Φέτος, μετά την κυκλοφορία του καινούργιου του βιβλίου «Λόγια φτερά», αποφάσισε να δώσει μόνο τρεις συνεντεύξεις: Στα «Νέα», στη «Lifo» και στο «Υστερόγραφο». Αν και όλοι ήθελαν να μιλήσουν «με τον πιο γνωστό συγγραφέα των τελευταίων 15 χρόνων», ο ίδιος παρέμενε αρνητικός και πιστός στο «να μιλήσει ελάχιστο». Η πρόθεσή του πάντως, αυτή τη φορά, δεν ήταν να δώσει μία τόσο προσωπική συνέντευξη. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Αλλά, προέκυψε. Και είναι η πιο αληθινή από όλες όσες έχει δώσει μέχρι σήμερα, το πιο σοφό παιδί της ελληνικής πεζογραφίας.Του είχα ξαναμιλήσει τον προηγούμενο Νοέμβριο, όταν ετοιμάζαμε το τεύχος του «Υστερόγραφου» για τις «ωραίες οικογενειακές στιγμές». Στην αρχή δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, του άφησα μήνυμα, επέμεινα γιατί «θέλουμε οπωσδήποτε τον Χωμενίδη, επειδή πριν από λίγο καιρό απέκτησε παιδί- θα ήταν πολύ όμορφο να μας μιλούσε γι αυτό», αλλά παρέμενε «εξαφανισμένος». Όταν τελικά τον βρήκα και του εξήγησα το concept, έμεινε για λίγο σιωπηλός, σαν περίεργος βόμβος στο ακουστικό που δεν ακουγόταν καλά, σαν πυροτέχνημα που δεν εκπυρσοκρότησε, ή σαν χειροβομβίδα που δεν είχε απασφαλίσει ακόμη την περόνη: «Ξέρετε, πριν από μία εβδομάδα πέθανε το παιδί μου. Νομίζω πως δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω στις “όμορφες οικογενειακές στιγμές”». Και μου έκλεισε το ακουστικό. Είχα πάθει σοκ. Φαινόταν σαν φάρσα- αλλά δεν ήταν. Μόνο η πραγματικότητά του. Στη συνάντησή μας, στο σπίτι του στην Κυψέλη, πίσω από τα δικαστήρια- αρχές Αυγούστου-, του ζήτησα «συγνώμη» για όλο αυτό που συνέβη- άθελά μου. «Δεν φταίτε εσείς» μου είπε και ξεκίνησε να με ρωτάει για την Κύπρο, την πολιτική κατάσταση, τη νοοτροπία, μου έλεγε ότι έβρισκε συναρπαστικό όλο αυτό που συμβαίνει στο νησί, ότι δεν το καταλάβαινε πολύ καλά- αν και είχε προσπαθήσει. Ζήτησα τη γνώμη του. «Δεν θεωρώ ότι ένας καλαμάρας μπορεί να εκφράσει μία άποψη με βεβαιότητα και επιμονή για την Κύπρο, εκτός αν έχει ζήσει εκεί για πολλά χρόνια. Δεν ξέρω τι σας συμβαίνει εσάς, γι αυτό μου κινείτε τόσο πολύ το ενδιαφέρον ως λαός και ως χώρα. Ο Χριστόφιας μου δίνει την αίσθηση ενός πολύ καλοπροαίρετου αρκούδου, αλλά είναι μία αίσθηση πολύ επιφανειακή. Μια χαρά είναι. Μου έκανε δε εντύπωση που, όταν εξελέγη ο Χριστόφιας, υπήρχαν- εκεί που θα μιλούσε- σημαίες κυπριακές και φωτογραφίες του Τσε Γκεβάρα. Αυτό είναι πολύ παράξενο. Νομίζω ότι είστε η πλουσιότερη αριστερή κοινωνία. Ξέρετε για ποιον διάβασα τελευταία στο internet και μου φάνηκε συναρπαστική προσωπικότητα; Για τον Πλουτή Σέρβα. Αυτός δεν είναι γνωστός στην Ελλάδα, ενώ θα πρεπε». Καθίσαμε απέναντι στο μικρό του σαλόνι- το γεμάτο από βιβλία, περιοδικά, cds, πεταμένα τσιγάρα (δύο πακέτα τσιγάρα τη μέρα καπνίζει, μου είπε). «Βρίσκω πολύ αστείο, που συνεχίζετε να μου μιλάτε στον πληθυντικό» του είπα κάποια στιγμή και χαμογέλασε. «Ο πληθυντικός είναι ένας δεύτερος βαθμός οικειότητας και γι αυτό μου αρέσει», μου απάντησε και άναψε τσιγάρο.
-Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να σκηνοθετήσετε τον ίδιο τον εαυτό σας;
-Όλοι σκηνοθετούμε τον εαυτό μας, χιλιάδες φορές. Νομίζω όμως ότι, για να σκηνοθετήσεις επιτυχώς τον εαυτό σου ώστε να πείσεις τους άλλους ανθρώπους ότι είσαι το αποτέλεσμα της σκηνοθεσίας και όχι ότι υπάρχει κάτι άλλο πίσω από το σκηνοθετημένο, πρέπει να είσαι πάρα πολύ καλός μάστορας- και ελάχιστοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ταλαντούχοι, ώστε το προσωπείο το οποίο φτιάχνουν να είναι πειστικό. Συνήθως οι άνθρωποι προδίδονται και είναι και θλιβερό.-Πάντοτε είστε αληθινός στις σχέσεις σας με τους ανθρώπους;
-Ακόμη και όταν λέω ψέματα, αφήνω στον άλλο το περιθώριο να καταλάβει ότι λέω ψέματα. Το ψεύδος το χρησιμοποιώ, αλλά κατά συνθήκη. Τα εγκλήματά μου δεν είναι τέλεια και δεν θέλω να είναι τέτοια, δεν θέλω να είμαι κάποιος που να λέει πλήρη και τέλεια ψέματα τα οποία να μην έχουν καμία τρύπα.
-Τι τρύπες έχει η ζωή σας; Τι εγκλήματα έχετε κάνει;
-Οι τιμωρίες που έχω υποστεί, είναι πολύ μεγαλύτερες από τα εγκλήματα που έχω κάνει. Είμαι τόσο προφανής, ώστε – ακόμη κι αν είχα κάνει κάποιο έγκλημα- θα με είχαν πιάσει.-Δεν είστε όμως τόσο αφελής, ώστε να παραδοθείτε.
-Κανένας άνθρωπος, στην ηλικία μου, δεν είναι αφελής. Αν είσαι αφελής στα 42 σου, την έχεις άσχημα. Όλοι, ακόμη και οι λιγότερο υψηλής νοημοσύνης, αναπτύσσουν μηχανισμούς οι οποίοι τους προφυλάσσουν από μεγάλες κακοτοπιές. Εκτός από αυτούς που δεν προσέχουν και τους βλέπουμε τελικά στις ειδήσεις.
