.
-Πάντοτε ήσασταν τόσο αποφασιστικός και δυνατός στη ζωή σας;
-Δεν είμαι δυνατός. Όχι. Είμαι δειλός, φοβισμένος και ανασφαλής. Ξέρετε γιατί σας δίνω αυτή την εντύπωση; Γιατί με αυτά που κάνω, προσπαθώ να κατανικήσω τους φόβους μου. Βάζω πάντα ένα μεγάλο στόχο μπροστά μου, ένα μεγάλο εγχείρημα, για το οποίο αισθάνομαι λίγες και μικρές τις δυνάμεις μου για να το κατακτήσω. Αυτό είναι ένα κόλπο. Το κάνω για να ασκήσω την ψυχή και το σώμα μου, ώστε να νικήσω τους φόβους μου, να προχωρήσω και να γίνω καλύτερος. Υπάρχουν έργα που έχω σκηνοθετήσει, τα οποία με τρομοκρατούσαν. Δεν ήξερα αν μπορώ να τα καταφέρω. Τα έβαζα όμως στόχο: Εάν κατάφερνα να τα κάνω, εάν δεν με σκότωνε, θα έβγαινα από αυτό το πράγμα καλύτερος.
-Τι άλλο φοβόσασταν;
-Φοβόμουνα να κάνω οικογένεια. Είναι επάγγελμα αυτό για να κάνει κάποιος οικογένεια, όταν του χρόνου μπορεί να είσαι άνεργος; Κι όμως. Αποφάσισα να κάνω οικογένεια, παντρεύτηκα, έκανα δύο παιδιά, διότι πίστεψα ότι το να είμαι υπεύθυνος για άλλους ανθρώπους, θα μου δώσει μεγαλύτερες δυνάμεις. Όπως το να βρω τρόπους για να επιβιώσει η οικογένειά μου, να προσφέρω πράγματα στα παιδιά μου. Ένας από τους στόχους που είχα βάλει, ήταν να γίνουν τα παιδιά μου καλύτεροι άνθρωποι από εμένα. Ελπίζω να τα κατάφερα. Τι άλλο να θέλει να αφήσει πίσω του ένας άνθρωπος; Μόνο ανθρώπους. Αισθάνομαι τύψεις που δεν έχω όσο χρόνο θα ήθελα για να τον προσφέρω στα παιδιά μου και πάντοτε θα ζηλεύω τη γυναίκα μου που έχει περάσει πολύ περισσότερες ώρες μαζί τους, που γέλασε, που έπαιξε, που διάβασε, που πήγε σε περισσότερα πάρτυς μαζί τους. Αλλά, δεν γινόταν αλλιώς.
-Πόσες ώρες βρίσκεστε καθημερινά στο θέατρο;
-Εγώ ζω εδώ. Στο θέατρο. Καμιά φορά έρχομαι στις 10 το πρωί και κάθομαι μέχρι τη μία τη νύχτα. Όταν έχουμε φωτισμούς είμαι εδώ μέχρι τις 9 το πρωί σερί, 24 ώρες. Εγώ πιστεύω στον επαγγελματισμό, δεν είναι κακή λέξη ο «επαγγελματίας», είναι προϋπόθεση για την τέχνη. Ο άκρατος επαγγελματισμός, κρύβει μέσα του ένα ρομαντικό καλλιτέχνη. Όταν πιάνω στα χέρια μου ένα θεατρικό κείμενο, δεν το αναλύω λέξη λέξη, το αναλύω γράμμα γράμμα. Σαν τους παλιούς τυπογράφους που πιάνανε τα γράμματα με τα τσιμπιδάκια και τα βάζανε το ένα δίπλα στο άλλο. Κάθε γράμμα ενός θεατρικού κειμένου, είναι κομμάτι ψυχής. Τίποτα δεν έγινε εύκολα στη ζωή μου και τίποτα δεν μου προσφέρθηκε. Είχα ένα κάρμα που έλεγε ότι αυτός ήρθε σε αυτή τη ζωή για να ταλαιπωρηθεί, για να βασανιστεί- και εγώ το άλλαξα.-Δεν νιώθετε κούραση, μετά από τόσα χρόνια αγώνα;
-Η αλήθεια είναι ότι νιώθω λίγη κούραση τώρα πια. Με ξεκουράζουν όμως οι στιγμές που δεν έχω πρόγραμμα, ακόμη και μέσα στην εβδομάδα. Με χαλαρώνει το να πάω στη θάλασσα και να περπατήσω από τον Πειραιά μέχρι το Φλοίσβο. Βάζω κασκέτο, γυαλιά και προχωράω. Αλλά, αυτό καμιά φορά είναι πιο προκλητικό, γιατί από κάτω νομίζουν κάποιοι ότι κρύβεται ο Μπραντ Πιτ. Ίσως επειδή έχουμε το ίδιο σώμα (γελάει). Η μέρα που δεν θα έχω δουλειά και θα πάω στο γυμναστήριο, είναι επίσης μία μέρα ξεγνοιασιάς. Ή το να πεταχτώ ένα Δευτερότριτο και να πάω να δω τους φίλους μου στη Θεσσαλονίκη, το να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω να κάνω μία μεγάλη βόλτα σε μία πολύ μακρινή ταβέρνα. Με ξεκουράζει επίσης, το να καθίσω στο κρεβάτι ή στον καναπέ μου, για να διαβάσω ένα από τα χιλιάδες βιβλία που έχω δίπλα. Ξέρω πλέον ότι ένα από τα πράγματα που θα με βρουν σε αυτή τη ζωή, είναι η αλλεργία από το χαρτί.
-Σας θυμώνει που, πολλοί άνθρωποι στο θέατρο, καταφέρνουν να επιβιώνουν χωρίς όλη αυτή τη δουλειά που έχετε εσείς κάνει, χωρίς το στοιχειώδες έστω ταλέντο;
-Αυτοί οι άνθρωποι, δεν έχουν σχέση με τη δουλειά. Χρησιμοποιούν την ιδιότητα του ηθοποιού για το κυρίως επάγγελμά τους, είναι η εξώπορτα για το κυρίως σπίτι. Ό,τι έχει διαλέξει ο καθένας. Αυτό με θυμώνει. Κατά τα άλλα, ποτέ δεν θα κινδυνεύσει το θέατρο από αυτούς, το θέατρο έχει φίλτρα, δεν μπορεί να μπει σ αυτό κάποιος που δεν έχει ταλέντο ή- τουλάχιστον- δεν μπορεί να διατηρηθεί. Κατά καιρούς περνάνε μερικά νούμερα μέσα σ αυτό, αλλά κι αυτά είναι χρήσιμα. Γιατί η κοινωνία τα έχει ανάγκη, πρέπει να γελάει μαζί τους, να κάνει χαβαλέ, να γίνονται εκπομπές, εξώφυλλα, θέματα κουτσομπολιού, να γίνονται επιδείξεις μόδας επί σκηνής.
-Όταν κλείνεται τα μάτια σας, τι ονειρεύεστε;
-Ας έχω υγεία, όλα τα άλλα θα τα κάνω εγώ.
Δημοσίευση στο περιοδικό F-Magazine (FOKAS), το Φθινόπωρο του 2009.

