29.2.16

ΑΓΝΟΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ


Τις προάλλες μου είπαν για την εξέλιξη της ιστορίας του Παντελή – ενός λαμπρού αγοριού με ξανθές μπούκλες και κοφτερό μυαλό, πάντοτε αριστούχος στο Λύκειο Κύκκου Β’ στο οποίο υπήρξαμε συμμαθητές, σημαιοφόρος, παραστάτης σε σχολικές γιορτές, ο «νέος-υπόδειγμα», η «ελπίδα του μέλλοντός μας», ο «δείτε πόσο έξυπνος είναι, εσείς γιατί δεν μπορείτε;», ο επουράνιος. Έπαινοι, βραβεία, υποτροφίες που περίμεναν υπομονετικά μήπως και γίνει «κορνίζα» στις μελλοντικές φιλοδοξίες που έδειχναν να μην έχουν τέρμα, ήθος και φως, αλλά και με μία ελαφριά έπαρση, κάπως δικαιολογημένη ως λεία πέτρα που ήταν επάνω σε ένα χαλί απέραντης άμμου στην οποία όλοι οι κόκκοι της έμοιαζαν ίδιοι και που τίποτα -φαινόταν- δεν θα μπορούσε ποτέ να τη λιώσει ρίχνοντάς την στο ακύμαντο νερό. Ο Παντελής θα γινόταν αυτό που δεν μπορούσαμε οι υπόλοιποι, όσοι, δηλαδή, ανήκαμε στην φθηνή μάζα της στάχτης που μόλις είχε περάσει από πάνω της φωτιά: σταρ.

Αλλά δεν έγινε. Νοσηλεύτηκε κάποια στιγμή στο ψυχιατρείο της Αθαλάσσας, στο μεταξύ είχε τρυπήσει τα λάστιχα μιας καθηγήτριάς μας φιλόλογου «γιατί κάποτε του είχε βάλει 19 αντί 20 στ’ αρχαία ελληνικά», τον είχαν αποβάλει αργότερα από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο για κάτι αόριστο και ομιχλώδες που είχε συμβεί, ενώ τα βράδια αντί να διαβάζει Κομφούκιο που τόσο πολύ αγαπούσε προτιμούσε να γράφει με σπρέι σε κάτι εγκαταλελειμμένα σπίτια της οδού Ερμού που εφάπτονταν στην πράσινη γραμμή «αναρχία ή θάνατος». Κυκλοφορούσε σαν πένης -αν και ευκατάστατος-, μιλούσε απογοητευμένος για το Θεό και τις συμπτώσεις προσπαθώντας να εκλογικεύσει τη μοίρα του και καυχιόταν πως «η ζωή είναι αλλού».

Πράγματι. Ήταν αλλού. Έξω απ’ το μυαλό του.

Η τέχνη της υπομονής είναι σημαντικότερη οποιασδήποτε άλλης αρετής στο να κρίνεις τα αποτελέσματα των πράξεων – το να περιμένεις, δηλαδή, πώς κάποιος άνθρωπος φέρεται στα μεγάλα του ζόρια, όταν το σπίτι του θα παίρνει φωτιά και δεν θα μυρίζει πια λεβάντα και πράσινο τσάι. Όταν αποφασίζοντας έντρομος να βγει από το κλειστό δωμάτιο των χρυσών πολυελέων των γύρω του σχολίων οσμίζεται τον σάπιο αέρα της κανονικής ζωής και του κόβεται η ανάσα, για να καταντήσει διασωληνωμένος ενός παρελθόντος στο οποίο κάποτε υπήρξε πλανεμένα υγιής. Κι είναι η στιγμή εκείνη που θα πρέπει να αποφασίσει πώς θα διαχειριστεί το αιφνίδιο -ή λογικό-, ποιος θα σώσει ποιον, κι αν ο εαυτός υπερτερεί των γεγονότων. Αν θα καταντήσει παράσιτο ή απαραίτητος.