-Συνεχίζετε ακόμη να γράφετε για την πλάκα σας;
-Απολαμβάνω πάρα πολύ το γράψιμο- αλλιώς δεν θα το κανα-, αλλά είναι ταυτόχρονα και μία εξαιρετικά κοπιώδης διαδικασία, την οποία ποτέ δεν θα σταματούσα. Δεν νομίζω ότι εγώ- από όσο μπορώ να δω τον εαυτό μου στο μέλλον- θα είμαι ο άνθρωπος που κάποια στιγμή, σε μία ορισμένη ηλικία, θα πει «ό,τι είχα να γράψω το γραψα, και κατεβάζω το μολύβι». Αυτό το είχε πει ο Αναγνωστάκης και το κάνε. Το θαυμάζω.
-Ποτέ δεν σας κούρασε το γράψιμο;
-Μου αρέσει πάρα πολύ. Αναμετρώμενος με τη λευκή σελίδα νιώθω ακόμη σαν ένα παιδάκι το οποίο βρίσκει ένα λευκό καμβά ή ένα άσπρο τοίχο και θέλει επάνω σ αυτό να ζωγραφίσει τα πάντα. Είναι βέβαια μία κοπιώδης διαδικασία.
-Είναι και μοναχική;
-Δεν θα το λεγα. Είσαι μονάχος σου, αλλά όχι μόνος σου. Εγώ δεν γράφω ιδιαίτερα γρήγορα, κάθε φράση που γράφω την αναθεωρώ δέκα φορές μέχρι να καταλάβω ότι μπορώ να προχωρήσω στην επόμενη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαι πολύ συγκεντρωμένος, ενώ ταυτόχρονα μπαίνω σε δύο γήπεδα: Το ένα γήπεδο είναι η δράση και το άλλο η γλώσσα, το πώς περιγράφεις. Παίζεις με τα συναισθήματα, τις πράξεις, τις συγκρούσεις των ηρώων σου, αλλά και με τη διατύπωση όλων αυτών- με τον τρόπο που εσύ μπορείς να το κάνεις καλύτερα και σου αρέσει περισσότερο. Τα βιβλία μου ποτέ δεν τα γράφω μία φορά, μετά δεύτερη, να το πετάξω και να ξαναγράψω τρίτη. Εγώ τη δουλειά την κάνω λέξη λέξη, φράση φράση, τα έχω όλα μέσα στο μυαλό μου, δεν κρατάω καν σημειώσεις. Έχω στο μυαλό μου το που πάει το πράγμα, προφανώς το σκέφτομαι συνέχεια- και στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου. Πάρα πολλή δουλειά γίνεται την ώρα που περπατάω στο δρόμο, κάνω μπάνιο ή είμαι σε ένα ταξί και πάω κάπου- εκείνη την ώρα είμαι συγκεντρωμένος. Δεν κάθομαι μπροστά από ένα κομπιούτερ, αρχίζω να γράφω και, όταν διακόψω για τη συγκεκριμένη μέρα, τα βάζω στην άκρη. Τα πιπιλάω συνέχεια σαν καραμέλα.-Η μεγαλύτερη δουλειά, γίνεται παρατηρώντας ανθρώπους;
-Κυρίως, ζώντας. Η τέχνη είναι το απόσταγμα της ζωής, δεν μπορεί να είναι το υποκατάστατο. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι ζουν μέσα από την τέχνη. Εγώ αυτό θεωρώ ότι ούτε το να ζεις σαν άνθρωπος είναι δυνατόν, ούτε να παραγάγεις κάτι της προκοπής. Δεν γίνεται. Πρώτα ζεις και -αυτό που ζεις- το διυλίζεις, το ανακατεύεις, το επεξεργάζεσαι, το κάνεις ό,τι σκατά θέλεις, και το δίνεις στο τέλος με τη μορφή τέχνης. Άρα πρώτα, πρέπει να έχεις το υλικό.
-Και τι; Πρέπει να ζήσουμε όλοι τις τρομερές περιπέτειες για να έχουμε την αξίωση να γράφουμε;
-Όχι. Σημαίνει ότι θα βλέπεις σαν τρομερή περιπέτεια αυτό το οποίο σου συμβαίνει εσένα και το οποίο εξελίσσεται και σε κάποιους ανθρώπους με ελαφρές παραλλαγές.
-Ο 8ος αιώνας π. Χ στον οποίο εξελίσσεται το τελευταίο σας βιβλίο, γιατί θα πρέπει να μας αφορά;
-Μα δεν μας αφορά ο 8ος αιώνας π.Χ , αυτό που μας αφορά είναι ο Τήνελλος, ο οποίος καταξιώνει τη ζωή του αφηγούμενός την. Με ενδιαφέρει η αφήγηση, όχι με την έννοια του να λέμε κάτι για να περάσει η ώρα, αλλά η αφήγηση η οποία δίνει σχήμα στη ζωή η οποία καταρχήν είναι κατακερματισμένη. Η αφήγηση δίνει στη ζωή το νόημά της. Έπρεπε λοιπόν να βρω έναν ήρωα ο οποίος να είναι ο αρχικός αφηγητής. Αυτός ο ήρωας δεν μπορούσε παρά να είναι ένας αοιδός.
-Που στο τέλος καταλήγει να είναι και πρόγονος του Ομήρου.
-Αυτό είναι ένα εφεύρημα, είναι μία συγγραφική τσαχπινιά. Μου αρέσει πολύ το σχήμα ότι εγώ σας λέω μία ιστορία μέσα στο βιβλίο. Αυτό το είχα εφαρμόσει και στο «σπίτι και το κελί», μόνο που εκεί απαντούσε ο ένας στον άλλον, ενώ εδώ δεν μιλάει το παιδάκι. Και αυτό ξεκίνησε ενώ ήμουνα με ένα κολλητό μου φίλο στη Σίφνο, 4 η ώρα το πρωί, βλέπαμε μία πλαγιά, ένα ακρωτήρι βραχώδες, κάτι που μάλλον δεν είχε αλλάξει τις τελευταίες χιλιάδες χρόνια και του είχα πει «ρε μαλάκα, αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ακριβώς το ίδιο που θα είχαν αντικρίσει και οι πρώτοι άνθρωποι που ήρθαν σε αυτό το νησί. Δεν είναι συγκλονιστικό;». Ξαφνικά με ενδιέφερε πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε το πόδι του στη Σίφνο, τι είδε γύρω του και τι είπε. Αυτό είναι ένα παραμύθι που μου αρέσει. Ο φίλος μου λοιπόν, μου είπε την εξής μεγάλη κουβέντα: «Το θέμα δεν είναι πως το έζησαν, αλλά πώς το διηγούνταν στους εαυτούς τους την ώρα που το έζησαν και πώς εκ των υστέρων». Εκεί ξεκίνησε να δουλεύεται μέσα μου η ιδέα ότι η ιστορία μας είναι η αφήγηση της ιστορίας μας.
