12.4.17

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: "ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΤΗΣ ΑΚΟΜΑ ΤΩΡΑ ΖΩΗΣ ΜΟΥ"


Κάθε νέα συνάντηση με την σημαντικότερη εν ζωή ποιήτρια της Ελλάδας, γίνεται η αφορμή για επίγνωση των μικρών και μεγάλων στιγμών του κόσμου, σε όσα νομίζαμε ότι γνωρίζαμε -χωρίς να συνειδητοποιούμε- πριν οι λέξεις γίνουν βαθιά νοήματα και δυσεύρετα μαθήματα ζωής.
-Υπάρχουν απαντήσεις στο «Πρέπει να είναι πιστή η αγάπη; Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει; Με σταυρωμένα τα χέρια ν' αγαπάμε;», κυρία Δημουλά; 
-Νομίζω ότι ο μόνος που σίγουρα θ' απαντούσε «ναι, με σταυρωμένα τα χέρια ν' αγαπάμε», είναι ο Χριστός... Όσο για τους θνητούς, θ' απαντούσαν ανάλογα με τη συμβουλή που θα τους έδινε η αντοχή τους... Να μου συγχωρεθεί που σε κάθε απάντηση θα προτάσσω το «νομίζω». Είναι μια ευγενής, ίσως και συνετή συγκάλυψη του ειλικρινούς «δεν ξέρω».
-Τι δεν ξέρετε από τη ζωή; 
-… Δεν ξέρω πώς μπορεί να είναι ωραία. Δεν ξέρω επίσης πώς, ενώ δεν είναι ωραία -τουλάχιστον συνεχώς- είναι επιθυμητή και αγαπητή συνεχώς.
-Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο δυσάρεστη κάποιες φορές; 
-Ό,τι κάνουν τα δυσάρεστα πράγματα. Και προπάντων η μνήμη, η υπενθύμιση του χρόνου ότι περνάει και επομένως θα χάσω αυτό που συμπαθώ ή δεν συμπαθώ. Δεν είναι λίγο αυτό - ο χρόνος δεν είναι μικρό πράγμα για τη ζωή.
-Το πέρασμα του χρόνου σας φόβιζε ποτέ; 
-Όταν ήμουνα 16 δεν με φόβιζε. Όταν ήμουνα 20 δεν με φόβιζε. Αλλά μετά τα 35 άρχισαν να με πιάνουν τρεμούλες…
-Τώρα; 
-Τώρα δεν μπορώ ούτε να το σκεφτώ. Τώρα φοβάμαι πάρα πολύ. Πραγματικά πάρα πολύ. Τίποτ' άλλο δεν φοβάμαι. Κι ένας τρόπος για να καταπολεμήσω αυτό το φόβο ήταν ότι καθόμουν κάτω κι έγραφα ένα βιβλίο. Αυτό διώχνει λίγο το χρόνο από μπροστά μου…
-Τι είναι για σας η αγάπη; 
-Είναι ένα άγνωστο πράγμα… Ένα εντελώς άγνωστο και αβέβαιο πράγμα. Δεν ξέρω τι είναι η αγάπη.
-Γιατί το λέτε αυτό; 
-Γιατί, αγαπητέ μου, δεν ξέρουμε τι είναι η ψυχή. Όπως επίσης δεν ξέρουμε και τι είναι τα αισθήματα. Τίποτα δεν ξέρουμε! Τίποτα δεν είναι σταθερό σ' αυτό τον κόσμο και τίποτα δεν έχει μόνο μία μορφή διαρκώς. Έτσι και η αγάπη: αλλάζει συνεχώς. Σκεφτείτε πώς η πολλή αγάπη γίνεται ξαφνικά καθόλου αγάπη! Επομένως, ρωτάω κι εσάς, τι είναι η αγάπη;
-Δεν είχατε ποτέ τη βεβαιότητα στη ζωή σας ότι αγαπηθήκατε πολύ; 
-Όχι. Τώρα, αν εννοείτε εάν αγαπήθηκαν τα ποιήματά μου, αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι αγαπήθηκα πολύ από πολλούς ανθρώπους. Απ' τα παιδιά μου, ναι. Απ' τη μάνα μου, ναι. Από τον Άθω Δημουλά, όσο έπρεπε να αγαπηθώ, γιατί οι υπερβολές δεν είναι ωραίες. Εγώ, ναι, αγάπησα πάρα πολύ. Και τον Άθω Δημουλά, και τις μέρες που περνούσαν, και τις κακές μέρες που περνούσαν…
-Με ποιο τρόπο αγαπούσατε και τις κακές μέρες; 
-… Κι αυτές τις αγαπούσα πολύ. Αν μου έλεγαν ότι έχω άλλα πέντε χρόνια με δυσάρεστες μέρες, αρκεί να μην είναι απώλειες ζωής δικών μου ανθρώπων, ευχαρίστως θα ζούσα πέντε χρόνια δυσάρεστες μέρες.
-Πώς μεταφράζεται σ' εσάς η έκφραση «είμαι καλά»; 
-«Είμαι καλά» σημαίνει ξεχνάω το θάνατο. Συνέβη κάτι, πέρασε λίγος χρόνος, ίσως και τριών λεπτών, που να μην σκέφτομαι το θάνατο; Τότε είμαι καλά! Όταν δεν τον σκέφτομαι είμαι καλά.
-Με ποιο τρόπο διαχειριστήκατε στο παρελθόν τις απώλειες πολύ αγαπημένων σας προσώπων; 
-Πολύ άσχημα. Πολύ βαριά. Και με μεγάλη κατάθλιψη. Άλλαξε όλη μου η ζωή. Κι όταν μιλάμε για απώλειες, εννοώ την απώλεια του Άθου Δημουλά. Καμία άλλη απώλεια δεν είναι τέτοιας βαρύτητας όσο η απώλεια ενός ανθρώπου με τον οποίο ζει κανείς 35 χρόνια και ξαφνικά δεν υπάρχει. Δεν είναι απλό πράγμα, είναι εφιαλτικό.
-Υπάρχει κάποιος τρόπος που να απαλύνει αυτός ο πόνος; 
-Ευτυχώς ο χρόνος βάζει το χεράκι του και δεν έχουμε αυτή την οξύτητα του πόνου που μοιάζει με τρέλα -γιατί δεν ξεχνάμε. Κι είναι τρέλα, ειδικά τον πρώτο καιρό, γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις τι έχει συμβεί. Πώς χάθηκε ένας άνθρωπος. Δεν είναι εύκολο. Είναι τρομακτική και αδύνατη η περιγραφή του αισθήματος που παίρνει τη θέση αυτής της απώλειας.
-Πονέσατε πολλές φορές στη ζωή σας; 
-Το έχω λίγο εύκολο αυτό. Δεν μου κάνει κόπο να πονέσω. Ίσως ξεπονάω εύκολα για τα μικρά πράγματα. Αλλά, τελοσπάντων, πρέπει να πω ότι είμαι ευπαθής, είμαι εύθικτη στον πόνο.
-Τότε τι είναι η χαρά; 
-Είναι κάτι εντελώς στιγμιαίο. Χαρά είναι να μπορείς να εκτοπίζεις τις ανησυχίες.