ΚΡΙΣ ΡΑΝΤΑΝΟΦ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ


«Είμαι 36 χρόνων, κατάγομαι από τη Βουλγαρίααπό μία πόλη στα σύνορα με τη Ρουμανία, επάνω στον Δούναβη. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα εμπειρίες. Τον πατέρα μου τον γνώρισα όταν έφτασα τα 14 μου χρόνια, μέχρι τότε δεν τον ήξερα επειδή ήταν στη φυλακή λόγω του κομμουνιστικού καθεστώτος, νόμιζα ότι πατέρας μου ήταν κάποιος άλλος, ο άντρας που παντρεύτηκε αργότερα η μάνα μου. Η μάνα μας είχε αλλάξει ακόμη και το επώνυμο μας, γιατί ήταν περίεργα τα πράγματα με το καθεστώς- νόμιζε ότι έτσι θα μας προστάτευε. Ήμουνα έξι μηνών όταν μπήκε ο πατέρας μου στη φυλακή, δεν έχω καμία παιδική ανάμνηση από αυτόν. Όλη την εβδομάδα ήμουνα στο σχολείο, μόνο τα Σαββατοκύριακα πήγαινα στο σπίτι, έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα τότε στη Βουλγαρία. Η μάνα μου δούλευε σε ένα κρατικό εστιατόριο, αλλά ζούσαμε καλά. ΄Όταν βγήκε ο πατέρας μου από τη φυλακή, ζήτησε να δει τα παιδιά του, εμένα και την αδελφή μου. Αυτό ήταν ένα σοκ για όλους μας. Ξεκίνησα να τον μαθαίνω από την εφηβεία μου, ανακάλυψα το χιούμορ του, τον αυτοσαρκασμό του, όλα όσα είχε ζήσει μέσα στη φυλακή- χαφιέδες, ξύλο. Όλα αυτά όμως δεν τον έριξαν ψυχολογικά, μου έλεγε πάντα “όταν η ζωή σου έχει μαύρο, το μόνο που σε σώζει είναι να κάνεις χαβαλέ”. Η μοίρα αποφάσισε να μην είμαι ένα κακομαθημένο παιδί, δεν ζητούσα κάτι και να το έχω αμέσως στα πόδια μου, πάλεψα πολύ για οτιδήποτε πετύχαινα- μικρό ή μεγάλο. Ήξερα όμως ότι δεν μπορώ να ζητώ τα πάντα. Έζησα και εγώ όλη την στρατιωτική πειθαρχία που επιβάλλεται από ένα καθεστώς, όπως ήταν τότε το Βουλγαρικό. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν μαθητές και πηγαίναμε έξω για μία βόλτα ή εκδρομή, φορούσαμε πάντοτε τις στολές μας. Αν συνέβαινε κάτι, αν κάναμε κάτι που ήταν έξω από τα επιτρεπτά, όλοι ήξεραν ποιος έκανε τι, δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε. Αυτό ήταν μία στέρηση ελευθερίας, αλλά τότε δεν το καταλαβαίναμε. Παράλληλα με τα μαθήματά μου στο σχολείο, εγώ ήμουνα και παλαιστής, έκανα ελευθέρα πάλη, αλλά το όνειρο μου- από τότε- ήταν να γίνω ηθοποιός. Παρόλα αυτά σπούδασα σε σχολή τεχνικής ενέργειας για να δουλέψω αργότερα σε εργοστάσιο πυρηνικής φυσικής- η ειδικότητα μου είναι συντήρηση του πυρηνικού αναπνευστήρα. Υπηρέτησα το στρατιωτικό μου δύο χρόνια. Έμεινα πολύ καιρό μέσα στα κρατητήρια, έφαγα πολύ ξύλο “για να μάθω”, δεν δικαιούμασταν ποτέ να πούμε “δεν ξέρω” ή “δεν μπορώ”, λέγαμε πάντα “θα προσπαθήσω” ή “θα μάθω”. Έτρωγα ξύλο για πολύ ασήμαντους λόγους. Θυμάμαι για παράδειγμα που είχα φάει δύο κλοτσιές στο κεφάλι, επειδή τη στιγμή που περνούσε από μπροστά μου ο λοχαγός δεν φορούσα καπέλο για να τον χαιρετήσω. Έτσι καταλάβαιναν την “πειθαρχία”. Όταν στεκόταν ο λοχαγός δίπλα μας και μας έλεγε “ξέρεις πόσα αστέρια υπάρχουν στον ουρανό;”, εμείς δεν δικαιούμασταν να πούμε “δεν ξέρω”, σηκώναμε το κεφάλι μας ψηλά και λέγαμε “θα μάθω” ξεκινώντας να τα μετράμε ένα ένα. Κανονικό καψώνι.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΦΑΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Όταν τελείωσα το στρατιωτικό μου, ξεκίνησα να δουλεύω σε λεωφορεία σαν εισπράκτορας και μετά- λόγω σωματότυπου- άρχισα να δουλεύω πορτιέρης σε clubs. Εκεί γνώρισα έναν πολύ πλούσιο κύριο, έναν άνθρωπο του υπόκοσμου ο οποίος ασχολείτο με πορνεία, με γυναίκες και τζόγο, έγινα σωματοφύλακάς του και, στη συνέχεια, “ο άνθρωπος εμπιστοσύνης του”. Εκείνος παράλληλα είχε και τη “λευκή” του επιχείρηση για να ξεπλένονται τα χρήματα. Δούλεψα μαζί του 5 χρόνια. Ο αδελφός μου ήταν 15 χρονών, η μάνα μου δεν μπορούσε να δουλέψει, υπήρχαν προβλήματα, εγώ έπρεπε να τους ζω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Θυμάμαι όταν έρχονταν ομάδες άλλων φατριών που έμπαιναν σε δική μας περιοχή, κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε, αλλά τότε αυτό δεν το συνειδητοποιούσα. Με ξύλο, πιστόλια, μπλογκς, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Με έστειλαν πολλές φορές στο νοσοκομείο, έστειλα και εγώ αρκετά άτομα μέσα στο νοσοκομείο, ήταν ένα συνεχές πάρε δώσε προσπάθειας επιβολής. Μερικές φορές φοβόμουνα, αλλά η αδρεναλίνη και το ένστικτο με έκανε να ξεχνάω τον οποιοδήποτε φόβο μου. Όταν δίναμε ξύλο, δεν συζητούσαμε. Εκεί που βρισκόμασταν ξέραμε ότι μας είχαν στήσει ενέδρα και ότι πάμε για να δώσουμε ξύλο, ήταν σαφές από την αρχή. Η αστυνομία δεν μας πείραζε, εκείνη την εποχή ήταν κι αυτοί μπλεγμένοι. Δύο ομάδες του υπόκοσμου έλεγχαν τότε την Βουλγαρία- εγώ ανήκα στη μία από αυτές- και η κάθε μία είχε τους δικούς της ανθρώπους μέσα στην αστυνομία. Έτσι λειτουργούσε το πράγμα. Εκείνος που ήταν πολύ άγριος στη συμπεριφορά του από την ομάδα μας- διότι έτσι έπρεπε να λειτουργεί για να βγαίνει η δουλειά- ήταν ο άνθρωπος που ασχολείτο με τις πουτάνες, στην εθνική οδό της Βουλγαρίας. Κάποτε είχε φάει ξύλο ακόμη και από μας, διότι το είχε παρακάνει με τις κοπέλες: Μία φορά, επάνω στα νεύρα του, είχε κόψει τη μύτη μίας κοπέλας. Αυτή τη δουλειά την έκανα από τα 23 μου μέχρι τα 28 μου χρόνια και, σιγά σιγά, άλλαξε ο τρόπος σκέψης μου. Μέχρι τότε σκεφτόμουνα σαν ζώο. Όταν χτυπάς κάποιον, πονάει, τον λυπηθείς και δεν τον χτυπήσεις μέχρι να μην μπορεί να κινηθεί, τότε το πιο πιθανόν είναι να σε χτυπήσει εκείνος και να σε αφήσει στον τόπο. ήταν θέμα επιβίωσης. Έσβηνα ό,τι είναι ανθρώπινο και σκεφτόμουνα τι έπρεπε να κάνω εγώ για να καταφέρω να ζήσω, είχα σταματήσει να υπολογίζω ους ανθρώπους σαν ψυχές, είχα γίνει νευρικός, αντιδραστικός, με το παραμικρό μου γυρνούσε το μάτι. Όταν πήγαινα στο σπίτι και ήμουνα μόνος μου, σκεφτόμουνα πάντα “ήταν ανάγκη να πλακώσω τόσο στο ξύλο εκείνον τον άνθρωπο, να τον στείλω στο νοσοκομείο και να τον ράψουνε;”, αλλά την επόμενη μέρα συνέχιζα τα ίδια. Όλα είναι μοίρα, άμα σου είναι γραμμένο να πνιγείς δεν θα πεθάνεις από σφαίρα. Δεν έτυχε να σκοτώσω κάποιον, αλλά μάλλον ήμουνα τυχερός. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει πολύ κόσμο- ειδικά αν δούλευα στα άγρια χρόνια του 92. Δεν έτυχε.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μία μέρα, από ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο στο δρόμο, πήγα για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο με τα σαγόνια μου σπασμένα. Από τότε δεν μπορούσα να ξαναδουλέψω στη νύχτα. Η μάνα μου εντωμεταξύ δούλευε εδώ, στην Ελλάδα. Μου έφτιαξε τα χαρτιά, με έπεισε και ήρθα στην Αθήνα για να κάνω μία νέα αρχή. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με τα χαρτιά μου, όλα έγιναν νόμιμα. Στην αρχή δούλευα στα Goddys, στην κουζίνα. Δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά, αλλά με βοήθησαν πολύ οι συνάδελφοί μου εκεί. Έλειπε η ένταση, τα πολλά λεφτά που είχα στην Βουλγαρία, αλλά στην Ελλάδα χαλάρωσα, ηρέμησα, ένιωθα ότι εδώ περνώ ωραία, όμορφα, κατάλαβα πως ό,τι και να μου συμβεί, εγώ μπορώ να τα βγάλω πέρα. Τότε μου ξαναγεννήθηκε το όνειρο που είχα από παιδί για να γίνω ηθοποιός. Έδωσα εξετάσεις στο υπουργείο πολιτισμού και πέρασα, σπούδασα στον Ίασμο. Με πολύ κόπο και προσπάθεια, αλλά τα κατάφερα. Παράλληλα δούλευα σε οικοδομή και ως διανομέας σε πιτσαρία. Δεν ένιωσα ρατσισμό σε πολύ μεγάλο βαθμό, μόνο κάτι περίεργα βλέμματα. Μπορεί και να με φοβόντουσαν λόγω σωματότυπου, δεν ξέρω. Μου έτυχαν και περίεργα πράγματα: Μου είχε συμβεί να μου κάνουν προτάσεις κάποιοι gays για να πάω μαζί τους με λεφτά- ίσως νόμιζαν ότι εγώ θα το είχα ανάγκη επειδή ίσα ίσα που κατάφερνα να ζω με τη μάνα μου- αλλά δεν έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Και επειδή στη Βουλγαρία δεν μου είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο, σκεφτόμουνα “πως τολμάει αυτός και μου προτείνει κάτι τέτοιο;”. Νομίζω όμως ότι όταν είσαι ξεκάθαρος με τους ανθρώπους, δεν σε πιέζουν ούτε εκείνοι. Αυτό έμαθα.
Η ΖΩΗ ΣΗΜΕΡΑ
Στις σχέσεις μου με τις γυναίκες, δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Έχω κάνει σχέσεις και με ελληνίδες, αλλά και με ξένες. Περισσότερο όμως με ελληνίδες. Και τώρα με ελληνίδα έχω σχέση και περνώ πάρα πολύ καλά, πολύ όμορφα, με γεμίζει. Εγώ δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, για μένα όλοι είναι άνθρωποι, με τραβάει η χημεία και το μυαλό- θέλω να σέβομαι και να θαυμάζω τη γυναίκα που έχω δίπλα μου. Το γάμο δεν τον σκέφτομαι, αλλά μου αρέσουν πολύ τα παιδιά. Είμαι Βούλγαρος, δεν θέλω να γίνω Έλληνας, αλλά αυτά τα δύο εδώ τα συνδυάζω. Έχω την Βουλγάρικη νοοτροπία, αλλά και την ελληνική κουλτούρα Είμαι λίγο μαζεμένος, αλλά πιο ανοιχτός από άλλους Βούλγαρους. Οι περισσότεροι μου φίλοι είναι Έλληνες. Σπάνια βγαίνω για να διασκεδάσω, μου αρκούν τα ήρεμα πράγματα. Και για τα λεφτά, μου φτάνει ο βασικός μισθός που παίρνω στο θέατρο, δεν θέλω κάτι παραπάνω, περνάω πολύ καλά ακόμη και με τα 800 ευρώ. Εμένα μου αρέσει να μένω στο σπίτι μου, σε ένα υπόγειο στη Ραφήνα, και να ονειρεύομαι, το σπίτι μου είναι “ο χώρος μου”, νιώθω πολύ όμορφα με τη μοναξιά μου, μου αρέσει να μένω εγώ και ο εαυτός μου. Και όχι, δεν βλέπω καθόλου εφιάλτες από το παρελθόν. Μόλις πέφτω για ύπνο, βλέπω μόνο όνειρα».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Σεπτέμβριο του 2009.