-Δεν ήταν πολύ δύσκολη η περίοδος εκείνη που γράφατε αυτό βιβλίο, για την ίδια τη ζωή σας;
-Μου συνέβαιναν διάφορα γεγονότα. Καταρχήν, αρρώστησε η μάνα μου. Η μάνα μου αρρώστησε το Καλοκαίρι του 2007 και πέθανε το Καλοκαίρι του 2008. Πριν από το χαμό του παιδιού μου τον Νοέμβριο, πέρασα και όλο αυτό το ζόρι με τη μάνα μου. Ήμουνα πάρα πολύ δεμένος με τη μητέρα μου, την αγαπούσα πάρα πολύ και της χρωστάω πάρα πολλά πράγματα, μεταξύ των οποίων και το ότι μου έδωσε την αγάπη η οποία μετουσιώθηκε σε φυσική θωράκιση ώστε να είμαι σήμερα εδώ πέρα και να μου επιτρέπει να σας μιλάω- αλλιώς νομίζω ότι θα τα είχα παίξει τελείως. Το μεγαλύτερο δώρο σε έναν άνθρωπο, είναι να έχει αγαπηθεί μικρός. Και εγώ το είχα. Αυτό λοιπόν, μου έδωσε το κουράγιο ώστε να μπορέσω να αντεπεξέλθω σε αυτές τις φοβερές καταστάσεις που μου συνέβησαν αργότερα.
-Σε νοσοκομείο βρισκόταν η μητέρας σας ή στο σπίτι σας;
-Και σε νοσοκομείο και στο σπίτι. Πέρασα επτά μήνες στο νοσοκομείο, είχε εμφανιστεί καρκίνος στο χέρι της, ένας όγκος που εμφανίστηκε κάποια στιγμή σαν καρούμπαλος λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα και ο οποίος, μέσα σε πέντε μήνες, είχε γίνει σαν πεπονάκι. Οι γιατροί της είπαν «η πιο ασφαλής θεραπεία είναι να σου κόψουμε το χέρι» και η μάνα μου -η οποία ήταν 70 χρόνων τότε- απάντησε «εγώ δεν διανοούμαι τη ζωή μου χωρίς το χέρι μου». Ευτυχώς, βρέθηκε ένας εξαιρετικός γιατρός ο οποίος της έκανε μία εγχείρηση για 11 ώρες και της έσωσε τελικά το χέρι.
-Ήρθατε πιο κοντά με τη μητέρα σας μετά από όλο αυτό που της συνέβη; Ύστερα από αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της υγείας της;
-Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, όσο κι αν ταλαιπωρήθηκε, μου έλεγε σε διάφορες φάσεις «ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου συμπαρασταθείς τόσο πολύ» και της απαντούσα «μα είσαι καλά;».
-Δηλαδή; Τι εντύπωση της δίνατε πιο πριν;
-Δεν νομίζω ότι με θεωρούσε γαϊδούρι, αλλά όταν αρρωσταίνουν οι γονείς σου, σου δίνεται η ευκαιρία εφόσον αισθάνεσαι ότι τους αγαπάς, να τους το ανταποδώσεις. Αν η μάνα μου πήρε κάποιο δώρο κατά τη διάρκεια της αρρώστιας της ήταν αυτό: Κατάλαβε ότι εγώ, είμαι εκεί. Στο νοσοκομείο είχα ιδρυματοποιηθεί κατά κάποιο τρόπο, γνώρισα γιατρούς, ασθενείς, είδα εικόνες. Όσο παράξενο κι αν σας φανεί, δεν είναι μία εντελώς μαύρη ανάμνηση. Όλο αυτό εγώ δεν το βίωσα σαν να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μου. Και δεν ξέρω πως έγινε αυτό. Την ώρα που πέθανε η μητέρα μου ήμουνα μπροστά, της κρατούσα το χέρι… Ίσως επειδή την αγαπούσα τόσο πολύ και είχαμε έναν πολύ ισχυρό σύνδεσμο μεταξύ μας: Η μαμά μου ήταν πιο σημαντική για μένα από το θάνατο που της συνέβη. Κοιτώντας την έβλεπα τη μαμά μου, όχι το θάνατο. Και αυτή ήταν μία δουλειά που είχε κάνει η ίδια. Το να πιάσεις το χέρι ενός ανθρώπου που πεθαίνει είναι σοκαριστικό, αλλά εμένα μου ήταν πολύ οικείο όλο αυτό, πολύ «δικό μου». Σκεφτείτε ότι την επομένη μέρα που πέθανε, πήγαμε με τους ανθρώπους από το γραφείο κηδειών να πάρουμε κάποιες διατυπώσεις, εκεί που είναι τα μεγάλα ψυγεία. Μου είπαν «είμαστε εντάξει, εμείς τώρα θα πάρουμε τη μητέρα σου να την ετοιμάσουμε», «όχι», τους απάντησα, «θέλω να έρθω μαζί σας να τη δω». Την είδα στο ψυγείο αλλά όχι σε στυλ κλαίγοντας και λέγοντας «να σε αποχαιρετήσω μανούλα». Πήγα για να τη δω ακόμη μία φορά. Ύστερα γεννήθηκε το παιδί μου και μετά πέθανε και το παιδί.
-Κι αυτό το αντέξατε;
-Όχι, αυτό δεν το άντεξα. Εκεί διαλύθηκα. Που να ξερα; Ήμουνα πολύ χαρούμενος που θα γεννιόταν το παιδί μου μετά το θάνατο της μητέρας μου, αλλά δεν ήξερα τι μου μελλόταν.-Από τι πέθανε το παιδί σας;
-Έγινε ένα ατύχημα.
-Στην αφιέρωση του βιβλίου σας γράφετε «στο παιδί που θα επιστρέψει». Γιατί;
-Όταν πέθανε το παιδί μου ήταν τριών μηνών, ένας άνθρωπος που ήρθε στη ζωή, που σου δίνει την εικόνα του, την αφή του, που δεν ξέρω αν με αναγνώριζε- αλλά σίγουρα αναγνώριζε τη μαμά του- και εγώ του είχα μία πολύ μεγάλη αγάπη. Αυτή η αγάπη λοιπόν, πρέπει να διοχετευθεί ξανά. Όταν ξαναδιοχετευθεί αυτή η αγάπη θα είναι σαν να έχει επιστρέψει το παιδάκι, οφείλεις- απέναντι σ αυτό το παιδάκι- αυτή την αγάπη να την ξαναδώσεις. Αυτός είναι ο τρόπος μου να το αντιμετωπίσω, δεν γίνεται αλλιώς.