11.4.17

ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ: "ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ"

Σάββατο της πανσελήνου, φοράει το πολύχρωμό της φόρεμα, τα μαύρα της γυαλιά -για λίγο, για τα πρώτα 5 λεπτά- πιάνει τα μαλλιά της κότσο, ζητάει καφέ και κάθεται απέναντί μου χαμογελώντας ζεστά, σ’ εκείνο τον υπέροχο «Μπλε Παπαγάλο» του Μεταξουργείου. «Είναι η πρώτη συνέντευξη που κάνω το φετινό Καλοκαίρι από κοντά», μου λέει. «Ο χρόνος, οι συνθήκες, τρέχουμε συνεχώς με την ομάδα μου…». Λέμε κάτι γενικό, κάτι για τα ζώδια -κριός με ωροσκόπο κριό εκείνη-, για τον καιρό, τη μεγάλη επιτυχία των συναυλιών της, την λατρεία της στους Κύπριους που την αγκάλιασαν απ’ την αρχή της πορείας της με πολύ μεγάλη αγάπη, ακουμπάει την πλάτη της στην καρέκλα, μα απ’ την πρώτη ερώτηση γέρνει ξαφνικά το σώμα της μπροστά και κοιτιόμαστε στα μάτια από απόσταση μερικών μόνο εκατοστών.  
-Ανήκες ποτέ στο μαντρί, στο βοσκό και στο λύκο;
-Φυσικά. Κατά καιρούς έχω περάσει και απ’ τα τρία.
-Πως τα προσδιορίζεις;
-Εάν μπορέσεις να κρατήσεις ελεύθερο το μυαλό σου, ακόμη και σε ένα περιβάλλον καταπίεσης, είναι ένα σχολείο το οποίο επιδρά στην μετέπειτα ζωή σου και στο πώς αποφασίζεις -όταν πραγματικά γίνεις ελεύθερος-, ώστε να διαχειριστείς τον εαυτό σου.
-Τον διαχειρίζεσαι εύκολα;
-Πλέον ναι.
-Παλιά;
-Όχι. Καθόλου. Δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Όχι σε επίπεδο πειθαρχίας, αλλά είχα ανησυχίες, φοβίες και άγχη που δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ. Τώρα πια έχω μεγαλώσει και όλο αυτό μέσα μου έχει καταλαγιάσει, έχει βρει τα πατήματά του κι έτσι μπορώ να κουμαντάρω πολύ πιο εύκολα τον εαυτό μου στις δύσκολες στιγμές.
-Ήσουν άτακτο παιδί; Ζωηρό;
-Τρομερά άτακτη, τρομερά ζωηρή, αλλά όχι αντιδραστική. Σαν παιδί είχα μια τρομακτική υπερκινητικότητα, ήμουνα συνέχεια σε εγγρήγορση, αλλά όχι στο πλαίσιο του να κάνω αλητεία ή πράγματα κωλοπαιδίστικα. Στη σκηνή δε φαίνεται; Δεν μπορώ να σταθώ ψύχραιμη μπροστά στο μικρόφωνο και να τραγουδήσω – μου είναι αδύνατον!
-Σταματάς ποτέ να σκέφτεσαι;
-Ποτέ! Ακόμη και όταν κοιμάμαι, στον ύπνο μου, παρατηρώ πως όλα μου τα όνειρά σχετίζονται με την πραγματικότητα, με την καθημερινότητα, δίνοντας λύσεις, απαντήσεις, ενώ τίθενται και καινούργια ερωτήματα. Δεν ησυχάζω ούτε στον ύπνο μου. Κι όλο αυτό με εξουθενώνει.
-Τότε δεν κοιμάσαι…
-Μα, γι αυτό και έχω την ανάγκη να κοιμηθώ πολλές ώρες – είναι ο χρόνος που δεν διαπραγματεύομαι καθόλου. Ο βασικός «όρος» για να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι είναι να ‘χω κοιμηθεί το λιγότερο 8 ώρες. Το μόνο μέρος στον κόσμο που με ηρεμεί, εκεί όπου και ο ύπνος μου ακόμη γίνεται διαφορετικός, είναι η Φολέγανδρος. Δεν είμαι από ‘κει, αλλά είναι το νησί μου. Κι αυτό συνέβη απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το μέρος. Κάτι μου κάνει μέσα μου και ηρεμεί το μυαλό μου.

ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ: "ΣΑΜΠΟΤΑΡΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ"

Η πιο ιδιαίτερη -ροκ, τζαζ, σόουλ- φωνή των 90s’ και 00s’ δεν έχει χάσει τίποτα από τη «φωνάρα» εκείνη που ανακάλυπτε τότε αμήχανα η ελληνική μουσική, απ’ τις πρώτες κιόλας νότες που ακούγονταν στις «ενοχές» ή στο «φοβάμαι». Αυτές τις μέρες επιστρέφει στο φανατικό κοινό της που την περίμενε με ανυπομονησία, μετά από 6 χρόνια δισκογραφικής αποχής.

Ένα «αυστραλόπουλο» στην Ελλάδα
«Στη ζωή μου ήμουν στα άκρα: έχω βιώσει και τον μεγαλύτερο πόνο, αλλά και την μεγαλύτερη χαρά. Και τα δύο, όμως, τα αντιμετωπίζω το ίδιο. Γιατί είναι γειτονάκια. Γιατί τα πικ των συναισθημάτων ζούν δίπλα δίπλα. Από μικρή το ήξερα αυτό, αφού υπήρξα ένα παιδί μεγαλωμένο σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Με δύο γονείς πάρα πολύ αυστηρούς, με μία μητέρα -η οποία εργαζόταν ως καθαρίστρια σε ένα νοσοκομείο στην Αυστραλία- υπερβολικά χριστιανή ορθόδοξη, με έναν πατέρα, μηχανικό αυτοκινήτων τότε, που νόμιζε ότι τα παιδιά του θα γίνουν ναρκομανείς και θα του φύγουν απ’ το σπίτι, πάντα τρέμοντας μήπως κάνουμε καμιά στραβή. Κι έτσι αναγκαστήκαμε να παλέψουμε μόνες μας με την αδελφή μου, για να κάνουμε τελικά αυτό που θέλαμε. Σκέψου ότι ο μπαμπάς μου ονειρευόταν να τελειώσω το πανεπιστήμιο για να μου ανοίξει φροντιστήριο. Κι έτσι την επιτυχία των “Μπλε” την έμαθε πολύ πιο μετά, όχι όταν συνέβαινε. Ο πατέρας μου φοβόταν επίσης μήπως μυηθώ στο αυστραλέζικο σύστημα και παντρευτώ αυστραλό. Αυτό δεν το ‘θελε με τίποτα! Γι’ αυτό και μ’ έστειλε στην Ελλάδα.
Πολλές φορές αισθανόμουν λίγο ξέμπαρκη εδώ, σαν μια ξανθιά που ήρθε από την Αυστραλία για να κάνει αυτό που αγαπάει στη χώρα από όπου κατάγονταν οι γονείς της. Έτσι, όταν είχα έρθει από την Αυστραλία στην Ελλάδα, στα 17 μου, ένιωθα λίγο ξένη. Με φώναζαν “προσφυγάκι”, “αυστραλόπουλο”. Ενώ, απ’ την άλλη, στην Αυστραλία ήμασταν οι “the wogs”! Σπούδασα χορό, θέατρο, μουσική, κινηματογράφο, αλλά ονομάστηκα και συνειδητοποίησα ότι είμαι καλλιτέχνης, όταν έκανα κάτι και αυτό έγινε γνωστό. Θεωρώ πάντως ότι είμαστε παράξενοι οι καλλιτέχνες: “τρελοί”, κυκλοθυμικοί, μοναχικοί. Δεν θα μπορούσα, λοιπόν, να λέγομαι “καλλιτέχνης” αν δεν τα ‘χα κι εγώ αυτά. Και πιστεύω πως αν ερωτοτροπείς ωραία με το εργαλείο σου, δεν σκέφτεσαι ποιοι σε κοιτάνε από την κλειδαρότρυπα για να δεις αν τους αρέσεις.
Όχι, ποτέ δεν φοβήθηκα μήπως χάσω αυτό για το οποίο ξεκίνησα, αλλά φοβήθηκα μήπως χάσω εμένα! Και κινδύνευσα. Στην αρχή, με τους “Μπλε”. Γιατί έγινε απότομα όλο αυτό. Με τις “Ενοχές”, το μπαμ συνέβη πολύ γρήγορα».