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΙΣΤΕΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ.


«Έχετε πολύ ωραία μάτια!», της λέω μπροστά από το μοναστήρι που δημιούργησε η ίδια πριν από 15 περίπου χρόνια. Με κοιτάει από το ιερό, χαμηλώνει ξανά το βλέμμα της και μου απαντάει μονολεκτικά: «Είχα!». Η ζωή της Γερόντισσας Θεονύμφης χωρίζεται σε δύο περιόδους: Σε εκείνη που τραγουδούσε μέχρι τα 42 της χρόνια στις πίστες μαζί με τους stars της εποχής- τότε που λεγόταν Μαίρη Αλεξοπούλου- και σε αυτήν που ζει σήμερα ανάμεσα στους πιστούς της σε μοναστήρι, λίγο έξω από την Αθήνα. Ως δούλη πια του Κυρίου- αυτόν που επέλεξε να υπηρετήσει για πάντα.«Μεγάλωσα στο Περιστέρι. Ήμασταν 6 παιδιά στην οικογένεια, εγώ ήμουνα η μεγαλύτερη. Η μητέρα μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια πολύ μεγάλων μουσικών, όλοι είχαν πολύ ωραίες φωνές, εκείνη έπαιζε μαντολίνο και, όπως καταλαβαίνετε, είχα ποτιστεί από μικρή με το τραγούδι. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος του Θεού, κάθε Κυριακή ήταν απαραίτητο να πηγαίνουμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε. Εκείνος ήταν επίτροπος στην Μητρόπολη Περιστερίου, έκανε κήρυγμα στο σπίτι μας μία φορά την εβδομάδα, εμείς πηγαίναμε στο κατηχητικό. Δεν γινόταν διαφορετικά. Ο πατέρας μου είχε τέτοια πίστη που, όταν μας μιλούσε για το Θεό, τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι. Αυτά τα δάκρυά του, φυτεύτηκαν από τότε στην καρδιά μου, είναι το ωραιότερο λουλούδι του κόσμου. Δεν ήμουνα κοινωνικό παιδί, ήμουνα περισσότερο μοναχική. Έρχονταν οι συγγενείς μας και μου έλεγε η μαμά μου “έλα να χαιρετήσεις τη θεία σου” και της απαντούσα “άσε με μόνη μου, καλέ μαμά”, δεν ήθελα. Τους αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά επιθυμούσα να είμαι μόνη, είχα μία φυσική συστολή. Παιχνίδια έπαιζα μαζί με τα αδέλφια μου, κυρίως αγορίστικα. Ήμουνα καλή μαθήτρια στο σχολείο, άριστη στα θρησκευτικά. Όταν ήμουν 10 χρόνων ήθελα να γίνω χορεύτρια, μου άρεσε πολύ ο χορός, είχα φυσικές κινήσεις. Από όλα χόρευα, πιο πολύ όμως μου άρεσε το κλασσικό μπαλέτο. Θυμάμαι που έβαζα και άκουγα γλυκές μελωδίες και εγώ φανταζόμουν τον εαυτό μου στον ουρανό να χορεύω πλάι στο Θεό, με λευκά ρούχα. Όραμα ήταν. Μέσα μου είχα πάντα ένα παιδάκι και ελπίζω αυτό ακόμη να ζει».
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν “γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή, αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι”. Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στην “Χωριάτικη Ταβέρνα” στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Όλες οι κυρίες εκεί μου έδειχναν πολύ μεγάλη αγάπη, ήμουνα “το μικρό” τους, μου είχαν φτιάξει μάλιστα ένα ωραίο φουστάνι με ταφτά, με φιόγκο και τριαντάφυλλο. Αυτό ήταν το πρώτο ρούχο που είχα βάλει ως τραγουδίστρια, το θυμάμαι μέχρι σήμερα. Ήμουνα ωραίο κοριτσάκι, πολύ αθώα, δεν είχα βγει ακόμη στη ζωή. Μετά ξεκίνησα να τραγουδάω στην “Νεράιδα της Αθήνας” στην Κυψέλη. Τότε έλεγα τραγούδια της Βουγιουκλάκη και, σιγά σιγά, εξελίχθηκα. Όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια εμφάνιση μου εκεί, γνωρίστηκα με τον Κλάβα τον μαέστρο. Από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μας, εκείνος έγραψε τον πρώτο μου δίσκο το 1966. Ο πατέρας μου εντωμεταξύ είχε πειστεί, το πήρε απόφαση ότι εγώ θα γίνω τραγουδίστρια. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Λενάρδου, το “πανηγύρι”. Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Μετά πήγα στην Ισπανία, σε ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ, διακρίθηκα ξανά και αργότερα ξαναπήρα πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ που είχε γίνει εδώ στην Αθήνα με τον Οικονομίδη. Εντωμεταξύ συνέχιζα να τραγουδώ στα νυχτερινά μαγαζιά και να βγάζω δίσκους. Δούλεψα στην Παλιά Αθήνα, στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Δειλινά, στα Αστέρια, με τον Πουλόπουλο, τον Βογιατζή, τον Φίλιππο Νικολάου, το Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τη Μπέσυ Αργυράκη, τον Μεταξόπουλο, πολλούς, δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους. Τα έχω και λίγο αποβάλει από τη μνήμη μου. Εγώ έκανα τη δουλειά μου, έφευγα από το μαγαζί, μου άρεσε η ησυχία, δεν κάπνιζα, δεν έπινα , δεν έπαιζα χαρτιά. Πήγαινα από τις 10 το βράδυ και κοιμόμουνα το πρωί. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου. Μέσα μου όμως υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου. Παρόλα αυτά εγώ, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα, τα αφιέρωνα στο Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου. Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα τραγουδήσει την “μπάμπολα”, το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη δουλειά. Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μία μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό. Πηγαίναμε παρέα στα μαγαζιά, δούλευε μαζί μου, ήταν πολύ εργατική όπως ήμουνα κι εγώ. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς. Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί, έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Το είχαν μάθει όλοι, αλλά σ εμένα δεν έλεγαν τίποτα. Τότε πήρε ένας γνωστός μας τηλέφωνο και μου είπε “δεν έχει έρθει η κόρη σας να ανοίξει το μαγαζί. Συμβαίνει κάτι;”. Το αίμα μου πάγωσε. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία, “σας παρακαλώ”, τους είχα πει, “τι έχει συμβεί με αυτό το όνομα;”. Και γυρίζει και μου λέει η κοπέλα στο τηλέφωνο “η κόρη σας κυρία μου, είναι νεκρή”. Έτσι ψυχρά. Εκείνη την ώρα δεν έβλεπα μπροστά μου, ανέβηκα στον καναπέ και πήδαγα μέχρι το ταβάνι. Τότε βγήκα στη βεράντα μας και, από ένα σύννεφο, ξεκίνησαν να πέφτουν σταγόνες. Χοντρές, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και εκείνη την ώρα γυρνάω στο Θεό και του λέω “Θεέ μου, κλαις κι εσύ μαζί μου;”. Σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν να έρχονται στο σπίτι μας δημοσιογράφοι, εμένα μου έδωσαν χάπια για να ηρεμήσω, έκρυψαν όλες τις εφημερίδες για να μην βλέπω το πρόσωπο του παιδιού. Τότε κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα».
ΟΤΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΕΓΙΝΕ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
«Ο Θεός με βοήθησε σιγά σιγά να αναρρώσω. Πήγαμε με τον άντρα μου στο εξωτερικό για να ηρεμήσω. Στο σώμα μου είχε μείνει μόνο η πέτσα και το κόκαλο. Θυμάμαι που, τον πρώτο καιρό, έμπαινα στο δωμάτιο της δεύτερης μου κόρης και την έβλεπα συνέχεια κλαμένη, εκείνη δεν το άντεχε. Αλλά εγώ μπροστά της, ήμουνα βράχος, δυνατή. Η ψυχή μου το ήξερε πώς ήμουνα όταν έμενα μόνη μου. Προσπάθησα να ξαναβγώ και να τραγουδήσω, διότι έπρεπε να δουλέψω, είχα πάει στα Αστέρια, αλλά εκεί κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω ένα τέλος σ αυτό. Το συζήτησα και με τον άντρα μου, του είπα ότι δεν μπορώ άλλο, ότι θέλω να είμαι μόνη μου και χωρίσαμε. Με κατάλαβε. Καλός άνθρωπος, ωραίος άνθρωπος. Δεν έχουμε επαφές σήμερα, αλλά συνεχίζω να τον αγαπάω σαν αδελφό μου. Έμεινα με την κόρη μου. Δεν ήθελα να βλέπω τίποτα, δεν ήθελα να ακούω τίποτα, δεν με ενδιέφερε τίποτα. Πήγαινα συνέχεια στην εκκλησία, σε αγρυπνίες, εκεί αισθανόμουνα ανακούφιση, ένιωθα ότι αγαλλίαζε η ψυχή μου. Το 1986 αποφάσισα να πάω σε έναν γέροντα και να γίνω μοναχή. Κανένας δεν με επηρέασε, μόνη μου πήρα την απόφαση. Συγχωρέστε με, αλλά δεν μπορώ να σας πω πως ακριβώς συνέβη. Αυτό είναι μεταξύ εμένα και του Θεού. Στην αρχή έγινα ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια έγινα μεγαλόσχημη και μετά έγινε η ηγουμενική μου ενθρόνιση με μήνυμα που είχε έρθει από το Άγιον Όρος, δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες, δεν θέλησα ποτέ να μάθω. Το 1992 δημιούργησα το ησυχαστήριο μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και τα φυλάει. Δεν θα ήθελα να γράψετε που βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι, γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές. Αυτός που θα θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να προσκυνήσει, να είσαι βέβαιος παιδί μου ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και όσες μοναχές- δόκιμες ή όχι- το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι άβατο.
