Ο 57χρονος λαϊκός τραγουδιστής, μία από τις μεγαλύτερες φωνές που γέννησε ποτέ η ελληνική δισκογραφία, παραδέχεται στη σπάνια συνέντευξή του στο «thema people» πως παραμένει εραστής του τραγουδιού και «υπηρέτης» της αγάπης του κόσμου στα διαχρονικά του τραγούδια.
Τα μαύρα του παπούτσια είναι καλογυαλισμένα, το λευκό του
πουκάμισο έχει τσάκιση στο σωστό σημείο, το σκουρόχρωμό του κοστούμι μοιάζει σα
να βγήκε μόλις, προσεκτικά, από νάιλον καθαριστηρίου. Στέκεται στην πίστα του «Premiera Live» της λεωφόρου Συγγρού,
κρατάει στα χέρια του γαρύφαλλα, τα πετάει κάπου, πίνει λίγο απ’ το χαμηλό ποτήρι
με ουίσκι και πάγο που βρίσκεται τοποθετημένο επάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι
κοντά στους μουσικούς του, τραβάει μια ρουφηξιά απ’ το μισοσβησμένο τσιγάρο που
του είχαν ανάψει λίγο πριν και ξεκινά να τραγουδάει «μα που να πάω», «απόλυτος
έρωτας», «μη ζητάς πολλά», «πονάμε όσοι αγαπάμε», «η νύχτα μυρίζει γιασεμί».
Φωνή στέρεη, αυθεντικά λαϊκή, που κάνει επικίνδυνες στροφές μεταξύ του έντονου συναισθηματισμού
του και της σωστής τοποθέτησης της φωνής του -της γεμάτης βιωμάτων-,
επιβεβαιώνοντας το μύθο της «κλασσικής αξίας» που συνεχίζει να τον ακολουθεί όπου
εμφανίζεται.
«Το “Μα που να πάω” είναι ένα από τα αγαπημένα μου
τραγούδια», θα μου πει λίγο αργότερα στο καμαρίνι του. «Το συγκεκριμένο, κάποια
στιγμή, με ξανάφερε πάλι κοντά στον κόσμο. Στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε,
από επιλογή μου, δεν έβγαινα στην τηλεόραση, δεν εμφανιζόμουν σε εκπομπές,
σπάνια έδινα συνεντεύξεις. Μα, και τώρα, πέρα από ένα αφιέρωμα που μου έκανε ο
Σπύρος Παπαδόπουλος πριν από λίγους μήνες, έχω πολύ καιρό να δώσω συνέντευξη
και να εκτεθώ. Δεν μου αρέσει η αναίτια δημοσιότητα! Ωστόσο, ακόμη και σε
δύσκολες περιόδους της ζωής μου, τα είχα με τέτοιο τρόπο κατανεμημένα μέσα μου
τα πράγματα, που δεν έχανα ποτέ μου την καλή μου ψυχολογία, τις ισορροπίες μου.
Ναι, υπήρξαν στιγμές που είχα κάποια προβλήματα -είτε οικονομικά είτε συναισθηματικά-
αλλά όλα είναι μέσα στη ζωή. Και αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίζεις με αισιοδοξία
και ψυχραιμία».
Ταλέντο από παιδί
Ο Θέμης Αδαμαντίδης πάντοτε καταλάβαινε, ακόμη και
υποσυνείδητα, ότι ήταν καλός τραγουδιστής, αναγνωρίζοντας στον εαυτό του τη σπουδαιότητα
της φωνής του – κάτι που είχαν παραδεχτεί, άλλωστε, με δημόσιες αναφορές τους,
τόσο ο Στέλιος Καζαντζίδης, όσο και ο Στράτος Διονυσίου, των οποίων υπήρξε και
ο ίδιος μεγάλος θαυμαστής. «Συνειδητοποίησα ότι τραγουδάω καλά από 10 χρονών.