Ο Παντελής τα ‘χασε. Και δεν τα κατάφερε. Ήταν απλά ένα χαστούκι του χάους στο δάσος των καλυτερότερων του κόσμου.

Τον θυμήθηκα χθες την ώρα που έφτιαχνα ένα θέμα για τα 10 πιο εμπορικά ντεμπούτο άλμπουμς τραγουδιστών στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Εκπλάγηκα. Απ’ τις άλλοτε «ελπίδες» που έγιναν ρεαλισμός. Ο Στέλιος Διονυσίου, για παράδειγμα, είχε πουλήσει με το πρώτο του άλμπουμ 70 χιλιάδες αντίτυπα, το κοινό αναγνώριζε σε εκείνον τον «συνεχιστή του Στράτου» -τι φωνή!-, τραγουδούσε μαζί του το «ψηλά τα χέρια» ξηλώνοντας τα άλλοτε χρυσοποίκιλτα γαλόνια από άλλους και φορώντάς του τα βιαστικά στο πέτο – ο Μάριος Τόκας υπερηφανευόταν πως είχε ανακαλύψει την καινούργια ροή στο ποτάμι του «λαϊκού τραγουδιού» που το 1997 είχε φτάσει πια σε τέλμα. Κι είχε δίκιο.

Ο Στέλιος, δυστυχώς, δεν κατάφερε να επαναλάβει τον θρίαμβο του «θυμάμαι έναν πατέρα». Παραδέχτηκε σε μία πρόσφατη συνέντευξή του πως έκανε λάθη, πως «στα 23 μου χρόνια, το μυαλό μου ήταν στον Παναθηναϊκό, στα φιλαράκια μου και στις γκόμενες.  Η επιτυχία ήρθε σε μικρή ηλικία και δεν είχα το μυαλό και την εμπειρία να τη διαχειριστώ σωστά».

Είμαστε οι ατυχίες μας – αλλά και οι επιλογές μας.

Το είπε κι ο Κώστας Βουτσάς, που μόλις χθες παντρεύτηκε την Αλίκη του -συνεχίζοντας να ζει ευτυχισμένος και αειθαλής ως διαχρονικότερος όλων-, περιμένοντας το γιο του, στα 85 του χρόνια: «Όλα είναι θέμα μυαλού. Μόνο το 10% είναι ζήτημα ταλέντου. Δες πόσοι ατάλαντοι μεγαλούργησαν και πόσοι ταλαντούχοι χάθηκαν στα κράσπεδα της ανόητης διαχείρισης του δώρου που τους δόθηκε».   

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016. Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος. Μοντέλο: Christos for VN Models. 

22.2.16

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ: "ΠΟΝΑΝΕ ΠΟΛΥ ΤΑ ΔΕΙΛΙΝΑ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ"


Συναντηθήκαμε τυχαία την Τρίτη, σε κάποιο τηλεοπτικό πλατό. Προσκύνησα: «Θα μου πείτε την ιστορία σας, κύριε Μαργαρίτη;». «Γιώργος. Κομμένο το “κύριε”».

«Το λαϊκό τραγούδι είναι το φιλέτο μου. Υπάρχουν τραγούδια καψούρικα, τραγούδια κοινωνικά, τραγούδια ερωτικά, τραγούδια απλά και κατανοητά. Δεν αμφιβάλλω ότι κάποιοι ερωτεύτηκαν με τα τραγούδια μου κι άλλοι ξεπέρασαν τους χωρισμούς τους ακούγοντάς τα. Έτσι είναι: λειτουργούν καθαρτικά. Κι εγώ θέλω να μιλάω στη μάζα, όχι στους λίγους και “εκλεκτούς” –άνθρωπος του λαού είμαι. Άλλοι, πάλι, μου λένε πως τραγουδάω ροκιές. Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά. Λαϊκός τραγουδιστής είμαι. Τραγουδάω 46 χρόνια και στη δισκογραφία είμαι 35».