ΕΛΕΝΗ ΡΑΝΤΟΥ: "ΚΑΝΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑΕΙ Ο ΑΛΛΟΣ"

Κάποτε είχε γραφτεί κάτι καίριο για εκείνην: «όταν βγαίνει η Ράντου, νιώθεις ότι είναι ένα θεατής που σηκώνεται απ’ την καρέκλα του και ανεβαίνει επάνω στη σκηνή!». Αυτό αισθάνεται και η ίδια: μία καθημερινή γυναίκα που, κάθε βράδυ, λέει μια ιστορία. Και, όπως συμβαίνει πια στο τέλος, σε όλες της τις παραστάσεις, οι θεατές στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στην Αγίου Κωνσταντίνου, την χειροκροτούν πάντοτε όρθιοι για τη «Φιλουμένα» της, στις συνεχείς υποκλίσεις που την αναγκάζουν να κάνει κάθε φορά.
-«Είχες πολλή αγάπη, αλλά εσύ δεν έμαθες ν’ αγαπάς», λέγεται κάπου μέσα στην «Φιλουμένα». Μαθαίνεται η αγάπη;
-Δεν εκπαιδεύεται κανείς να μάθει ν’ αγαπάει. Αλλά, αν αγαπηθεί πολύ, μπορεί να πάρει ένα μάθημα για το πώς αγαπάνε. Δεν είναι εύκολο. Καμιά φορά όμως συμβαίνει, όταν ο άνθρωπος φτάσει σε οριακό σημείο, αν αρρωστήσει, αν βρεθεί σε ένα τροχαίο, αν αντιμετωπίσει το θάνατο. Εκεί μαθαίνει είτε να αγαπάει -να γαληνέψει η ψυχή του και να ηρεμήσει- είτε να μισεί, θυμώνοντας πολύ και με όλους.
-Έχουν συμβεί οριακά πράγματα στη ζωή;
-Τόσα όσα στον περισσότερο κόσμο. Όχι κάτι παραπάνω. Ναι, είναι δύο τρία πράγματα που μου ήταν οριακά.
-Και έχασες τον έλεγχο;
-Μου ‘χει τύχει οριακή εμπειρία, για την οποία είχα τέτοια άρνηση να την διαχειριστώ, που την απώθησα εντελώς. Μετά από 20 χρόνια κατάλαβα πόσο με είχε στιγματίσει. Κάθε φορά, αντιδράς αλλιώς. Ανάλογα με την ωριμότητα της στιγμής αλλά και με το γεγονός.
-Διαχειρίζεσαι εύκολα τα συναισθήματά σου;
-Θέλω να έχω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Δεν τα βγάζω πέρα καλά με τα συναισθηματικά. Ίσως γι’ αυτό και είμαι τόσο πολύ συναισθηματική στις παραστάσεις, γιατί το εκτονώνω εκεί. Είναι μερικά που με ξεπερνάνε. Κι όταν αυτό συμβαίνει, δεν τα κάνω καλά τα πράγματα. Νομίζω ότι με τα χρόνια, και λόγω αυτής της δουλειάς, αν κάτι έχει πειραχτεί άσχημα επάνω μου, είναι το νευρικό μου σύστημα – η διαχείριση του άγχους μου, γίνεται όλο και πιο οριακή μεγαλώνοντας. Ίσως, όμως, γι’ αυτό βγαίνουν και καλές δουλειές. Επειδή αγχώνομαι για τα πάντα, για την παραμικρή λεπτομέρεια. Είναι παθολογική η σχέση μου πια με το άγχος.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ: "ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ ΤΙΣ ΡΥΤΙΔΕΣ ΜΟΥ"

Βρίσκεται μποτιλιαρισμένη κάπου στην Πανεπιστημίου, στη διαδρομή απ’ την Καλλιθέα όπου μένει μέχρι το Θέατρο Ζίνα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ώστε να βρεθεί στις πρόβες της για το «Κτελ» με το οποίο θα βρίσκεται το Καλοκαίρι σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Απολογείται για τη μικρή καθυστέρηση, καθόμαστε σε ένα μικρό ταβερνάκι, παραγγέλνει σούπα με καρότο και κοτόπουλο γιατί την πονάει το στομάχι της, ακούμε ειδήσεις απ’ το ανοιχτό ραδιόφωνο, και ξεκινάμε να συζητάμε για την συγκέντρωση που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Σύνταγμα. «Θεωρώ ότι γίνονται πολύ μεγάλες προσπάθειες και εγώ έχω εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται στην κυβέρνηση», μου αναφέρει. «Δεν είμαι εμπλεκόμενη πουθενά, δεν μου αρέσουν οι τίτλοι, αλλά θεωρώ πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν ευγενή πρόσωπα, τα οποία είναι διαφορετικά από τους πολιτικούς που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε. Μας έχουν κάνει κοινωνούς στο έργο τους και νιώθω ότι δεν ζούμε πια στο σκοτάδι. Κάνουν αγώνα, παλεύουν για να κερδίσουν κάτι για τη χώρα μας!».
Στο θέατρο φέτος υποδύεται τη Λίλα Καμπάνα, τη γυναίκα του Αντώνη Τόνγκα (σ.σ Νίκου Μουτσινά) και εξομολογείται πως εκείνη γελάει πιο πολύ στη ζωή της με το απρόβλεπτο, το παράξενο, με όσα δεν καταλαβαίνουν οι πολλοί αλλά οι λίγοι, με τα επιτραπέζια παιχνίδια που παίζει τα βράδια με τους φίλους της.
-Είχες ανάγκη την κωμωδία φέτος;
-Πολύ! Μ’ αρέσει να γελάει ο κόσμος! Για δύο χρόνια είχα υπηρετήσει με την ψυχή και το σώμα μου το μονόλογο της «Γωγώς», ένα έργο πιο πολύ δραματικό παρά κωμικό κι ένιωθα τώρα την ανάγκη να επιστρέψω στα παλιά μου λημέρια. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν νιώθεις μοναξιά.
-Γιατί αισθάνεσαι μοναξιά;
-Είμαι σε μία φάση της ζωής μου, εδώ και πολύ καιρό, που δεν θέλω να κάνω τα αυτονόητα, ούτε να υπακούω στους «νόμους». Θέλω να κάνω ό,τι μ’ αρέσει! Μεγάλωσα πια. Κι η συνειδητοποίηση όλου αυτού εμπεριέχει και τη μοναξιά. Το να λες -με βεβαιότητα- «όχι», είναι ένα κέρδος πλέον για μένα. Στο παρελθόν, σε ό,τι αφορά στην τέχνη μου, δεν μπορούσα να το λέω με ευκολία, για τον απλούστατο λόγο ότι έπρεπε να δουλέψω. Μη σου πω ότι -αν και με δυσκολία και παρασυρόμενη από συναισθηματισμό- πιο εύκολα έλεγα στη ζωή μου τα «δεν μπορώ» και «δεν θέλω» παρά στη δουλειά μου.