-Δεν σκεφτήκατε ποτέ αυτούς τους μήνες «εγώ δεν θα κάνω άλλα παιδιά»;
-Όχι βέβαια! Θα σκεφτόμουν ότι εγώ δεν θα κάνω άλλα παιδιά, μόνο αν αισθανόμουν ότι απέτυχα. Εγώ δεν νιώθω ότι απέτυχα. Η ύπαρξη του παιδιού με έκανε πάρα πολύ ευτυχισμένο, μου έκανε και πολύ μεγάλο καλό υπαρξιακά. Με έκανε να βλέπω το ουσιώδες από το μη ουσιώδες. Εγώ παλιά, για παράδειγμα, μπορούσα να διαβάσω μία κακή κριτική για ένα βιβλίο μου και να πάω να δείρω τον κριτικό, η πραγματική ζωή όμως δεν είναι αυτά. Η πραγματική ζωή είναι οι άνθρωποι που αγαπάς- μωρά ή γέροι. Το παιδί είναι το πρόσωπο που σε έχει απόλυτη ανάγκη οπότε, έχοντάς σε απόλυτη ανάγκη, ξυπνάει μέσα σου και ενεργοποιεί μηχανισμούς πάρα πολύ ευγενείς. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να τεμπελιάζει, να καπνίζει και να πίνει και ήμουνα σε θέση- με αυτό το παιδί, επανειλημμένα- να περνάω τρεις ώρες με το μωρό στην αγκαλιά μου, να πηγαίνω πάνω κάτω μέσα στο σπίτι μέχρι να νανουριστεί. Βγήκε από μέσα μου κάτι πολύ παλιό και βαθιά ριζωμένο, που είναι ό,τι καλύτερο έχω. Εγώ, αυτή την αρχέγονη αγάπη, δεν είμαι διατεθειμένος να τη στερηθώ στη ζωή μου...
-Από πού πήρατε κουράγιο, μετά από το θάνατο του παιδιού σας;
-Από τους φίλους μου. Απεδείχθη ότι οι φίλοι μου είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω. Από τους φίλους μου πήρα κουράγιο. Οι φίλοι μου δεν είναι του χώρου, τους ξέρω από δέκα χρονών. Αυτοί ήταν οι φύλακες άγγελοί μου (συγκινείται). Ήταν συνέχεια εδώ, σε βάρδιες, και ήταν σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι με είχανε πάρει στην πλάτη τους. Οι φίλοι είναι η πιο μεγάλη περιουσία στη ζωή μας και για αυτό μην έχετε καμία αμφιβολία.
-Τότε είχατε και την ευθύνη της μητέρας του παιδιού. Έτσι δεν είναι;
-Και αυτή είχε τη δική μου. Αν μου ερχόταν να αυτοκτονήσω δεν θα μπορούσα να το κάνω, γιατί θα ήταν σαν να παίρνω έναν άνθρωπο στο λαιμό μου. Εκείνη την μαύρη περίοδο δεν μου έδινε τίποτα χαρά παρόλο που, γενικώς, μου δίνουν σχεδόν όλα. Είμαι προσανατολισμένος προς τη χαρά, είμαι ένα ηλιοτρόπιο χαράς, γουστάρω, περνώ καλά, είμαι φτιαγμένος για να περνάω καλά και είμαι φιλικός και προς το χρήστη. Νομίζω ότι οι απολαύσεις είναι πολύ απλές και οφείλουμε αυτό να μην το ξεχνάμε Υπάρχει ένας ευθύς δρόμος προς τη χαρά και δεν χρειάζεται να παίρνουμε μπερδεμένους παράδρομους προς αυτήν.
-Στον έρωτα έχετε πάρει όση χαρά θα θέλατε;
-Πολύ μεγάλη χαρά! Αλλά το έχω διεκδικήσει κιόλας. Γενικότερα, πρέπει να διεκδικείς στη ζωή σου. Δεν έχω κανένα παράπονο. Είμαστε πολύ τυχεροί, σκεφτείτε πόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι- δίπλα μας- αντιμετωπίζουν κάποιο ανίατο πρόβλημα υγείας. Είμαστε αχάριστοι αν δεν τα συνυπολογίζουμε όλα αυτά, πρέπει να έχεις και κάποια συναίσθηση της τύχης σου.
-Από παιδί είχατε αυτή τη συναίσθηση;
-Όταν είσαι στην εφηβεία σου φταίνε όλα, αλλά γενικά την είχα. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος. Εσείς, για παράδειγμα, είστε πάρα πολύ τυχερός.
-Γιατί;
-Γιατί δεν έχετε ξεκινήσει να χάνετε τα μαλλιά σας.
-Έχετε πάει ποτέ στα μπουζούκια;
-Για τουλάχιστον πέντε χρόνια, πήγαινα τρεις φορές την εβδομάδα. Έχω πάει πάρα πολλές φορές στα μπουζούκια, θεωρούσα ότι είναι παραδείσια τα μπουζούκια, ότι στον προσωπικό μου παράδεισο υπάρχουνε μπουζούκια. Το χω σκίσει. Έπαιρνα το «Αθηνόραμα», κοίταζα τις «πίστες» και διαπίστωνα ότι -για τρεις σεζόν- είχα πάει σε όλες. Απορώ τι έβρισκα. Εκεί ερωτεύτηκα και μία λαϊκή τραγουδίστρια, είχαμε μία πολύ θυελλώδη σχέση.-Γνωστή τραγουδίστρια;
-Δεν θα σας πω. Πάνε δέκα χρόνια τώρα. Γενικώς, έχω πολλές αναμνήσεις. Αλλά τις κυνηγούσα, δεν μου έρχονταν εύκολα τα πράγματα. Τα επεδίωκα.
-Βρίσκετε νόημα ακόμη και στις καταχρήσεις που έχετε κάνει στη ζωή σας;
-Πως δεν βρίσκω; Είμαι βέβαιος ότι, αν είχα σιδερένιο συκώτι και σιδερένιους πνεύμονες, θα κάπνιζα και θα έπινα όλη τη μέρα. Μου αρέσει πολύ και το να πίνω και το να καπνίζω, αλλά και το να τρώω. Δεν έχω φτάσει όμως ποτέ σε επίπεδο να χαθώ μέσα σ αυτά, δεν είχα σχέση εξάρτησης. Αν μια μέρα δεν πιω, δεν με πειράζει. Απλώς, την τέταρτη μέρα, θα πω «πάμε μωρέ, να πιούμε ένα κρασί». Τα ναρκωτικά δεν μου αρέσουν καθόλου. Δοκίμασα, αλλά δεν μου αρέσουν, τα βαριέμαι. Δεν είναι κοινωνική διασκέδαση, ενώ με το αλκοόλ λύνονται, για παράδειγμα, οι γλώσσες.
-Υπάρχει κάτι που σας λείπει;
-Αυτή τη στιγμή, το παιδί. Τρελά. Κατά τα άλλα, δεν μου λείπει τίποτ άλλο. Δεν μου λείπουν περισσότερα λεφτά από αυτά τα οποία έχω. Αν εξαιρέσουμε την ιστορία με το παιδί, αυτά τα οποία έχω είναι πολύ περισσότερα από αυτά τα οποία μου λείπουν, κάτι που ισχύει και για τους περισσότερους ανθρώπους- και αυτό είναι θέμα οπτικής γωνίας. Οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι.
-Νιώθετε ενοχές για το θάνατο του παιδιού σας; Για αυτό που σας συνέβη;
-Δεν νιώθω καμία ενοχή. Όχι.