«Το “Κελί 33” έχει επισκιάσει όλη τη δισκογραφία μου, αν και παραμένω να αγαπώ –με έναν ιδιαίτερο τρόπο– ένα τραγούδι του Άκη Πάνου που έχω πει, τον “Τελευταίο πυρετό”. Το “Κελί 33” όμως είναι κάτι άλλο, είναι βίωμά μου, είναι κάτι πολύ προσωπικό μου. Έχω κάνει ένα πέρασμα απ’ τον Κορυδαλλό. Για πολύ λίγο. Μικρός ήμουνα. Και ξέρεις, πονάνε πολύ τα δειλινά στις φυλακές. Υπάρχει πολύς πόνος εκεί μέσα όταν βραδιάζει. Η μέρα κάπως βολεύεται, αλλά η νύχτα… Αχ, τη νύχτα… Τη νύχτα σκοτεινιάζουν τα πάντα. Τη νύχτα αρχίζει ο πόνος».

«Έκανα επιτυχία μεγάλος. Άλλη τύχη κι αυτή! Ήμουνα τότε στην Κυψέλη, σ’ ένα διαμέρισμα ισόγειο. Πέρναγαν τ’ αμάξια: “εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου”, έπαιζαν. Τέρμα. Διαπασών. “Κάτσε ήσυχα, Γιώργο”, μου έλεγα. “Τίποτα δεν είσαι, Γιώργο. Θα σε ξεχάσει κι η μάνα σου κάποια στιγμή”».

«Κάποια στιγμή θέλησα να τα παρατήσω. Γιατί είχα μπλέξει με τον τζόγο. Κι αυτό δεν μ’ άφηνε να πάω παραπέρα. Εμείς θα φύγουμε από ‘δω, μα τα ρημάδια τα λεφτά θα μείνουν. Είναι κι αυτό ναρκωτικό, όπως είναι το τσιγαριλίκι. Υπήρξαν φορές που έμενα ρέστος, που δεν είχα στην τσέπη μου τίποτα, κι έλεγα “πώς θα πάω τώρα από τη Γλυφάδα στους Θρακομακεδόνες να βρω τον μεγάλο Απόστολο Καλδάρα;”. Δεν είχα ψιλά ούτε για το εισιτήριο του λεωφορείου. Τότε κινδύνευσα να παρατήσω το τραγούδι. Αλλά, εκεί πέρα πάνω, έπεσε ένα τηλέφωνο. Και ξεκίνησα συνεργασία με μία μεγάλη τραγουδίστρια εκείνη την εποχή, την Άννα Χρυσάφη. Αυτή μ’ έβαλε ξανά στον δρόμο. Μου ‘χε πει: “Σε λίγο καιρό θα μιλάει για σένα όλη η Ελλάδα. Αρκεί να μην τα παρατήσεις”. Αυτό έκανα. Μετά από ένα χρόνο βγήκε ο δίσκος του Τάκη Σούκα “Εσύ μιλάς στην καρδιά μου”».

«Αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα άλλαζα πολλά πράγματα –και σε συνεργασίες και στην καριέρα μου και σε επιλογές τραγουδιών και στη ζωή μου. Καλό είναι να μετανοείς –σε πηγαίνει μπροστά ως άνθρωπο. Να ζητάς “συγνώμη”. Να λες “έκανα λάθος σ’ αυτό”. Όλα μέσα στο σχέδιο είναι».

«Μία καριέρα για να φτάσει στο σημείο να λέγεται “διαχρονική” πρέπει να έχει τα πάνω της, τα κάτω της, τις τρικλοποδιές, τις άτυχες και τυχερές στιγμές της, τα στραβά της και τα σωστά της. Οι αποτυχίες μου είναι το κάδρο μου –εκεί σκέφτηκα πολλά. Όταν τα φτερά μου ήταν πεσμένα. Έβαζα κάτω το κεφάλι κι έλεγα: “Γιώργο, έκανες αυτό. Έφταιξες. Ναι, ρε μάγκα, φταις”».