5.3.17

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ: "ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ"

Στο μυαλό μου είχα τα τραγούδια της, σκορπισμένους ήχους και στίχους από την 35χρονη πορεία της. Ελάχιστα λόγια θυμόμουν από συνεντεύξεις της, από τη δημόσια έκφραση αυτής της ντίβας έξω από τη μουσική της. Έτσι πήγα στο ραντεβού μας.
Την ίδια μέρα, είχε πάει σε κηδεία. Μιας φίλης της μαμάς της, φίλη και δική της. Βρεθήκαμε απόγευμα. Στο «Αλάτσι» της οδού Βρασίδα, σ’ ένα μικρό στενάκι κοντά στο σπίτι της. Στο τραπέζι βάλαμε κόλλυβα. Μέσα σε ένα βαθύ λευκό πιάτο ανακατεμένα μαζί σιτάρι, καρύδια, σταφίδες μαύρες και ξανθές, σπόροι από ρόδι, μπόλικη ζάχαρη άχνη. Αν και τίποτα δεν σχετιζόταν με ό,τι είχε προηγηθεί στο δικό της πρωινό, στο «νάπαυσον, Θες τν δολόν σου, κα κατάταξον ατν ν Παραδείσ, που χορο τν γίων Κύριε, κα ο Δίκαιοι κλάμψουσιν ς φωστρες· τν κεκοιμημένον δολόν σου νάπαυσον». Αλλά με κάτι σα νοστιμιά. Ή μνήμη. Σαν δικά της να ‘ταν όλα. Της είπα: «Είστε εξοικειωμένη με το θάνατο;». Μου είπε: «Δεν είμαι καθόλου εξοικειωμένη». Της είπα: «Ούτε τον αντιμετωπίζετε ως κάτι το φυσικό;». Μου είπε: «Αυτό είναι μία λογική σκέψη, δεν είναι συναισθηματική. Η ψυχή λέει άλλα. Ο θάνατος δεν έχει καμία λογική. Όπως και η γέννηση. Με το θάνατο δεν συμβιβάζεσαι ποτέ». Της είπα: «Ούτε με το θάνατό του μπαμπά σας συμβιβαστήκατε ποτέ; Ήταν ένα γεγονός που συνέβη στα 10 σας χρόνια…». Μου είπε: «Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά…». Γκρίζα ζώνη. Ούτε μαύρη ούτε άσπρη. Κάτι το ενδιάμεσο. Χτύπησα σχεδόν όλες τις «πόρτες», στη μιάμισης ώρας συνάντησή μας. Να δω ποιες «άνοιγαν», ποιες ήταν «κλειστές», ποιες «μισάνοιχτες». Κάποιες ήταν ορθάνοιχτες, άλλες ερμητικά κλειδωμένες-και έτσι θα παρέμεναν-, σαν ένα εχθρικό πολυβολείο λέξεων απέναντι στη δημόσια εικόνα της, στο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων πιστό κοινό της. Μου το εξήγησε, έπειτα από λίγα λεπτά: «Αυτό που κάνουμε είναι μία σύμβαση. Με ρωτάς, εγώ απαντάω, και αυτοπροστατεύομαι ταυτόχρονα. Εδώ δεν ξέρουμε τον εαυτό μας καλά καλά…». Γέμιζε ταυτόχρονα το κουτάλι με στάρι, αφήσαμε κενό μερικών δευτερολέπτων, δοκίμασε μια μπουκιά, «είναι πολύ νόστιμα» είπε, πρώτη μίλησε εκείνη: «Ξέρεις, οι άνθρωποι της τέχνης έχουν πολλά σκοτάδια μέσα τους. Και τα ξορκίζουν με την τέχνη τους».
-Είστε μοναχική;
-Είμαι ένας αισιόδοξος μοναχικός άνθρωπος. Που του αρέσει το φως. Όχι το σκοτάδι. Οι μελαγχολίες του κάθε ανθρώπου, αλλά και του καλλιτέχνη, είναι εκεί συνεχώς, δεν φεύγουν. Απλώς, ο καλλιτέχνης τις μετουσιώνει.
-Αυτές είναι οι ωραιότερες περίοδοι της ζωής σας;
-Οι ωραιότερες περίοδοι της ζωής μου είναι οι σιωπές. Οι σιωπηλές περίοδοί μου είναι πολύ σημαντικές και πολύ μεγάλης ηρεμίας. Και δημιουργικότητας. Είτε καλλιτεχνικής είτε προσωπικής ολοκλήρωσης.
-Τις επιδιώκετε κιόλας;
…Με επισκέπτονται συχνά.
-Η μουσική δεν είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητά σας;
-Όχι. Είναι συνυφασμένη με την ψυχή μου. Η μουσική δεν είναι background στη ζωή μου. Δεν είναι ένα «χαλί» πίσω από την καθημερινότητα, αλλά κάτι πολύ ζωτικό. Υπάρχουν περίοδοι της ζωής μου που δεν ακούω καθόλου μουσική. Οπότε και διακόπτουμε τη σχέση μας. Για να την ανανεώσουμε αμέσως μετά.
-Δεν είναι η ζωή σας;
-Είναι και αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν και διακοπές. Γι’ αυτό και, πολλές φορές, μαλώνουμε μεταξύ μας. Ξέρετε, υπάρχουν περίοδοι που δεν μπορώ να ακούσω μουσική. Καθόλου.
-Μήπως ακούτε την ωραιότερη μουσική στην απόλυτη ησυχία;
-Ίσως…Ο καθένας έχει μία σχέση ερωτική με την τέχνη που αγαπάει. Δεν είναι ποτέ ίδια η μία περίοδος με την άλλη. Γιατί αυτή είναι μία σχέση που σε καθορίζει.

ΘΕΜΗΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ: Η ΝΥΧΤΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΓΙΑΣΕΜΙ


Ο 57χρονος λαϊκός τραγουδιστής, μία από τις μεγαλύτερες φωνές που γέννησε ποτέ η ελληνική δισκογραφία, παραδέχεται στη σπάνια συνέντευξή του στο «thema people» πως παραμένει εραστής του τραγουδιού και «υπηρέτης» της αγάπης του κόσμου στα διαχρονικά του τραγούδια.
Τα μαύρα του παπούτσια είναι καλογυαλισμένα, το λευκό του πουκάμισο έχει τσάκιση στο σωστό σημείο, το σκουρόχρωμό του κοστούμι μοιάζει σα να βγήκε μόλις, προσεκτικά, από νάιλον καθαριστηρίου. Στέκεται στην πίστα του «Premiera Live» της λεωφόρου Συγγρού, κρατάει στα χέρια του γαρύφαλλα, τα πετάει κάπου, πίνει λίγο απ’ το χαμηλό ποτήρι με ουίσκι και πάγο που βρίσκεται τοποθετημένο επάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι κοντά στους μουσικούς του, τραβάει μια ρουφηξιά απ’ το μισοσβησμένο τσιγάρο που του είχαν ανάψει λίγο πριν και ξεκινά να τραγουδάει «μα που να πάω», «απόλυτος έρωτας», «μη ζητάς πολλά», «πονάμε όσοι αγαπάμε», «η νύχτα μυρίζει γιασεμί». Φωνή στέρεη, αυθεντικά λαϊκή, που κάνει επικίνδυνες στροφές μεταξύ του έντονου συναισθηματισμού του και της σωστής τοποθέτησης της φωνής του -της γεμάτης βιωμάτων-, επιβεβαιώνοντας το μύθο της «κλασσικής αξίας» που συνεχίζει να τον ακολουθεί όπου εμφανίζεται. 
«Το “Μα που να πάω” είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια», θα μου πει λίγο αργότερα στο καμαρίνι του. «Το συγκεκριμένο, κάποια στιγμή, με ξανάφερε πάλι κοντά στον κόσμο. Στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε, από επιλογή μου, δεν έβγαινα στην τηλεόραση, δεν εμφανιζόμουν σε εκπομπές, σπάνια έδινα συνεντεύξεις. Μα, και τώρα, πέρα από ένα αφιέρωμα που μου έκανε ο Σπύρος Παπαδόπουλος πριν από λίγους μήνες, έχω πολύ καιρό να δώσω συνέντευξη και να εκτεθώ. Δεν μου αρέσει η αναίτια δημοσιότητα! Ωστόσο, ακόμη και σε δύσκολες περιόδους της ζωής μου, τα είχα με τέτοιο τρόπο κατανεμημένα μέσα μου τα πράγματα, που δεν έχανα ποτέ μου την καλή μου ψυχολογία, τις ισορροπίες μου. Ναι, υπήρξαν στιγμές που είχα κάποια προβλήματα -είτε οικονομικά είτε συναισθηματικά- αλλά όλα είναι μέσα στη ζωή. Και αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίζεις με αισιοδοξία και ψυχραιμία».
Ταλέντο από παιδί
Ο Θέμης Αδαμαντίδης πάντοτε καταλάβαινε, ακόμη και υποσυνείδητα, ότι ήταν καλός τραγουδιστής, αναγνωρίζοντας στον εαυτό του τη σπουδαιότητα της φωνής του – κάτι που είχαν παραδεχτεί, άλλωστε, με δημόσιες αναφορές τους, τόσο ο Στέλιος Καζαντζίδης, όσο και ο Στράτος Διονυσίου, των οποίων υπήρξε και ο ίδιος μεγάλος θαυμαστής. «Συνειδητοποίησα ότι τραγουδάω καλά από 10 χρονών. Τότε ζούσαμε με την οικογένειά μου στη Νότιο Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ, αν και είχα γεννηθεί στην Καισαριανή. Σκέψου ότι από 12 χρόνων έβγαινα και τραγουδούσα Μπιθικώτση, Πάριο, Στράτο, Στελλάρα. Ήταν ένα δώρο της φύσης που μου δόθηκε απλόχερα και ευχαριστώ κάθε μέρα το Θεό γι’ αυτό. Για να καταλάβεις, πιτσιρικάς δεν είχα κανένα άλλο όνειρο! Το μόνο που έλεγα σε όσους με ρωτούσαν ήταν “θέλω να γίνω τραγουδιστής!”».