-Πιστεύετε στο Θεό;
-Όχι. Τυχόν ύπαρξη του Θεού θα δημιουργούσε- σε ζητήματα ερμηνείας του σύμπαντος- μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά τα οποία θα έλυνε. Ο άνθρωπος, το σύμπαν, η πορεία των πραγμάτων, εξηγείται μια χαρά χωρίς την ύπαρξη του Θεού. Άρα, δεν χρειάζεται ο Θεός. Την ιστορία του Χριστού τη γούσταρα πάρα πολύ, ως κάτι το οποίο παραδίδεται από τη θρησκεία. Και πολλά πράγματα από αυτά τα οποία γράφονται στα ιερά βιβλία, μου αρέσουν πάρα πολύ. Όπως και πολλοί ιερείς- εξαιρετικά δείγματα πραότητας και καλοσύνης. Δεν ξέρω όμως, εάν βρισκόμουν προς το τέλος της ζωής μου, αν θα ήθελα να πιστεύω ότι θα πάω κάπου. Βασικά, δεν πιστεύω γιατί είμαι και πολύ θυμωμένος με αυτό που μου συνέβη. Εγώ το θεωρώ πολύ άδικο. Και να υπάρχει ο Θεός, είναι λίγο φαρσέρ. Αυτό που μου έκανε εμένα, ήταν πολύ άσχημη φάρσα.-Το βιβλίο πότε το τελειώσατε;
-Τον Απρίλιο.
-Λειτουργούσε και σαν εργασιοθεραπεία η συγγραφή αυτού του βιβλίου, μετά από τα γεγονότα;
-Εγώ το βιβλίο έπρεπε να το τελειώσω, εγώ τη δουλειά έπρεπε να την κάνω. Το χω αυτό. Μπορεί να είναι κατάλοιπο ή κληρονομιά της κομμουνιστικής μου καταγωγής, δεν ξέρω.
-Τι ωραίο σας συνέβη σήμερα;
-Πριν έρθετε εσείς και μου γεμίστε τη μέρα μου από «χαρά»;
-Ναι. Και με συγχωρείτε.
-Έκανε παιδί ένας από τους πιο αγαπημένους μου φίλους. Σήμερα.
-Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να σκηνοθετήσετε τον ίδιο τον εαυτό σας;
-Όλοι σκηνοθετούμε τον εαυτό μας, χιλιάδες φορές. Νομίζω όμως ότι, για να σκηνοθετήσεις επιτυχώς τον εαυτό σου ώστε να πείσεις τους άλλους ανθρώπους ότι είσαι το αποτέλεσμα της σκηνοθεσίας και όχι ότι υπάρχει κάτι άλλο πίσω από το σκηνοθετημένο, πρέπει να είσαι πάρα πολύ καλός μάστορας- και ελάχιστοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ταλαντούχοι, ώστε το προσωπείο το οποίο φτιάχνουν να είναι πειστικό. Συνήθως οι άνθρωποι προδίδονται και είναι και θλιβερό.-Πάντοτε είστε αληθινός στις σχέσεις σας με τους ανθρώπους;
-Ακόμη και όταν λέω ψέματα, αφήνω στον άλλο το περιθώριο να καταλάβει ότι λέω ψέματα. Το ψεύδος το χρησιμοποιώ, αλλά κατά συνθήκη. Τα εγκλήματά μου δεν είναι τέλεια και δεν θέλω να είναι τέτοια, δεν θέλω να είμαι κάποιος που να λέει πλήρη και τέλεια ψέματα τα οποία να μην έχουν καμία τρύπα.
-Τι τρύπες έχει η ζωή σας; Τι εγκλήματα έχετε κάνει;
-Οι τιμωρίες που έχω υποστεί, είναι πολύ μεγαλύτερες από τα εγκλήματα που έχω κάνει. Είμαι τόσο προφανής, ώστε – ακόμη κι αν είχα κάνει κάποιο έγκλημα- θα με είχαν πιάσει.-Δεν είστε όμως τόσο αφελής, ώστε να παραδοθείτε.
-Κανένας άνθρωπος, στην ηλικία μου, δεν είναι αφελής. Αν είσαι αφελής στα 42 σου, την έχεις άσχημα. Όλοι, ακόμη και οι λιγότερο υψηλής νοημοσύνης, αναπτύσσουν μηχανισμούς οι οποίοι τους προφυλάσσουν από μεγάλες κακοτοπιές. Εκτός από αυτούς που δεν προσέχουν και τους βλέπουμε τελικά στις ειδήσεις.
-Συνεχίζετε ακόμη να γράφετε για την πλάκα σας;
-Απολαμβάνω πάρα πολύ το γράψιμο- αλλιώς δεν θα το κανα-, αλλά είναι ταυτόχρονα και μία εξαιρετικά κοπιώδης διαδικασία, την οποία ποτέ δεν θα σταματούσα. Δεν νομίζω ότι εγώ- από όσο μπορώ να δω τον εαυτό μου στο μέλλον- θα είμαι ο άνθρωπος που κάποια στιγμή, σε μία ορισμένη ηλικία, θα πει «ό,τι είχα να γράψω το γραψα, και κατεβάζω το μολύβι». Αυτό το είχε πει ο Αναγνωστάκης και το κάνε. Το θαυμάζω.
-Ποτέ δεν σας κούρασε το γράψιμο;
-Μου αρέσει πάρα πολύ. Αναμετρώμενος με τη λευκή σελίδα νιώθω ακόμη σαν ένα παιδάκι το οποίο βρίσκει ένα λευκό καμβά ή ένα άσπρο τοίχο και θέλει επάνω σ αυτό να ζωγραφίσει τα πάντα. Είναι βέβαια μία κοπιώδης διαδικασία.