«Κι εγώ έχω πονέσει, κι εγώ έχω κλάψει, όπως όλοι οι άνθρωποι στους χωρισμούς τους. Αλλά δεν μου ‘τυχε ποτέ κάτι τόσο στραβό στη ζωή μου που να μου μείνει, παρά τα όσα έχω περάσει, παρά τα μπλεξίματά μου. “Δόξα την Παναγία!”, λέω».

«Δεν έκανα ποτέ εχθρό μου τη μοναξιά. Δεν με πολέμησε, δεν την πολέμησα. Ούτε της αντιστάθηκα. Με κρατάει ζωντανό αυτό που έχω μέσα μου».

«Δεν έχω χρόνο να ακούσω την παλιά μου δισκογραφία. Ακούω κάτι καινούργιο μόνο μόλις τελειώσει κι έπειτα πάλι το αφήνω. Να πάρει κι αυτό τον δρόμο του. Χορτασμένος είμαι, άλλωστε. Ο κόσμος μού τα προσφέρει όλα. “Γιατί, ρε παιδιά, τώρα μου τα δίνετε όλα και τότε ήσασταν λίγο κρατημένοι;”. “Και παλιά στα δίναμε, μα δεν το ‘βλεπες”, μου απαντάνε. Δίκιο έχουν».

«Η πείρα στον τραγουδιστή είναι μεγάλη υπόθεση. Βλέπεις τα πράγματα αλλιώς, ερμηνεύεις σωστά, τραγουδάς σωστά. Όταν είσαι νέος δεν το καταλαβαίνεις, δεν μπορείς να το διαχειριστείς, βγαίνεις στο πάλκο, φωνάζεις κι όποιον πάρει ο Χάρος –δεν έχεις συναίσθηση της ευθύνης όταν είσαι πιτσιρίκος. Γιατί το τραγούδι έχει όρια, δεν φωνάζεται –το τραγούδι ερμηνεύεται».


* Ο Γ. Μαργαρίτης τραγουδάει στις «Γραμμές» στην Αθήνα, ενώ ερμηνεύει και τον «Νοτιά» της Ε. Ρεμπούτσικα, από την ομώνυμη ταινία του Τ. Μπουλμέτη.

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016. 

14.2.16

ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕ Η ΚΥΠΡΟΣ


Αν περιγράφαμε οι ίδιοι αυτό που θα συμβεί το Μάρτιο στην Κύπρο, θα μας ονόμαζαν υποκειμενικούς. Ας μιλήσει, λοιπόν, για το «κυπριακό success story» και την έξοδο από το Μνημόνιο, κάποιος «ξένος», ένας από τους πιο έγκριοτυς δημοσιογράφους της Ελλάδας.

Οκτώ χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που ο Τάσος Τέλλογλου είχε επισκεφθεί την Κύπρο – τότε στα πλαίσια του ρεπορτάζ των «Νέων Φακέλων» για τα χρήματα του Μιλόσεβιτς στην Μπεομπάνκα της Λευκωσίας και καταφέρνοντας να μιλήσει με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. Από τις 3-6 Φεβρουαρίου ο ελλαδίτης δημοσιογράφος, γνωστός από το έγκυρο ρεπορτάζ του, τις αποκαλύψεις και την επιτυχημένη δημοσιογραφική του δουλειά που χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία και αντικειμενικότητα απέναντι στα γεγονότα, βρέθηκε στο νησί προκειμένου να ετοιμάσει την εκπομπή «πώς μία χώρα αποχαιρετά το μνημόνιο στα ελληνικά», που θα προβληθεί την Τρίτη 23 Φεβρουαρίου από το ελληνικό κανάλι Star.   