Θυμάται ότι τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο το 1971, μέσα σε ένα πλοίο, γυρίζοντας από τη Νότιο Αφρική στην Ελλάδα. Το «Να η ευκαιρία», στο οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο, στα 21 του χρόνια, τραγουδώντας το «Θα με θυμηθείς» των Γιάννη Σπανού και Πυθαγόρα, ήταν το κομβικό εκείνο σημείο της καριέρας του που του άλλαξε τη ζωή. «Δεν είχα άγχος αν θα γίνω ποτέ μου τραγουδιστής, αλλά ήξερα μέσα μου πως θα συνέβαινε, πως θα ‘κανα επιτυχία, πως θα γινόμουν γνωστός στον κόσμο και θα έκανα δισκογραφία. Αν δεν ήταν τότε το “Να η ευκαιρία” μπορεί να γινόταν λίγο αργότερα. Αλλά σίγουρα θα συνέβαινε!»
Με αφορμή την πρόσφατη ερμηνεία του «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί» των Μάριου Τόκα και Σαράντη Αλιβιζάτου από τον παίκτη του “The Voice” Πέτρο Παναγούλη και τον ενθουσιασμό του Μιχάλη Κουινέλη των Stavento που ακολούθησε, ζητάω την άποψή του για τα σημερινά μουσικά παιχνίδια. «Συμφωνώ στο να γίνονται, φτάνει να μην συμβαίνουν υπερβολές», λέει. «Η ελληνική αγορά είναι περιορισμένη. Τα κανάλια δεν πρέπει να κοιτάνε μόνο πόσα χρήματα θα βγάλουν από τις συγκεκριμένες εκπομπές αλλά και πώς θα βοηθήσουν αυτά τα παιδιά. Δεν είναι δυνατόν να βγάζουν 10 νέες φωνές και να αξίζουν και οι 10! Το να πεις “μπράβο” σε ένα νέο παιδί -ακόμη και τέλεια να έχει πει κάποιο τραγούδι- είναι υπερβολικό, κατά τη γνώμη μου. Αυτά μπορεί να δημιουργήσουν χάσματα και περίεργες καταστάσεις στα παιδιά, που να μην είναι ευχάριστες στη μετέπειτα ζωή τους. Κι ύστερα είναι και το άλλο: πώς θα μοιραστούν όλα αυτά τα παιδιά στη νύχτα, που σχεδόν μας έχει πει καληνύχτα;». 
Κάνει τις συγκρίσεις του τότε με το σήμερα. Τη διασκέδαση, τα νυχτερινά μαγαζιά, τους επιχειρηματίες. «Τότε υπήρχε σεβασμός στον κόσμο, φτιάχνονταν προγράμματα με ρεπερτόριο. Δεν διανοούμουν, για παράδειγμα, επειδή μία χρονιά έκανα πλατινένιο δίσκο, ότι θα μπει το όνομά μου πιο πάνω από τον Διονυσίου, τον Μενιδιάτη, τη Διαμάντη ή τον Ζαμπέτα. Ή ότι θα κρατούσα μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος από εκείνους, επειδή πολύς κόσμος ερχόταν μόνο για μένα. Σήμερα όμως, ως επί το πλείστον, αυτοί οι στοιχειώδεις κανόνες έχουν καταργηθεί. Θυμάμαι ότι τραγουδούσε ο Διονυσίου “βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, κι εγώ έβγαινα από το καμαρίνι μου για να τον παρακολουθήσω πίσω από τις κουρτίνες, ώστε να μαθαίνω. Σήμερα αυτό σπανίζει στους νέους τραγουδιστές».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: DRIVING TO THE SKY