Τότε ζούσαμε με την οικογένειά μου στη Νότιο Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ, αν
και είχα γεννηθεί στην Καισαριανή. Σκέψου ότι από 12 χρόνων έβγαινα και
τραγουδούσα Μπιθικώτση, Πάριο, Στράτο, Στελλάρα. Ήταν ένα δώρο της φύσης που
μου δόθηκε απλόχερα και ευχαριστώ κάθε μέρα το Θεό γι’ αυτό. Για να καταλάβεις,
πιτσιρικάς δεν είχα κανένα άλλο όνειρο! Το μόνο που έλεγα σε όσους με ρωτούσαν
ήταν “θέλω να γίνω τραγουδιστής!”».
Θυμάται ότι τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο το 1971,
μέσα σε ένα πλοίο, γυρίζοντας από τη Νότιο Αφρική στην Ελλάδα. Το «Να η ευκαιρία»,
στο οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο, στα 21 του χρόνια, τραγουδώντας το «Θα με
θυμηθείς» των Γιάννη Σπανού και Πυθαγόρα, ήταν το κομβικό εκείνο σημείο της
καριέρας του που του άλλαξε τη ζωή. «Δεν είχα άγχος αν θα γίνω ποτέ μου
τραγουδιστής, αλλά ήξερα μέσα μου πως θα συνέβαινε, πως θα ‘κανα επιτυχία, πως
θα γινόμουν γνωστός στον κόσμο και θα έκανα δισκογραφία. Αν δεν ήταν τότε το “Να
η ευκαιρία” μπορεί να γινόταν λίγο αργότερα. Αλλά σίγουρα θα συνέβαινε!»
Με αφορμή την πρόσφατη ερμηνεία του «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί»
των Μάριου Τόκα και Σαράντη Αλιβιζάτου από τον παίκτη του “The Voice” Πέτρο Παναγούλη και
τον ενθουσιασμό του Μιχάλη Κουινέλη των Stavento που ακολούθησε, ζητάω την άποψή του για τα σημερινά
μουσικά παιχνίδια. «Συμφωνώ στο να γίνονται, φτάνει να μην συμβαίνουν υπερβολές»,
λέει. «Η ελληνική αγορά είναι περιορισμένη. Τα κανάλια δεν πρέπει να κοιτάνε
μόνο πόσα χρήματα θα βγάλουν από τις συγκεκριμένες εκπομπές αλλά και πώς θα
βοηθήσουν αυτά τα παιδιά. Δεν είναι δυνατόν να βγάζουν 10 νέες φωνές και να
αξίζουν και οι 10! Το να πεις “μπράβο” σε ένα νέο παιδί -ακόμη και τέλεια να
έχει πει κάποιο τραγούδι- είναι υπερβολικό, κατά τη γνώμη μου. Αυτά μπορεί να
δημιουργήσουν χάσματα και περίεργες καταστάσεις στα παιδιά, που να μην είναι
ευχάριστες στη μετέπειτα ζωή τους. Κι ύστερα είναι και το άλλο: πώς θα
μοιραστούν όλα αυτά τα παιδιά στη νύχτα, που σχεδόν μας έχει πει καληνύχτα;».
Κάνει τις συγκρίσεις του τότε με το σήμερα. Τη διασκέδαση,
τα νυχτερινά μαγαζιά, τους επιχειρηματίες. «Τότε υπήρχε σεβασμός στον κόσμο,
φτιάχνονταν προγράμματα με ρεπερτόριο. Δεν διανοούμουν, για παράδειγμα, επειδή
μία χρονιά έκανα πλατινένιο δίσκο, ότι θα μπει το όνομά μου πιο πάνω από τον
Διονυσίου, τον Μενιδιάτη, τη Διαμάντη ή τον Ζαμπέτα. Ή ότι θα κρατούσα μεγαλύτερο
μέρος του προγράμματος από εκείνους, επειδή πολύς κόσμος ερχόταν μόνο για μένα.