«Κάποιος επιχειρηματίας από την Ελλάδα, με σημαντική παρουσία στην Κύπρο, με προειδοποίησε να μην κάνω το ρεπορτάζ – “είναι σαν να συγκρίνεις μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα με την πιο καθυστερημένη”, μου είχε πει. Εμείς, όμως, θέλαμε να δούμε τι κάνατε οι Κύπριοι διαφορετικά από εμάς. Νομίζω, λοιπόν, ότι αποφασίσατε να δουλέψετε με τους θεσμούς, προστατεύοντας τα συγκριτικά σας πλεονεκτήματα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας -π.χ υπηρεσίες, χαμηλή σταθερή φορολογία-, να ανασυγκροτήσετε την -ούτως ή άλλως καλύτερη από την ελληνική- δημόσια υπηρεσία σας, εισάγοντας σοβαρά στοιχεία αξιολόγησης που έγιναν αποδεκτά από τους δανειστές σαν “βέλτιστη πρακτική”. Τέλος, έγιναν σημαντικές αλλαγές στην εποπτεία του τραπεζικού τομέα με ευρύτατη αντικατάσταση τραπεζικών στελεχών αλλά και την προσέγγιση ανθρώπων, όπως ο Τζον Χoύρικαν στην Τράπεζα Κύπρου που, με τους συνεργάτες του, εισάγει μια νέα κουλτούρα εταιρικής διοίκησης της μεγαλύτερης τράπεζας της Κύπρου. Την ίδια ώρα υπερκαλύπτονται οι δημοσιονομικοί στόχοι ώστε να μην έχουν την δυνατότητα οι διεθνείς δανειστές της Κυπριακής Δημοκρατίας να ζητούν την λήψη πρόσθετων μέτρων. Με μια κουβέντα, όλα τα στοιχεία που συνέθεσαν την “τέλεια καταιγίδα” του 2013 αντιμετωπίζονται – και μάλιστα σε όλες τις περιπτώσεις και με -ευανάγνωστη-την κυπριακή σφραγίδα. Φυσικά υπάρχουν προβλήματα, όπως η μεγάλη ανεργία των νέων, ο μεγάλος αριθμός μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αδυναμία νέων επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό και η ανάγκη να κτιστεί ένα σύστημα υγείας για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν, εξ’ αιτίας του περιορισμού των εισοδημάτων τους, μια ιδιωτική ασφάλεια υγείας. Αλλά η χώρα μοιάζει πως αρχίζει να ξαναζεί!».

Δεν είναι πάντως αισιόδοξος ότι, αντίστοιχα, η Ελλάδα θα εγκαταλείψει τόσο γρήγορα τα δικά της Μνημόνια. «Ασφαλώς και είναι και θέμα νοοτροπίας. Κυρίως ο τρόπος που αντιμετωπίζει κάθε χώρα την επιχειρηματικότητα και την κοινωνική επιτυχία. Σημαντικό είναι ακόμα ότι στην Κύπρο, αυτά τα τρία χρόνια, έγινε μόνο μία γενική απεργία!», μου εξηγεί.

Μου φέρνει ως παράδειγμα τους ανθρώπους που δούλευαν σαββατιάτικα στο κτηματολόγιο, προκειμένου να τους βοηθήσουν σε κάποια πλάνα -αν και δεν πληρώνονταν υπερωρία και ανήκουν στο δημόσιο- επειδή, όπως ανέφεραν στον δημοσιογράφο και στην ομάδα του, το Λάζαρο Μπέλτσιο και τον οπερατέρ Βασίλη Τζόκα, «η δουλειά είναι δουλειά και πρέπει να βγει!». «Οι πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου μοιάζουν να συμφωνούν σε περισσότερα από ότι σε εκείνα στα οποία διαφωνούν», μου αναφέρει.