Ξυπνάω κάθε μέρα στις 4:30, μόλις χαράξει βγαίνω έξω, κάνω προσευχή, μιλώ με το Θεό, γράφω άσματα, προσευχές, εργάζομαι στο μοναστήρι όλη τη μέρα. Το βράδυ κοιμάμαι τρεις ώρες, αλλά μου είναι αρκετές. Δεν βγαίνω από δω, εκτός αν πρέπει να πάω σε κάποια προσκυνήματα, δεν βλέπω τηλεόραση, με ενημερώνουν οι πιστοί που έρχονται εδώ τις Κυριακές για να προσκυνήσουν. Καμιά φορά ξεχνάω να φάω, αλλά δεν με πειράζει καθόλου. Τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένη, η ψυχή μου είναι ήρεμη. Παλιά φοβόμουνα πολύ το θάνατο, τώρα δεν τον φοβάμαι, παρακαλάω μόνο το Θεό να είμαι έτοιμη όταν θα με πάρει. Εδώ, μέσα στο μοναστήρι, έχω φτιάξει και το μνήμα μου. Στο μοναστήρι έχουμε απ όλα, τίποτα δεν μας λείπει, ο Θεός έχει φροντίσει για μας. Ο κόσμος με αγαπάει πάρα πολύ, καμιά φορά- στα καλά καθούμενα- έχω πειρασμούς, αλλά προσπαθώ να τους αποβάλλω. Κάτι που θα σκεφτώ, για παράδειγμα, ή μία φήμη που δεν υφίσταται. Όταν έχασα την κόρη μου στενοχωριόμουνα, αλλά τώρα λέω “αφού το επέτρεψε ο Θεός…”, ξέρω ότι είναι πολύ καλά εκεί που βρίσκεται. Έχω και δύο εγγόνια από την άλλη μου κόρη, τον Παναγιώτη- Νικόλα και τη Μαριτίνα- τα αγαπώ πολύ αυτά τα παιδιά. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, αλλά ο Θεός με προόριζε για αυτό. Μακάρι να γινόμουνα μοναχή πιο νωρίς, αλλά τότε το θέλησε ο Κύριος να συμβεί. Παλιά έλεγαν για τα χέρια μου ότι είναι κρινοδάχτυλα, τώρα από τη δουλειά έχουν γίνει σαν πέτρα. Δεν με πειράζει, αφού τα ποτίζει ο Θεός με αγάπη. Κι άλλη ζωή να είχα, πάλι μοναχή θα γινόμουνα».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Down Town" τον Σεπτέμβριο του 2009.

ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΜΕΛΕΤΗ: "ΕΧΩ ΦΑΕΙ ΕΦΑΠΑΞ ΚΕΡΑΤΑ, ΓΙΑ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΖΩΗ".

Χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα λαμπερό χαμόγελο, sexy χείλη και αισιόδοξη διάθεση για να είναι κάποιος πρώτος σε θεαματικότητα στη ζώνη 8:00- 10:00 της ελληνικής τηλεόρασης: Μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Η Ελεονώρα δεν είχε ποτέ πρόβλημα να είναι ειλικρινής στις συνεντεύξεις της. Και να μην κρύβεται. Απλώς, αυτή τη φορά, ίσως να αφέθηκε λίγο παραπάνω από όσο την είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα.Δεν είχα καλή εικόνα για την Ελεονώρα. Τη θεωρούσα μία εξαιρετικά ευνοημένη από την τύχη γυναίκα, ένα πλουσιοκόριτσο που δεν χρειάστηκε να παλέψει για πολλά στη ζωή της, που όλα της ήρθαν ευνοϊκά και όμορφα, όλα συγυρισμένα σε κουτάκια ενός προδιαγεγραμμένου μέλλοντος που άλλοι είχαν αποφασίσει γι αυτήν και εκείνη απλώς χειροκροτούσε απαιτώντας περισσότερα. Μία καλομαθημένη. Μέχρι που συναντηθήκαμε, μιλήσαμε, συγκινήθηκε πολύ, γέλασε περισσότερο και κατάλαβα ότι το μέλι της βρισκόταν επάνω σε μία κουταλίτσα στην κόψη ενός τσεκουριού. Που, κάποια στιγμή, χαράκωσε και την ίδια. Είναι παράξενο να βλέπεις την Ελεονώρα από κοντά- αν δηλαδή είναι η πρώτη σου φορά-, επειδή τότε μόνο αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι η comme il faut γυναίκα που κάποιοι έχουν στο μυαλό τους για εκείνη, ότι είναι τσαμπουκάς, αυθόρμητη, μάγκας και ναζιάρα- με τη δεξιοτεχνία ενός ζογκλέρ που ισορροπεί δέκα ποτήρια στον αέρα. Και είναι ακόμη πιο παράξενο όταν αυτή, η τόσο όμορφη γυναίκα, αποφασίσει να κάνει τη μαϊμού, ή να τραβήξει τα μάγουλά της με τα δάχτυλα βάζοντας ακόμη και τα δικά σου μέσα στο στόμα της για βοήθεια «για να βγει τέλεια η πόζα», ή ακόμη να θέλει να φάει μία πολύχρωμη τούρτα στο πρόσωπο, σαν να παίζαμε μπουγέλα- και να θέλει να φωτογραφηθεί κιόλας μ αυτό. Επίσης, δημιουργεί οικειότητα. Που, αν την εκμεταλλευτείς σωστά στις τρύπες της μέχρι τώρα ζωής της, θα ανοιχτεί και θα μιλήσει. Και θα πει πράγματα που δεν έχει πει στις δεκάδες μέχρι σήμερα συνεντεύξεις της. Χωρίς πρόβλημα, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Άνετα. Και εγώ, αυτή την αφέλειά της- όσο πίναμε καφέ, όσο νόμιζε πως ανοιγόταν σε κάποιο κολλητό της-, την εκμεταλλεύτηκα.
Η ΛΑΘΟΣ ΕΙΚΟΝΑ
«Κάποια στιγμή κινδύνευσα να χάσω τον εαυτό μου. Μην σου πω ότι τον έχασα κιόλας. Αλλά χρειαζόταν να τον χάσω, για να τον ξαναβρώ στη συνέχεια με ένα διαφορετικό τρόπο. Μόνο όταν έχασα τον εαυτό μου, μπήκα στη διαδικασία να τον αναζητήσω. Ό,τι είμαι αυτή τη στιγμή, το χρωστάω στα λάθη μου. Τα αγαπάω τα λάθη μου, αλλά δεν θέλω να επαναλαμβάνω τα ίδια. Έχω κάνει άπειρα στη δουλειά, από ένα λάθος μετά γινόταν ένα ντόμινο πολλών. Το μεγαλύτερό μου λάθος ήταν που, όταν μπήκα σε αυτό το χώρο, δεν ήμουνα 100% σίγουρη για τη δική μου αλήθεια. Η δουλειά αυτή όμως με έβαλε σε ένα φοβερό τριπάκι και έχω κάνει δεκάδες αλλαγές από τότε που ξεκίνησα. Ξέρεις τι ήμουνα στο παρελθόν; Τι εικόνα έδινα; Ήμουνα “το τέλειο κοριτσάκι”, “η τέλεια κόρη”, “η τέλεια μαθήτρια”, “η τέλεια αθλήτρια”. Ήμουνα “η τέλεια”. Και δεν ήθελα να είμαι “η Mrs τέλεια”, ρε γαμώτο! Δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Το συνειδητοποίησα και θέλησα να το αλλάξω. Αυτό έβγαινε και τον πρώτο καιρό στον Καφέ. Και δεν μου άρεσε. Εγώ ήθελα να βγαίνει προς τα έξω η πραγματική μου εικόνα- και αυτό να γίνεται αβίαστα. Προσπαθούσα, αλλά δεν τα κατάφερνα. Το κομβικό σημείο που άλλαξαν όλα ήταν η εποχή που μπήκα στο νοσοκομείο. Ήταν σαν να γύρισε ο διακόπτης και εγώ είχα πάρει ανάποδες στροφές. Όσο ήμουνα άρρωστη, εγώ ηρέμησα. Χαλάρωσα, αφέθηκα, είδα κάποια πράγματα καθαρά. Έκανα αποτίμηση και πήρα αποφάσεις για τον εαυτό μου: Ότι θα παλεύω- από δω και πέρα- για τους αυθεντικούς ανθρώπους, τις αυθεντικές καταστάσεις και αξίες. Ότι δεν θα με ενδιαφέρει οτιδήποτε ψεύτικο. Ήταν σαν να γύρισε όλο το μέσα μου τούμπα και είπα “αυτή είμαι, σ όποιον αρέσω”. Σαν να έκλεισα έναν μεγάλο κύκλο».