-Είναι και μοναχική;
-Δεν θα το λεγα. Είσαι μονάχος σου, αλλά όχι μόνος σου. Εγώ δεν γράφω ιδιαίτερα γρήγορα, κάθε φράση που γράφω την αναθεωρώ δέκα φορές μέχρι να καταλάβω ότι μπορώ να προχωρήσω στην επόμενη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαι πολύ συγκεντρωμένος, ενώ ταυτόχρονα μπαίνω σε δύο γήπεδα: Το ένα γήπεδο είναι η δράση και το άλλο η γλώσσα, το πώς περιγράφεις. Παίζεις με τα συναισθήματα, τις πράξεις, τις συγκρούσεις των ηρώων σου, αλλά και με τη διατύπωση όλων αυτών- με τον τρόπο που εσύ μπορείς να το κάνεις καλύτερα και σου αρέσει περισσότερο. Τα βιβλία μου ποτέ δεν τα γράφω μία φορά, μετά δεύτερη, να το πετάξω και να ξαναγράψω τρίτη. Εγώ τη δουλειά την κάνω λέξη λέξη, φράση φράση, τα έχω όλα μέσα στο μυαλό μου, δεν κρατάω καν σημειώσεις. Έχω στο μυαλό μου το που πάει το πράγμα, προφανώς το σκέφτομαι συνέχεια- και στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου. Πάρα πολλή δουλειά γίνεται την ώρα που περπατάω στο δρόμο, κάνω μπάνιο ή είμαι σε ένα ταξί και πάω κάπου- εκείνη την ώρα είμαι συγκεντρωμένος. Δεν κάθομαι μπροστά από ένα κομπιούτερ, αρχίζω να γράφω και, όταν διακόψω για τη συγκεκριμένη μέρα, τα βάζω στην άκρη. Τα πιπιλάω συνέχεια σαν καραμέλα.-Η μεγαλύτερη δουλειά, γίνεται παρατηρώντας ανθρώπους;
-Κυρίως, ζώντας. Η τέχνη είναι το απόσταγμα της ζωής, δεν μπορεί να είναι το υποκατάστατο. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι ζουν μέσα από την τέχνη. Εγώ αυτό θεωρώ ότι ούτε το να ζεις σαν άνθρωπος είναι δυνατόν, ούτε να παραγάγεις κάτι της προκοπής. Δεν γίνεται. Πρώτα ζεις και -αυτό που ζεις- το διυλίζεις, το ανακατεύεις, το επεξεργάζεσαι, το κάνεις ό,τι σκατά θέλεις, και το δίνεις στο τέλος με τη μορφή τέχνης. Άρα πρώτα, πρέπει να έχεις το υλικό.
-Και τι; Πρέπει να ζήσουμε όλοι τις τρομερές περιπέτειες για να έχουμε την αξίωση να γράφουμε;
-Όχι. Σημαίνει ότι θα βλέπεις σαν τρομερή περιπέτεια αυτό το οποίο σου συμβαίνει εσένα και το οποίο εξελίσσεται και σε κάποιους ανθρώπους με ελαφρές παραλλαγές.
-Ο 8ος αιώνας π. Χ στον οποίο εξελίσσεται το τελευταίο σας βιβλίο, γιατί θα πρέπει να μας αφορά;
-Μα δεν μας αφορά ο 8ος αιώνας π.Χ , αυτό που μας αφορά είναι ο Τήνελλος, ο οποίος καταξιώνει τη ζωή του αφηγούμενός την. Με ενδιαφέρει η αφήγηση, όχι με την έννοια του να λέμε κάτι για να περάσει η ώρα, αλλά η αφήγηση η οποία δίνει σχήμα στη ζωή η οποία καταρχήν είναι κατακερματισμένη. Η αφήγηση δίνει στη ζωή το νόημά της. Έπρεπε λοιπόν να βρω έναν ήρωα ο οποίος να είναι ο αρχικός αφηγητής. Αυτός ο ήρωας δεν μπορούσε παρά να είναι ένας αοιδός.
-Που στο τέλος καταλήγει να είναι και πρόγονος του Ομήρου.
-Αυτό είναι ένα εφεύρημα, είναι μία συγγραφική τσαχπινιά. Μου αρέσει πολύ το σχήμα ότι εγώ σας λέω μία ιστορία μέσα στο βιβλίο. Αυτό το είχα εφαρμόσει και στο «σπίτι και το κελί», μόνο που εκεί απαντούσε ο ένας στον άλλον, ενώ εδώ δεν μιλάει το παιδάκι. Και αυτό ξεκίνησε ενώ ήμουνα με ένα κολλητό μου φίλο στη Σίφνο, 4 η ώρα το πρωί, βλέπαμε μία πλαγιά, ένα ακρωτήρι βραχώδες, κάτι που μάλλον δεν είχε αλλάξει τις τελευταίες χιλιάδες χρόνια και του είχα πει «ρε μαλάκα, αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ακριβώς το ίδιο που θα είχαν αντικρίσει και οι πρώτοι άνθρωποι που ήρθαν σε αυτό το νησί. Δεν είναι συγκλονιστικό;». Ξαφνικά με ενδιέφερε πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε το πόδι του στη Σίφνο, τι είδε γύρω του και τι είπε. Αυτό είναι ένα παραμύθι που μου αρέσει. Ο φίλος μου λοιπόν, μου είπε την εξής μεγάλη κουβέντα: «Το θέμα δεν είναι πως το έζησαν, αλλά πώς το διηγούνταν στους εαυτούς τους την ώρα που το έζησαν και πώς εκ των υστέρων». Εκεί ξεκίνησε να δουλεύεται μέσα μου η ιδέα ότι η ιστορία μας είναι η αφήγηση της ιστορίας μας.
-Δεν ήταν πολύ δύσκολη η περίοδος εκείνη που γράφατε αυτό βιβλίο, για την ίδια τη ζωή σας;
-Μου συνέβαιναν διάφορα γεγονότα. Καταρχήν, αρρώστησε η μάνα μου. Η μάνα μου αρρώστησε το Καλοκαίρι του 2007 και πέθανε το Καλοκαίρι του 2008. Πριν από το χαμό του παιδιού μου τον Νοέμβριο, πέρασα και όλο αυτό το ζόρι με τη μάνα μου. Ήμουνα πάρα πολύ δεμένος με τη μητέρα μου, την αγαπούσα πάρα πολύ και της χρωστάω πάρα πολλά πράγματα, μεταξύ των οποίων και το ότι μου έδωσε την αγάπη η οποία μετουσιώθηκε σε φυσική θωράκιση ώστε να είμαι σήμερα εδώ πέρα και να μου επιτρέπει να σας μιλάω- αλλιώς νομίζω ότι θα τα είχα παίξει τελείως. Το μεγαλύτερο δώρο σε έναν άνθρωπο, είναι να έχει αγαπηθεί μικρός. Και εγώ το είχα. Αυτό λοιπόν, μου έδωσε το κουράγιο ώστε να μπορέσω να αντεπεξέλθω σε αυτές τις φοβερές καταστάσεις που μου συνέβησαν αργότερα.
-Σε νοσοκομείο βρισκόταν η μητέρας σας ή στο σπίτι σας;
-Και σε νοσοκομείο και στο σπίτι. Πέρασα επτά μήνες στο νοσοκομείο, είχε εμφανιστεί καρκίνος στο χέρι της, ένας όγκος που εμφανίστηκε κάποια στιγμή σαν καρούμπαλος λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα και ο οποίος, μέσα σε πέντε μήνες, είχε γίνει σαν πεπονάκι. Οι γιατροί της είπαν «η πιο ασφαλής θεραπεία είναι να σου κόψουμε το χέρι» και η μάνα μου -η οποία ήταν 70 χρόνων τότε- απάντησε «εγώ δεν διανοούμαι τη ζωή μου χωρίς το χέρι μου». Ευτυχώς, βρέθηκε ένας εξαιρετικός γιατρός ο οποίος της έκανε μία εγχείρηση για 11 ώρες και της έσωσε τελικά το χέρι.