«Ξέρετε, ο στόχος όλων των χωρών που μπαίνουν σε μνημόνιο είναι να ανακτήσουν την δημοσιονομική τους ανεξαρτησία και η Κύπρος, ως τελευταία χώρα που μπήκε σε μνημόνιο, δείχνει στην πρώτη χώρα που εντάχθηκε σε ένα παρόμοιο καθεστώς, την Ελλάδα, τι πρέπει να κάνει – έστω και αν οι αξιωματούχοι με τους οποίους συναντηθήκαμε δεν ήθελαν να το θέσουν με αυτό τον ευθύ τρόπο. Το δείχνουν, όμως, με το παράδειγμα της πολιτικής τους», καταλήγει.

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016. 

7.2.16

ΒΟΛΤΕΣ



«Μας είπαν προεξείχε η καρδιά, και την περιέκοψαν», Κ. Μόντης.

Διασχίζοντας το νέο δρόμο Λάρνακας-Λευκωσίας -απ’ το αεροδρόμιο- η φύση του Φεβρουαρίου είναι σαν έτοιμη από καιρό να σου διαθέσει κάτι υποχθόνια ήσυχο, μα από τα έγκατά της ρωμαλέο, ένα μπουμπούκι που θέλει να πεταχτεί στην παλάμη σου για να ανοίξει πράσινα φυλλαράκια και μικρούς κόμπους, καθώς αναρωτιέσαι, πίσω από τα τζάμια του αυτοκίνητου, «μα, ποιος μπορεί να ζει στα Λύμπια ή στην Αλάμπρα;». Είναι ύπουλα όμορφη η μαγεία της Κύπρου το Χειμώνα – καμία σχέση δεν έχει με το θόρυβο του καλοκαιριού και τα περιφερόμενα μαγιό του Κόννου. 

Είναι εποχή για ποιητές. Ή τουλάχιστον για όσους ζουν ποιητικά.

Αν δεν διαθέτεις μέσα σου κάτι απ’ τις συλλογές του Μόντη, του Πασιαρδή και τα μυθιστορήματα της Μελεάγρου, η Κύπρος μπορεί να γίνει ένας τόπος που εμπεριέχει κάθε δυνατότητα να σε καταπιεί σαν σε στόμα αχόρταγης αρκούδας – λιγότερο τρομακτικής από εκείνην του «The Revenant», μα εξίσου επικίνδυνης στα κοφτερά της δόντια. Αν τη γλιτώσεις, παντού συμβαίνουν θαύματα! Δίπλα από την ΕΛ.ΔΥ.Κ της οδού Λεωνίδου, η πινακοθήκη Λεβέντη είναι ένα αριστούργημα: Jean Ducayer, Renier De La Haye, Paul Signac, Philips de Marlier, Οικονόμου, Γύζης, Λύτρας, Χαλεπάς, Τέτσης, Βασιλείου – απίστευτο! Κι έπειτα η ωραιότερη τάρτα με φράουλες που έχεις φάει ποτέ, σ’ ολόκληρη την Κύπρο, στο ισόγειο εστιατόριο της – κομμάτι Τέχνης κι αυτή.

Ή κάνοντας μια χαζευτική βόλτα στον Άγιο Κασσιανό που λαγοκοιμάται με αφημένες φρεσκοποτισμένες γλάστρες στα πεζούλια, αναδομημένα παλιά σπίτια από πέτρα, στενούς δρόμους και ηλικιωμένες που ξέρουν να λένε τον καλύτερο καφέ – τα βρίσκουν όλα!

Αν περάσεις, όμως, το οδόφραγμα της Λήδρας, όλα αλλάζουν.

Και σκέφτεσαι: «πώς θα συνυπάρξουμε; Ποιοι θα επιστρέψουν στην Ανατολία και ποιοι θα παραμείνουν στου Μόρφου; Ποιοι θα είναι οι Κύπριοι και ποιοι οι ξένοι –αυτοί που γεννήθηκαν εδώ ή όσων οι γονείς εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο απ’ το ’74 κι έπειτα; Ποιοι θα κατοικούν πού; Και ποιος θα βάλει τις γραμμές; Και γιατί ο Λαπηθιώτης να ψηφίσει “ναι” αφού πίστεψε στο πιο τρομακτικό ψέμα που ειπώθηκε και συντηρήθηκε ποτέ πως “τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια!”; Για πόση αποζημίωση να διαγράψει τη θάλασσα, μες στα βράχια, κάτω από το Μπέλαπαϊς;».