ΕΝΑ ΚΑΛΟΜΑΘΗΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΣΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ
«Ήμουνα ένα καλομαθημένο κοριτσάκι, δεν μου έλειψε τίποτα στην παιδική μου ηλικία, δεν στερήθηκα τίποτα, δεν έχω απωθημένα. Μεγάλωσα σε μία οικογένεια που είχα άνεση. Κάποτε είχα κατηγορηθεί και γι αυτό, ήταν και αυτό ένα από τα “λάθη” μου. Κανείς όμως δεν βλέπει ότι σήμερα, αντί να μένω στη βίλα μου στη Σαρωνίδα, μένω σε ένα σπίτι 100 τετραγωνικών που νοικιάζω με το σύντροφό μου. Έχω μάθει στη ζωή μου να μην είμαι σπάταλη. Είμαι εξαιρετική οικονομική διαχειρίστρια, αν μου δώσεις 200 ευρώ και μου πεις “θα βγάλεις το μήνα μ αυτά”, θα σου φέρω και ρέστα. Δεν ήμουνα το παιδί που έκανε επαναστάσεις. Σκέψου ότι την πρώτη μου επανάσταση την έκανα όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, την εφηβεία μου την πέρασα στα 20, διότι μέχρι εκείνη την ηλικία εγώ ήμουνα “το υπόδειγμα”. Δεν είχα δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα στο σχολείο ή στην οικογένειά μου, ήμουνα “το πολύ καλό παιδί”- τύπος και υπογραμμός. Σε εκείνη την ηλικία, όταν ένιωσα ότι τελείωσα με όλες μου τις υποχρεώσεις στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, άρχισα να βγαίνω κάθε βράδυ έξω, να ξενυχτάω, να πηγαίνω διακοπές στη Μύκονο, να μου λένε οι γονείς μου “έχεις κάνεις το σπίτι ξενοδοχείο”, αλλά όλα αυτά μέσα σε λογικά πλαίσια. Δεν ήμουνα “η άριστη μαθήτρια” στο σχολείο, διότι έκανα πολλά πράγματα ταυτόχρονα, όχι γιατί δεν διάβαζα- ήμουνα όμως πολύ πειθαρχημένη. Αλλά δεν ήξερα ότι, στη συνέχεια της ζωής μου, το να μιλούσα πέντε ξένες γλώσσες, θα ήταν πταίσμα. Ζούμε σε μία κοινωνία που η μόρφωση και η καλλιέργεια σνομπάρονται και θεωρούνται ακόμη και ελαττώματα, ενώ, αντίθετα, εκθειάζεται το κιτς, η βιτρίνα, το φαίνεσθαι, η βλακεία και η κουτοπονηριά. Έβγαιναν κάποιοι και με ειρωνεύονταν για την μόρφωσή μου. Γιατί; Είναι δυνατόν, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να ντρέπομαι επειδή τελείωσα ένα πανεπιστήμιο; Σαν να ήταν καταδίκη, σαν να ήταν ξεφτίλα. Σκέψου επίσης ότι προτού δουλέψω στον Καφέ, δεν είχα ξαναπάει στα μπουζούκια. Δεν άκουγα καν ελληνική μουσική. Τους μόνους που ήξερα μέχρι το 2003 ήταν τον Αντώνη Ρέμο και τον Σάκη Ρουβά, κανέναν άλλον. Αλλά, έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά, όφειλα να μάθω γρήγορα όλα όσα δεν ήξερα, γιατί πάνω απ όλα ήμουν και είμαι επαγγελματίας. Η σημερινή μου όμως εικόνα, δεν έχει καμία σχέση με αυτή του παρελθόντος. Μα καμία! Τώρα ξεκινάω να πάω στη δουλειά και είναι σαν να πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, σαν να πηγαίνω για καφέ. Περνάω τέλεια, κάνω χαβαλέ και, κυρίως, γελάω. Και ευχαριστώ το Star, όλη την ομάδα που δουλεύουμε για την Πρωινή Μελέτη, που μου παρέχει όλα αυτά. Τώρα πια ξέρω ότι αυτές οι συνθήκες εργασίας δεν είναι δεδομένες.»
ΚΕΝΑ ΜΝΗΜΗΣ
«Μόνο για τον εαυτό μου έχω κλάψει στη ζωή μου, για κανέναν άλλον. Άντε, και για ένα γκόμενο στο γυμνάσιο, με τον οποίο βγαίναμε για εννιά μήνες- ήμουνα η Κέλυ και αυτός ο Ντίλαν του Μπέβερλι Χιλς. Υπήρξα καψούρα μαζί του τρία χρόνια. Γενικά, θυμώνω με τον εαυτό μου. Μία περίοδο τον λυπήθηκα κιόλας, τότε ήταν για κλάματα. Πως μπορώ να ξεχάσω το κράξιμο που έχω φάει από τους πάντες, το ότι γινόντουσαν λιμοί και καταποντισμοί και για όλα “έφταιγε η Μελέτη”; Είχε αποδράσει ο Παλαιοκώστας και έλεγα “τώρα να δεις που θα μου επιρρίψουν και σε αυτό την ευθύνη”. Παράνοια! Άκουσα τόσα πολλά από ανθρώπους που δεν με ήξεραν καν, που δεν γνώριζαν την Ελεονώρα. Καθόμουν κι έλεγα “μα πως μπορεί να βγαίνει αυτός και να μιλάει για μένα από τη στιγμή που δεν με ξέρει;”. Αυτό που με τρέλαινε ήταν που μιλούσαν για μένα άνθρωποι που είχαν κύρος και θεωρούνταν είδωλα. Αναρωτιόμουνα “γιατί”, αλλά δεν έπαιρνα απαντήσεις. Ξέρεις, δεν θέλω να θυμάμαι τόσες πολλές λεπτομέρειες από εκείνη την εποχή, μερικές φορές μάλιστα έχω και κενά μνήμης. Επίτηδες. Σαν να αρνείται το μυαλό μου να συγκεντρωθεί σε αυτό, σαν να μην ήμουνα εγώ μέσα σε αυτή την κατάσταση. Δεν θέλω να θυμάμαι».
ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΕ ΨΥΧΟΛΟΓΟ
«Δεν μιλούσα σε κανέναν για όλα αυτά που ζούσα, δεν έπαιρνα συχνά κάποια φίλη μου να τα συζητήσω, δεν έλεγα τίποτα στους δικούς μου ανθρώπους, έπρεπε να το λύσω μόνη μου το θέμα. Που να ξεσπούσα; Γκόμενο δεν είχα, δεν ήθελα να βγαίνω με τις φίλες μου- που υπεραγαπώ- και να τις φορτίζω συνεχώς με όλα αυτά, ήθελα να περνάμε πιο ευχάριστα τον χρόνο μας, διασκεδάζοντας και προσπαθώντας να χαλαρώσω. Τελικά, το έλυσα στο ντιβάνι. Πάω εννιά χρόνια σε ψυχολόγο, το γουστάρω, μου αρέσει πολύ. Έλυσα πολλά μέσα από αυτό και, ειδικά εκείνη την περίοδο, κατάλαβα πολλά για τους ανθρώπους, αλλά κυρίως για μένα. Συνεχίζω να πηγαίνω σε ψυχολόγο, σε συνεδρίες αυτογνωσίας, μία φορά την εβδομάδα. Θέλω ακόμη να μαθαίνω για ποιο λόγο λειτουργώ έτσι, γιατί βιδώνω μ αυτό, τι μου συμβαίνει, γιατί μου αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι και όχι κάποιοι άλλοι. Εντελώς τυχαία ξεκίνησα με αυτή τη διαδικασία. Ήμουνα στο πανεπιστήμιο, είχα πάρει κάποια μαθήματα ψυχολογίας, μου άρεσαν πάρα πολύ, διάβασα για τον Γιουγκ και είπα ότι θα ήθελα να βρω έναν άνθρωπο που να κάνει ψυχολογία σαν αυτόν. Δεν είναι κακό. Γι αυτό βγαίνω και σου μιλάω σήμερα για το συγκεκριμένο θέμα, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να υπάρχει προκατάληψη επάνω σε κάτι τόσο σημαντικό».
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ
«Εδώ και δύο χρόνια ξυπνάω γύρω στις 6 το πρωί, πάω στην εκπομπή, τελειώνουμε, κάθομαι στο γραφείο μέχρι τις 5 και μετά πηγαίνω στο σπίτι για να χαλαρώσω. Κοιτάω τα νούμερα, αλλά όχι μέσα σε μία τρέλα, συνήθως μετά το τέλος της εκπομπής. Αν είμαστε σε πολύ καλή φάση, όπως τώρα, έρχονται οι συνεργάτες μου και μου τα λένε, το καταλαβαίνω από τα χαμόγελά τους. Ο μοναδικός λόγος για να έφευγα κάποια στιγμή από το Star θα ήταν η ασυμφωνία χαρακτήρων ή το να πάψουμε να έχουμε τον ίδιο κώδικα επικοινωνίας- η επαγγελματική σχέση είναι σαν την ερωτική. Παίρνω και εγώ τηλέφωνα κάποιους καλεσμένους για να έρθουν στην εκπομπή, λέμε όλοι μαζί ιδέες, λειτουργούμε όλοι μαζί σαν ομάδα, δεν υπάρχει “η παρουσιάστρια” και “οι υφιστάμενοι”- ούτε γι αστείο. Δεν με ενδιαφέρει αν κάποιοι χαρακτηρίζουν σουρεαλιστικό το να έχω καλεσμένους στην εκπομπή μου την μία μέρα την Πόπη Μαλιωτάκη και την επόμενη τη Λιάνα Κανέλη. Είμαστε ποικιλόμορφη εκπομπή και χωράνε όλα σ αυτήν. Και δεν με νοιάζει επίσης να τσαλακώνω τον εαυτό μου στην εκπομπή, ανά πάσα στιγμή. Κάνω τον μπόντι μπίλτερ, την Αλίκη, την μαϊμού, τη δαιμονισμένη, πολλές μιμήσεις- ανάλογα με τη στιγμή και την έμπνευση- σφυρίζω κλέφτικα. Αφέθηκα, τώρα μου βγαίνει».
Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΟΜΗΛΑ
«Το όνειρό μου, κάποια στιγμή, είναι να κάνω συνέντευξη στην εκπομπή με τη Ρούλα Κορομηλά. Τη γνωρίζω προσωπικά, μιλάμε, αλλά για πολύ προσωπικούς της λόγους δεν θα ήθελε να δώσει συνέντευξη αυτή την εποχή. Υπήρχε μία περίοδος στη δουλειά, που δεν κουνιόμουνα αν δεν ρωτούσα τη Ρούλα. Και συνεχίζει να μου δίνει συμβουλές. Την εμπιστεύομαι πάρα πολύ, την έπαιρνα συνέχεια στο τηλέφωνο στο παρελθόν και της εμπιστευόμουνα πράγματα. Αν δει κάτι στραβό η Ρούλα, ξέρω ότι θα σηκώσει το τηλέφωνο και θα με πάρει. Αυτό που κρατάω από εκείνη, ήταν όταν μου είπε κάποια στιγμή να μην χάνω την πίστη στον εαυτό μου, να είμαι αυτή που είμαι- αυτός ήταν χρυσός κανόνας. Η Ρούλα, είναι και ήταν το είδωλό μου».
ΟΙ ΦΗΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ
«Δεν είπα δημόσια την άποψή μου για την Ευγενία Μανωλίδου, επειδή μου είπε το Star “στηρίξτε τη Μανωλίδου”. Το ότι μιλήσαμε κάποια στιγμή για τις ανάγκες της εκπομπής, δεν σημαίνει ότι είμαστε φίλες. Σκέψου ότι δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ από κοντά, μιλήσαμε μόνο στο τηλέφωνο. Εμένα μου αρέσουν γενικά τα νέα πρόσωπα, οι νέες ιδέες, τα τολμηρά εγχειρήματα, θεωρώ δηλαδή θετικό ότι μετά το τέλος του Καφέ θα ξεκινήσει κάτι καινούργιο. Αλλά, η θεωρία είναι πολύ μακριά από την πράξη. Πρέπει να δούμε και μετά να κρίνουμε. Θεωρώ πάντως ότι ο ΑΝΤ1 έκανε μεγάλη μαγκιά που πρώτος έκλεισε ένα κεφάλαιο που εκείνος άνοιξε- τον Πρωινό Καφέ. Το έκλεισε μάλιστα και σε μία στιγμή που θα ήταν μάταιο να το συνεχίσει. Σαφώς θα ήταν δύσκολο και αρκετά συγκινητικό να πάρει κάποιος μία τέτοια απόφαση , αλλά νομίζω ότι σε μία γενικότερη τάση και ανάγκη που έχει ο ΑΝΤ1 για ανανέωση, το τέλος του Καφέ του έρχεται γάντι».
ΟΤΑΝ Η ΜΕΝΕΓΑΚΗ ΗΤΑΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
«Η Ελένη Μενεγάκη είναι μία διαχρονική αξία, θα ήμουνα μη αντικειμενική αν έλεγα κάτι άλλο. Έχουμε βρεθεί απέναντι με την Ελένη Μενεγάκη τρία ολόκληρα χρόνια και ήμουνα η ευνοημένη στα δύο από αυτά. Είχαμε δώσει μάχη. Είναι σκληρός- με την καλή έννοια- αντίπαλος, αλλά παλέψιμη και όχι ανίκητη».
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
«Βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα πράγματα και καταστάσεις στη ζωή μου, οτιδήποτε είναι στάσιμο. Ίσως γι αυτό αποφάσισα να κόψω τα μαλλιά μου. Μου αρέσουν οι αλλαγές γύρω μου, οι εσωτερικές αλλαγές στους ανθρώπους, πειραματίζομαι. Μία περίοδο στη ζωή μου, είχα χάσει και κιλά απλώς για να δω πως είμαι με λιγότερα. Είχα φτάσει τα 56, ενώ τώρα είμαι 62. Τελικά, δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η αλλαγή και τα ξανάβαλα. Ευτυχώς, ποτέ δεν υπήρξα ανορεκτική ή βουλιμική. Το καλό φαγητό είναι μεγαλύτερη απόλαυση και από το sex. Κρατάει περισσότερο, το κάνεις μόνος σου ή με παρέα και δεν παρεξηγείσαι αν την ίδια ώρα το κάνεις και με παραπάνω από ένα άτομο. Δεν βγαίνω πια, δεν διασκεδάζω. Δώσε μου φαγητό στο σπίτι, dvd μπροστά στην τηλεόραση, άραγμα και είμαι μια χαρά. Μου αρέσουν τρομερά τα θρίλερ. Τρελαίνομαι! Μαγειρεύω συνεχώς στο σπίτι, δεν ακολουθώ πιστά συνταγές, δημιουργώ και μόνη μου. Σήμερα έφτιαξα κοτόπουλο γεμιστό με ανθότυρο και πιπεριές. Είναι από τα αγαπημένα του Γιάννη μου».
Η ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΓΑΜΟ
«Είναι η πρώτη φορά που συγκατοικώ με σύντροφό μου- και ελπίζω η τελευταία. Είμαστε ενάμιση χρόνο μαζί με τον Γιάννη, ένιωσα κάποια πράγματα γι αυτόν και οδηγήθηκα σε αυτό το πράγμα- στο να μείνουμε μαζί- διότι αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή εκείνη τη στιγμή, οτιδήποτε άλλο θα ήταν έκπτωση. Είμαστε σαν παντρεμένοι. Πιο παντρεμένοι από ποτέ! Και να σκεφτείς ότι με το γάμο δεν έχω καθόλου καλή σχέση. Χθες βράδυ έβλεπα εφιάλτη ότι παντρεύομαι, ότι είναι η μέρα του γάμου μου αλλά εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ, ότι όλοι με κυνηγούσαν για να με ντύσουν και εγώ έβρισκα προφάσεις για να το αποφύγω. Δεν βρίσκω κανένα λόγο να παντρευτώ, εκτός αν είναι θέμα γραφειοκρατίας, αν μου έλεγαν για παράδειγμα ότι δεν θα μπορούσε να βγει το παιδί μου από το μαιευτήριο με το όνομα του πατέρα του. Ούτε όταν ήμουν μικρή φανταζόμουν νυφικά και πέπλα. Δεν ξέρω, απλώς δεν το γουστάρω όλο αυτό».
Η ΨΗΦΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΥΣΤΙΚΗ
«Μία από τις μοναδικές φορές που είχα ψηφίσει συνειδητά ήταν στο δημοτικό, όταν θα βγάζαμε πρόεδρο. Μας λέει η δασκάλα “θα πάρετε ένα χαρτάκι και θα γράψετε, ποιος θα θέλετε να ήταν πρόεδρος της τάξης” και εγώ έγραψα “εγώ θα ήθελα να είμαι ο πρόεδρος”. Δεν είχα καταλάβει ότι έπρεπε να ψηφίσουμε κάποιον άλλον. Στο σχολείο ψήφιζα συνειδητά, μετά το χασα λίγο. Τώρα τι να ψηφίσεις; Δεν είδα κανένα από τα δύο ντιμπέιτ. Τι να δω μωρέ; Παίζονται και αλλού, καλύτερες κωμωδίες. Ως φοιτήτρια ανήκα στη ΔΑΠ ΝΔΦΚ διότι εκείνη έκανε τις καλύτερες πενταήμερες στη Μύκονο, ήταν πιο οργανωμένη. Σε πορείες κατέβαινα μόνο με τους γονείς μου, για το χαβαλέ. Με θείους, θείες, παππούδες, γιαγιάδες. Θυμάμαι τις ημέρες των εκλογών που καθόμασταν με τον αδελφό μου στο μπαλκόνι και μετράγαμε πόσα αυτοκίνητα περνούσαν με τις σημαίες του δικού μας κόμματος, τις συγκρίναμε με τα αυτοκίνητα που περνούσαν με τις σημαίες του αντίπαλου κόμματος και βγάζαμε τα δικά μας αποτελέσματα- το κριτήριό μας ήταν ο αριθμός των σημαιών που περνούσαν από το σπίτι μας. Όχι, δεν ψήφισα στις ευρωεκλογές. Ήμουνα στην Κεφαλονιά, τριήμερο του Αγίου Πνεύματος».
ΟΤΑΝ Η ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΕΚΑΝΕ ΜΠΟΤΟΞ
«Με την εμφάνιση μου δεν έχω καμία ανασφάλεια- ούτε συγκριτικά με κάτι άλλο, ούτε σε σχέση με τον εαυτό μου. Έχω κάνει ένα μποτοξάκι, λόγω ένα προβλήματος που έχω με ημικρανίες, αλλά πιστεύω ότι, αν κάποια στιγμή το νιώσω, θα κάνω και πλαστική. Δεν θα χα κανένα πρόβλημα. Γενικά, είμαι ανοιχτή σε οποιαδήποτε αλλαγή, φτάνει να έφερνε αλλαγή και στη ζωή σου εσωτερικά. Υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ δεν θεωρούνται κούκλοι, έχουν ένα δυναμισμό που σε κερδίζει. Χίλιες φορές πάντως να είσαι μία καλοδιατηρημένη μεγάλη γυναίκα, από μία γυναίκα η οποία είναι μεγάλη και μπεμπεκίζει κάνοντας πλαστικές για να κρύψει χρόνια που, όλοι ξέρουμε, ότι υπάρχουν».
