31.1.16

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ CLUB "VERSUS"


Θυμάσαι κάτι απίθανες νύχτες που δεν οδηγούσες γιατί ήσουνα ήδη βέβαιος πως θα σε μετέφεραν άλλοι στο τέλος της βραδιάς – σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, μάλλον και σε άλλο πλανήτη;


Κοιτώντας από τα μεγάλα κατά μήκος ορθογώνια τζάμια του τελευταίου ορόφου του Capital Center της λεωφόρου Μακαρίου προς τον κατεχόμενο ναό της Αγίας Σοφίας και τους νεοκτισθέντες μιναρέδες του που έμοιαζαν από ψηλά λες και ξάπλωναν στους πρόποδες του Πενταδαχτύλου, δεν ήσουν ποτέ βέβαιος αν η πλατεία Ελευθερίας ήταν εκείνη που μόλις περπάτησες (η παλιά, με τα δύο περίπτερα στις άκρες της και τα αυτοκίνητα να τη διαπερνούν προς το άνοιγμα της Κωστάκη Παντελίδη) ή το Castlemorton της Ουαλίας και το τελευταίο του rave party στο οποίο πίστεψες πως συμμετείχες. Στην Γερμανία τότε ο Sven Vath έφτιαχνε εθιστική trance, οι Jam and Spoon προβάλλονταν ως «οι εμπορικοί εκπρόσωποι του είδους», κάποιοι αναγνώριζαν ήδη τον μετέπειτα υπερστάρ Paul Van Dyk, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα αναδυόταν η σκηνή του Bristol και το είδος trip-hop γεννιέται ως μια εναλλακτική, πιο εκλεπτυσμένη αγγλική εκδοχή του hip hop, με πρωταγωνιστές τους Massive Attack, Portishead και Tricky. Στην Κύπρο του μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, η «Versus» της Λευκωσίας αποκτούσε λόγο ύπαρξης.

Οι φανατικοί θαμώνες της «Versus» είχαν κοινό σημείο αναφοράς τους την αποβολή του επαρχιώτικου κυπριακού νεοπλουτισμού, της επίδειξης και του τοπικισμού – όσοι αποφάσιζαν να περάσουν μια βραδιά χορεύοντας, ρουφώντας τσιγάρα και πίνοντας καθαρό αλκοόλ απ’ το bar, με απευθείας αναφορές στη Chicago house και στο Detroit techno σα να ‘ταν στο Cream, στο Renaissance ή στο Ministry of Sound, ήταν κιόλας πολίτες του κόσμου.

Οι νέες τάσεις διαπερνούσαν ήδη την πόρτα του ασανσέρ (κομμάτι κι αυτό της ιεροτελεστίας στον μυστικισμό ενός ιδιότυπου ατελιέ ψυχών) με το που άνοιγε στην οροφή, στο ειδικά διαμορφωμένο προ-χολ: Minimal techno, intelligent dancemusic, house και UK garage. Στη «Versus» γίνονταν -και επιτρέπονταν- όλα (όλα!) – κι αυτό ήταν ένας ασυγκράτητος συνδυασμός ακόρεστης γοητείας, αθωότητας και αχαλίνωτου ρυθμού που, όχι λίγες φορές, ξέσπαγε κατά τις πρωινές ώρες σε εμετό κατά μόνας ή ανά δυάδες μέσα στις τουαλέτες που βρίσκονταν στο βάθος αριστερά.

Οι διαχωριστές γραμμές των φανατικών της ήταν πάντα δυσδιάκριτες: μπερδεμένοι, μα απόλυτα φυσιολογικά αφομοιωμένοι, gay και straight, bisexual και asexual, αναθαρρούσαν στην μαζική pop κουλτούρα των παγκόσμιων clubs που αντηχούσαν απ’ τα μαύρα μεγάφωνα και έκαναν τα τζάμια να τρίζουν – σα να χόρευαν κι αυτά ProdigyFaithlessDeep DishLeftfieldOrbitalUnderworld.

Ντυμένοι casual ή με κοστούμια τα Σάββατα κάποιοι -που γρήγορα θα έβγαιναν βιαστικά-, ήδη ιδρωμένοι, έδιναν τη θέση τους σε πολύχρωμα ή λευκά αμάνικα φανελάκια που είχαν αγοράσει το πρωί απ’ τη Στασικράτους – στη «Versus» δεν είχε ποτέ σημασία τι είχες κάνει το προηγούμενο βράδυ μα πώς θα γινόταν συναρπαστικό το αποψινό. Και βέβαια πού και με ποιον θα κοιμόσουν, έχοντας ήδη καταπιεί την πλήρη εξάντληση κατά ριπάς αλλά πάντα έτοιμος για τον τελευταίο -και τελειωτικό- γύρο.

Ο κόσμος τότε ήταν διαφορετικός. Υπήρχε μια καλοπροαίρετη κατανόηση σε όσους ξεπατίκωναν τάσεις ή αντέγραφαν fashion street icons εικόνες του νεοκυκλοφόρητου τότε «Omikron», οι djs ήταν djs και όχι σταρς, υπήρχε μια γενιά 20άρηδων που ζούσε αλαφιασμένα, ανέβαζε ταχύτητες και ονειρευόταν ακόμη την Αθήνα της Ακρόπολης και όχι το Λονδίνο του Μπάκιγχαμ (προς το παρόν).

Τώρα όλα έχουν αλλάξει σαρωτικά.

Πήγα το καλοκαίρι σε κάποιο αντίστοιχο club της Λευκωσίας που λοξοκοιτούσε προς Ibiza, με κάπως κουμπωμένους προσκυνητές και κάτι από παλιό Tiesto, Ferry Corsten και Armin Van Buuren στα ηχεία. Μα έλειπε εκείνη η καλά αρχειοθετημένη, αξεπέραστη, μα πάντα άσβεστη κάψα που σε στοιχειώνει σαν παλιό τατουάζ χτυπημένο σε εμφανές σημείο στο σώμα – αυτό που δεν θες να σβηστεί ποτέ…

Δημοσίευση στο ένθετο "ΦιλGood" της εφημερίδας "Ο Φιλελεύθερος" της Κύπρου, την Κυριακή 31 Ιανουαρίου. Το απίθανο φωτογραφικό αρχείο σε φιλμ είναι του Δημήτρη Βαττή.