Καταλαβαίνω ακριβώς τους λόγους που ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, στο προηγούμενο τεύχος του ΦιλGood, εξήγησε γιατί δεν θέλησε ποτέ να αντικρύσει τη νέα Αμμόχωστο. Αυτήν με τις κουρελούδες στις εισόδους των κλεμμένων ελληνικών σπιτιών, τις γυναίκες που τυλίγονται τις μαντίλες, με τα σμιχτά φρύδια, την ξένη γλώσσα στην οδό Οθέλλου, τις διάσπαρτες εκκλησιές-αξιοθέατα, τα αυστηρά βλέμματα, τα σκούρα δέρματα με τις ξανθές τρίχες που πετάγονται έξω από τα πολύχρωμα ανοιγμένα πουκάμισα – πάμφθηνα τα «Versace», οι «Louis Vuitton» και τα «Gucci» απέναντι. «Κι αν είναι πράγματι αυτή η τελευταία ευκαιρία; Αν μετά το “όχι” τελειώσαμε; Αν καταλήξουμε τζείνοι ποτζιεί τζαι εμείς ποδά, σε δύο ξένα μεταξύ τους κράτη;». Σκέψεις.

Οι άκρες του δρόμου από το Βαρώσι μέχρι το Μπογάζι πάντοτε μου θύμιζαν εκείνες της Λάρνακας προς τον Πρωταρά: ξερά δέντρα, άμμος στα δεξιά που χάνεται και επανεμφανίζεται βγάζοντας φύκια, σαστισμένα νεοπλουτίστικα σπίτια στη μέση του πουθενά, σκόνη και λίγα φυλλοβόλα. Είναι τοπία λιγάκι αγριεμένα, αλλά αρχαϊκά. Ανένδοτα και υποτακτικά. Παράξενα. Μα, μοιάζουν.

Σ’ αυτό το ανακάτεμα τόπων και ανθρώπων δεν ήξερα πως οι νέοι κάτοικοι της Γιαλούσας είπαν το χωριό τους Yeni Erenköy, γιατί προέρχονταν από την άλλη άκρη του νησιού, τα Κόκκινα – διωγμένοι κι αυτοί, τρεις φορές, κακήν κακώς κάτοικοι των λεηλατημένων. Μου το είπε η κόρη του Σάββα Λιασή, του ήρωα της Αγίας Τριάδας, η Τούλα, που τη συνάντησα μια Δευτέρα απόγευμα στην Παπαδιαμαντοπούλου της Αθήνας για ζεστό τσάι. Στα χέρια της κρατούσε το βιβλίο της, «Rusted Evidence». Το ξεφύλλισα μαγεμένος. Τι φωτογραφίες, τι πίνακες, τι χρώματα! Όλα ήταν Καρπασία! Σταμάτησα σε ένα κολλάζ εικόνων με τα πιατάκια του πατέρα της – εδώ θα έμπαινε ο τραχανάς, εδώ τα ρεβίθια, εδώ το κοτόπουλο, σκέφτηκα. Και κάπου αλλού τα ρόδια.

«Όλα είναι μνήμη», της είπα. «Αλλά τίποτα δεν θα γίνει όπως παλιά». 

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016. Φωτό: Γ. Χατζηγεωργίου. Στο Βαρώσι.  

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ-ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΕΙΡΩΝ ΣΗΜΕΡΑ - "ΕΛΕΝΗ" ALPHA TV


ΟΙ ΠΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - "ΕΛΕΝΗ" ALPHA TV


ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΠΟΥ ΑΠΕΚΤΗΣΑΝ ΠΑΙΔΙ ΣΕ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ ΗΛΙΚΙΑ - "ΕΛΕΝΗ" ALPHA TV