ΟΙ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΟΙ «ΕΡΩΤΕΣ»
«Η αναγνωρισιμότητα ποτέ δεν με εγκλώβιζε, ήθελα πάντοτε να είμαι αυτή που είμαι. Στην αρχή νοιαζόμουνα για το τι θα πουν οι γύρω γύρω, οι άλλοι, οι δημοσιογράφοι, τώρα χέστηκα, το ξεπέρασα. Δεν έχω πρόβλημα να βγω στο δρόμο άβαφη ή αχτένιστη, όποιος με δει με είδε. Δεν έχω τέτοια προβλήματα. Εδώ πέρα, στα μπουζούκια πριν από δύο χρόνια, είχα πάει με φόρμα, τι να φοβηθώ; Το μόνο που με τσάντιζε ήταν όλα όσα γράφονταν για την προσωπική μου ζωή. Εκεί, δεν γελούσα. Με τους περισσότερους από όσους μου χρέωναν, δεν γνωριζόμασταν καν. Νομίζω ότι όταν κάποια περιοδικά έκαναν συσκέψεις για τους “έρωτες της Μελέτη” τραβούσαν κλήρο: “Και τώρα, με ποιον να βγάλουμε στο εξώφυλλο, ότι βγαίνει αυτή;”. Ήταν η πρώτη φορά που κινήθηκα νομικά στη ζωή μου για να προστατευτώ».
ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ
«Έχω κάνει τρεις μεγάλες σχέσεις στη ζωή μου- η μεγαλύτερη ήταν τρεισήμισι χρόνια. Όταν θα έπρεπε να χωρίσω, προετοίμαζα την αναχώρηση. Τη γνωστοποιούσα έμπρακτα, αλλά και θεωρητικά. Στην απιστία είμαι σκύλα, δεν ακούω καν δικαιολογία. Μέσα μου μπορεί να βρω τη δικαιολογία ή να τη δημιουργήσω, αλλά κάτι έχει ήδη σπάσει, εξαφανίζομαι. Όταν ήμουνα μικρότερη, με είχαν απατήσει, έχω φάει εφάπαξ κέρατα- από έναν άνθρωπο- για όλη μου τη ζωή. Το έμαθα όμως, το ανακάλυψα, με ένα πολύ μαγικό τρόπο μου ήρθε στο πιάτο. Ξέρω ότι, άθελά μου, έχω πληγώσει έντονα κάποιους. Συμβαίνει. Επίσης δεν κάνω ποτέ σκηνές ζηλοτυπίας στους συντρόφους μου. Μου λέει, για παράδειγμα, ο Γιάννης χθες “θα βγω για ένα ποτό με τους φίλους μου”, “να βγεις”, του λέω “δεν έχω κανένα πρόβλημα, εγώ θα πέσω να κοιμηθώ”. Και διακοπές να μου ζητήσει να πάει με τους φίλους του, εμένα δεν με νοιάζει. Του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Ούτε εγώ μπορώ τον έλεγχο- αλλά σε λογικά πλαίσια. Είμαι ευκολόπιστη, αλλά αν μου μπει κάτι στο κεφάλι θα μου μπει δικαίως και δεν μου φεύγει εύκολα- αμφισβητώ και είμαι καχύποπτη όταν με πιάσουν τα δαιμόνια μου. Αυτό όμως συμβαίνει με όλες μου τις σχέσεις, όχι μόνο με τις ερωτικές. Το μόνο που φοβάμαι τώρα στη ζωή μου είναι οι αράχνες, τίποτε άλλο. Στο παρελθόν είχα υπάρξει πολύ αγχώδης ως άνθρωπος, φοβόμουνα πάρα πολλά, αλλά είπαμε, έχω αλλάξει πολύ από τότε. Είναι τελικά τόσο μάταιο να είναι όλα τόσο τέλεια σε αυτή τη γη…».
Δημοσίευση στο περιοδικό "Nitro", τον Νοέμβριο του 2009.

ΑΛΕΚΟΣ: Ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ GAY ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ

Άρχοντας της αθηναϊκής νύχτας και, από ένα σημείο κι έπειτα «βασιλιάς της gay διασκέδασης», ο Αλέκος από το 1963 μέχρι το 2008, υπήρξε πρωτοπόρος όλων όσων ακολούθησαν. Όλων όσων σήμερα ζούμε. Στο Screw αποφάσισε να δώσει τη δεύτερη συνέντευξη της ζωής του και (υποσχέθηκε) την τελευταία. Δημοσιεύουμε uncut.«Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη νύχτα επειδή ήμουν τεμπέλης και επειδή έπινα. Τι πιο καλή δικαιολογία για να ανοίξει κάποιος ένα μπαρ! Πάντα κυκλοφορούσα σε μπαρς, ήξερα κόσμο και μου άρεσε. Το πρώτο μπαρ που άνοιξα ήταν το “Φεγγάρι”, το 1964, πάνω από το εστιατόριο “Ο γέρος του Μωριά”. Εκεί, στις αρχές της σεξουαλικής απελευθέρωσης, ερχόταν – για παράδειγμα- ένα straight ζευγάρι, γνώριζε ένα άλλο straight ζευγάρι, έφευγαν μετά και, ύστερα από λίγο, επέστρεφαν οι άντρες μόνοι τους για να φύγουν μετά μαζί επειδή προηγουμένως είχε αρέσει ο ένας στον άλλον και είχαν ανταλλάξει ματιές. Με τα σημερινά δεδομένα, μάλλον ήταν gay friendly το μπαρ αυτό. Σύχναζαν άνθρωποι από τα Ανάκτορα και άνθρωποι από τις λαϊκές συνοικίες. Αλλά στη νύχτα όλοι είναι ίδιοι, ανακατεύονται. Ύστερα άνοιξα το “Mykonos bar” και μετά το “Alekos island”. Όλα τα άλλα, το “Alexander”, το “Γρανάζι”, το “Yiannis bar”, το “Spyro’s bar”, ακολούθησαν».
«Παλιά, στην αθηναϊκή νύχτα που υπήρξα εγώ, οι άνθρωποι ζούσαν πραγματικά. Διασκέδαζαν αληθινά, μιλούσαν, επικοινωνούσαν. Γύρω στις 5 το πρωί, πήγαινε κάποιος πελάτης, πλησίαζε κάποιον άλλον και του έλεγε “Γιαννάκη, δουλεύεις αύριο; Θέλεις να πάμε στο σπίτι μου να κάνουμε έρωτα;”. Αυτό γινόταν. Τότε τα πράγματα ήταν πιο απελευθερωμένα από ό,τι είναι τώρα. Και μην σου φαίνεται περίεργο. Τώρα, οι πελάτες μοιάζουν με διακοσμητικά τούβλα: Κάθονται σε μία μεριά, δεν μιλάνε, δεν φλερτάρουν. Δεν υπάρχουν. Αυτό διαπίστωσα να συμβαίνει από το 1982, όταν άρχισαν να βγαίνουν έξω ξένοι και οι Έλληνες ξεκίνησαν να αντιγράφουν την συμπεριφορά των Ιταλών ή των Γερμανών, οι οποίοι καθόντουσαν στα μπαρ αλλά δεν μιλάγανε. Σήμερα είναι όλοι “κλειστοί”. Δεν το βλέπεις κι εσύ; Δουλεύει ένα ίντερνετ και τίποτ άλλο».
«Είναι κρίμα να πηγαίνει ένα αγόρι σε ένα μπαρ για να διασκεδάσει, να υπάρχει ένα άλλο παιδί, να το φλερτάρει επίμονα, και εκείνο να περιμένει να τελειώσει το ποτό του για να κατέβει στο dark room, ενώ το ουσιαστικό να βρίσκεται δίπλα του. Ή πάνε στο πάρκο να ξεθυμάνουν για το γρήγορο χύσιμο χωρίς υποχρέωση. Σαν σκυλιά όρθια. Θέλω να σου πω, ότι στο τέλος αποκτηνώνεσαι και χάνεις το βαθιά σημαντικό. Και η ζωή φεύγει σαν νεράκι, χωρίς να αποκτά νόημα. Εντάξει, πες πως είμαι συντηρητικός. Έτσι σκέφτομαι».
«Εγώ, πίσω από το μπαρ, στην Τσακάλωφ, στο Alekos island, προσπαθούσα να γνωρίσω όλους αυτούς τους ανθρώπους μεταξύ τους, έλεγα “αυτός είναι ο Κώστας, η Μαρία, ο Πέτρος” και όλοι μου έλεγαν “Αλέκο, πάλι κάνεις προξενιά;”. Εγώ όμως δεν έκανα προξενιά, η λογική μου ήταν “βγήκες εσύ από τη δουλειά σου, θέλεις να ξεσκάσεις, να μιλήσεις κάπου, να στηριχτείς στην καλοσύνη ενός ξένου που, πολλές φορές, σώζει”. Και βολεύει κιόλας να λέμε τα θέματά μας σε έναν ξένο, επειδή ίσως ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε. Τώρα, αν προέκυπτε και κάτι άλλο, εμένα δεν με αφορούσε, η επικοινωνία των θαμώνων μετρούσε για μένα, όχι το κρεβάτι. Για μένα το μπαρ ήταν ένας ιερός χώρος, ένας τόπος όπου έρχονταν άνθρωποι να χαλαρώσουν, να πουν δυο κουβέντες- χωρίς να είναι απαραίτητο να κάνουν έρωτα. Και μου είχαν εμπιστοσύνη. Εγώ, ούτως ή άλλως, σιχαινόμουνα τα κουτσομπολιά. Ή έλεγα τα πράγματα κατά πρόσωπο ή δεν μιλούσα καθόλου πίσω από την πλάτη των πελατών μου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ή να με συμπαθούν κάποιοι βαθιά ή να με αντιπαθούν πολύ, δεν υπήρχε μέση οδός».
«Είμαι άνθρωπος των σχέσεων. Μόνο των σχέσεων. Δεν ήμουνα του ευκαιριακού. Βέβαια, ακόμη και κακάσχημος να είσαι, όταν βρίσκεσαι πίσω από το μπαρ είσαι “ο άρχοντας της νύχτας”, ο άλλος μπορεί να σε θεωρεί καλλονό και να σε ποθεί. Αν όμως βγει απέξω το κακομούτσουνο, δεν του δίνει κανείς προσοχή. Ευτυχώς είχα, από νέος, μυαλό μέσα στο κεφάλι μου και ήξερα τι ήθελα. Είμαι με ένα άνθρωπο, πολύ ερωτευμένος, 35 χρόνια. Γιατί σου φαίνεται παράξενο; Μα, υπάρχει πιο ωραίο πράγμα να βρεις τον άνθρωπό σου, να είστε μαζί και ευτυχισμένοι; Δεν υπάρχουν πειρασμοί, όταν δεν αφήνεσαι να τους βλέπεις. Θέλω να πεθάνουμε μαζί. Στο λέω κι ανατριχιάζω. Πάλι με λες συντηρητικό;».