-Ήρθατε πιο κοντά με τη μητέρα σας μετά από όλο αυτό που της συνέβη; Ύστερα από αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της υγείας της;
-Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, όσο κι αν ταλαιπωρήθηκε, μου έλεγε σε διάφορες φάσεις «ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου συμπαρασταθείς τόσο πολύ» και της απαντούσα «μα είσαι καλά;».
-Δηλαδή; Τι εντύπωση της δίνατε πιο πριν;
-Δεν νομίζω ότι με θεωρούσε γαϊδούρι, αλλά όταν αρρωσταίνουν οι γονείς σου, σου δίνεται η ευκαιρία εφόσον αισθάνεσαι ότι τους αγαπάς, να τους το ανταποδώσεις. Αν η μάνα μου πήρε κάποιο δώρο κατά τη διάρκεια της αρρώστιας της ήταν αυτό: Κατάλαβε ότι εγώ, είμαι εκεί. Στο νοσοκομείο είχα ιδρυματοποιηθεί κατά κάποιο τρόπο, γνώρισα γιατρούς, ασθενείς, είδα εικόνες. Όσο παράξενο κι αν σας φανεί, δεν είναι μία εντελώς μαύρη ανάμνηση. Όλο αυτό εγώ δεν το βίωσα σαν να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μου. Και δεν ξέρω πως έγινε αυτό. Την ώρα που πέθανε η μητέρα μου ήμουνα μπροστά, της κρατούσα το χέρι… Ίσως επειδή την αγαπούσα τόσο πολύ και είχαμε έναν πολύ ισχυρό σύνδεσμο μεταξύ μας: Η μαμά μου ήταν πιο σημαντική για μένα από το θάνατο που της συνέβη. Κοιτώντας την έβλεπα τη μαμά μου, όχι το θάνατο. Και αυτή ήταν μία δουλειά που είχε κάνει η ίδια. Το να πιάσεις το χέρι ενός ανθρώπου που πεθαίνει είναι σοκαριστικό, αλλά εμένα μου ήταν πολύ οικείο όλο αυτό, πολύ «δικό μου». Σκεφτείτε ότι την επομένη μέρα που πέθανε, πήγαμε με τους ανθρώπους από το γραφείο κηδειών να πάρουμε κάποιες διατυπώσεις, εκεί που είναι τα μεγάλα ψυγεία. Μου είπαν «είμαστε εντάξει, εμείς τώρα θα πάρουμε τη μητέρα σου να την ετοιμάσουμε», «όχι», τους απάντησα, «θέλω να έρθω μαζί σας να τη δω». Την είδα στο ψυγείο αλλά όχι σε στυλ κλαίγοντας και λέγοντας «να σε αποχαιρετήσω μανούλα». Πήγα για να τη δω ακόμη μία φορά. Ύστερα γεννήθηκε το παιδί μου και μετά πέθανε και το παιδί.
-Κι αυτό το αντέξατε;
-Όχι, αυτό δεν το άντεξα. Εκεί διαλύθηκα. Που να ξερα; Ήμουνα πολύ χαρούμενος που θα γεννιόταν το παιδί μου μετά το θάνατο της μητέρας μου, αλλά δεν ήξερα τι μου μελλόταν.-Από τι πέθανε το παιδί σας;
-Έγινε ένα ατύχημα.
-Στην αφιέρωση του βιβλίου σας γράφετε «στο παιδί που θα επιστρέψει». Γιατί;
-Όταν πέθανε το παιδί μου ήταν τριών μηνών, ένας άνθρωπος που ήρθε στη ζωή, που σου δίνει την εικόνα του, την αφή του, που δεν ξέρω αν με αναγνώριζε- αλλά σίγουρα αναγνώριζε τη μαμά του- και εγώ του είχα μία πολύ μεγάλη αγάπη. Αυτή η αγάπη λοιπόν, πρέπει να διοχετευθεί ξανά. Όταν ξαναδιοχετευθεί αυτή η αγάπη θα είναι σαν να έχει επιστρέψει το παιδάκι, οφείλεις- απέναντι σ αυτό το παιδάκι- αυτή την αγάπη να την ξαναδώσεις. Αυτός είναι ο τρόπος μου να το αντιμετωπίσω, δεν γίνεται αλλιώς.
-Δεν σκεφτήκατε ποτέ αυτούς τους μήνες «εγώ δεν θα κάνω άλλα παιδιά»;
-Όχι βέβαια! Θα σκεφτόμουν ότι εγώ δεν θα κάνω άλλα παιδιά, μόνο αν αισθανόμουν ότι απέτυχα. Εγώ δεν νιώθω ότι απέτυχα. Η ύπαρξη του παιδιού με έκανε πάρα πολύ ευτυχισμένο, μου έκανε και πολύ μεγάλο καλό υπαρξιακά. Με έκανε να βλέπω το ουσιώδες από το μη ουσιώδες. Εγώ παλιά, για παράδειγμα, μπορούσα να διαβάσω μία κακή κριτική για ένα βιβλίο μου και να πάω να δείρω τον κριτικό, η πραγματική ζωή όμως δεν είναι αυτά. Η πραγματική ζωή είναι οι άνθρωποι που αγαπάς- μωρά ή γέροι. Το παιδί είναι το πρόσωπο που σε έχει απόλυτη ανάγκη οπότε, έχοντάς σε απόλυτη ανάγκη, ξυπνάει μέσα σου και ενεργοποιεί μηχανισμούς πάρα πολύ ευγενείς. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να τεμπελιάζει, να καπνίζει και να πίνει και ήμουνα σε θέση- με αυτό το παιδί, επανειλημμένα- να περνάω τρεις ώρες με το μωρό στην αγκαλιά μου, να πηγαίνω πάνω κάτω μέσα στο σπίτι μέχρι να νανουριστεί. Βγήκε από μέσα μου κάτι πολύ παλιό και βαθιά ριζωμένο, που είναι ό,τι καλύτερο έχω. Εγώ, αυτή την αρχέγονη αγάπη, δεν είμαι διατεθειμένος να τη στερηθώ στη ζωή μου...
-Από πού πήρατε κουράγιο, μετά από το θάνατο του παιδιού σας;
-Από τους φίλους μου. Απεδείχθη ότι οι φίλοι μου είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω. Από τους φίλους μου πήρα κουράγιο. Οι φίλοι μου δεν είναι του χώρου, τους ξέρω από δέκα χρονών. Αυτοί ήταν οι φύλακες άγγελοί μου (συγκινείται). Ήταν συνέχεια εδώ, σε βάρδιες, και ήταν σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι με είχανε πάρει στην πλάτη τους. Οι φίλοι είναι η πιο μεγάλη περιουσία στη ζωή μας και για αυτό μην έχετε καμία αμφιβολία.