Στο τραπέζι υπήρχε καλαμάρι. Αθερίνα, γόπα, λαβράκι, τσιπούρα. Και χταπόδι κρασάτο. «Θέλεις ζιβανία;», του λέω. Θέλει. Του γεμίζω το χαμηλό ποτήρι. Πίνει λίγο, του καίει το στόμα. Πικραίνεται. «Τι έπαθες; Τέτοια δεν πίνατε με τον παππού, τη γιαγιά, τα αδέλφια σου -τον Κρίστοφερ και τον Αντώνη- όταν είχατε έρθει πάλι εδώ πριν από δύο βδομάδες;», τον ρωτώ. Χαμογελάει ξαφνικά. Κάπως ντροπαλά και αθώα. Τα μάτια του κάνουν μία περίεργη αντανάκλαση στον ήλιο απέναντι και χαϊδεύει το μούσι του. Λίγο θεατρικά. «Τώρα κατανοώ γιατί έχεις τόσο μεγάλο γυναικείο fan club!», συνεχίζω. Δεν απαντά.   
Στο λιμανάκι της Αγίας Νάπας, το παλιό ψαροχώρι που μετατράπηκε μετά το 1974 στο διασημότερο τουριστικό θέρετρο της Κύπρου, 80 περίπου χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού, τη Λευκωσία, δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη την Κυριακή. Μάλλον απ’ το απρόσμενο κρύο. «Ποτέ δεν χιονίζει εδώ!», είπε. Μου εξηγεί τη χαρά του να ψαρεύεις με καλάμι, την καθετή, το παραγάδι, τη συρτή, τις διαφορές τους. Ξέρει κι ένα μυστικό. Πως με σβηστή τη μηχανή του σκάφους και με το αεράκι να μας παρασέρνει, αφήνουμε το δόλωμα να κατέβει προς το βυθό, όταν φτάσει στο πυθμένα σημαδεύουμε την πετονιά, παρατηρούμε το βάθος στο βυθόμετρο, μαζεύουμε στα γρήγορα 2-3 μέτρα για να μην μας σκαλώσει το ψεύτικο ψαράκι, ενώ στη συνέχεια, μαζεύοντας αμέσως και χαλαρώνοντας, ανεβοκατεβάζουμε το δόλωμά μας έτσι ώστε να κινείται πάντα από 1 έως 5 μέτρα πάνω από τον πυθμένα. «Όταν θέλω να εμπνευστώ, να σκεφτώ, να δημιουργήσω, πρέπει να βλέπω θάλασσα. Είναι την ίδια στιγμή ήρεμη, αλλά και άγρια», λέει. Παιδί της και ο ίδιος. Ας μην εκπλήσσομαι.  
Εκεί μεγάλωσε. Ξέρει κάθε πέτρα, κάθε στενό, κάθε πλακόστρωτο που τον έκανε να παίρνει ανάσα απ’ τα βαρίδια που του έτυχαν στη ζωή. Του λέω για τον διάσημο πατέρα Βασίλειο της μικρής εκκλησίας. Φυσικά και τον ξέρει. Έχει κάνει πολλές συζητήσεις μαζί του, αν και δεν έχει εξομολογηθεί ποτέ του. Βάζει το κινητό του στο αθόρυβο, «να ‘χουμε την ησυχία μας», το βλέμμα του χάνεται στον αφρό, μετά σε μια τράτα, σε μια βάρκα βαμμένη μπλε, με το όνομα «Αντρέας» σε λευκό χρώμα στο πλάι. Ίδιο με εκείνο του 84χρονου παππού του. Και με το δικό του. Γεμίζει δεύτερη φορά το ποτήρι. «Αγαπάς πολύ τον παππού και την γιαγιά σου, ε;». «Εφόσον η μητέρα και ο πατέρας μου έχουν φύγει πια απ’ τη ζωή, η γιαγιά μου και ο παππούς μου είναι οι γονείς μου. Κι είναι οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι στον κόσμο! Πάντα είχα ιδιαίτερη σχέση μαζί τους – και ειδικά με τη γιαγιά μου. Από μωρό. Όταν έχω χρόνο και λέω πως θα τον αφιερώσω στην οικογένειά μου, εννοώ πάντα εκείνους. Άλλωστε, πιστεύω ότι η οικογένεια είναι η πιο σταθερή αξία στη ζωή μας, είναι οι άνθρωποι που θα μας αγαπάνε μέχρι να πεθάνουμε – είναι η ασφάλειά μας και το σημείο αναφοράς μας», μου εξηγεί.
Είναι πολύ γλυκός, ευγενικός, ήπιος – η συμπεριφορά του, οι κινήσεις του, έχουν κάτι το φυσικό. Καταλαβαίνω πως ταυτόχρονα το μυαλό του κάνει περίεργες σκέψεις, κάπου χάνεται, κοιτάει επίμονα τις αλλαγές στα χρώματα του ουρανού, μετά εμένα, ύστερα ξανά τα καΐκια, αφαιρείται ξανά. «Αν σ’ έχει πιάσει λίγο το αλκοόλ, τότε να κάνουμε και την κουβέντα μας…», λέω. «Δεν πίνω συχνά και με ζαλίζει αμέσως!», παραδέχεται. «A capella να το βγάλουμε», του προτείνω. Σαν ρόλος. Σαν μονόπρακτο. «Με πρωταγωνιστή την αλήθεια σου». Συμφωνεί. Και γεμίζει τρίτη φορά το χαμηλό ποτήρι.
ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
«Δεν αισθάνομαι επιτυχημένος. Γιατί, αν πω κάτι τέτοιο, θα είναι σα να καταργώ το στόχο μου. Κι είμαι απόλυτα συνειδητοποιημένος ότι κάποια πράγματα είναι εφήμερα. Αυτή την περίοδο, για παράδειγμα, πηγαίνουν πολύ καλά οι σειρές, ο κόσμος μας αγαπά. Σε δύο χρόνια, όμως, μπορεί να κάνω κάτι άλλο που να μην έχει την ίδια επιτυχία. Και αυτό είναι κάτι που με κρατά απόλυτα προσγειωμένο. Σημασία για μένα έχει να πραγματοποιώ ό,τι καλύτερο μπορώ στη δουλειά μου, να προσφέρω εκείνο που πρέπει στον κόσμο, ο οποίος έχει απαιτήσεις.
Όχι, δεν με φοβίζει η αποτυχία. Γιατί ξέρω πολύ καλά πως, αν δεν αποτύχεις, δεν μπορείς να επιτύχεις. Και έχω κάνει και αποτυχίες. Θα σου έλεγα μάλιστα πως στη ζωή μου είχα πιο πολλές αποτυχίες απ’ ό,τι επιτυχίες! Μπορεί να ξεκινάς για να κάνεις κάτι, έχοντας στο μυαλό σου κάποιο στόχο, ο οποίος τελικά να μην σου βγει έτσι όπως τον ονειρεύτηκες. Το σημαντικό, λοιπόν, εκείνη την περίοδο, είναι να κάνεις ένα απολογισμό, να σκεφτείς “τι πήγε λάθος; Τι ήταν αυτό που δεν έκανα σωστά;”. Κι έτσι κάνεις την αυτοκριτική σου. Και προχωράς».