Σήμερα όμως, ως επί το πλείστον, αυτοί οι στοιχειώδεις κανόνες έχουν καταργηθεί.
Θυμάμαι ότι τραγουδούσε ο Διονυσίου “βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, κι εγώ
έβγαινα από το καμαρίνι μου για να τον παρακολουθήσω πίσω από τις κουρτίνες,
ώστε να μαθαίνω. Σήμερα αυτό σπανίζει στους νέους τραγουδιστές».
Ο Αδαμαντίδης, το
είδωλο
Οι περιγραφές όσων γνώριζαν τι συνέβαινε τη δεκαετία του ’80
με την περίπτωση του Θέμη Αδαμαντίδη μιλάνε για ένα «φαινόμενο», μία φωνή που
έκανε τεράστια επιτυχία και ακουγόταν παντού, ενώ θυμούνται ουρές από θαυμαστές
που τον περικύκλωναν, όπου κι αν πήγαινε, για ένα του αυτόγραφο που δεν περιοριζόταν
στα κλασσικά «χαρτάκια». Κατάφερε, από την αρχή της πορείας του, να κάνει
μεγάλη επιτυχία, να φτάσει μέχρι και τις 250 χιλιάδες πωλήσεις με το «Αγάπησέ
με», το «Κρήτη, Κέρκυρα και Νιο», το «γείρε στο πλάι μου». «Οι εκδηλώσεις
θαυμασμού των ανθρώπων ήταν συγκινητικές. Πολλές φορές, δεν μπορούσα να κινηθώ
από εκεί που βρισκόμουν, επειδή βρίσκονταν γύρω μου 500 άτομα που ήθελαν απλά
να μου σφίξουν το χέρι. Δεν πολυκυκλοφορούσα. Αλλά ακόμη και όταν έπρεπε να πάω
κάπου, προσπαθούσα αυτό να γίνεται διακριτικά», περιορίζεται να πει.
Παραδέχεται πως στην πρώτη του εκείνη, ιλιγγιώδη και μεγάλη
επιτυχία, από το πρώτο κιόλας τραγούδι που ερμήνευσε, πίστεψε πως ήταν
«κάποιος». Πως καβάλησε το καλάμι. Αλλά με το δικό του τρόπο. «Η διαφορά είναι
ότι αυτό συνέβη με την πάρτυ μου, όχι δείχνοντάς το στους άλλους. Δεν το
εκδήλωνα στην καθημερινότητά μου, δεν ήμουνα ποτέ “ο σταρ”, ο καβαλημένος. Με
το κοινό, παρέμενα προσγειωμένος. Ήμουνα “σταρ” μόνο με τον εαυτό μου και το
θεωρώ και λογικό, στην ηλικία που ήμουν τότε και με την επιτυχία που γνώριζα,
να αισθάνομαι κάπως ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια. Αλλά -κι αυτό έχουν να το λένε
όλοι όσοι με ξέρουν- δεν πείραξα ποτέ κανέναν, δεν ασχολήθηκα ποτέ μου με
κανενός άλλου την καριέρα, με κανενός άλλου την τύχη. Επίσης, τα χρήματα ποτέ
δεν τα αγάπησα. Ήθελα μόνο να με εξυπηρετούν. Μπορεί να έδινα και όλο το
μεροκάματό μου κάπου, αν έβλεπα ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα».
Ιεράρχηση αξιών
Σήμερα δε νιώθει κάτι για τους πλατινένιους και χρυσούς του δίσκους.