-Τότε είχατε και την ευθύνη της μητέρας του παιδιού. Έτσι δεν είναι;
-Και αυτή είχε τη δική μου. Αν μου ερχόταν να αυτοκτονήσω δεν θα μπορούσα να το κάνω, γιατί θα ήταν σαν να παίρνω έναν άνθρωπο στο λαιμό μου. Εκείνη την μαύρη περίοδο δεν μου έδινε τίποτα χαρά παρόλο που, γενικώς, μου δίνουν σχεδόν όλα. Είμαι προσανατολισμένος προς τη χαρά, είμαι ένα ηλιοτρόπιο χαράς, γουστάρω, περνώ καλά, είμαι φτιαγμένος για να περνάω καλά και είμαι φιλικός και προς το χρήστη. Νομίζω ότι οι απολαύσεις είναι πολύ απλές και οφείλουμε αυτό να μην το ξεχνάμε Υπάρχει ένας ευθύς δρόμος προς τη χαρά και δεν χρειάζεται να παίρνουμε μπερδεμένους παράδρομους προς αυτήν.
-Στον έρωτα έχετε πάρει όση χαρά θα θέλατε;
-Πολύ μεγάλη χαρά! Αλλά το έχω διεκδικήσει κιόλας. Γενικότερα, πρέπει να διεκδικείς στη ζωή σου. Δεν έχω κανένα παράπονο. Είμαστε πολύ τυχεροί, σκεφτείτε πόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι- δίπλα μας- αντιμετωπίζουν κάποιο ανίατο πρόβλημα υγείας. Είμαστε αχάριστοι αν δεν τα συνυπολογίζουμε όλα αυτά, πρέπει να έχεις και κάποια συναίσθηση της τύχης σου.
-Από παιδί είχατε αυτή τη συναίσθηση;
-Όταν είσαι στην εφηβεία σου φταίνε όλα, αλλά γενικά την είχα. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος. Εσείς, για παράδειγμα, είστε πάρα πολύ τυχερός.
-Γιατί;
-Γιατί δεν έχετε ξεκινήσει να χάνετε τα μαλλιά σας.
-Έχετε πάει ποτέ στα μπουζούκια;
-Για τουλάχιστον πέντε χρόνια, πήγαινα τρεις φορές την εβδομάδα. Έχω πάει πάρα πολλές φορές στα μπουζούκια, θεωρούσα ότι είναι παραδείσια τα μπουζούκια, ότι στον προσωπικό μου παράδεισο υπάρχουνε μπουζούκια. Το χω σκίσει. Έπαιρνα το «Αθηνόραμα», κοίταζα τις «πίστες» και διαπίστωνα ότι -για τρεις σεζόν- είχα πάει σε όλες. Απορώ τι έβρισκα. Εκεί ερωτεύτηκα και μία λαϊκή τραγουδίστρια, είχαμε μία πολύ θυελλώδη σχέση.-Γνωστή τραγουδίστρια;
-Δεν θα σας πω. Πάνε δέκα χρόνια τώρα. Γενικώς, έχω πολλές αναμνήσεις. Αλλά τις κυνηγούσα, δεν μου έρχονταν εύκολα τα πράγματα. Τα επεδίωκα.
-Βρίσκετε νόημα ακόμη και στις καταχρήσεις που έχετε κάνει στη ζωή σας;
-Πως δεν βρίσκω; Είμαι βέβαιος ότι, αν είχα σιδερένιο συκώτι και σιδερένιους πνεύμονες, θα κάπνιζα και θα έπινα όλη τη μέρα. Μου αρέσει πολύ και το να πίνω και το να καπνίζω, αλλά και το να τρώω. Δεν έχω φτάσει όμως ποτέ σε επίπεδο να χαθώ μέσα σ αυτά, δεν είχα σχέση εξάρτησης. Αν μια μέρα δεν πιω, δεν με πειράζει. Απλώς, την τέταρτη μέρα, θα πω «πάμε μωρέ, να πιούμε ένα κρασί». Τα ναρκωτικά δεν μου αρέσουν καθόλου. Δοκίμασα, αλλά δεν μου αρέσουν, τα βαριέμαι. Δεν είναι κοινωνική διασκέδαση, ενώ με το αλκοόλ λύνονται, για παράδειγμα, οι γλώσσες.
-Υπάρχει κάτι που σας λείπει;
-Αυτή τη στιγμή, το παιδί. Τρελά. Κατά τα άλλα, δεν μου λείπει τίποτ άλλο. Δεν μου λείπουν περισσότερα λεφτά από αυτά τα οποία έχω. Αν εξαιρέσουμε την ιστορία με το παιδί, αυτά τα οποία έχω είναι πολύ περισσότερα από αυτά τα οποία μου λείπουν, κάτι που ισχύει και για τους περισσότερους ανθρώπους- και αυτό είναι θέμα οπτικής γωνίας. Οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι.
-Νιώθετε ενοχές για το θάνατο του παιδιού σας; Για αυτό που σας συνέβη;
-Δεν νιώθω καμία ενοχή. Όχι.
-Πιστεύετε στο Θεό;
-Όχι. Τυχόν ύπαρξη του Θεού θα δημιουργούσε- σε ζητήματα ερμηνείας του σύμπαντος- μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά τα οποία θα έλυνε. Ο άνθρωπος, το σύμπαν, η πορεία των πραγμάτων, εξηγείται μια χαρά χωρίς την ύπαρξη του Θεού. Άρα, δεν χρειάζεται ο Θεός. Την ιστορία του Χριστού τη γούσταρα πάρα πολύ, ως κάτι το οποίο παραδίδεται από τη θρησκεία. Και πολλά πράγματα από αυτά τα οποία γράφονται στα ιερά βιβλία, μου αρέσουν πάρα πολύ. Όπως και πολλοί ιερείς- εξαιρετικά δείγματα πραότητας και καλοσύνης. Δεν ξέρω όμως, εάν βρισκόμουν προς το τέλος της ζωής μου, αν θα ήθελα να πιστεύω ότι θα πάω κάπου. Βασικά, δεν πιστεύω γιατί είμαι και πολύ θυμωμένος με αυτό που μου συνέβη. Εγώ το θεωρώ πολύ άδικο. Και να υπάρχει ο Θεός, είναι λίγο φαρσέρ. Αυτό που μου έκανε εμένα, ήταν πολύ άσχημη φάρσα.-Το βιβλίο πότε το τελειώσατε;
-Τον Απρίλιο.
-Λειτουργούσε και σαν εργασιοθεραπεία η συγγραφή αυτού του βιβλίου, μετά από τα γεγονότα;
-Εγώ το βιβλίο έπρεπε να το τελειώσω, εγώ τη δουλειά έπρεπε να την κάνω. Το χω αυτό. Μπορεί να είναι κατάλοιπο ή κληρονομιά της κομμουνιστικής μου καταγωγής, δεν ξέρω.
-Τι ωραίο σας συνέβη σήμερα;
-Πριν έρθετε εσείς και μου γεμίστε τη μέρα μου από «χαρά»;
-Ναι. Και με συγχωρείτε.
-Έκανε παιδί ένας από τους πιο αγαπημένους μου φίλους. Σήμερα.
Δημοσίευση στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου, ένθετο "Υστερόγραφο", τον Σεπτέμβριο του 2009.