«Ο σημερινός gay το παίζει, τον αφορά το τι θα φορέσει, τι επίδειξη θα κάνει, πως θα εμφανιστεί, πως θα τον προσέξουν οι άλλοι- μερικές φορές, όλα αυτά τα παιδάκια που κυκλοφορούν στο Γκάζι, μου θυμίζουν fashion show. Από κει και πέρα όμως, τίποτ άλλο. Μετά μένει ένα κενό, και αναρωτιούνται “γιατί;”. Τι “γιατί”, αγάπη μου; Αφού εσύ τα έκανες σκατά. Τι τα βάζεις με το Θεό και με τη μοίρα;».
«Επίσης, ξέρεις τι άλλο με ενοχλεί; Που οι gays δεν έχουν πια αλληλεγγύη μεταξύ τους. Τότε ήταν πιο συντροφικοί, πιο φιλικοί, τώρα είναι ποιος θα βγάλει το μάτι του αλλουνού, είναι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους ενώ παλιά λειτουργούσαν ως ομάδα, αλληλοβοηθούνταν».
«Εκείνη την εποχή, έβγαζα καλά λεφτά από τη δουλειά μου. Τώρα όμως είμαι ένας άφραγκος, το μόνο που κατάφερα να έχω είναι ένα σπίτι. Δεν έκανα ποτέ με τους συνεργάτες μου “το αφεντικό” και εκεί την πάτησα. Το 1996 ήταν μία χρονιά καταστροφική για μένα από οικονομικής απόψεως. Μου άνοιξαν το μαγαζί, μου πήραν τα πάντα, είχα έναν υπάλληλο που με έκλεβε χωρίς να το καταλαβαίνω, γίνονταν διάφορα».
«Στη νύχτα δεν υπάρχουν φιλίες: Υπάρχει μόνο το “γεια σου, πως είσαι;” και το πάρσιμο. Αυτό κατάλαβα. Έχω μόνο 4 φίλους που τους έχω χρόνια, όλοι οι άλλοι είναι απλώς γνωστοί. Η νύχτα δεν δημιουργεί φιλίες, μόνο ένα χύσιμο. Το sex όμως ανθίζει μέσα από μία φιλία. Για να δημιουργήσεις ένα δεσμό, το πρώτο πράγμα που θα κάνεις είναι να δεις πώς η χημεία σας ταιριάζει, πώς βρίσκεσαι μαζί του στο κρεβάτι. Όταν το επαναλαμβάνεις με την ίδια θέρμη, πάει να πει ότι κάτι καλό θα συμβεί, ότι θα είστε ταιριαστοί. Το κρεβάτι πάντα καθορίζει την εξέλιξη της σχέσης».
«Έρχονταν πολλοί διάσημοι στα μπαρς που είχα. Οι περισσότεροι από αυτούς που βλέπεις σήμερα ως “διάσημους ηθοποιούς” και παλιούς, έρχονταν στα μπαρς μου- χωρίς να είναι κατ ανάγκην gays. Απλώς, από μία εποχή κι έπειτα, είχε γίνει μόδα. Εγώ δεν ρώταγα ποτέ, ούτε επώνυμο, ούτε τι επάγγελμα κάνουν οι πελάτες, ήξερα μόνο τα μικρά ονόματα. Κανείς δεν παρεκτρεπόταν- ακόμη και όταν μεθούσαν».
«Μία φορά είχε έρθει ο Καπότε στο μαγαζί, στην Τσακάλωφ. Μόλις είχε τελειώσει μία παράσταση στο Ηρώδειο και ήθελε να ξεσκάσει με ουίσκι. Σε μια στιγμή του λέω “What is your name?” και μου απαντάει “give me my facking drink!”. Ήταν η εποχή που στην Αθήνα είχαμε τη βάση των αμερικάνων και στο μαγαζί έρχονταν πολλοί πεζοναύτες, με αποτέλεσμα το παιχνίδι να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Καπότε λοιπόν, ήταν αλλού εκείνη την ώρα, δεν ήθελε πολλά πολλά. Τα αγγλικά μου ήταν πολύ άσχημα. Γυρνάω και του λέω “Why don’t you open your botton and smell?” θέλοντας να του πω να ανοίξει το κουμπί στο πουκάμισό του για να είναι πιο άνετος. Δυστυχώς εκείνος κατάλαβε “άνοιξε τον κώλο σου και μύρισε!”. Σηκώθηκε και έφυγε εκνευρισμένος από το μαγαζί. Και δικαίως».
«Μεγάλωσα στον Πειραιά, αλλά όλη μου τη ζωή την πέρασα στην Αθήνα. Έχω 24 αδέλφια, η μάνα μου ήταν σαν κουνέλα. Γεννούσε από 15 χρόνων, δεν ξέρω καν τι σειρά παιδιού ήμουνα εγώ. Όλα τα αδέλφια μου είναι εν ζωή. Εγώ είμαι 75 χρόνων, άρα είμαστε όλοι αιωνόβιοι. Ο πατέρας μου είχε ένα εργοστάσιο, ήμασταν ευκατάστατοι. Την επανάστασή μου την έκανα εξαιτίας ενός σκύλου. Ο πατέρας μου σιχαινόταν πάρα πολύ τους σκύλους και τις γάτες, αλλά εγώ λάτρευα τα σκυλιά. Κάποια στιγμή τους είπα “δεν θέλετε λοιπόν το σκύλο μου;”, και πήρα το σκύλο μου για να πάω να μείνω στην Κηφισιά. Δεν σου λέω το επίθετό μου, δεν χρειάζεται, δεν θέλω. “Αλέκος” σκέτο, έτσι να το γράψεις».
«Δεν υπήρχε τίποτα συγκινητικό στη νύχτα, όλα για μένα ήταν εύθυμα. Δεν έχω περάσει ιδιαίτερα τραγικά στη ζωή μου, δεν θυμάμαι να έχω κλάψει. Μόνο στο συνάχι επιτρέπω στους ανθρώπους να κλαίνε. Πάντα ήμουνα αισιόδοξος, ακόμη και στα πιο τραγικά. Θέλω να βάζω σε όλα μία νότα χαριτωμένη και χιούμορ. Μερικές φορές με παρεξηγούν, αλλά χέστηκα».
«Στη νύχτα, έχω μάθει, όποτε μιλάω με κάποιον να τον κοιτάω μες στα μάτια. Μου έλεγαν πάντα “γιατί με κοιτάς μ αυτό το βλέμμα και με καρφώνεις;”. Μπορεί να περάσουν 100 χρόνια, να γίνεις ένα ερείπιο, να μην θυμάμαι καν το όνομά σου, αλλά τη μάτιά σου δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Μέσα μου έχω εκατομμύρια μάτια ανθρώπων».
«Κόβω φάτσες, αλλά δεν διαισθάνομαι. Είμαι καλοπροαίρετος. Γι αυτό και, τόσα χρόνια στη νύχτα, δεν με απείλησαν ποτέ, δεν μου πούλησαν προστασία, όλα ήταν αγγελικά πλασμένα. Με ρωτάνε μερικές φορές “όταν κλείσετε 40 χρόνια σχέσης με το σύντροφό σου, θα κάνετε κάτι να το γιορτάσετε; Θα πάτε εξωτικές διακοπές;”. Εγώ τώρα είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, τι διακοπές να κάνω σε 5 χρόνια; Ίσως κάνω διακοπές στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Εκεί σίγουρα θα ξεκουραστώ και θα κάνω μόνιμες διακοπές. Όχι, δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Να την κρατήσετε αυτή τη συνέντευξη, θα είναι συλλεκτική. Καλά με ψήσατε κι εσείς, νεαρέ μου. Δύο συνεντεύξεις έχω δώσει στη ζωή μου: Την πρώτη τη έδωσα στον Νένε, τη δεύτερη τη δίνω σ εσάς. Δεν σας ρώτησα όμως, θέλετε λίγο αλκοόλ να πιείτε;».
«Η μέρα μου πια κυλάει πολύ φυσιολογικά. Κοιμάμαι αργά, αλλά ξυπνάω πάντοτε πρωί, μ αρέσει η μέρα. Πέντε ώρες κοιμάμαι- το πολύ. Μου αρέσει να ζωγραφίζω- από το 1950 ασχολούμαι με τη ζωγραφική, είναι το πάθος μου- και να διαβάζω οτιδήποτε βρεθεί στα χέρια μου. Το 2005 μου συνέβη κάτι σούπερ: Πήγα στη Γαλλία με 35 πίνακές μου σε μία έκθεση και πωλήθηκαν την ίδια μέρα 29. Πέταγα απ τη χαρά μου! Κάθε Τρίτη πάω και στον “Αρχάγγελο” στο Μεταξουργείο. Εκεί, έρχονται διάφοροι και μου μιλάνε, έχει ενδιαφέρον. Τι “είστε μύθος!” μου λες κι εσύ; Με κοροϊδεύετε όλοι σας;».
«Δεν ξέρω αν έχω χορτάσει τον έρωτα ή το sex, είμαι όμως χορτασμένος από αγάπη. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα στη ζωή μου. Εξάλλου, δεν έχω κάνει και κάτι το ιδιαίτερο για να πρέπει να μετανιώνω τώρα γι αυτό. Μια χαρά κύλησε η ζωή μου. Δεν έκανα και καμία επανάσταση νεαρέ μου, bars είχα».
Δημοσίευση στο "Down Town", αλλά και στο free press gay περιοδικό "Screw", τον Νοέμβριο του 2009.