Δεν θυμάται καν που τους έχει φυλαγμένους – αν είναι κάπου μέσα στο σπίτι του ή
ξεχασμένοι αλλού. Μόνο όσα έχει ερμηνεύσει διατηρεί ακόμη στη μνήμη του. «Αισθάνομαι
μεγάλη ικανοποίηση όταν, ορισμένα από τα τραγούδια που έχω ερμηνεύσει,
συνεχίζει να τα τραγουδάει ο κόσμος και να αρέσουν 35 χρόνια μετά αφότου
κυκλοφόρησαν, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πλέον διαχρονικά. Τους πλατινένιους
μου δίσκους τους είχα πάντα κάπου καταχωνιασμένους. Δεν επιθυμούσα να τους
βλέπουν οι γιοι μου. Γιατί επεδίωκα να αισθάνονται ότι ο πατέρας τους είναι όπως
όλοι οι άλλοι πατεράδες. Δεν ήθελα τα παιδιά μου να νιώθουν καταπιεσμένα. Και τα
μεγάλωσα με τέτοιο τρόπο που κατάλαβαν ότι κάνω αυτή τη δουλειά μόνο όταν τους
το είπαν τα άλλα παιδάκια στο σχολείο. Μέχρι τότε δεν ήξεραν καν τι κάνω ή τι
γίνεται με τον κόσμο».
Οι μεγαλύτεροι γιοι του Θέμη Αδαμαντίδη, ο Μάρκος και ο
Αντώνης, είναι 28 και 22 χρόνων, ενώ έχει και άλλα δύο μικρότερα αγόρια, το
Θέμη και τον Θέμη-Γεώργιο ηλικίας 5 και τρεισήμισι χρόνων για τα οποία νιώθει υπερήφανος,
αν και δεν θέλει να αναφέρει δημόσια πολλά για εκείνα ή την προσωπική του ζωή,
«ώστε να είναι προστατευμένη». «Τα μικρότερα παιδιά μου μού έδωσαν μια
καινούργια δύναμη, ώθηση και όρεξη. Σπαταλάω πολύ χρόνο μαζί τους! Η
καθημερινότητά μου είναι αφιερωμένα σε εκείνα, στις βόλτες μας -κυρίως στη
θάλασσα-, στις κουβέντες που κάνουμε, στα παιχνίδια τους».
Ο τρόπος, ωστόσο, που ερμηνεύει τα ερωτικά του τραγούδια,
δείχνει να έχει ερωτευτεί πολύ και ο ίδιος. Συμφωνεί με την παρατήρησή μου.
«Βεβαίως και έχω ερωτευτεί! Ο έρωτας, όταν μου συμβαίνει, παίρνει στη ζωή μου
την πρώτη θέση!», αναφέρει καθώς φοράει το λευκό του πουκάμισο για να ξαναβγεί
στην πίστα.
«Σας αρέσει που σας θεωρούν μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή;», τον
ρωτάω έξω απ’ το καμαρίνι του. «Ήταν το όνειρο της ζωής μου να γίνω τραγουδιστής!
Δεν είμαι φιλόδοξος και δεν αισθάνομαι
ότι έχω κάποια κενά στην καριέρα μου. Δεν με νοιάζουν οι δόξες! Αυτό που μ’
ενδιαφέρει είναι να ζω όμορφα, γιατί εκεί είναι η ουσία. Μία φορά ζω! Αν
κοιτούσα μόνο την καριέρα μου, όπως κάνουν οι περισσότεροι τραγουδιστές σήμερα,
όταν θα έφτανε το τέλος θα ήθελα άλλη μια ζωή για να τη ζήσω μόνο για μένα»,
λέει ενώ ήδη ακούγονται απ’ την πίστα οι πρώτοι ήχοι απ’ το μπουζούκι στο «σαν
σημαδέψεις αετό» του Μάριου Τόκα.
Δημοσίευση στο "Πρώτο Θέμα" (ένθετο "Thema People"), τον Απρίλιο του 2015. Φωτογραφίες: Στέλιος Κρεβατόπουλος. http://www.protothema.gr/stories/article/466267/themis-adamadidis-ki-i-nuhta-murizei-giasemi/